Οι εικόνες επαναλαμβάνονται, πάλι. Απελπισμένα βλέμματα, παλάμες που σφίγγουν γερά να λυγίσουν γερά συρματοπλέγματα, παιδιά εγκλωβισμένα σε ανοίκειες λωρίδες γης, άνθρωποι μεταίωροι.
Βαριά, δυσκίνητη προσφυγιά προχωρά με δυσκολεμένη αναπνοή. Περνά και ξηλώνει σιωπηλά τα σκηνικά στις πόλεις των ανθρώπων. Υγραίνονται με αγωνία οι μέρες, φθάνει η υγρασία την καθημερινότητα μας. Διασταυρώνονται οι δρόμοι μας. Μουδιασμένοι κοιτάμε. Πολλές φορές σιωπούμε. Κάποτε αποστρέφουμε το βλέμμα μας. Να μην ζήσουμε ξανά το σοκ της ακαριαίας αποτύπωσης της τραγωδίας.
Ωστόσο ο πόνος δεν αποφεύγεται. Νομίζουμε με την σιωπή πως γλυτώνουμε, όμως δεν είναι έτσι. Όπως δεν μπορείς να μάθεις να γελάς με τις σφαλιάρες και τα χαστούκια, ούτε να μάθεις να χλευάζεις τον πόνο για τον εξευτελισμό και την υποτίμηση. Όσο και να γυρίσεις το κεφάλι να μην δεις, ο ανθρώπινος πόνος θα τρυπώσει και θα σε βρει. Γι΄αυτό όταν η Σοφία Πομπόλη περιγράφει στην νοηματική γλώσσα το δράμα των μικρών προσφυγόπουλων και ξεσπά σε λυγμούς, ξεσπάς κι εσύ.
Η νοηματική γλώσσα κλείνει έξω τον θόρυβο και τους μικροφωνισμούς. Δεν έχει λόγια. Οι λέξεις χάνουν την δύναμη τους. Οι χειρονομίες, οι κινήσεις του σώματος, οι εκφράσεις του προσώπου μεταφέρουν τις ειδήσεις στα συναισθήματα μέχρι να βρουν διέξοδο και να κατανοηθούν. Το σώμα δεν ψεύδεται ποτέ. Αυτό μιλάει πάντα. Εμείς δεν ακούμε. Αυτή η διαδρομή από τα μέσα προς τα έξω είναι η δική μας προσφυγιά. Όταν βγουν τα μέσα έξω να βρουν πατρίδα.
Ξενάκι είσαι κι εσύ μην το ξεχνάς. Ξενάκια λέγανε τους ναυτικούς σε όλο τον κόσμο οι ναυτομάνες. Κι αν ακόμα δεν έχεις πρόσφυγα, μετανάστη στην οικογένεια, κι αν κάποτε δεν έζησες κι εσύ κάπου μακριά, κάποτε θα θέλησες να σπάσεις τα σύνορα. Να κόψεις συρματοπλέγματα, κάπου να περάσεις, να σωθείς, σε μια αγκαλιά να ριζώσεις. Γι΄αυτό όταν κλαίει το σώμα, κλαις κι εσύ.
Σ΄αυτά τα δάκρυα τρέχουν οι πόνοι και τα βάρη μας. Πέφτουν οι μάσκες, σπάνε οι βιτρίνες που εμποδίζουν τα αληθινά μας βιώματα να βγουν στην φόρα και να ελευθερωθούν. Η ειρήνη που τόσο πολύ επιθυμούμε, ζητάει να γνωρίζουμε. Ζητάει να αποδεχθούμε πως προχωρούμε κι εμείς οι ίδιοι σε πανανθρώπινο κομβόι προσφυγικό.
Εδώ παρακάτω στην γειτονιά μου, στο δρόμο προς το σουπερ μάρκετ, βρίσκεται ένα χαμηλό, φτωχικό σπιτάκι πάντα ανοιχτό. Ένας άντρας κάθεται απ΄έξω και συνήθως διαβάζει τ΄απογεύματα. Η πόρτα είναι πάντα ανοιχτή. Τα παράθυρα το ίδιο. Μοιάζει σαν να μην χρειάζεται να είναι κάπου μέσα για να βγει έξω, μα ούτε έξω για να μπει μέσα.
Πιάνω τον εαυτό μου να αναρρωτιέται ''μα πως ζει αυτός ο άνθρωπος;'' Δεν έχω απάντηση. Θα πρέπει να ζει απ΄αυτά που κάνει, όχι απ΄αυτά που χτίζει και κλείνει. Θα ζει σε φεγγαροβραδιές, σε ανθισμένα δωμάτια Άνοιξης και σε μάλλινες κάμαρες Χειμώνα. Μάλλον όπου βρεθεί θα αφήνει να του πέφτουν κάτω ψιχουλάκια, για να μην χάσει το δρόμο του. Γι αυτό εξακολουθεί και ζει ακόμα.
'Ετσι λέω προχωρώντας στην ερημιά του σούπερ μάρκετ. Εκεί που συναντιούνται οι άνθρωποι χωρίς να βλέπονται. Ξεχνώντας να αφήνουν πίσω τους ψιχουλάκια.
Φωτογαρφία Μάριος Λώλος