Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Breaking Bad

 



    Μέχρι μια μέρα πριν τα πεντηκοστά γενέθλια του, ο ασήμαντος καθηγητής Χημείας Walter White το πρωί διδάσκει στο Γυμνάσιο στην Αλμπουκέρκη στο Νέο Μεξικό και το απόγευμα για να συμπληρώσει το μισθό του δουλεύει σ΄ένα πλυντήριο αυτοκινήτων. Μια μέρα μετά τα γενέθλιά του, ο Walter White αρχίζει να μετατρέπεται στον παντοδύναμο βασιλιά της μεθαμφεταμίνης, Χάιζενμπεργκ. Την ημέρα των γενεθλίων του διαγνώσκεται με καρκίνο του πνεύμονα με προβλεπόμενο χρόνο ζωής κάποιους λίγους μήνες. 

    Στην αρχή υπήρχε μόνο μια γλώσσα. Τα αντικείμενα, τα χρώματα, τα πράγματα, τα αισθήματα, τα όνειρα, τα βιβλία, τα τραγούδια, τα κυριακάτικα μπαρμπεκιού, τα αυτοκίνητα, τα ψώνια στο σούπερ μάρκετ, ήταν σ'αυτή τη γλώσσα. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα μπορούσε να εκφέρει έστω και μια λέξη που δεν θα ανήκε σ' αυτή τη γλώσσα. 

      Έτσι κι αλλιώς κανείς δεν μιλούσε μια άλλη γλώσσα στην Αλμπουκέρκη στο Νέο Μεξικό. Στο σχολείο οι συνάδελφοι, στις οικογενειακές συγκεντώσεις, στα γραφεία των ασφαλιστικών  εταιρειών, στους συλλόγους των ανέργων, στις εταιρείες, στους δρόμους, στα καφέ, στα πλυντήρια αυτοκινήτων, στα άλλα σπίτια της πόλης, στην γειτονιά, στη τηλεόραση, όλος ο κόσμος μιλούσε την ίδια γλώσσα και δεν γινόταν ποτέ λόγος για άλλη γλώσσα. Μόνο η Χημεία ήταν για αυτόν μια γλώσσα ενθουσιασμού. Μιλούσε με ενθουσιασμό για τις χημικές ενώσεις. Ούτως ή άλλως όμως οι περισσότεροι μαθητές δεν είχαν καμιά όρεξη να μάθουν. Με την ίδια έλλειψη ενθουσιασμού μαθαίνουν Ιστορία, Γεωγραφία και Λογοτεχνία. Μια γενιά αμαθών βγαίνει από τα σχολεία. 

     Έλεγαν πως τα θυμωμένα παιδιά που μένουν κολλημένα στην Αλμπουκέρκη κάνουν χρήση μεθαμφεταμίνης προσπαθώντας να μιλήσουν μια νέα γλώσσα. Όμως πάντα πίστευε πως αυτό δεν ήταν μια νέα γλώσσα. Πως την είχαν απλώς επινοήσει για να μιλούν μεταξύ τους οι κολλημένοι χωρίς να τους καταλαβαίνει κανείς, ακριβώς  όπως έκανε και ο Τζέσι με τους φίλους του. Έλεγαν πως ήταν μια γλώσσα εχθρική γιατί ήταν ακαταλαβίστικη και πολύ διαφορετική από την δική τους. Επίσης έλεγαν πως οι κολλημένοι ήταν άχρηστοι και κακοί και βάρη της κοινωνίας. Και σίγουρα έφερναν πάρα πολλά προβλήματα. Όμως περνούσες μπροστά από τα σπίτια τους που είχαν ξύλινους φράχτες και μέσα ήταν χαμόσπιτα και αναρρωτιόσουν που βρίσκουν χρήματα να αγοράζουν μεθαμφεταμίνη. 

      Έτσι λοιπόν, σε ηλικία πενήντα ετών, εντελώς ξαφνικά, έρχεται αντιμέτωπος με το βάρος του θυμού, της αδικίας της αρρώστιας. Πώς γίνεσαι ζωντανός άνθρωπος; Καταρχάς πρέπει να ζεις. Στην συνέχεια πρέπει να συνεχίσεις να ζεις. Έστω κι αν το ότι ζεις δεν ενδιαφέρει κανέναν. Έστω κι αν έχεις την εντύπωση πως δεν θα ενδιαφέρει ποτέ κανένα.

Αρχίζει να μιλάει μια νέα γλώσσα. Στην αρχή κάνοντας λάθη. Όπως μιλάς μια γλώσσα που δεν είναι μητρική. Που μέχρι εκείνη την στιγμή είναι μια γλώσσα εχθρική που σκοτώνει σιγά σιγά αλλά σταθερά την μητρική. Όπως και ο ίδιος σκοτώνει, χρησιμοποιεί, εκμεταλλεύεται, δυναμώνει, ζει, ξεφεύγει, δραπετεύει. Παίρνει το χρόνο στα χέρια του. Γίνεται κακός, πολύ κακός. Κάποιες φορές βάζει τα κλάμματα γιατί αυτή δεν τον καταλαβαίνει. Κάποιες άλλες φορές επειδή εκείνος την καταλαβαίνει.

         Τα γράμματα δεν αντιστοιχούν πια στις ίδιες λέξεις. Όταν διαβάζει, οι λέξεις δεν αντιστοιχούν σε τίποτα. Δεν ξέρει πόσο θα ζήσει ακόμα. Αλλά τι σημασία έχει. Καλύτερα να ζει όσο νοιώθει ζωντανός παρά να ζει περιμένοντας να πεθάνει. Δεν είναι πια αρχάριος στη νέα γλώσσα. Γίνεται μανιώδης μάγειρας μεθαμφεταμίνης. Όλος ο κόσμος μιλάει εναντίον του.   Πώς να τους εξηγήσει; Εκείνη την στιγμή ξέρει πως κανείς δεν θα καταλάβει και πως οι περισσότεροι δεν θα τα καταφέρουν ποτέ. Βγάζει εκατομμύρια. Χάνει εκατομμύρια. Αφήνει στα παιδιά του, καλά κρυμμένα τα χρήματα για τις σπουδές τους. 

   Μια έρημος είναι μπροστά του. Μια έρημος που πρέπει να την διασχίσει.  Είναι ένα στοίχημα. Το στοίχημα ενός αναλφάβητου.  

      Μια μέρα που το αποφασίζει ο ίδιος, πεθαίνει ζωντανός. 

