Δευτέρα 31 Δεκεμβρίου 2018

Ο χρόνος που ταξιδεύεται



 


      Τελευταία μέρα του χρόνου. Ο χρόνος που τρέχει. Ο χρόνος που πραγματικά δεν υπάρχει, αφού κάθε σήμερα γίνεται σε λίγα λεπτά χθες. Ίσως υπάρχει μόνο σαν μια απειροελάχιστη κίνηση από τη μια στιγμή στην άλλη. Κάτι που ξεφεύγει προς τα πίσω και κάτι που ξεχύνεται προς τα μπρος, οι δυνάμεις τους είναι ίσες κι έτσι εσύ μένεις καρφωμένος στον παρόν με την ψευδαίσθηση πως είσαι ακίνητος. Μια ψευδαίσθηση όμως, τίποτα παραπάνω. Ψευδαισθήσεις. Γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε μέσα σ΄αυτές.
    Στην πραγματικότητα όλα παιρνούν και φεύγουν σχηματίζοντας ένα συνεχώς αυξανόμενο βουναλάκι προς τα πίσω. Για να διευκολυνθείς κάποιες φορές γυρνάς και τα σκαλίζεις. Σου αρέσει να τα ψαχουλεύεις, να τα μετράς. Έτσι τα βρίσκεις τοποθετημένα τα όσα έζησες σε ενότητες 365 ημερών. Κοινώς ανά έτος. Κάποια τμήματα του αρχείου σου μπορεί και να μην είναι εξ΄ολοκλήρου προσβάσιμα λόγω λήθης. Αυτά δεν εμφανίζονται καθόλου στις αναζητήσεις σου. Στέκονται εκεί βαθιά κρυμμένα να προκαλούν τα μέγιστα. Ο χρόνος που βυθίζεται.
         Στις επιλογές αναζήτησης έχεις κι αυτές που σε φέρνουν σε θέση πλεονεκτήματος. Βάζεις ξέχωρα από τα υπόλοιπα κάποια πράγματα που θέλεις να τα βρίσκεις πιο εύκολα. Δυσκολεύεσαι να αφαιρέσεις κάτι απ΄αυτά, ακόμα κι αν είναι η ώρα του. Όπως το μενού ''Αγαπημένα''. Κάποια μετουσιώνονται σε κάτι πιο χρήσιμο. Ο χρόνος που κερδίζεται. Κάποια προσπαθούν να μπουν στο χώρο των λησμονημένων. Για αυτή την τελευταία λειτουργία κανείς δεν μπορεί να εγγυηθεί επιτυχία. Όσα λησμονούνται ουδέποτε κοιμούνται χωρίς να φέρνουν νοσταλγίες. Το αρχείο έχει τις αρχές του και τον τρόπο λειτουργίας του. Αναγράφεται με κάθε λεπτομέρεια στο παράρτημα ''προσωπική εργασία''.
       Έχει και τον ξεχωριστό χώρο για όσα είπες κατά καιρούς πως θ΄αλλάξεις, μόλις τελειώσεις το τάδε και το δείνα. Τέτοια λες σε οποιαδήποτε στιγμή της ζωής σου, με back up εγγυήσεις και ετήσιες δεσμεύσεις. Καθώς λοιπόν έχει λίγες ώρες να φύγει το τρέχον έτος μπορείς να δημιουργήσεις υποκατηγορία για το επόμενο έτος. Άνοιξε μια νέα κατηγορία ''Δεσμεύομαι''. Δεν χρειάζεται τίποτα άλλο για την ασφαλή μετάβαση στο αρχείο, αφού μόνο εσύ θα έχεις πρόσβαση εκεί.
        Tίποτα άλλο δεν χρειάζεται να ενεργοποιήσεις. Σε κάθε περίπτωση που είτε λόγω δικής σου κακής χρήσης και ευθύνης, είτε χάρη σε αστάθμητους παράγοντες (ασθένειες κλπ) διαγραφούν ή χαθούν ολικώς ή μερικώς τα δεδομένα, ευθύνη δεν φέρεις ουδείς άλλος.
      Με την ευχή λοιπόν να δημιουργήσεις ελεύθερα και άφοβα ένα τεράστιο βουναλάκι με εμπειρίες για το 2019. Αυτός είναι ο χρόνος που ταξιδεύεται.
     
