Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2024

Riders on the storm

 



        Γιορτές είναι το προνόμιο να μπορείς να κάθεσαι σ΄ένα γιορτινό τραπέζι με τους αγαπημένους σου ανθρώπους και να μοιράζεσαι ό,τι έχεις και ό,τι είσαι. Γιορτές είναι να θέλεις να δίνεις, αφού το δίνω σημαίνει παίρνω. Όπως το δίνω σημαίνει και μαθαίνω. Δίνεις χρόνο, αγάπη, σκέψη, εμπιστοσύνη, βλέμμα στο βλέμμα. Δίνω σημαίνει τελικά υπάρχω. Γέμισαν οι οθόνες από τις φωτογραφίες της ταινίας ''Υπάρχω''. Λες να υπάρχουμε το 2025; 

         Όμως σκέφτομαι πως δεν είναι για όλους γιορτές. Σε κάποιους φέτος κάποιος λείπει από το τραπέζι. Για κάποιους άλλους το γιορτινό τραπέζι χάλασε, έσπασε, το πήρε η θάλασσα της ζωής. Κάποιοι ζουν αναμένοντας πολεμικά ανακοινωθέντα, για μάχες που κρατούν χρόνια, μήνες ή για μάχες που μόλις ξεκίνησαν. Λες και ο καιρός άλλαξε ξαφνικά, κάνει κρύο, βρέχει, αστράφτει και εσύ δεν ξέρεις από που να κρατηθείς. Όπως το είχε πει ο Σαββόπουλος πριν από μας, '' ο κόσμος είναι αδιάβατος και εμείς ασθενικοί ''. 

     Ίσως τελικά γιορτές είναι να καταφέρεις γλυστρήσεις από την παθητική φωνή στην ενεργητική. Σε όλα αυτά που ενώνουν τους ανθρώπους, που δεν εξηγούνται, ούτε αλλάζουν, ούτε μετριούνται. Που στέκονται εκεί ακόμα κι όταν λέμε αντίο. Διαφεύγουν το μέτρημα γιατί από την αρχή είναι αόρατα και φευγαλέα. Και που τα νιώθεις σε όλες εκεί τις διαφωνίες, τις εκκρεμότητες αλλά και τις καλά περιφρουρούμενες κανονικότητες. Όλα αυτά που μας ενώνουν και που εμείς για αυτά ίσως  και να γινόμαστε  Riders on the storm. 

Χρόνια πολλά! Με το καλό να μας έρθεις 2025!




Φωτογραφία από την ταινία ''Three Colors : Red (1994)


Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2024

Το λάθος



            Σηκώνει τους ώμους του απότομα  και σταματάει να τρώει. Κάτι έχει μπει ανάμεσα τους, αν και θα ήθελε να πιστεύει το αντίθετο. 

- Τι με κοιτάς έτσι; την ρωτάει. Τι τρέχει; λέει και αφήνει απότομα κάτω το πιρούνι του. 

- Τίποτα. Δεν σε κοιτάω κάπως, του απαντάει εκείνη χαμηλώνοντας το κεφάλι της με τη μεγαλύτερη άρνηση που είχε κρύψει μέσα της.

       Δαγκώνει τα χείλη της για να μην πει όλα τα ναι του κόσμου που έχει αποχωριστεί. 

           Εκείνος συνεχίζει το φαί του. Η κουζίνα γεμίζει από το κροτάλισμα των δοντιών του.  Όταν τελειώνει, πετάει θυμωμένος την πετσέτα στο πιάτο του. Σηκώνεται και πηγαίνει να καθίσει στο καθιστικό στη γνωστή του θέση στα δεξιά του τριθέσιου καναπέ. Το βράδυ θα τον βρει ξαπλωμένο με τα ρούχα στον καναπέ. 