       

        



     

       

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020

Some Sunny Day


Αριθμός, κενό, ονοματεπώνυμο, διεύθυνση, αποστολή. Μετάβαση. 

 Θα έρθει ένα πρωί που θα ξυπνήσουν αγκαλιά. Σε φρεσκοπλυμμένα σεντόνια που θα τα έχει πλύνει με το αγαπημένο τους μαλακτικό. Μπορεί να είναι χειμώνας, Σάββατο, να έχει λιακάδα, μπορεί να χουζουρεύουν στο κρεββάτι γελώντας γιατί θυμήθηκαν κάτι που άκουσαν στη δουλειά την προηγούμενη μέρα. Θα φάνε μαζί πρωινό και το ραδιόφωνο θα παίζει Tom Waits, Patty Smith, Nina Simone και πάει λέγοντας. Θα προγραμματίζουν να κατέβουν στο κέντρο για βιβλία, δίσκους και καφέ στο Αερόστατο. 
 Όταν γυρίσουν θα μαγειρεύουν μαζί πίνοντας ένα ποτήρι κρασί. Θα κόβουν σαλάτα, θα βράζουν μακαρόνια και θα φτιάχνουν μια σάλτσα με βάση την ντομάτα και το βασιλικό. Θα μιλάνε για όλα. Για τις διακοπές, για την κούραση, για την απογοήτευση, για την απουσία, για το άγχος, για την αγάπη. Θα καταλαβαίνουν τα πάντα, θα μιλάνε για τα πάντα. Θα κάθεται στο σκαμπό της κουζίνας και θα περιμένει να ετοιμαστεί το φαγητό, όσο εκείνη ρίχνει μια ματιά στην εφημερίδα για την παράσταση που θα πάνε το βράδυ. Στα πόδια του θα είναι το γατί που μάζεψαν από το δρόμο τον περασμένο μήνα. 
 Θα είναι μαζί. Θα συμπορεύονται, ξέροντας πως ο ένας πάει τον άλλο κάπου καλύτερα. Θα αγαπάνε ο ένας τους φίλους του άλλου, τους ανθρώπους του άλλου. Θα έχουν ένα σπίτι ανοικτό, να έρθουν φίλοι να δουν ταινίες, να γελάσουν μαζί τους, να κλάψουν μαζί τους, να παίξουν επιτραπέζια. Θα νοιάζονται. 
 Θα είναι δυο απλοί, απλούστατοι άνθρωποι, ανάμεσα σ΄ένα πλήθος κοινών ανθρώπων. Μέσα σε μια ζωή που θα είναι ίσως κάθε μέρα η ίδια. Αλλά που θα αγαπούν, θα σέβονται. Και που ο καθένας θα θέλει, θα νοιάζεται, θα χτυπιέται να είναι ο άλλος ευτυχισμένος. Kαι θα είναι ωραία!


 

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2020

Ανήμερα του Σωτήρα

 

           Φωτογραφία από το λιμάνι των Καρδαμύλων 

    Ξεκίνησαν από την Κεραμωτή για να φθάσουν στα Καρδάμυλα της Χίου με το καίκι τους φορτωμένο καρπούζια στο αμπάρι και στη κουβέρτα πεπόνια. Η Κεραμωτή είναι ένα παραθαλάσσιο χωριό κοντά στο Νέστο. Με την ταχύτητα του καικιού είχαν υπολογίσει πως θα κάνανε λίγο λιγότερο από δυι μέρες να φθάσουν στα Καρδάμυλα. Ο καπετάνιος και μαζί του ένα 15χρονο παιδί που έγραφε τις πρώτες του υπηρεσίες στο ναυτικό του φυλλάδιο , ήταν το μόνο πλήρωμα του καικιού. 

   Άφησαν πίσω τους τη Θάσο, τη Λήμνο, το Σίγρι. Το καίκι έσκιζε μια θάλασσα γυαλί. Ο πιτσιρικάς καθόταν στη κουπαστή να βοηθάει τον καπετάνιο που κρατούσε το τιμόνι. Ξημερώματα έφθασαν στον Άγιο Ανδρέα, λίγο έξω από τα Καρδάμυλα άκουσαν αμυδρά μια μελωδική μουσική να έρχεται από κάπου μα δεν μπορούσαν να διακρίνουν από που. Μπαίνοντας στο λιμάνι η μουσική δυνάμωσε, ήταν ανήμερα του Σωτήρα και το πανηγύρι δεν είχε σχολάσει ακόμα. Κλαρίνα έπαιζαν, κόσμος χόρευε. ''Φεγγάρι μάγια μου κανες''. Φουντάρανε και πήγανε να κοιμηθούν. Σε λίγες ώρες που θα ξύπναγαν θα πήγαιναν να ξεφορτώσουν το φορτίο και να φτιάξουν καλύτερα το καίκι. 

     Στο σπίτι τον περίμενε η μάνα και ο πατέρας του. Σπάνιο , πολύ σπάνιο που ήταν και ο πατέρας του εκεί.15 χρονών ήταν και εως τώρα ζήτημα αν ειχε δει τον πα΄τέρα τοθ όλο όλο μαζί τρια χρόνια. Πρώτος μηχανικός ο πατέρας του και κάθε μπάρκο του το λιγότερο τρια χρόνια.Μονο σοβαροί λόγοι υγείας μπορούσαν να σε οδηγήσουν σε πιο γρήγορο ξεμπαρκάρισμα. 

-Ξύπνησες γιέ μου ; Έλα να δεις ! Όλο το λιμάνι μοιρίζει το άρωμα του φορτίου σας. 

Πράγματι εκείνη την ημέρα η θάλασσα είχε αποκτήσει ένα μοναδικό άρωμα πεπονιού. Ο 15χρονος κρατήθηκε από τη κουπαστή της βεράντας περήφανος. Για όλα περήφανος. Ήταν τότε η ζωή διαφορετική, η στιγμή κράταγε πιο πολύ και η θάλασσα ανήμερα του Σωτήρα μύριζε πεπόνι.  

     

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2020

Τη νύχτα που τρεμόσβηνε το λ

 




           Σκέφτομαι πως ίσως  λέξη κλειδί για τα διηγήματα του λ είναι η λέξη χρόνος. Τώρα γιατί με απασχόλησε τόσο ο χρόνος, τη δεδομένη στιγμή της ζωής μου ,  είναι ένα καλό ερώτημα. Ίσως η απάντηση είναι η ίδια μ' αυτό που μονολόγησα όταν είδα πριν λίγα χρόνια την ταινία του Haneke , Αmour. Που δείχνει την στοργική φροντίδα ενός ηλικιωμένου συζύγου που βοηθάει την γυναίκα του που υποφέρει , να πεθάνει. Είναι μια υπέροχη ταινία σκέφθηκα αλλά ευτυχώς  την είδα πριν γίνω ογδόντα. 

