Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2017

Νύχτα στο ραδιόφωνο




Το γκρι, το μαύρο γίνεται κόκκινο.
Καθόμαστε στο κόκκινο τη νύχτα.
Η Θέκλα διαλέγει μουσική.
Η Σοφία στον ήχο.
Johnny Otis - Harlem Noctrum το πρώτο τραγούδι.
Κουβέντα για τα ανθρώπινα ξέρεις. Για όλα αυτά που σε απασχολούν εσένα, εμένα, εμάς. Για την αντοχή των υλικών.
O Νίκος βγάζει φωτογραφίες.
Ο χρόνος κυλά. Ο χρόνος πάντα κυλά. Ας είναι τουλάχιστον να μην παραμερίζει ανθρώπους στο πέρασμα του. Στο στούντιο έρχεται απρόσμενα και ανέλπιστα ο Σταύρος. Ο Σταύρος και το χαμόγελο του. Η Θέκλα γελάει. Σηκώνεται να τον αγκαλιάσει. Κι άλλο κόκκινο. Φως.
A Song To Europe - Bryan Ferry

These cities may change
but there always remains
my obsession

Tράνζιτ και Ιώδιο μαζί.
Η Φανή στα sms ρωτάει για τα ''πρέπει'' που χτίζουν φυλακές στην ζωή.
Γονείς μην τιμωρείτε τα παιδιά. Είναι σαν να τα δένετε. Μην κρεμάτε χρόνο στα μανταλάκια. Όλοι βρεγμένοι θα μείνουμε.
Μιλήστε τους.
Μιλάμε.
Η Θέκλα μ΄αγκαλιάζει.
Η εκπομπή κλείνει.
Καλά κουράγια απ΄όπου μας ακούσατε.
Το κόκκινο παραμένει. Χωρίς.
Εμείς περπατάμε στο Θησείο αταξικά και άχρονα όπως οι άνθρωποι όταν νοσταλγούν. Σε λίγες ώρες αρχίζουν οι ηλεκτρονικοί πλειστηριασμοί. Εμένα ποτέ δεν μου άρεσαν τα ηλεκτρονικά. Μια μακαρονάδα με κόκκινη σάλτσα και μπόλικο τυρί. Για ένα πιάτο φασουλάδα λαδερή που λέει και ο Πουλίκας. Στο τέλος μιας κόκκινης μέρας. Ο Σταύρος μιλάει. Μιας σημερινής μέρας γεμάτης με πολλά χθες. Νιώθω τυχερή.
Καλοκαιρινό βράδυ μέσ' στο χειμώνα. Να μην μπλέκουμε τους τόνους είναι κακό. Να ξέρουμε τι λέμε. Να ξέρουμε τι ξέρουμε. Δεν είμαστε ξερόλες.
Σηκωνόμαστε σιγά σιγά.
Η καλύτερη ποίηση τελικά βρίσκεται εκεί έξω, στα μάτια των ανθρώπων, στα έργα τους.







Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017

Στέλλα κοιμήσου




    Στέλλα Κοιμήσου

Παράσταση '' Στέλλα Κοιμήσου '΄  στο Εθνικό , συγγραφή -σκηνοθεσία Γ. Οικονομίδης.