   
         

Κυριακή 2 Δεκεμβρίου 2018

Το παρελθόν χτυπάει την πόρτα






             Ήταν βράδυ αργά όταν άκουσε χτύπους στην πόρτα. Ήταν ήδη καμιά ώρα που είχε ξαπλώσει. Ο ύπνος πάνε χρόνια που δεν τον έπαιρνε αμέσως. Ξάπλωνε, διάβαζε λίγο, έκλεινε το φως, στριφογυρνούσε αρκετά, κάποια στιγμή το αποφάσιζε και κοιμόταν. Γιατί το είχε καταλάβει πως κοιμόταν όταν το έπαιρνε τελικά απόφαση. Όταν οι σκέψεις του για την επόμενη επιβράδυναν το ρυθμό τους, γλυστρούσαν έξω από το αεικίνητο μέτρημα των δευτερολέπτων και έσμιγαν με την γαλήνη που η κάθε νύχτα θέλει να φέρνει στην φύση. Θέλει η νύχτα αλλά δεν τα καταφέρνει πάντα. 
          Έφθασε την πόρτα με απορία. 'Άνοιξε δειλά και είδε στο χαλάκι έξω από την πόρτα ακουμπισμένο ένα κουτί τυλιγμένο με κόκκινο, γυαλιστερό χαρτί και ένα φιόγκο πράσινο. Για δευτερόλεπτα σκέφθηκε πως δεν θα ήταν μάλλον για αυτόν, κάποιο λάθος θα είχε γίνει. Κάποια εσωτερική δύναμη έσπρωχνε ζόρικα να ανοίξει το κουτί και να πάψει τα πως και τα γιατί. Το σήκωσε και είδε πως στην προσεκτικά δεμένη πάνω στο φιόγκο κάρτα έγραφε ''Το παρελθόν σου''.
           Τι είναι πάλι αυτό, αναρωτήθηκε. Κάποια πλάκα, ένα αστείο; Kάτι μεταφυσικό; Ώρα είναι να αρχίσω να τρελαίνομαι, σκέφθηκε. Το έστησε πάνω στην πολυθρόνα, μέσα στο σαλόνι και το κοίταζε. Υπό άλλες συνθήκες θα το είχε ανοίξει αμέσως. Όμως είχε πάψει να κάνει πράγματα αυθόρμητα πια. Είχε γεμίσει μεταμέλεια. Καλύτερα να σκεφτόταν λίγο. Θα κοιμόταν και το πρωί θα έβλεπε τι θα έκανε. Πού ξέρεις, μπορεί και να εξαφανιζόταν το παρελθόν του. Όπως απροσκάλεστα τον επισκέφθηκε, απροσκάλεστα να έφευγε.
            Έπεσε για ύπνο. Μόνο που ήταν αδύνατο πια να τον πάρει ο ύπνος με το παρελθόν του παρόν, στο σαλόνι πάνω στη πολυθρόνα και τυλιγμένο μ΄ένα φιόγκο. Το άνοιξε. 
             Το κουτί περιείχε ένα μικρό μπουκαλάκι γεμάτο μ' ένα οινοπνευματί, διαυγές υγρό. Το πώμα του ήταν από φελλό, στεγανοποιημένο με κερί. Το μπουκαλάκι απ΄έξω έγραφε ''Για την καρδιά όταν κρυώνει''. Η λογική πλέον τον είχε εγκαταλείψει. Αφημένος σε μια άγνωστη ορμή άνοιξε το μπουκαλάκι. Το σαλόνι πλημμύρισε από μυρωδιές. Πώς χώρεσε τόση ζωή σ΄ένα μπουκαλάκι, αναρωτήθηκε. 