      Σκέφτομαι πως θα πρέπει να υπάρχουν μάλλον δυο χρόνοι. Τουλάχιστον αυτό συνειδητοποίησα τα τελευταία χρόνια , που απομακρύνθηκα από την παντοδυναμία της νιότης. Είναι ένας χρόνος που τρέχει εκεί έξω μανιασμένος για να προλάβει υποχρεώσεις και ευθύνες. Κι ένας άλλος χρόνος που τρέχει μέσα μας.Ο χρόνος έξω είναι μετρήσιμο μέγεθος. Έχει ηλικίες, έχει διορίες, δόσεις, προκαταλαβολές, λήξεις. Ο χρόνος μέσα μας από την άλλη δεν είναι μετρίσιμο είδος, δεν γνωρίζει ηλικία, φυλή, κοινωνική τάξη, χρώμα. Γνωρίζει μόνο βιώματα, συναισθήματα, εννίοτε ξεχασμένα,  απωθημένα , καλά κρυμμένα στο βαθύτερο κομμάτι του ασυνειδήτου μας. Αφού ο άνθρωπος επιλέγει  επίμονα να ξεχνά αυτά που τον πονούν. Ο χρόνος μέσα μας είναι χαοτικός, δεν έχει αρχή , μέση και τέλος διατηρεί όλη την ενέργεια των βιωμάτων μας. Βλέπεις τα συναισθήματα είναι ενέργεια και όπως πολύ καλά γνμωρίζουμε από την Φυσική επιστήμη , η ενέργεια δεν χάνεται, μόνο μορφή αλλάζει. 

      Οι δυο αυτοί χρόνοι πολύ συχνά συγκρούονται. Τρέχεις να προλάβεις , να φθάσεις να πληρώσεις στη τράπεζα τη δόση σου και μόλις ακούσεις το μεντεσέ της πόρτας που θέλει λάδωμα , σταματάς για δευτερόλεπτα γιατί κάτι σου θύμησε. Μπαίνεις σε ένα πάρτυ (τότε που ακόμα γίνονταν πάρτυ) και μέσα στο χαμό εσύ κολλάς στα μάτια ενός εκεί πίσω που στέκεται μόνος του και δεν μιλάει σε κανένα. Κάτι άγνωστο, ακαθόριστο σε έλκει. Θυμώνεις με τον διπλανό σου οδηγό που δεν ακολουθεί τους κανόνες, αλλά δεν θυμώνεις μόνο, οργίζεσαι , θέλεις να κατέβεις να τον πιάσεις στα χέρια.  Οι συγκρούσεις αυτών των δυο χρόνων φέρνουν τριγμούς, λυγμούς, νευρώσεις. Οι συγκρούσεις αυτές μας τρομοκρατούν τις πιο πολλές φορές αφού αγνοούμε που μας οδηγούν. Μερική απώλεια του παρόντος αλλά και του παρελθόντος. Εμείς αγνοώντας τι στο καλό συμβαίνει μέσα στο ασυνείδητο μας, προσπαθούμε να βάλουμε τα συναισθήματα μας μέσα στο μαντρί. Κάποιες φορές αυτά ξεφεύγουν και είναι τότε δύσκολα τα πράγματα. Αν μόνο ξέραμε τι στο καλό συμβαίνει με μας, γιατί επιλέγουμε ό,τι επιλέγουμε, γιατί δεν επιλέγουμε ό,τι δεν επιλέγουμε, γιατί αυτόν τον άνθρωπο και όχι έναν άλλο, γιατί αφού αυτή η απόφαση ,η στάση, το μοτίβο, η επιλογή δεν μας πάει πουθενά γιατί εμείς συνεχίζουμε να την επιλέγουμε. 

Πόση μοίρα τελικά έχει ο άνθρωπος μέσα του , πόσο τον καθορίζει το πεπρωμένο του αν μπορεί να γνωρίζει τους μηχανισμούς του. Πολύ λιγότερο σίγουρα από όσο το σχολείο μας άφησε να πιστεύουμε, μην επιτρέποντας μας να γνωρίσουμε καλύτερα τον εαυτό μας. 

Στους ήρωες  του λ , αυτό που τρεμοσβήνει δεν είναι το γράμμα αλλά η ελπίδα. Αφού είχαν οι περισσότεροι χάσει, ξεχάσει ή ποτέ δεν είχαν βρει τον τρόπο να ζήσουν μια ζωή χωρίς πικρίες.

Για ένα βιβλίο που με αφήνει να ευγνωμονώ την ζωή , με τις ομορφιές και τις εκπλήξεις που μας φέρνει, θέλω να σας ευχαριστήσω. 


Φωτογραφία Άγης Π

το λ στην Αμοργό

Σάββατο 2 Μαΐου 2020

Σκυλίσια καρδιά

      




  
      Ζουν μια σύντομη ζωή, το πολύ καμιά δεκαπενταριά χρόνια. Αφοσιώνονται. Γεμίζουν θλίψη όταν φεύγουμε. Περιμένουν από το πρώτο λεπτό να επιστρέψουμε πάλι. 
        Μας ακούνε προσηλωμένα να μιλάμε στην ακαταλαβίστικη ανθρώπινη λαλιά μας. Είναι εκεί, δίπλα μας όσο εμείς είμαστε εκεί, όσο στεκόμαστε, πίνουμε, μιλάμε, γελάμε. Γεμίζουν κενά του χρόνου, της εποχής, της ηλικίας. Κοιτούν ήρεμα, αθόρυβα, αφοσιωμένα με τα μεγάλα, υγρά μάτια τους. 
    Χαίρονται τις χαρές μας. Λυπούνται τις λύπες μας. Μοιράζονται τις σιωπές μας. Ανεβοκατεβάζουν το υγρό βλέμμα τους, ψάχνοντας το μπιπ-μπιπ του ραδιοφώνου, του υπολογιστή, της τηλεόρασης, σαν την πιο ακριβή μετάφραση του τακ-τακ της δικής μας καρδιάς.  Σβήνουν τη βαριά κουβέντα, τη φωνή στα μεγάλα βάθη και πλάτη της σκυλίσιας καρδιάς. Συγκρατούν τους πόνους να μη μετατραπούν σε μίσος. Θα μπορούσαν, έχουν τη δύναμη. Δεν το επιλέγουν. Μας θέλουν κοντά τους όταν αρρωστήσουν. Ακόμα κι αν ηττηθούν από την αρρώστια, τους αρκεί να είμαστε δίπλα τους. Πεθαίνουν στα χέρια μας. 
     Ζουν ανάμεσα μας δίνοντας μας τη μοναδικά απλή ευκαιρία να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι.  
Παρ' όλα αυτά υπάρχουν άνθρωποι ασυγκίνητοι.