        Εκείνη κλείνει για λίγο τα μάτια της και γέρνει πάνω στο στραγγιστήρι. Δεν θέλει να επιμείνει άλλο σε όλο αυτό. Πρέπει να το σβήσει από τα μάτια της, να το βγάλει από τα μυαλό της και να συνεχίσει. Κλείνει τα μάτια της. Αν κάτι ήθελε πάνω απ΄όλα είναι ν' ανοίξει τα μάτια της, και μολονότι θα ήξερε καλά τι θα επακολουθήσει, να σαρώσει με τα χέρια της το στραγγιστήρι και να στείλει ποτήρια και πιάτα στο πάτωμα, να γίνουν χίλια κομμάτια. Αντί για αυτό, μένει άπρακτη. Αμίλητη με την πετσέτα στα χέρια αρχίζει να σκουπίζει με αργές κινήσεις τα μαχαιροπήρουνα και να τα φυλάει στο συρτάρι, τα ποτήρια στο ντουλάπι και την κατσαρόλα μαζί με το σουρωτήρι στην κάθετη ραφιέρα. Όπως πάντα θα ξυπνούσε πολύ πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι, θα καθόταν και θα σκεφτόταν ξαπλωμένη στην άλλη άκρη του κρεβατιού. Στην κουζίνα θα έβρισκε ξανά ένα σημείωμα ''συγνώμη''. Την είχε πάρει από την δουλειά και την παρακάλεσε να συμμεριστεί τις δυσκολίες του. Όλα  πήγαιναν  κατά διαόλου. Η εταιρεία έδιωξε και τον Θανάση και τη Λίνα. ''Πόσο θα με κρατήσουν νομίζεις; Πλησιάζει η σειρά μου.''

    Θέλει να πιστέψει το συγνώμη. Από μικρή αναρωτιόταν αν όταν πιστεύεις κάτι πολύ, αυτό γίνεται αλήθεια. Δεν κατάφερε ποτέ μέχρι τώρα να καταλάβει αν μπορείς όταν έχεις κάτι καταχωνιάσει μέσα σου να το κρατήσεις ακέραιο και ζωντανό, ακόμα κι όταν γύρω σου γίνονται πράγματα που σου φωνάζουν ν' αλλάξεις αυτό που πιστεύεις και ενώ εσύ με πίστη στο όνειρο, στη χίμαιρα, στη ψευδαίσθηση παλεύεις και το κρατήσεις ζωντανό μέσα σου. Κάτι σαν ένα φιλί ζωής στον οργανισμό που πεθαίνει στα χέρια σου από ασφυξία.

     Εκείνη να μην γνωρίζει πού πατά και πού πηγαίνει, ενώ όλοι γύρω της να συνεχίζουν να μιλάνε και να ενεργούν σαν να είναι ο ίδιος ακριβώς άνθρωπος που ήταν και χθες και το προηγούμενο βράδυ ή πριν πέντε λεπτά. Όμως εκείνη να περνά τη χειρότερη κρίση της ζωή της και η καρδιά της να έχει ραγίσει. Σαν να είναι λάθος οι άνθρωποι, λάθος οι λέξεις, λάθος ο κόσμος και όλα αυτά να τα συνειδητοποιεί σε μια λάθος ηλικία. Το παρελθόν να γίνεται θαμπό. Λες και ένα αραχνοΰφαντο πέπλο να έχει τυλίξει εκείνα εκεί τα πρώιμα χρόνια. Να μην είναι σίγουρη για τίποτα. Ούτε καν αν όσα θυμάται πως είχε ζήσει μαζί του είχαν υπάρξει αληθινά. Το παρόν να μπερδεύεται με το παρελθόν και να πνίγει το μέλλον. Η αλλαγή εποχής να απαιτεί και το τελευταίο αποθεματικό αντοχής. 

        Ο εκφωνητής των ειδήσεων ξεκινάει το δελτίο με τον απολογισμό των πολέμων. Τόσοι νεκροί, τόσοι αγνοούμενοι, τόσοι τραυματίες. Ο σταθμός έχει στείλει τον απεσταλμένο του, δείχνει βίντεο από το νοσοκομείο που βομβαρδίστηκε και από τα καταφύγια. Μετά περνάει σε άλλα θέματα. Τρία παιδιά σκοτώσαν τον πατέρα τους για δώδεκα χιλιάδες ευρώ. Μια γυναίκα βρέθηκε νεκρή από αλιευτικό στην Μαρίνα της Ζέας. Αναστατωμένοι και θλιμμένοι οι γονείς της σέρνουν τα λόγια τους μπροστά στη κάμερα εκεί που ο ρεπόρτερ με σκούρο πουλόβερ τους ρωτάει. Η γυναίκα κλαίγοντας με το πρόσωπο της καλυμμένο με ένα χαρτομάντηλο και ο άντρας που στέκεται ίσα για να ψελλίσει στον δημοσιογράφο ''είναι η κόρη μου. Ελπίζω να βρουν αυτόν ή αυτούς που έκαναν αυτό το πράγμα πριν ξανασυμβεί. Όλη αυτή η βία.'' 

