Πρωί πρωί του τηλεφωνεί να του πει πως έμεινε από λάστιχο. Πως ξεφούσκωσε στα καλά καθούμενα το μπροστινό δεξί και δεν μπορεί να κουνηθεί. Εκείνος καταφθάνει γεμάτος νεύρα, σκύβει να δει τι συμβαίνει και ο αέρας μέσα σε δευτερόλεπτα γεμίζει φωνές, βρισιές, Xριστοπαναγίες. Όλα μα όλα στοχευμένα και στο β' ενικό. Πετάει πέτρες, κλωτσάει τ' αυτοκίνητο, φτύνει σάλια.
Από το πίσω κάθισμα, σε μια ανύποπτη στιγμή βγαίνει έντρομο ένα μικρό παιδί. Φοράει ακόμα τις πιτζάμες του. Στέκεται ακούνητο, αμίλητο, κολλημένο στο φτερό του αυτοκινήτου. Μια ύστατη προσπάθεια να εξαϋλωθεί, να μην βρίσκεται εκεί, να γίνει ένα με την λαμαρίνα και να πάψει να υπάρχει. Πού να πήγαιναν άραγε με τη μάνα του πρωί πρωί; Τα σχολεία είναι κλειστά. Μήπως να αγοράσουν κάτι από το κοντινό παντοπωλείο που τους χρειάστηκε τελευταία στιγμή; Ή μήπως κάτι από το φαρμακείο;
Εκείνη του λέει με χαμηλή φωνή κάτι που δεν ακούγεται.Ίσως τον παρακαλεί να σκεφθεί το παιδί που τους βλέπει, να τον ικετεύει να σταματήσει γιατί του κάνουν κακό, ίσως να του ζητάει συγνώμη που τον έφερε σε τόσο δύσκολη θέση με την ανικανότητα της. Ίσως απλά να κλαίει ή να προσπαθεί να συγκρατήσει την αναπνοή της. Εντελώς άχρηστα τα δάκρυα, αφού το σώμα της αρκεί. Ένα ζαρωμένο, στεγνό κόμμα για να συνεχίζει ακάθεκτος τη βαρβαρότητα του, αυτό ήταν όλο κι όλο. Ίσως πάλι να μην μιλάει σ΄αυτόν, ίσως να παραμιλάει στον άλλο της εαυτό. Αυτόν που δεν την έχει αφήσει να κάνει ποτέ αυτό που θέλει ή τουλάχιστον δεν της έχει επιτρέψει να είναι ικανή να αλλάζει μόνη της λάστιχα. Τον γνωρίζει πολλά χρόνια τον άλλο της εαυτό. Δεν αναγνωρίζει πια πολύ καλά αυτά που της απαντάει στα συνεχόμενα παράπονα της. Σχεδόν δεν αναγνωρίζει ούτε τις αναμνήσεις της. Είχε συμβεί σιγά σιγά, στην αρχή σχεδόν δεν είχε επίγνωση πως κάθε φορά που ένα πράγμα δεν λεγόταν την στιγμή που έπρεπε να ειπωθεί, αυτό εξαφανιζόταν χωρίς δυνατότητα επιστροφής. Η πραγματικότητα απομακρυνόταν, διέφευγε από εκείνη τη στιγμή και για πάντα. Για εκείνη ο μόνος τρόπος να θυμάται είναι να ξεχνάει. Και αν κάποτε κάποιος την πίεζε να θυμηθεί, τότε ήταν που θα προτιμούσε να ξεχάσει τα πάντα. Αφού δεν ήταν ελεύθερη ν' αλλάξει τον κόσμο της, να φτιάξει κάτι νέο μέσα σ΄αυτόν, καλύτερα να ξεχνάει.
Όλα αυτά γίνονται έξω από το Δημοτικό γήπεδο της γειτονιάς και ενώ άνθρωποι περπατούν, τρέχουν, αθλούνται προσπαθώντας να ζήσουν μια καλύτερη, πιο ανθρώπινη ζωή. Κάποιοι ακούν τις φωνές αλλά δεν πλησιάζουν. Δεν αναμειγνύονται. Συνεχίζουν αλλά στην πραγματικότητα όχι σαν να μην υπήρξαν μάρτυρες άλλης μιας ιστορίας βίας. Σε λίγο ο χρόνος θα σβήσει απ΄όλους, όπως ο αέρας το σημάδι στην άμμο, απ΄όλους αυτό που μόλις είχε συμβεί. Όλα θα απωθηθούν στα βαθειά, σκοτεινά νερά της λησμονιάς. Και ενώ το ημερολόγιο θα γράφει Μεγάλη Τρίτη, ο πραγματικός χρόνος θα έχει σταματήσει σε μια ζωή που έχει γίνει ώρες που απλά διαδέχονται η μια την άλλη. Ώρες που βίαια αδειάζουν μόλις τελειώσουν οι υποχρεώσεις και τα καθήκοντα, αφήνοντας μόνη δυνατότητα τη σιωπή.
Ζωγραφική joseph Lorusso