Μετρούσε με σχολαστικότητα τις ώρες ανάμεσα στις δόσεις των φαρμάκων της Ρίτας. Τοποθετούσε κάθε χάπι σε μια ειδική κασετίνα με πολλά κουτάκια. Κάθε χάπι έμπαινε στο δικό του κουτάκι. Μετρούσε τις μέρες με χάπια, τις βδομάδες με δόσεις, τους μήνες με συνταγές.
Στο σπίτι της δούλευε τριάντα πέντε χρόνια τώρα. Είχε ξεκινήσει εικοσιεπτά χρονών. Μόλις που είχε γεννήσει τον Αργύρη και τα έφερναν δύσκολα βόλτα με ένα μισθό ταμία στα επιδόματα πολυτέκνων στο ΙΚΑ. Όταν ξεκίνησε της είχε ζητήσει η ίδια η Ρίτα και ο συγχωρεμένος ο άντρας της να αναλάβει την οικονομία του σπιτιού. Έτσι ακριβώς της το είχαν πει, την οικονομία. Εμείς παιδιά σκυλιά δεν έχουμε. Δουλεύουμε με τις ώρες, αργούμε να γυρίσουμε. Χρειαζόμαστε έναν άνθρωπο να κοιτάει το σπίτι, τις προμήθειες, να επιβλέπει την καθαριότητα, τις πληρωμές του ηλεκτρικού, του νερού, να οργανώνει τις γιορτές, τα κοινωνικά, να στέλνει συλλυπητήρια, συγχαρητήρια. Δυο φορές την βδομάδα θα έρχεται παραδουλεύτρα. Να την ελέγχεις. Τ' απογεύματα, όταν γυρίσουμε να φεύγεις. Να πηγαίνεις να βλέπεις τον άντρα σου, τον γιο σου. Την άλλη μέρα στις 8 θα σε περιμένουμε.
Έτσι ξεκίνησε να μετράει τις μέρες μέχρι την 28η για να βγάλει τα χαλιά στην ώρα τους. Και από την 28η, τις μέρες μέχρι τα Χριστούγεννα για να οργανώσει την Χριστουγεννιάτικη γιορτή. Και ύστερα τις μέρες για τις απόκριες γιατί τότε έφευγαν μια γεμάτη βδομάδα διακοπές και της έμενε ο χρόνος να φτιάξει τις ντουλάπες.
Στο μεταξύ είχε γεννήσει και τη Χριστίνα. Είχε εναντιωθεί στο όνομα. Ήθελε να το αποφύγει. Αφού Χριστούγεννα στο δικό της σπίτι δεν περνούσε ποτέ. Αμαρτία ήταν να μην την έβλεπε το παιδί στην γιορτή του.
Μετρούσε τις προμήθειες στην αποθήκη για να έχουν ό,τι χρειαζόντουσαν. Το πετρέλαιο για να μην ξεμείνουν και αρρωστήσουν από το κρύο. Μετρούσε τα τσιγάρα που κάπνιζε η Ρίτα κρυφά στο μπαλκόνι, κρυφομιλώντας στο κινητό, για να της αγοράσει καινούργιο πακέτο. Μετρούσε τις κιλοβατώρες, τα κυβικά, τα ντεσιμπέλ. Μετρούσε τις μέρες μέχρι να πληρωθεί. Αν ο μήνας τελείωνε Δευτέρα, εκείνο το τελευταίο σαββατοκύριακο μετρούσε τα ψιλά της για να δει αν θα κατάφερνε να φέρει μια σοκολάτα ή ένα βιβλίο στα παιδιά που την περίμεναν πίσω από την πόρτα. Τα παιδιά, αυτά που όλα τα κατάφερναν μονάχα τους. Διάβασμα, προπονήσεις, συναναστροφές. Κανένας δεν υπήρχε για να κουράσουν. Μιλούσαν λίγο, πολύ λίγο. Αφού όταν γυρνούσε, μέχρι να μαγειρέψει αυτά κοιμόντουσαν. Ύστερα απ' όλα αυτά τα χρόνια της σιωπής είχαν πια ξεσυνηθίσει.