Στον Spike, τον καλύτερο μου φίλο

Κυριακή 26 Απριλίου 2020

Αυτές είναι οι λέξεις




           Τότε δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα ερχόταν ο καιρός που θα είχε μεγάλη αξία  ν΄απαντήσει. Πως θα κρέμονταν από τα χείλη της και θα βρισκόταν στο επίκεντρο των ερωτήσεων. Αυτό πια της ήταν αδιανόητο, απίστευτο. Πως θα τη ρωτούσαν το πώς ήταν και πώς ένιωθε όλη αυτή την εποχή. Μια μικρή σταγόνα ήταν αυτή η εποχή. Δείγμα χρόνου ήταν. Τι είναι κάποιοι μήνες μπροστά στο χείμμαρο της ζωής; Αμεληταίος χρόνος. Μια ασήμαντη διαρροή χρόνου. 
         Ήρθαν όμως τα πράγματα έτσι που τη ρώτησαν. Πώς έμοιαζε η μέρα τότε; Πώς μύριζε ο χρόνος; Τι της έλειψε περισσότερο και τι ήθελε απεγνωσμένα να συμβεί αλλά αργούσε. Αν η διάκριση μεταξύ πρωινού, μεσημεριού και νύχτας ήταν ευδιάκριτη κι αν εκείνη ήταν εκεί, αληθινή και όπως ήξερε να είναι. Αν υπήρχε πριν κι αν θυμόταν πως λίγο νωρίτερα απ΄όλα αυτά είχε υπάρξει. Αυτά μεταξύ άλλων τη ρώτησαν οι ειδικοί της επιστήμης εκείνης, που μελετά τις αναμνήσεις και μετρά τις νοσταλγίες. Τη ρώτησαν τι γεύση είχε το φαγητό. Αν  εξακολουθούσε ν΄ασφαλίζει τα παντζούρια τη νύχτα. Πώς ξεκίνησαν όλα; Πώς κύλησαν τα γεγονότα; Αν θυμόταν τις  καταστάσεις στις οποίες είχε περιέλθει.
Τέλος τη ρώτησαν αν μπόρεσε μετά απ΄αυτό να συνεχίσει από εκεί που είχε σταματήσει.
        Δεν ήξερε από πού να αρχίσει. Θα προσπαθούσε να μιλήσει για τα γεγονότα χωρίς να απαντήσει σε ερωτήσεις. Οι λέξεις είναι νερό. Ταξιδεύουν μαζί με το αίμα. Διαπερνούν όλα τα ζωτικά όργανα και καταλήγουν στο στόμα. Αυτές είναι οι λέξεις. Όλα τ΄άλλα είναι σκέψεις.
       Δεν θυμάται πώς βρέθηκε σ' αυτή τη θέση. Όλα άρχισαν ξαφνικά. Θυμόταν πως λίγες μέρες πριν πίνανε μπύρες με τον Σαράντη στο Cusco. Καθόντουσαν έξω γιατί είχε καλό καιρό και μιλούσαν για βιβλία. Ένα απόγευμα γύρισε από τη δουλειά και κλείστηκε στο σπίτι. Η μηχανή έπιασε σκόνη. Ξεκίνησε μια καινούργια κατάσταση για λόγους υγείας είπαν. Τα δελτία έπαιζαν αριθμούς νεκρών σε όλο το κόσμο. Οι άνθρωποι έβγαιναν το βράδυ στα μπαλκόνια για να χειροκροτήσουν τους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό. Το κεφάλι της γέμιζε με απορίες. Στα αυτιά της σφύριζαν θεωρίες. Έπρεπε να μένει μέσα αν ήθελε να συνεχίσει να υπάρχει. Να δουλεύει είπαν από το σπίτι, να κρατάει δυο μέτρα απόσταση και να πηγαίνει στο σούπερ μάρκετ για τα απαραίτητα. Προσαρμόσθηκε.
       Με το γέλιο δυσκολεύθηκε. Δεν της έβγαινε να γελάσει. Οι άλλοι όσοι ζουν με άλλους, άραγε γελάνε, αναρρωτιόταν; Δεν φταίει η συνθήκη. Η καταδίκη της εκδοχής της φταίει, που ήταν μόνη σ΄αυτή την ιστορία. Έψαξε παλιές φωτογραφίες. Βρήκε αυτές που γελούσε. Στο παρελθόν γελούσε. Στο παρόν δεν μπορούσε να γελάσει. Το ψωμί όμως ήταν γλυκό. Η γλυσίνα είχε ανθίσει. Τα απογεύματα έπινε καφέ και μύριζε την διακριτική της μυρωδιά. Στο δρόμο που περνούσε κάτω από το σπίτι της επικρατούσε τώρα ησυχία. Στο κεφάλι της επικρατούσε ησυχία. Ήταν μια επιβεβλημένη αργία. Ο χρόνος άρχισε να κινείται σε πιο αργό ρυθμό. Δεν είχε καμιά σημασία να αγχωθεί αφού έτσι κι αλλιώς η πρόσθεση δεν έβγαινε, τα χρήματα δεν έφθαναν, η λογική στέρευε, λύσεις δεν υπήρχαν ούτε καν για τους δυνατούς λύτες. Μόνο η ζωή και η αξία της έμενε.
      Της έλειπαν οι φίλοι της. Της έλειπε εκείνη η στιγμή που θα βούταγε στη θάλασσα. Πρώτο μπάνιο στη θάλασσα μετά από το βαρύ χειμώνα. Το αλάτι στο μπράτσο της και η παγωμένη μπύρα. Να ξεκαρδίζεται στα γέλια. Να την κουβαλάει στους ώμους του σε όλη την συναυλία. Το φιλί του. Να κάνει ισορροπία στην άκρη του μώλου και να την παρακαλάει να γυρίσει. Η προσδοκία εκείνης της άλλης εκδοχής της που δεν είχε προλάβει ακόμα ν' ανθίσει.
       Έβαλε ένα δίσκο στο πικάπ. Bill Evans Peace Piece. Ήξερε πως δεν ήθελε να γυρίσει στην παλιά συνθήκη. Ούτε η καινούργια κατάσταση της έκανε. Κάτι άλλο, διαφορετικό. Κάτι που να κρατάει το δρόμο σε ησυχία, που από τα ανοικτά παράθυρα να ακούγονται μουσικές. Οι άνθρωποι να μην πεθαίνουν. Οι άνθρωποι να προλαβαίνουν να ακούνε μουσική. Να ξεκαρδίζονται στα γέλια, να ισορροπούν. Οι ντομάτες να μυρίζουν ντομάτες, τα παιδιά να είναι ελεύθερα, να παίζουν στις γειτονιές. Η βάρκα του έρωτα εσαεί να ταξιδεύει. Κι εμείς εκτάκτως μαζί της.
       

