Πριν τρια χρόνια είχα δει την ταινία '' Κυνόδοντας'' στον κινηματογράφο . Ανεξάρτητα από το αν η ταινία ήταν καλή ή όχι, μας προσφέρει τροφή για σκέψη.
Η υπόθεση πολύ περιληπτικά ήταν η εξής. Τρεις νέοι στην μετεφηβική τους ηλικία βρίσκονται έγκλειστοι , σαν σε φυλακή στο σπίτι των γονιών τους, κάπου στην ελληνική επαρχία. Οι γονείς έχουν κατασκευάσει ένα κόσμο ερμητικά κλειστό για τα παιδιά τους , προσπαθώντας να τα αποτρέψουν από κάθε κίνδυνο και κάθε εξωτερικό ερέθισμα, προσχεδιάζοντας όλες τις πτυχές της ζωής τους , από την εκπαίδευση και την ψυχαγωγία τους με μικρές αρρωστημένες τελετές μέχρι τις σεξουαλικές επαφές του γιού τους. Πρόσβαση στον έξω κόσμο δεν υπάρχει, ενώ το απέραντα φτωχό λεξιλόγιο των παιδιών , φέρνει μηδαμινή επικοινωνία ακόμα και μεταξύ τους. Η ταινία , ενω διαδραματίζεται στο σήμερα, έχει έντονη οσμή που παραπέμπει στα τέλη της δεκαετίας 70 και στις αρχές του 80. Ο χρόνος και όχι άδικα δείχνει σταματημένος.
Η οικογένεια, ο πυλώνας της ελληνικής κοινωνίας. Το καταφύγιο μας στις περισσότερες δύσκολες στιγμές μας και σήμερα και χθες. Οι αγαπημένοι μας άνθρωποι, τα στηρίγματα μας, κάθε φορά που ψάχνουμε να πιαστούμε και να δώσουμε νόημα. Όπως όμως κάθε αλήθεια , έτσι και αυτή η αλήθεια έχει και άλλες όψεις.
Η κουλτούρα μας βαθειά οικογειοκρατική δεν μας άφησε πολλά περιθώρια να φιλοξενήσουμε και να καλλιέργήσουμε μέσα μας την ευτυχία της εμπιστοσύνης, σε κάποιον άγνωστο διπλανό μας, σε μια καινοτομία, μια αλλαγή, σε μια νέα σκέψη. Βαθειά συντηρητικοί. Το σόι, το αίμα, ο τόπος, ήταν σχεδόν πάντα για μας πιο παρηγορητικές φωλιές. Και είχαμε ανάγκη και για φωλιές και για εστίες και για εξαρτήσεις. Κλειστά συστήματα , στα οποία η καχυποψία για κάθε νεοφερμένο βασίλευε και θέριευε. ''Το αίμα τραβάει '', μας αρέσει να λέμε.
Κρατηθήκαμε έτσι σε μια διαιωνίζουσα παιδικότητα και εφηβία, χωρίς όμως να διαθέτουμε την φυσική αθωότητα. Αναζητούσαμε συνεχώς έναν μπαμπά μέσα μας και πάνω μας που μας υπαγορεύει τι να κάνουμε. Αν δεν βρίσκαμε ένα τέτοιο μπαμπά, τον εφεύραμε, έτσι που να να μην είναι ανάγκη να αναλάβουμε ευθύνες. Και αν το καλοσκεφθούμε , ίσως δούμε πως η εμμονή στην παιδικότητα είναι η επιμονή ενός παιδιού που έχει υποστεί τέτοια πίεση από τους γονείς του που δεν θέλει να μεγαλώσει ποτέ. ΄Εχει εθιστεί και έχει συμβιβαστεί με την παιδικότητα του.
Οι νόμοι της οικογένειας, του συναφιού, της συντεχνίας γίνανε πιο δυνατοί από τους νόμους του κράτους. Σαν να λέμε το συναίσθημα μου για τον γιό μου, τον κουμπάρο, τον μπατζανάκη μου είναι ισχυρότερο από αυτό που επιτάσει ο νόμος . Επομένως θα βρω ένα τρόπο να καταστρατηγήσω τον ΑΣΕΠ και να τον διορίσω. Δεν μας πολυενδιαφέρει ο άγνωστος , ο τρίτος. Μια κοινωνία σε ομηρία ιδιοτέλειας.