Ο Μήτσος ο άντρας της με 90% αιφνίδια απώλεια ακοής, μετά την δουλειά γυρνούσε, έτρωγε ό,τι του είχε αφήσει από το βράδυ στην κατσαρόλα.Έπεφτε για ύπνο και το απόγευμα πήγαινε στο καφενείο. Όταν η απώλεια ακοής συμπληρώθηκε και με μερική απώλεια όρασης άφησε την δουλειά, πήρε μια πενιχρή σύνταξη αναπηρίας και πήγαινε πια μόνο στο καφενείο. Ποτέ της δεν κατάλαβε τι έκανε στο καφενείο αφού δεν άκουγε.
Μετρούσε τις υποχρεώσεις, τις ώρες των φροντιστηρίων για να έχει το ακριβές αντίτιμο, τις μέρες περιόδου της Χριστίνας μήπως της μείνει έγκυος και της πέσει κι άλλος ταμπλάς στο κεφάλι. Μετρούσε τα μαθήματα που απέμεναν να πάρει ο Αργύρης το πτυχίο του από το Μαθηματικό. Τους επαίνους της Χριστίνας στο μεταπτυχιακό.
Μετρούσε τα χαμένα της χαμόγελα. Τα τίποτα, τα κούφια, τα σκοτάδια, τις σιωπές. Τον αέρα μετρούσε. Τους χτύπους του ρολογιού πριν δώσει την επόμενη δόση του φαρμάκου. Η Ρίτα αρρώστησε, τρία χρόνια μετά το θάνατο του άντρα της. Πέθανε μέσα στα χέρια της. Της άφησε ένα σεβαστό ποσό στην τράπεζα για εκείνη και τα παιδιά της . Δείγμα ευγνωμοσύνης για όλη την προσφορά της οικονομίας της. Ανέλαβε τα της κηδείας με το τρόπο που ήξερε πως ήθελε η Ρίτα. Καθάρισε κι ασφάλισε το σπίτι.
Εκείνη την τελευταία ημέρα γύρισε με τα πόδια στο σπίτι της. Κανείς δεν ήταν εκεί. Τα παιδιά είχαν πια τα δικά τους σπίτια και ο Μήτσος ήταν στο καφενείο. Μια ώρα και είκοσι λεπτά ποδαρόδρομο ήταν η απόσταση από το σπίτι της. Κάθησε σε μια πολυθρόνα και κοίταγε βουβή έξω από το παράθυρο κατά το μέρος που ήταν τα βουνά. Πίσω από εκείνα τα βουνά είναι το νησί μου, σκεφτόταν. Έχει βαθιά μπλε θάλασσα και το Πάσχα γεμίζει γεράνια. Εκεί ήθελε να πάει. Που ήταν ίσιωμα. Που δεν είχε ούτε ποτάμια, ούτε βουνά. Το φως του νησιού της έβλεπε που ήταν πρασινωπό και είχε μπλε ανταύγειες, που πέρναγε από πάνω της και την έκανε να σκέφτεται κάτι πράγματα που δεν μπορούσε να τα ξεδιαλύνει. Και τη Ρίτα σκεφτόταν που μύριζε σαν ναφθαλίνη τις τελευταίες της μέρες.
Διαγνώσθηκε με το κακό με τις πρώτες εξετάσεις που πρόλαβε να κάνει. Κανένα εξάμηνο θεραπείες που όμως δεν την έπιασαν. Τα παιδιά της έκλαψαν πολύ για τις ψυχές που σιωπηλά φεύγουν για τα σκοτάδια.
Ζωγραφική Βασίλης Σελιμάς
Ζωγραφική Βασίλης Σελιμάς