        

Παρασκευή 17 Απριλίου 2020

Μυρωδιά γιασεμιού





    
   


     Στον κόσμο μας ανέτειλε η μέρα που διέκρινε με όρια ευδιάκριτα και συγκεκριμένα το έξω από το μέσα. Μείναμε μέσα. Μείναμε μέσα σε μια βραδυφλεγή σιωπή που μέσα στην αξιοπρέπεια της κουβαλούσε τόνους δυναμίτη. Διατηρήσαμε την προσδοκία να βγούμε και πάλι έξω. Αναζητήσαμε τις παλιές συνταγές των μανάδων, των γιαγιάδων και των δημοφιλών μαγείρων, τα αρώματα των μπαχαρικών, τις γυμναστικές αναπνοές, τις συναυλίες, τις όπερες και τα βραδινά χειροκροτήματα. Μιλήσαμε, δουλέψαμε και σεβαστήκαμε αλλήλους εξ αποστάσεως.
    Υπάρχουν όμως κάποιοι που με κάποιο τρόπο έμεναν πάντα μέσα. Άνθρωποι μόνοι, άρρωστοι ψυχικά, σωματικά δυσκολεμένοι. Άνθρωποι έγκλειστοι στις δικές τους ή στις δικές μας φυλακές. Άνθρωποι νέοι αλλά και άνθρωποι ηλικιωμένοι. Άνθρωποι που ήρθαν από μακριά, άνθρωποι που πέρναγαν και έφευγαν. Άνθρωποι που δεν μπορούσαν να βγουν γιατί δεν διέθεταν την ικανή διάθεση, γιατί δεν είχαν ούτε τον τρόπο, ούτε τον τόπο, ούτε τελικά μέρος να πάνε.  
     Με κάποιο τρόπο ενώ τους γνωρίζαμε, τους αγνοούσαμε.  Σε κάποια δεδομένη στιγμή της ζωής μας διαταυρωθήκαμε. Μπορεί στη δουλειά, στη γειτονιά, σε μια παρέα ένα βράδυ, σε μια συνεργασία. Είναι ο φίλος που χάθηκε ξαφνικά, που δεν βγαίνει πια έξω. Η συνάδελφος που πήρε αναρρωτική επ΄αόριστον ή ο μουσικός που μένει στην διπλανή σοφίτα και δεν βγαίνει ποτέ έξω. Είναι η μάνα του φίλου μας που ξεχάστηκε στη γκαρσονιέρα και δεν προλαβαίνει να πάει κανείς να την δει, είναι και η κοπέλα στο λογιστήριο που έδωσε προχθές εντελώς ξαφνικά ψυχωσικό επεισόδιο. Είναι κι αυτό το παιδί που νιώθει μόνο του ανάμεσα σε τόσους. Γιατί δεν μπόρεσε να πει ποτέ αυτά που ήθελε και όταν μια μέρα το κατόρθωσε είχαν περάσει τα μεσάνυχτα και είχαν όλοι μπει στα σπίτια τους. Άνθρωπος δεν βρέθηκε ποτέ να το ακούσει. Είναι και εκείνος ο φίλος που έμεινε ακίνητος από τη μέση και κάτω μετά το ατύχημά του. 
     Σήμερα για όλους αυτούς τους ανθρώπους το έξω έγινε απλά ένα με το μέσα. Μπορεί τώρα να νιώθουν πιο ασφαλείς. Δεν είναι πια μόνο αυτοί διαφορετικοί, ούτε μόνο αυτοί απομονωμένοι. Δεν είναι όλοι οι άλλοι έξω και αυτοί μέσα. Δεν φοβούνται μόνο αυτοί, δεν στερούνται μόνο αυτοί, δεν ξεχωρίζουν μόνο αυτοί, δεν αδυνατούν μόνο αυτοί. Δεν είναι μόνο αυτοί συντετριμμένοι. Αν τώρα καταφέρουμε να τους καταλάβουμε δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ. Ή τώρα θα γίνουμε περισσότερο άνθρωποι ή ποτέ. 
    Έχει κάτι που μπορεί να αφήσει αυτός ο πόλεμος. Πως στην πραγματικότητα όλοι μοιάζουμε σαν σταγόνες της ίδιας βροχής. Οι συνθήκες και οι ευκαιρίες μόνο αλλάζουν. Πως το άπελθε απ΄εμού το ποτήριον τούτο είναι το ίδιο. Και πως όταν πέσει η σκόνη από τα φρέσκα γκρεμίσματα, η μυρωδιά του γιασεμιού είναι για όλους ίδια. 

     
       Ζωγραφική Χρήστος Μποκόρος

Σάββατο 4 Απριλίου 2020

Μαζί






Τόπος                  : Wuhan

Σκηνοθέτης        :  Η ζωή η ίδια

Πρωταγωνιστές : Ένας 87χρονος ασθενής, ο γιατρός και ο νεαρός εθελοντής νοσοκόμος  που σπρώχνει το κρεβάτι φορείο.

Χρόνος                :  Η στιγμή που ο ασθενής ανεβαίνει στο δωμάτιο του νοσοκομείου μετά  απο είκοσι μέρες  παραμονή στην εντατική.

Πράξη                 : Τρεις άνθρωποι λούζονται ταυτόχρονα στο λαμπερό φως του ήλιου που εκείνη τη στιγμή δύει. Ο ασθενής δείχνει τον ήλιο.

Αυτή η φωτογραφία καρφώθηκε στο μυαλό μου. Είναι η εικόνα της ανθρωπιάς που κοιτά με τα μεγάλα, επίμονα μάτια της και μας ζητά να κάνουμε, να βλέπουμε, να σκεφτόμαστε, να ακούμε, να φερόμαστε, ο καθένας σαν αν είμαστε όλοι. Μαζί.



Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2020

Καριόλα






     Αδιανόητο σου φαινόταν να μην τρώμε όλοι μαζί το μεσημέρι. Δύο με δύο και είκοσι και οι τρεις γύρω από το μεσημεριανό τραπέζι τρώγαμε ένα παλιόφαγο που βιαστικά είχες μαγειρέψει από το βράδυ ή στην ακόμα χειρότερη κάτι που έφτιαχνες στο πόδι μόλις έμπαινες στο σπίτι. Εγώ ίσα που είχα γυρίσει από το σχολείο και ο πατέρας μου από τα καφάο του ΟΤΕ. Αμίλητοι, σκυμμένοι στα πιάτα μας, ο πατέρας μου θα με ρώταγε μασώντας ''σε σήκωσε κανείς;'' Κι εσύ με τη σιγανή, συρταρωτή φωνή σου θα με προστάτευες ''άστην πρώτα να φάει''.
      Μετά εσύ θα έφευγες συνήθως τρέχοντας και με την μπουκιά στο στόμα για τα μαθήματα και το φροντιστήριο. Θα γυρνούσες εννιά και κάποιες φορές δέκα το βράδυ. Εγώ θα πέρναγα δυο ώρες με τον πατέρα μου, να διαβάζω τα μαθήματα της αυριανής μέρας πάνω στο ίδιο τραπέζι της κουζίνας με το ίδιο άσπρο-κόκκινο καρέ τραπεζομάντηλο. Θα λέγαμε τα απολύτως απαραίτητα. Θα του έλεγα τι είχα στην Ιστορία, τι ασκήσεις στη Γραμματική. Εκείνος θα κρατούσε το βιβλίο , θα με εξέταζε και στο τέλος θα μου έλεγε οκ. Θα του έλεγα ένα σωρό περήφανα ψέμματα για να με αφήσει ήσυχη, να μην με ελέγξει στα μαθηματικά και στην φυσικοχημεία. Τα μισούσα τα μαθηματικά. Ήθελα να βγάλω τ΄άντερα μου κάθε φορά που με εξέταζαν στο σχολείο στα μαθηματικά. Το ήξερες πως μισούσα τα μαθηματικά; 
     Όταν τελειώναμε το διάβασμα ο πατέρας μου χανόταν μπροστά στην τηλεόραση. Βούλιαζε στην πολυθρόνα του κουνώντας νωχελικά μόνο το δάχτυλο του πάνω στο κουμπί του τηλεκοντρόλ. Δεν άκουγα ξανά την φωνή του παρά μόνο όταν το κλειδί άνοιγε τη πόρτα και εσύ έβγαζες τα  καλογυαλισμένα παπούτσια σου στο χωλ. Η σιωπή βασίλευε παντού στο σπίτι τ΄απογεύματα. Κλεισμένη στο δωμάτιο μου ζωγράφιζα τα μπράτσα μου με μαύρο μαρκαδόρο, έβαφα τα νύχια μου μωβ και τα χείλη μου έντονα κόκκινα. Ντυνόμουν προκλητικά, φορούσα τα ψηλά τακούνια σου και χάζευα το κορμί μου στο καθρέφτη. Υποδυόμουν την μοιραία γυναίκα που κερδίζει τις ανδρικές ορμές. Κανένας εμένα δεν μπορούσε να μου αντισταθεί. Ξερίζωνα ανδρικές καρδιές και φούσκωνε το στήθος μου από επινίκειο πόθο. Άνοιγα κρυφά την ντουλάπα σου και κοίταγα τα ρούχα σου. Ρούχα παλιά αλλά καλοσυντηρημένα και φινετσάτα. Όπως ήσουν κι εσύ λεπτοκαμωμένη και φινετσάτη με γαλλική μυτούλα. 
   Τα σαββατοκύριακα άλλαζαν εντελώς τα πράγματα. Εσύ έμενες στο σπίτι. Ο πατέρας μου μιλούσε. Το σπίτι ήταν ανοικτό, είχαμε επισκέψεις, οι φίλοι σας, πρόσωπα μυθικά για μένα γέμιζαν το σαλόνι. Μαγείρευες νόστμα φαγητά. Εκείνο το κοκκινιστό μοσχαράκι ήταν αξεπέραστο. Ρακές, κρασιά, μουσικές, φιλοσοφικές συζητήσεις, τσιγάρα, καπνοί. Συζητούσατε και σας άκουγα. Σιγά σιγά ξεθάρρεψα, μιλούσα κι εγώ. Μιλούσα και εσείς με ακούγατε με απορία. Δεν καταλαβαίνατε που τα έμαθα όλα αυτά. 
    Δεν ξέρω αν το θυμάσαι αλλά τα σαββατοκύριακα δεν βιαζόσουν ποτέ. Όταν πήγαινα για ύπνο ερχόσουν και με φιλούσες, έκλεινες το φως και τράβαγες ήσυχα την πόρτα πίσω σου. Ήταν όμορφα τότε. Ο πατέρας μου ερχόταν να μου πει και εκείνος καληνύχτα. Καθόταν στα πόδια του κρεββατιού και μιλούσαμε για ώρα. Τότε είχε κυκλοφορήσει του Νικολαίδη το ''Μια στεκιά στο μάτι του Μοντεζούμα '' και το είχαμε διαβάσει και οι δυο. Μου μίλαγε για μουσική, για τους Cure μου μίλαγε, για το Λόρκα, το Ηλία Πετρόπουλο και τη Θεσσαλονίκη. Είχε βαθειά και τρυφερή φωνή ο πατέρας μου. Τα θυμάσαι όλα αυτά; Η Δευτέρα όμως ήταν πολύ κοντά και όλα χανόντουσαν, γυρνούσαν ανάποδα.
     Όταν έγινε το ατύχημα είχα μόλις τελειώσει την Ισπανική Φιλολογία με άριστα. Σχολή με χαμηλή βάση θυμάμαι να λέτε στους φίλους, μπήκε γιατί είχε διαβάσει ισπανική λογοτεχνία. Είχε εκδοθεί και ένα βιβλίο για την ζωή της Φρίντα σε δική μου μετάφραση. Η μετάφραση είχε αποσπάσει θετικές κριτικές και εγώ είχα μετακομίσει στο σπίτι της Άσπας για λίγους μήνες μέχρι να βρω κάποια ιδιαίτερα για να βρω σπίτι μόνη μου. 
    Το αυτοκίνητο έτρεχε με χίλια όταν έπεσε πάνω μου ενώ περνούσα τη διάβαση έξω από το Δαναό. Είχα Άγιο και δεν σκοτώθηκα ακαριαία. Ερχόσουν κάθε μέρα στο νοσοκομείο ανελλειπώς πριν πας στα μαθήματα. Τότε είχες αφήσει πια το φροντιστήριο. Είχε αρρωστήσει και ο πατέρας μου και ήθελες να είσαι περισσότερο κοντά του. Με φυσικοθεραπεία κατάφερα και στάθηκα στα πόδια μου. Μου έμεινε να κουτσαίνω άγρια. Αυτό ήταν το κουσούρι που μου έμεινε από το ατύχημα. Να σέρνομαι. Κατάλαβες καριόλα;
      