       Μετά τις ειδήσεις, τεντώνεται, χασμουριέται, βάζει και πίνει ένα ποτό. Την παρακολουθεί και τη ζυγίζει με την άκρη του ματιού του που ετοιμάζεται να μπει στο ένα επί ένα λουτρό και μετά να πάει για ύπνο. Φοράει τη μακριά, λευκή της νυχτικιά με τις μαργαρίτες. Το λουτρό τους μοιάζει με της Μαργαρίτας τ΄αλωνάκι. Το τηλέφωνο χτυπάει. Εκείνη απαντάει από το υπνοδωμάτιο. Είναι η Ροζαλία του φωνάζει από μέσα, θέλει να ρωτήσει για το ένα και το άλλο. Από το καθιστικό ακούει την φωνή της να περιγράφει το ένα και το άλλο. Σηκώνει το ακουστικό από το καθιστικό και κρυφακούει. Τώρα είναι σίγουρος πως δεν είναι η Ροζαλία. Από την άλλη άκρη του τηλεφώνου ακούει μια αντρική φωνή ή τουλάχιστον έτσι νομίζει, που ξεροβήχει. Βάζει το ακουστικό στη θέση του, μένει και το κοιτάει. Πηγαίνει στη κουζίνα και παίρνει ένα κουζινομάχαιρο. Διπλώνει το καλώδιο του τηλεφώνου στα δυο και το κόβει. Την ώρα που βγαίνει στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας με απορία, τον βλέπει να κρατάει το σταχτοδοχείο έτοιμος να της το πετάξει. 

  Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ! Τον εκλιπαρεί. Αυτό είναι το σταχτοδοχείο μας. Σε παρακαλώ!

     Ανοίγει την πόρτα και φεύγει αλαφιασμένος. Η προσβολή στο πρόσωπο του ανυπολόγιστη. Το λάθος της είναι τερατώδες. Θα πρέπει σύντομα να κάνουν μια κουβέντα. Υπάρχουν πολύ σοβαρά πράγματα που πρέπει να συζητήσουν και να ξεκαθαρίσουν. Ήλπιζε να το έχει κάνει σαφές πως την αγαπούσε ακόμα και ζήλευε. Μπήκε στο αμάξι του, γύρισε το κλειδί και έβαλε όπισθεν. Βγήκε στο κεντρικό δρόμο και άρχισε να τρέχει για κάνα δυο ώρες.  

              


   


Τρίτη 6 Αυγούστου 2024

Κατακαλόκαιρο

 




            Κατακαλόκαιρο κάπου στον Θερμαϊκό ήταν. Θα μπορούσε όμως να είχε συμβεί στον Ευβοϊκό, στον Παγασητικό ή οπουδήποτε αλλού που η θάλασσα αγκαλιάζει και φιλάει τη στεριά. Ένα ξύλινο τραπέζι, στρωμένο με χάρτινο τραπεζομάντηλο που γράφει το όνομα του μαγαζιού ''Ο σπόρος" είναι ακουμπισμένο δίπλα στο νερό. Καμιά δεκαριά αγόρια και κορίτσια κάθονται γύρω από το τραπέζι,  τσιμπολογούν από μικρά πιατάκια και πίνουν από μικρά ποτηράκια. Γελούν, μιλάνε δυνατά, μιλάνε γρήγορα, χαρούμενα, τιτιβίζουν. Μήπως τα παιδιά είναι πουλιά; Τσουγκρίζουν τα μικρά ποτηράκια, ευχόμενοι όλοι μαζί, δυνατά, "στην υγειά μας". Λίγο μετά επαναλαμβάνουν την ίδια ευχή, ρίχνουν λίγο κρασί ακόμα στα ποτήρια. Η θάλασσα φθάνει μέχρι τα πόδια τους, βρέχει τις σαγιονάρες τους. 

