Συναντάς ένα γνωστό, ανταλλάσσετε χαιρετισμούς, αισθάνεσαι τον δισταγμό, έρχεται η σιωπή, ο κενός χρόνος, το μετέωρο βήμα. Μετά έρχεται εκείνο το ''πώς βλέπεις τα πράγματα;''. Παλιά σχεδόν παντοτινή ερώτηση που εσύ τώρα την εισπράτεις διαφορετικά. Περιέχει αγωνία. Μια αγωνία που συσσωρεύεται, μεταλλάσσεται και πολλαπλασιάζεται. Μια αγωνία για το απολύτως κοντινό αύριο. Μια αγωνία που περιέχει και την ελπίδα του καινούργιου. Μια ελπίδα που πηγαινοέρχεται.
Η αγωνία οδηγεί σε παραδοχές. Ο καθένας την δική του. Άλλος θα πει πως η κρίση δεν είναι περαστική. Έχει εγκατασταθεί μόνιμα και πως οι πιθανότητες τα πράγματα ν΄αλλάξουν είναι μηδαμινές, άντε στην καλή περίπτωση λίγο περισσότερες. Κάποιος θα τον πει πραγματιστή. Άλλος θα πει πως η κρίση είναι παροδική, πως η επαναφορά αν και δύσκολη είναι εφικτή και θέμα χρόνου. Κάποιος θα τον πει αισιόδοξο. Δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Εμείς και εμείς. Όπως κοιτά τα πράγματα ο καθένας δηλαδή. Όχι τα εξωτερικά πράγματα. Αυτά με τον έναν ή τον άλλο τρόπο είναι αντικειμενική πραγματικότητα. Όπως κοιτά ο καθένας τα μέσα του. Πόσα κενά αντέχει ο καθένας μας.
Η φύση απεχθάνεται το κενό; Μάλλον οι άνθρωποι το φοβούνται, και γι΄αυτό επινοούν πληρώματα. Γεμίζουν το φοβερό κενό με ελπίδες, προσδοκίες και όνειρα. Καμιά φορά με αυταπάτες, ψευδαισθήσεις. Τρόποι να διώξουμε τον ανθρώπινο φόβο μας είναι. Κι ας είναι αυτό που ζούμε στην ουσία μετάβαση, μεταίχμιο, μια τράνζιτ διαδρομή. Μας φοβίζει όλους. Πιο πολύ απ΄όλα φοβίζει η αίσθηση της αδυναμίας να ορίζουμε την ζωή μας. Σαν κάποιος αόρατος παντοδύναμος οργανωτής να μας ακολουθεί, και στην πρώτη ευκαιρία που του ταιριάζει να μας πετάει έξω από το παρόν και το μέλλον, ενώ ταυτόχρονα ο ίδιος παντοδύναμος να σβήνει φάρους, σταθερές και δεδομένα.
Ο κίνδυνος της απώλειας του μέλλοντος μας φέρνει μπροστά στο παρελθόν. Νοσταλγούμε τότε. Ανθρώπους, βλέμματα, εικόνες που έχουν εξαχνωθεί και τώρα ευωδιάζουν. Αυτή είναι η ύλη της νοσταλγίας. Ό,τι θυμόμαστε, ό,τι νομίζουμε πως θυμόμαστε. Ό,τι έχουμε ανάγκη. Όπως όταν στέκεσαι μπροστά στ΄αμπέλια και έρχεται ένα αεράκι και σου ταράζει το μουδιασμένο σου σώμα. Ψάχνουμε να βρούμε μια παρηγοριά στην νοσταλγία. Μόνο που δεν υπάρχει παρηγοριά. Μονάχα σκέψη, στοχασμός και η συνείδηση ότι είμαστε άνθρωποι στην καρδιά μιας ιστορικής στιγμής. Ιστορικοί άνθρωποι.
Αυτή η συνείδηση της ιστορίας, σαν σκηνή τραγωδίας μας καλεί να θυμηθούμε τις συνάφειες, τους ιστορικούς δεσμούς ανάμεσα σ΄ένα δημοτικό τραγούδι κι ένα πέρασμα, την ευαισθησία μιας κοινότητας παλαιών ανθρώπων. Μας βοηθά να ξεχωρίσουμε το ουσιαστικό από το ανούσιο. Να νιώσουμε πως την ίδια ώρα που είμαστε ανεμοδαρμένοι και ξυλάρμενοι είμαστε και παλιοί και αγκυροβολημένοι. Και πως για να λυτρωθούμε από τα ρήγματα και τα ερείπια πρέπει εμείς οι ίδιοι να μην φοβηθούμε την διάρρηξη, την ασυνέχεια που θα μας ξανοίξει σ΄ένα διαφορετικό μέλλον, απελευθερωτικό. Εκεί μπροστά σ΄αυτή την νοσταλγία και στον κοινό κίνδυνο ο πραγματιστής και ο αισιόδοξος συγκλίνουν έστω και από διαφορετικούς δρόμους. Αυτό ναι, μπορεί να ονομάζεται ελπίδα. Ισορροπία σ΄ένα καινούργιο επίπεδο.