Μια παντοδύναμη οικογένεια , η οποία βρίσκεται σε συνεχή ανταγωνισμό με το κράτος και το χρησιμοποιεί για να το αρμέγει. Πόσες οικογένεις επι σειρά ετών μας κυβέρνησαν , πόσα τζάκια άναψαν πριν δεκάδες χρόνια και δεν λένε να σβήσουν.
Από την άλλη ένα κράτος που σε υποχρεώνει να διαφθαρείς για να ζήσεις . Να παραβιάσεις την ίδια του την διακαιοσύνη, αφού από την μια για να εξυπηρετήσει ημετέρους χαρίζεται , από την άλλη για να εισπράξει γίνεται αγιογδύτης. Έτσι και εσύ για να ζήσεις το εκμεταλλεύεσαι. Μια άκρως ανώμαλη σχέση, ένα αίσθημα αδιεξόδου, μια εμποδισμένη ενηλικίωση, ένας κυνόδοντας.
Το μεγάλο ερώτημα είναι αν συνειδητοποιούμε αυτό το αδιέξοδο, ή απλά το νιώθουμε, το πληρώνουμε αλλά δεν το καταλαβαίνουμε. . Γιατί μπορεί ό,τι ζούμε να μας έρχεται σαν συνέπεια της χρεωκοπίας του παγκόσμιου πολιτικού συστήματος , δεν παύει όμως τοπικά να εμφανίζονται ιδιαίτεροι παράγοντες και συνθήκες.
Στην δική μας την χώρα,επειδή οι πράξεις μας μπορεί να μην μας δικαιώνουν , αλλά αφού μας διακιώνει η οικογένεια , το αίμα , η παρεούλα μας, απομακρυνόμαστε από εμας τους ίδιους για να εγκατασταθούμε καλύτερα στην θαλπωρή τους και να γεμίσουμε από το φως τους. Ενώ θα μπορούσαμε να είμαστε κοντά τους, να είναι το νόημα μας και το στήριγμά μας αλλά και εμείς να είμαστε αυτόνομα και αυτόφωτα μέλη τους.
Στο ''Κυνόδοντα'', πρόσβαση για τον έξω κόσμο υπήρχε μονάχα αν κάτι προκαλούσε στα παιδιά της οικογένειας την απώλεια του κυνόδοντα τους. Θυμάμαι την δραματική σκηνή , όπου η πρωταγωνίστρια μπροστά σ΄'ενα καθρέφτη χτυπάει επανειλημένα με ένα βαράκι την οδοντοστοιχία της , μέχρι να χάσει τον κυνόδοντα της. Μια αυτοκαταστροφική κίνηση απόγνωσης με αβέβαιο τέλος.
Αναπόφευκτα έρχονται στο μυαλό μου οι τράπεζες, οι ξένοι, σούμπιντος ο πολιτικός κόσμος, οι άλυτες κοινωνικοπολιτικές μας ιδιαιτερότητες που μας καθηλώνουν όσο παραμένουν άλυτες , η πολλές φορές ασφυξία της οικογενειοκρατικής μας κουλτούρα, η έλλειψη ουσιαστικής συζήτησης για να ανοίξει διάπλατα το θέμα της παιδείας και να ανοίξει επιτέλους ένα παράθυρο να μπει αέρας. Γιατί ψηλότερο και από το τοίχος του φράχτη του σπιτιού μας είναι η αδυναμία μας να σκεφθούμε τον κόσμο, πέρα από το σπίτι μας.
Και πιο κάτω στο ίδιο κουτάκι της οθόνης του μυαλού μου , ο αστραπιαία ανερχόμενος φασισμός, το βαράκι στο Κυνόδοντα. Ο καθρέφτης μας.
Φωτογραφία από την βραβευμένη ταινία του Γ.Λάνθιμου '' Κυνόδοντας''