                Είναι οκτώμιση, ο ήλιος βρίσκεται ήδη μισή διάμετρο κάτω από τον ορίζοντα. Την ίδια στιγμή ο ίδιος ήλιος βουτάει πίσω από το Μπούρτζι του Ναυπλίου, φωτίζει τη Πορτάρα της Νάξου, βάφει με πορφύρα τα ανοιχτά πελάγη, τον υδάτινο καθρέφτη της λίμνης του Άγιου Νικόλαου στο Λασίθι, γλυστρά πίσω από τα τείχη μιας καστροπολιτείας, αποθανατίζεται από χιλιάδες ροματικούς στην Οία. Είναι η ώρα που ο ήλιος βουτάει στη θάλασσα σαν να θέλει να ξεδιψάσει. Κρύβεται σαν κυνηγημένο πουλί πίσω από λόφους και βουνοκορφές. Ο χρόνος μοιάζει για λίγο να παγώνει, σαν να θέλει να κρατήσει αυτό το θαύμα για πάντα ζωντανό. Αποχαιρετώντας τον ήλιο, οι καρδιές χτυπούν δυνατά. 

               Από το ραδιόφωνο του μαγαζιού ακούγεται ο  Παπάζογλου να τραγουδάει τον Αύγουστό του.

" Μα γιατί το τραγούδι να'ναι λυπητερό  

με μιας θαρρείς κι απ΄την καρδιά μου ξέκοψε

κι αυτή τη στιγμή που πλημμυρίζω χαρά 

ανέβηκε ως τα χείλη μου και μ΄έπνιξε

φυλάξου για το τέλος θα μου πεις''

        Τα παιδιά τραγουδούν μαζί με τον Παπάζογλου το δικό τους Αύγουστο. Και τότε τον βλέπω. Ένα αγόρι σηκώνεται από την μια άκρη του τραπεζιού. Φοράει άσπρο μακό και τζην βερμούδα. Ο Παπάζογλου τραγουδάει "θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό". Προχωράει ξυπόλυτος, αθόρυβα και σταθερά μέχρι που φθάνει στην άλλη άκρη του τραπεζιού εκεί που κάθεται ένα κορίτσι. Σκύβει και την σηκώνει στα δυο του χέρια. Το κορίτσι μετατρέπεται στα μπράτσα του σε γοργόνα. Η ουρά της είναι τα πόδια της λυγισμένα στους αγκώνες του. Μια γοργόνα που ξεχάστηκε και βγήκε ώρα στην στεριά και τώρα θα επιστρέψει στην θάλασσα. Το αγόρι με το κορίτσι στα χέρια προχωράει αργά και ευλαβικά, μπαίνουν στη θάλασσα, προχωρούν μαζί, μέχρι που αρχίζουν να κολυμπούν αγκαλισμένοι. Φιλιούνται με φόντο το πορφυρό του ουρανού. 

        Οι φίλοι  σηκώνονται και τους χειροκροτούν. Μήπως τα παιδιά είναι ψάρια; Δεν σταματούν να τους χειροκροτούν. Ο χρόνος θέλει για λίγο να παγώσει. Να τους κρατήσει έτσι αγκαλιασμένους για πάντα. Το κορίτσι και το αγόρι αρχίζουν να επιστρέφουν προς την παρέα τους. 

        Όλοι γνωρίζουμε πως είμαστε περαστικοί. Ο σπόρος ριζώνει. Έχει τη δύναμη μιας αστραπής όπως κι ο έρωτας. 

                

Φωτογραφία Ανν Λου

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2024

Το Τράνζιτ στον Ιανό


Παρουσίαση του Τράνζιτ στον Ιανό στις 26/6/2024 με την ευκαιρία της επανέκδοσης του για τέταρτη φορά, δέκα χρόνια μετά την πρώτη έκδοση.

