Στην μαμά το είχα ζητήσει κατηγορηματικά . Όταν την έβλεπα να καρφώνεται μπροστά στον υπολογιστή , να σκοτώνει τον χρόνο της χωρίς λόγο και αιτία αμίλητη , αναστέναζαν όλες οι παιδικές μου καρδιές. Ο μπαμπάς κάθε απόγευμα πηγαινοερχόταν με το κινητό στο χέρι και τ΄ακουστικά στα αυτιά από οθόνη σε οθόνη και από δωμάτιο σε δωμάτιο . Τηλεόραση, υπολογιστής , τάμπλετ, κινητό. Αυτό το τελευταίο και στην τουαλέτα. Στην αύρα της οθόνης κλείνανε όλα τα ανοίγματα προς ένα κόσμο πιο γήινο και πιο αληθινό. Είχα ξεχάσει πως είναι να σε κοιτούν και την ίδια ώρα να σε βλέπουν.
Αύγουστος ήταν , Κυριακή μεσημέρι όταν αποφάσισα να οπλιστώ με την παιδική μου γενναιότητα και να του δείξω ηρωικά την έγνοια μου. Από νωρίς του είχα ζητήσει μια βόλτα στον Υμηττό. Να πάμε για περπάτημα. Να λαχανιάσουμε παρέα, να μιλήσουμε και να φωτογραφίσουμε θάμνους, πουλιά , δέντρα , την πόλη από ψηλά. Αν έχουμε κέφι και δύναμη να πάμε και σε κανένα θερινό στην επιστροφή. Θα δούμε μου είχε πει. Το θα δούμε στο σπίτι μας σημαίνει όχι. Δεν θυμάμαι ποτέ ''θα δούμε'' να γίνεται ναι. Ίσως ήταν αυτό το σημείο βρασμού που απαίτησε την ανατροπή . Πες μου ένα ναι ή ένα όχι. Μην με πρήζεις με ψεύτικη αναμονή.
'Οταν έπεσε για τον μεσημεριανό του ύπνο , έβγαλα την μπαταρία του κινητού , την βούλιαξα σε ένα μπολ με καυτό νερό για μισή ώρα . Την σκούπισα και την έβαλα πίσω στην θέση της με την ελπίδα να την έχω ξεκοιλιάσει πια για τα καλά. Γιατί καυτό νερό μην με ρωτάς. Θυμωμένη ήμουν και όχι μόνο με την μπαταρία.Πρώτα άκουσα την πόρτα του υπνοδωματίου ν ΄ανοίγει, την πόρτα του λουτρού να κλείνει , νερό, καζανάκι , σέικερ και παγάκια για τον απόγευματινό καφέ. '' Τι έπαθε το κινητό μου , γιατί δεν ανοίγει ; '' Η μαμά πήγε κοντά του, πήρε το κινητό στα χέρια της , έκανε τις αντίστοιχες κινήσεις για ανοιγόκλειμα του κινητού αλλά κανένα σήμα ζωής. Ήθελα πολύ να προστατεύσω την μαμά , να μην πέσει πάνω της άδικα η μπόρα αλλά παρέμεινα καρφωμένη στη καρέκλα στο βεραντάκι της κουζίνας να κάνω πως διαβάζω περιοδικό. Είναι οι στιγμές που μαθαίνεις μια και έξω την αξία τς προσποίησης στη ζωή.
Η υγρασία της μπαταρίας και ο ξεχασμένος πάνω στον πάγκο της κουζίνας βραστήρας με πρόδοσα. Ο μπαμπάς με είχε δείρει τρεις φορές στην ζωή του. Αυτή ήταν η δεύτερη. Σταμάτησε όταν τα ουρλιαχτά μου τρυπώσανε μέσα από τα ανοικτά παράθυρα στα σπίτια των γειτόνων και προκάλεσαν τις διαμαρτυρίες τους. Απορούσα και αναρρωτιόμουν πως δεν καταλάβαινε πως το έκανα για να μας σώσω και τους δυο από μαι βέβαιη αρρώστια και πως κανονικά θα έπρεπε να με αγαπά περισσότερο.
Κάπου ανάμεσα στην παραδοχή της πράξης μου και στα παρακάλια της μαμάς , ομπαμπάς άρχισε να καταλαβαίνει πως το παράκανε. Αποφάσισε να πάμε την βόλτα στον Υμηττό παρόλο που δεν είχα πια καμιά όρξεη. Ο καιρός είχε αρχίσει να αλλάζει σαν να συνηγορούσε με την διάθεση μου . Μας πρόλαβε η βροχή στην μέση του δρόμου. Αμίλητοι συνεχίσαμε και φθάσαμε στο αγαπημένο μου σημείο. Ένιωθα σαν να προδίδω το ξύλινο καθιστικό με την πέργκολα , εκεί που μου άρεσε όσο τίποτα άλλο η θέα της πόλης με τις πράσινες και μπεζ τέντες , τα βρώμικα κλιματιστικά στα μπαλκόνια και τα περιστέρια στα καλώδια της ΔΕΗ να περιμένουν σιωπηλά μια άλλη μέρα καλύτερη από την σημερινή. Η βροχή συνέχιζε αν και πιο αδύναμη. ''Εσύ δεν ήθελες βουνό και περπάτημα; Περπάτα τώρα. !''
Βγήκε και η μαμά από το αυτοκίνητο.Έβαλε την κουκούλα της μπλούζας που με προνοητικότητα είχε φορέσει, έσπρωξε τα χέρια της μέσα στις τσέπες του παντελονιού της και άρχισε να περπατά κλωτσώντας χαλικάκια. Ακολούθησα πίσω της κι εγώ. Κρύωνα και ήθελα να γυρίσω πίσω αλλά δεν τολμούσα. Την έφθασα και έπιασα τον ρυθμό του βηματισμού της. Πονούσα ολόκλρο τον παιδικό μου εαυτό αλλά δίπλα της καλύτερα από μόνη.
Έδωσα όρκο στον εαυτό μου να μην προστατεύσω ξανά κανέναν μεγάλο από καμιά θανατηφόρα αρρώστια . Συνειδητοποίησα σε δευτερόλεπτα πως για να βάζει ο μπαμπάς τις οθόνες και τις μπαταρίες πάνω από μένα κάτι παραπάνω θα ήξερε . Άρχισα από την επόμενη κι όλας να μαζεύω το χαρτζιλίκι μου για να αγοράσω κινητό και αμέσως μετά τάμπλετ. Βόλτα στον Υμηττό δεν τους ζήτησα ποτέ ξανά.