              Η μυρωδιά της κουζίνας όταν γύρναγε πεινασμένος από το σχολείο και η μάνα του είχε φτιάξει κοτόπουλο στο φούρνο με την τέλεια αναλογία λαδιού, λεμονιού και μουστάρδας. Κανένα πιάτο δεν του είχε ξαναμυρίσει έτσι. Η μυρωδιά του βρεγμένου βασιλικού στο χωριό και οι κουρελούδες που άπλωναν με την αδερφή του στο χώμα κάτω από τις λεμονιές για να παίξουν. Κάθησε στη πολυθρόνα, έκλεισε τα μάτια για λίγο. Το αρωματοπωλείο είχε κι άλλα να δώσει. Η μυρωδιά της υγρής άμμου όταν έφηβοι ξάπλωναν στη παραλία τα βράδια και κοιτούσαν τα αστέρια κάνοντας όνειρα. Τα κορίτσια έβαζαν τα κεφάλια τους στη κοιλιά των αγοριών, ήταν το μαλακότερο μαξιλάρι τότε. Η νύχτα μύριζε θάλασσα και ο ιδρώτας αλάτι. 
          Η μυρωδιά από τα ρούχα του πατέρα του στη ξύλινη ντουλάπα. Μια μυρωδιά ξύλου και λεβάντας, γιατί έκρυβαν και πετσέτες σιδερωμένες με λεβάντα στην ίδια ντουλάπα. Κρυφά κάποιες φορές την άνοιγε και έψαχνε τα ρούχα του. Ποτέ δεν κατάλαβε γιατί. Η μυρωδιά της ασφάλειας, της σιγουριάς, που του λείπει τόσο τώρα. Ο πατέρας να γυρίζει και να ξαναφεύγει για την δουλειά αλλάζοντας τις φανέλες και τα καθαρά του πουκάμισα. Η κολώνια της μάνας του. Το μικρό μπουκαλάκι στο ντουλαπάκι του λουτρού. Μικρός έβαζε το σκαμνί να φθάσει, να ανοίξει το ντουλαπάκι του λουτρού για να το μυρίσει. Ερχόταν τότε η μάνα του μπροστά του κι ας έλειπε απο το σπίτι. Ήταν η μυρωδιά της προσμονής, ολόιδια με εκείνη που είχε ονειρευτεί.
     Τα μελομακάρονα, οι κουραμπιέδες, όλο το σπίτι να μυρίζει ζάχαρη άχνη και μοσχοκάρυδο από τις συνταγές μαγειρικής. Η μυρωδιά της χαράς ήταν αυτή. Και θυμάται την μυρωδιά της μάνας του ανακατεμένη μ΄αυτή των δώρων και του πρώτου αυτοκινήτου τους. Γιατί στις γιορτές πηγαίνανε περισσότερες βόλτες. Και θυμάται την μάνα του να αρχίσει να περπατάει πιο βαριά, ο χρόνος να κυλάει πάνω της αλλά το μπουκαλάκι με το ξεθυμασμένο άρωμα της στο λουτρό την έκανε ξανά στα μάτια του νέα.
          Αγαπημένες μυρωδιές που με τον δικό τους τρόπο τον μεγάλωσαν και τον έφτασαν αθόρυβα και μυστικά σ΄αυτό που είναι τώρα. Η καρδιά του άρχισε να μαλακώνει στη θύμηση αυτής της ζωής που άφησε πίσω του. Αυτής της ζωής που κάποτε έμοιαζε και μπορεί και να ήταν αληθινή, όχι όμως παντοτινή. 
        Ψέμματα. Δεν μπορεί να πάψει η καρδιά να κρυώνει με θύμησες και νοσταλγίες. Τι έγραφε λοιπόν η κάρτα έξω από το μπουκάλι; "Για την καρδιά όταν κρυώνει''. Ψέμματα και το ήξερε. Τι ζητούσε απ΄ αυτόν ο αποστολέας του παράξενου αυτού πακέτου; Να του θυμήσει. Πως είναι ζωντανός. Αυτό να του θυμήσει. Πως είναι ακόμα ζωντανός. Και πως για όσο είναι ακόμα ζωντανός πρέπει να ζει όλα αυτά τα όμορφα, τα μυρωδάτα, όλα αυτά που πλημμυρίζουν τη ζωή. 
         Πριν γίνουν ανάμνηση αυτά και εκείνος ο ίδιος. 


Ζωγραφική: Hans Dieter