    Τα διηγήματα του Τράνζιτ γράφτηκαν μεταξύ 2011-2014. Την εποχή εκείνη η χώρα μας ταλανιζόταν από πρωτόγνωρα θέματα. Ανασφαλείς, αβέβαιοι για την αυριανή ημέρα, κάποιες φορές απογοητευμένοι, θυμωμένοι περνούσαμε τη μια ημέρα ύστερα από την άλλη. Δηλώσαμε και αγανακτισμένοι για όλα όσα πιστεύαμε πως ήταν διαφορετικά χτισμένα γύρω μας και διαψευστήκαμε. Αγανακτισμένοι που αντιλαμβανόμασταν πως δεν είχαμε συμπεριληφθεί σε κάποιο κοινωνικοπολιτικό σχέδιο και πως δεν υπήρχαν τρόποι να μην ξεχαστούμε στα αζήτητα. Μπροστά μας βλέπαμε να συμβαίνει αυτό που δεν θέλαμε να συμβεί. Κάποιες γενιές που τους έτυχε να ζήσουν στα δύσκολα, στην κακή στιγμή της Ιστορίας,  να μετατραπούν σε παρενθέσεις. Οι επόμενοι να συνεχίσουνε το δρόμο τους, η Ιστορία να συνεχιστεί και σε εκείνα εκεί τα πέτρινα χρόνια κάποιοι να έχουν φάει το βόλι σαν να ήταν απλώς παράπλευρες απώλειες. 

     Η πραγματικότητα όμως μας διέψευδε κάθε στιγμή και κάθε λεπτό. Κανένα σχέδιο δεν υπήρχε, ούτε πολιτικό, ούτε κοινωνικό και σίγουρα ούτε ανθρώπινο. Η χθεσινή χρυσή φούσκα μας είχε ξεράσει, και εμείς σημερινοί παραζαλισμένοι και χθεσινοί παντοδύναμοι, ψάχναμε να πιαστούμε από κάπου. Όπως εκείνο που συναντάμε στο διήγημα ''Πέρνα στιγμή μου πέρνα'': "Δεν ξεχνιούνται οι στιγμές που νιώσαμε παντοδύναμοι. Ένα εμείς κι Αυτή! Η μεγάλη ιδέα, η χίμαιρα, η ηδονή. Παντοδύναμοι στον ανεξέλεγκτο έρωτα μας. Πανίσχυροι με το νεογέννητο μωράκι μας στο στήθος. Ζαλισμένοι, με στάχτες μέσα στα μάτια, από τη γλύκα της επιτυχίας, του πλούτου, της εξάρτησης, της ανάδειξης, της επιρροής του πανίσχυρου εαυτού μας.  Αυταπάτη! Γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε μέσα σε αυταπάτες!"   

        Η αυταπάτη διαλυόταν, σχέδιο κρατήματος της απογοήτευσης και επανασύστασης δεν υπήρχε. Οι θεσμοί συνεδρίαζαν κάθε εβδομάδα, οι φόροι αυξάνονταν, οι συντάξεις κοβόντουσαν και κυρίως πολλοί συνάνθρωποι μας δεν κατάφερναν ούτε να επιβιώσουν. Σε κάθε μια γωνιά στον ίδιο δρόμο που είμαστε αυτή την στιγμή, στο κέντρο της Αθήνας μας, είχαν στηθεί αυτοσχέδια σπιτικά. Με υπνόσακους, κουβέρτες και ό,τι άλλο μπορεί να βοηθήσει έναν άνθρωπο να αντισταθεί στο χειμώνα που τον έβρισκε αναπάντεχα άνεργο, αναπάντεχα άστεγο. Αλήθεια, μορφή βίας δεν είναι και η ανεργία; Τα νέα παιδιά στην καλή περίπτωση θα έπρεπε να ψάξουν μια δουλειά στο εξωτερικό. Τι κι αν θέλαμε να τους φωνάξουμε ''Μείνε να το παλέψουμε''. Κανείς δεν θα μας άκουγε. Πάντα προέχει η επιβίωση. Και φυσικά πιστοί στην Ιστορία, όπου πάντα το σκοτάδι γεννάει σκοτάδι, είδαμε και τον φασισμό να εμφανίζεται μεγαλοπρεπώς και τρανταχτά. Όλα αυτά τα είδαμε, τα ζήσαμε, τα ξέρουμε. Τώρα αρχίζουμε σιγά σιγά να μην θέλουμε και να τα πολυσυζητάμε.