Ζωγραφική Salvador Dali
      
         

Σάββατο 1 Φεβρουαρίου 2020

Ανοίγεις τα μάτια και είσαι




    Κάποιοι λένε το άγχος φυσική, μαθηματικά, χημεία ή αρχαία. Λένε το άγχος εξετάσεις, βαθμολογίες, αποτελέσματα. Κι άλλοτε λένε το άγχος αύριο, μέλλον, πρόοδο, προσδοκίες. Δικές τους προσδοκίες, δικές της προσδοκίες, δικές μας προσδοκίες. 
   Κάποιοι λένε το άγχος χρόνο, ώρες, λεπτά, κενά, διορίες, προθεσμίες, ηλικίες, διαστήματα. Κάποιοι λένε το άγχος φόβο, απογοήτευση, θυμό. 
    Και κάποιοι δεν λένε τίποτα. Περνούν τις σελίδες και αναγνωρίζουν. Ξεχωρίζουν το λίγο στημένο και προβλέψιμο. Προχωρούν και ξεπερνούν. Θυμούνται τις νεανικές απάτες, τις αγαθές συνέργειες, τα σημάδια στο λακκάκι, στον ώμο, στην πλάτη. Θυμούνται την από καιρό ληγμένη μαγιονέζα, τον μόνο ένοικο στο άδειο ψυγείο. Θυμούνται τις φωτογραφίες, τις φωτογραφίες παντού. Τα δυο χέρια που πλέκονται δειλά. Τους δρόμους που ενώνονται, διακλαδίζονται και χωρίζουν. Τις γέφυρες, τις παράλληλες πορείες, τον κυκεώνα των εμπειριών, των απορρίψεων. Θυμούνται τότε που συγκατοικούσαν ενώ ήταν ήδη χωρισμένοι, εκείνους που χάραζαν την ζωή τους βίαια. Τους πρόωρα νεκρούς. 
      Μέχρι που έρχεται η στιγμή και κρατάς στα χέρια σου ένα ζωντανό πλάσμα. Εύθραυστο, γεννημένο να χωράει σχεδόν σε μια παλάμη που αρχίζει να κοιμάται στον ώμο σου για ώρες. Άγια Τενοντίτιδα ποτέ δεν θα σε αγαπήσει κανείς περισσότερο από τότε, για αυτό τον απογευματινό ύπνο με το μάγουλο του πάνω στον ώμο σου. 
      Και τότε μαθαίνεις γιατί έγιναν όλα. Για να γνωριστούμε έγιναν, για να αγαπηθούμε. Για να είμαστε τρυφεροί ο ένας με τον άλλο. Αφού η τρυφερότητα είναι η πιο ταπεινή μορφή της αγάπης. Για να κοιτάς τον άλλο από κοντά και να μοιράζεσαι μαζί του το μελαγχολικό,  κοινό πεπρωμένο, την έλλειψη ανοσίας στον πόνο και τις συνέπειες του χρόνου. Για να συνδεθούμε με δεσμούς που μας ενώνουν, για τις μεταξύ μας ομοιότητες. Για να παραμείνει ο κόσμος ζωντανός και διασυνδεμένος.  Για να έρθεις εσύ και να μπορούμε εμείς να είμαστε. 
       Ανοίγεις τα μάτια και είσαι 40, 50, 60. Είναι το σώμα σου που αλλάζει πριν ακόμα το καταλάβεις. Η πλάτη σου αρχίζει ξαφνικά να πονάει. Ενώ εσύ νιώθεις ακόμα 20 και ονειροπόλος. Ο χρόνος δεν σου λέει τίποτα. Κι αυτό που λένε άγχος δεν έμαθες ποτέ τι είναι ακριβώς. Εσύ το λες χαοτική αλληλουχία της ύπαρξης. Δεν ξέρεις αν είναι σωστό αυτό που λες. Αποφεύγεις να ξέρεις. 