Οι Γερακάρηδες ζούνε την ζωή τους και εμείς οι θεατές ''εισβάλλουμε" σιωπηρά στον χώρο τους για να τους παρακολουθήσουμε πίσω από τον τέταρτο τοίχο , ενώ εκείνοι αραγείς στην σοβαρότητα τους , υποκρίνονται πως δεν μας βλέπουν. Η νοσηρότητα της αστικής οικογένειας ξεχύνεται στην εποφάνεια.
Ο πατέρας - τύραννος θα ουρλιάξει κάποια στογμή '' είσαστε όλοι εξαρτώμενα μέλη''. Το χρήμα και η απληστία δεν καθορίζουν μόνο τις κοινωνικές , πολιτικές και οικονομικές σχέσεις αλλά και τους δεσμούς αίματος. Η εξουσία όπως έλεγε ο Φοθκώ υπάρχει παντού , δεν της ξεφεύγουμε ποτέ.  Εντυπωσιακές ερμηνείες. Ο Στάθης Σταμουλακάτος σαρώνει τα πάντα στο πέρασμα του σαν πατέρας. Το ανθρώπινο κτήνος είναι εκεί. Η εικόνα αυτού του ηθοποίου , ημίγυμνο, λουσμένο στον ιδρώτα, με την κοιλιά να κρέμεται  αποκαλύπτει την χειρότερη και ίσως πιο διαχρονική εποχή μας.

    ''Από την πολυθρόνα σου κυβερνούσες τον κόσμο. Η γνώμη σου ήταν σωστή , κάθε άλλη ήταν παλαβή, εκκεντρική, τρελλή , εξωπραγματική. Ουσιαστικά η αυτοπεποίθηση σου ήταν τόσο μεγάλη ώστε δεν χρειαζόταν να είσαι καθόλου συνεπής και φυσικά ποτέ δεν είχες άδικο.
     Διέθετες εκείνο το αινιγματικό στοιχείο που έχουν όλοι οι τύραννοι των οποίων ο νόμος θεμελιωνεται στο άτομο τους και όχι στη λογική. Έτσι για μένα ο κόσμος έγινε τρια κομμάτια : ένας στον οποίο εγώ ο σκλάβος , ζούσα κάτω από νόμους που είχαν θεσπιστεί αποκλειστικά για μένα και με τους οποίους επιπλέον δεν μπορούσα, χωρίς να ξέρω το γιατί , να σθμορφωθώ πλήρως,μετά ένας δεύτερος κόσμος, απείρως μακρύτερα από το δικό μου, στον οποίο ζούσες εσύ, απασχολημένος με την διακυβέρνηση, με την έκδοση δαιταγών και με το πρόβλημα της ανηπακοής προς αυτές  και τέλος ένας τρίτος κόσμος, όπου όλοι οι άλλοι ζούσαν ευτυχισμένοι και απαλλαγμένοι από διαταγές και την ανάγκη να υπακούσουν. 
      Αυτό που εμένα με κατακυριεύει εσένα δεν σε αγγίζει καθόλου και το αντρίστροφο. Αυτό που για σένα ελιναι αθωότητα , μπορεί για μένα να είναι ενοχή και το αντίστροφο. Αυτό που δεν έχει καμιά σημασία για σένα , για μένα μπορεί να είναι το τελευταίο καρφί στο φέρετρο μου. Μερικές φορές φαντάζομαι ανοιχτό το χάρτη του κόσμου κι εσένα ξαπλωμένο διαγώνια επάνω του. Τότε μου φαίνεται ότι θα μπορούσα να ζήσω μόνο σ΄εκείνα τα μέρη που είτε δεν κάλυπτες ,  είτε δεν βρισκόταν κοντά σου. Σύμφωνα με την αντίληψη που έχω για το μέγεθος σου,  αυτά δεν είναι ούτε πολλά , ούτε ιδιαίτερα άνετα μέρη. 

Φράντς Κάφκα
Γράμμα στον πατέρα
μετ. Γιώργος Βασιλάκος - Άντα Γαρμπή
Ελεύθερος Τύπος 2002



Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2017

Με ωτοασπίδες στ΄αυτιά και βαμβάκια στα μάτια






      Περπατάνε στην εξαντλημένη πόλη κι εκείνη στέκει ακίνητη. Μια πόλη πιο ακίνητη από ποτέ, όμοια με σκηνικό ενός θεατρικού όπου οι πρωταγωνιστές φορούν ωτοασπίδες στα αυτιά και βαμβάκια στα μάτια. Περπατούν στο κέντρο του σκηνικού σε δρόμους που μυρίζουν ξεραμένο κάτουρο. Περνούν μπροστά από τοίχους που ξεφλουδίζουν πολύχρωμα χαρτιά αναγγελίας συναυλιών, θεατρικών παραστάσεων, φροντιστηρίων, κηδειών. Στις γωνίες των στοών, πάνω σε βρώμικα, μαρμάρινα σκαλάκια τεράστιοι μεταξοσκώλικες φτιαγμένοι από αδιάβροχο ύφασμα και βαμβάκι διατηρούνται στα όρια της επιβίωσης.
     Οι περαστικοί με τις ωτοασπίδες και τα βαμβάκια στα μάτια ρολάρουν πάνω σε μαλακές στιγμές. Ο ήχος που φθάνει στα αυτιά τους μοιάζει να φθάνει από πολύ μακριά, από κάποιο άγνωστο βυθό. Ο πόνος του συνανθρώπου, το ζάρωμα από το κρύο, το μελάνιασμα, το χάος, η απουσία, η βρώμα, το κλάμα, το ουρλιαχτό είναι μια εκδορά στην ακοή. Ποιος άραγε ευθύνεται για κάτι τέτοιο;  Ας διακινδυνέψουμε μια απάντηση. Είναι η χρήση όλων αυτών των μέσων του βουλώματος. Η χρήση των υψηλής ποιότητας ωτοασπίδων και του βαμβακιού που κλείνουν κάθε είσοδο της θέασης του βυθού. Η διαβρωτική αμηχανία του ανθρώπου μπροστά στην σιωπή. Ένα μπουκάλι βουλωμένο με αφρώδες υλικό που ταξιδεύει ακυβέρνητο στον ωκεανό με το μήνυμα της διάσωσης βιαστικά γραμμένο στον εαυτό του. 
      Τα χρώματα των φαναριών αλλάζουν νύχτα μέρα, οι διαβάτες διασχίζουν το δρόμο  και περνούν απέναντι. Τα κλειστά μαγαζιά, οι άδειοι δρόμοι το βράδυ, τα μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας εμπορικά, η εξαναγκασμένη απουσία των φίλων που μετοίκησαν είναι τα προσωρινά ερείπια του πραγματικού χρόνου. Οι αποστάσεις γίνονται ευθείες και δεν υπάρχουν διαδρομές, ενδιάμεσα τοπία, προσωρινές παύσεις. Μια ολόκληρη πόλη εκτεθειμένη στην αδράνεια περιμένει στην στάση του λεωφορείου χωρίς εισητήριο ενώ έχει ήδη αργήσει. 
     Οι περαστικοί με τις ωτοασπίδες και τα βαμβάκια στα μάτια περπατούν ακούγοντας μονάχα τον δικό τους καρδιακό παλμό. Αναγνωρίζουν μονάχα την δική τους ύπαρξη στο κάθε χτύπο. Αδιαφορούν για τους χτύπους γύρω. Ξέρουν μονάχα την δική τους αρτηριακή πίεση και αδικία Είναι άνθρωποι που περπατούν και την ίδια ώρα που υπάρχουν, λείπουν. Και όταν λείπουν οι άνθρωποι, λείπουν τα αυτονόητα. 
     Κάποια περιστέρια, κάποιοι ξεχασμένοι συναγερμοί, το γάβγισμα κάποιου σκύλου μακριά, τα τζιτζίκια το καλοκαίρι, οι σειρήνες του ασθενοφόρου, τα βιαστικά τακουνάκια στο πεζοδρόμιο, όλοι αυτοί οι δίχως βλέφαρα ήχοι δίνουν μια ξεχασμένη γεύση υποβρυχίου βανίλιας στο βυθό της σιωπής. Ο μακρινός ήχος βουτάει και εμφανίζει την πιο μέσα σιωπή. Αυτή που όταν την βυθομετρήσουμε αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε ό,τι συμβαίνει γύρω μας.