Έργο Fei Alexeli http://feialexeli.com

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2020

Μετρούσε




     Μετρούσε με σχολαστικότητα τις ώρες ανάμεσα στις δόσεις των φαρμάκων της Ρίτας. Τοποθετούσε  κάθε χάπι σε μια  ειδική κασετίνα με πολλά κουτάκια. Κάθε χάπι έμπαινε στο δικό του κουτάκι. Μετρούσε τις μέρες με χάπια, τις βδομάδες με δόσεις, τους μήνες με συνταγές. 
     Στο σπίτι της δούλευε τριάντα πέντε χρόνια τώρα. Είχε ξεκινήσει εικοσιεπτά χρονών. Μόλις που είχε γεννήσει τον Αργύρη και τα έφερναν δύσκολα βόλτα με ένα μισθό ταμία στα επιδόματα πολυτέκνων στο ΙΚΑ. Όταν ξεκίνησε της είχε ζητήσει η ίδια η Ρίτα και ο συγχωρεμένος ο άντρας της να αναλάβει την οικονομία του σπιτιού. Έτσι ακριβώς της το είχαν πει, την οικονομία. Εμείς παιδιά σκυλιά δεν έχουμε. Δουλεύουμε με τις ώρες, αργούμε να γυρίσουμε. Χρειαζόμαστε έναν άνθρωπο να κοιτάει το σπίτι, τις προμήθειες, να επιβλέπει την καθαριότητα, τις πληρωμές του ηλεκτρικού, του νερού, να οργανώνει τις γιορτές, τα κοινωνικά, να στέλνει συλλυπητήρια, συγχαρητήρια. Δυο φορές την βδομάδα θα έρχεται παραδουλεύτρα. Να την ελέγχεις. Τ' απογεύματα, όταν γυρίσουμε να φεύγεις. Να πηγαίνεις να βλέπεις τον άντρα σου, τον γιο σου. Την άλλη μέρα στις 8 θα σε περιμένουμε. 
     Έτσι ξεκίνησε να μετράει τις μέρες μέχρι την 28η για να βγάλει τα χαλιά στην ώρα τους. Και από την 28η, τις μέρες μέχρι τα Χριστούγεννα για να οργανώσει την Χριστουγεννιάτικη γιορτή. Και ύστερα τις μέρες για τις απόκριες γιατί τότε έφευγαν μια γεμάτη βδομάδα διακοπές και της έμενε ο χρόνος να φτιάξει τις ντουλάπες. 
   Στο μεταξύ είχε γεννήσει και τη Χριστίνα. Είχε εναντιωθεί στο όνομα. Ήθελε να το αποφύγει. Αφού Χριστούγεννα στο δικό της σπίτι δεν περνούσε ποτέ. Αμαρτία ήταν να μην την έβλεπε το παιδί στην γιορτή του. 
      Μετρούσε τις προμήθειες στην αποθήκη για να έχουν ό,τι χρειαζόντουσαν. Το πετρέλαιο για να μην ξεμείνουν και αρρωστήσουν από το κρύο. Μετρούσε τα τσιγάρα που κάπνιζε η Ρίτα κρυφά στο μπαλκόνι, κρυφομιλώντας στο κινητό, για να της αγοράσει καινούργιο πακέτο. Μετρούσε τις κιλοβατώρες, τα κυβικά, τα ντεσιμπέλ. Μετρούσε τις μέρες μέχρι να πληρωθεί. Αν ο μήνας τελείωνε Δευτέρα, εκείνο το τελευταίο σαββατοκύριακο μετρούσε τα ψιλά της για να δει αν θα κατάφερνε να φέρει μια σοκολάτα ή ένα βιβλίο στα παιδιά που την περίμεναν πίσω από την πόρτα. Τα παιδιά, αυτά που όλα τα κατάφερναν μονάχα τους. Διάβασμα, προπονήσεις, συναναστροφές. Κανένας δεν υπήρχε για να κουράσουν. Μιλούσαν λίγο, πολύ λίγο. Αφού όταν γυρνούσε, μέχρι να μαγειρέψει αυτά κοιμόντουσαν. Ύστερα απ' όλα αυτά τα χρόνια της σιωπής είχαν πια ξεσυνηθίσει. 
      Ο Μήτσος ο άντρας της με 90% αιφνίδια απώλεια ακοής, μετά την δουλειά γυρνούσε, έτρωγε ό,τι του είχε αφήσει από το βράδυ στην κατσαρόλα.Έπεφτε για ύπνο και το απόγευμα πήγαινε στο καφενείο. Όταν η απώλεια ακοής συμπληρώθηκε και με μερική απώλεια όρασης άφησε την δουλειά, πήρε μια πενιχρή σύνταξη αναπηρίας και πήγαινε πια μόνο στο καφενείο. Ποτέ της δεν κατάλαβε τι έκανε στο καφενείο αφού δεν άκουγε. 
      Μετρούσε τις υποχρεώσεις, τις ώρες των φροντιστηρίων για να έχει το ακριβές αντίτιμο, τις μέρες περιόδου της Χριστίνας μήπως της μείνει έγκυος και της πέσει κι άλλος ταμπλάς στο κεφάλι. Μετρούσε τα μαθήματα που απέμεναν να πάρει ο Αργύρης το πτυχίο του από το Μαθηματικό. Τους επαίνους της Χριστίνας στο μεταπτυχιακό. 
     Μετρούσε τα χαμένα της χαμόγελα. Τα τίποτα, τα κούφια, τα σκοτάδια, τις σιωπές. Τον αέρα μετρούσε. Τους χτύπους του ρολογιού πριν δώσει την επόμενη δόση του φαρμάκου. Η Ρίτα αρρώστησε, τρία χρόνια μετά το θάνατο του άντρα της. Πέθανε μέσα στα χέρια της. Της άφησε ένα σεβαστό ποσό στην τράπεζα για εκείνη και τα παιδιά της . Δείγμα ευγνωμοσύνης για όλη την προσφορά της οικονομίας της. Ανέλαβε τα της κηδείας με το τρόπο που ήξερε πως ήθελε η Ρίτα. Καθάρισε κι ασφάλισε το σπίτι. 
    Εκείνη την τελευταία ημέρα γύρισε με τα πόδια στο σπίτι της. Κανείς δεν ήταν εκεί. Τα παιδιά είχαν πια τα δικά τους σπίτια και ο Μήτσος ήταν στο καφενείο. Μια ώρα και είκοσι λεπτά ποδαρόδρομο ήταν η απόσταση από το σπίτι της. Κάθησε σε μια πολυθρόνα και κοίταγε βουβή έξω από το παράθυρο κατά το μέρος που ήταν τα βουνά. Πίσω από εκείνα τα βουνά είναι το νησί μου, σκεφτόταν. Έχει βαθιά μπλε θάλασσα και το Πάσχα γεμίζει γεράνια. Εκεί ήθελε να πάει. Που ήταν ίσιωμα. Που δεν είχε ούτε ποτάμια, ούτε βουνά. Το φως του νησιού της έβλεπε που ήταν πρασινωπό και είχε μπλε ανταύγειες, που πέρναγε από πάνω της και την έκανε να σκέφτεται κάτι πράγματα που δεν μπορούσε να τα ξεδιαλύνει. Και τη Ρίτα σκεφτόταν που μύριζε σαν ναφθαλίνη τις τελευταίες της μέρες. 
     Διαγνώσθηκε με το κακό με τις πρώτες εξετάσεις που πρόλαβε να κάνει. Κανένα εξάμηνο θεραπείες που όμως δεν την έπιασαν. Τα παιδιά της έκλαψαν πολύ για τις ψυχές που  σιωπηλά φεύγουν για τα σκοτάδια.


Ζωγραφική Βασίλης Σελιμάς


     
      
     

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2020

Μια άγνωστη χώρα




     Μέσα από τα μαύρα ρούχα, τα ρυτιδιασμένα, άνυδρα πρόσωπα, μέσα από το απλωμένο χέρι της μιας προς την άλλη εμφανίζεται μια άγνωστη χώρα. Μια ανθρώπινη χώρα, που ο πόνος ενώνει και δεν διχάζει τους ανθρώπους. Μια χώρα που οι φασίστες τιμωρούνται και ως δράστες και ως ηθικοί αυτουργοί. Μια εικόνα, ένα εκατομμύριο λέξεις. Μια άγνωστη χώρα.