    Και αφού σχέδιο ανακάμψης δεν υπήρχε, έπρεπε να επινοηθεί. O καθένας να επινοήσει το δικό του, με την ελπίδα κάπου αυτά να συναντηθούν. Το Τράνζιτ ήταν η δική μου προσπάθεια να επινοήσω το σχέδιο διάσωσης. Ένα ανθρώπινο σχέδιο εμπερίεξης. Ήμασταν στην καρδιά μιας Τράνζιτ εποχής. "Εποχές τράνζιτ, σαν να χτυπάς το χέρι σου στο τραπέζι και να σκορπίζονται τα πουλιά. Έχει ένα περίεργο τρόπο να σε ταρακουνάει η ζωή. Σου χαλάει το ρολόι ξαφνικά. Ενώ είναι ξημερώματα, εσύ δεν μπορείς να κοιμηθείς. Σηκώνεσαι και στέκεσαι μπροστά στο πάγκο της κουζίνας και περιμένεις να βράσει το νερό για καφέ. Οι άλλοι κοιμούνται και εσύ ανοίγεις το ψυγείο να πάρεις γάλα. Κοντοστέκεσαι μπροστά στους λογαριασμούς που ανεμίζουν πιασμένοι από το μαγνητάκι πάνω στη πόρτα. Κάπως έτσι γίνεται όταν μετά από χρόνια αναζήτησης βρίσκεις τελικά κάποιο νόημα. Χαλάει πάλι το ρολόι και αρχίζεις να φοβάσαι πως πλησιάζει να σε πλακώσει κάποιο μάρμαρο. Όμως πόσες και πόσες φορές με χαλασμένους δείκτες ρολογιού κάθισες πάνω στην άμμο, και βλέποντας τον ήλιο να ανατέλλει είχες πει στον εαυτό σου "δες το καλά αυτό, πόσες ανατολές θα δεις ακόμα στην ζωή σου; '' Και τελικά είδες πολλές. Ανάμεσα, μέσα και έξω από τράνζιτ εποχές, που ναι μεν δεν τις νοσταλγείς αλλά που από την άλλη, σαν να σε έφτασαν με ένα δικό τους τρόπο σ΄εκείνη την άλλη εποχή που ήσουν πια σπίτι ασφαλής, η θύελλα είχε πέσει και η άγρια πρωινή σου βάρδια είχε πια περάσει."

      Πώς μπλέκεται όμως μια ανθρώπινη εικόνα όπως το στιγμιότυπο που σας περιέγραψα μόλις, μ΄ένα ανθρώπινο σχέδιο διάσωσης από τις δύσκολες εποχές; Μα υπάρχει κάποια κρίση που ο άνθρωπος όταν θέλει δεν θα ξεπεράσει; Αυτό που εμένα με βοήθησε ήταν να θυμάμαι, τις μυρωδιές, τις γεύσεις, τις λεπτομέρειες. Οι μνήμες, το καπηλειό της κυρά Γιωργίας στην αγαπημένη μου Πάτρα που πέρασα τα φοιτητικά μου χρόνια. Η μυρωδιά της φρέσκιας ντομάτας στο μπαλκόνι το καλοκαίρι, το μικρό ζακετάκι που θα σου ρίξουν στον ώμο τα βράδια όταν σε πάρει ο ύπνος μέσα στην κουβέντα της παρέας. Από τα ''Τα λόγια θα μείνουνε λόγια'': Όσο θυμάται τον εαυτό της τους χειμώνες αγόραζε ανεμώνες. Ήταν από τα λίγα πράγματα που κράτησε όταν άρχισε η κρίση. Μπορεί να μην είχαν πολλές σιγουριές, ανεμώνες όμως στο πορτοκαλί βάζο είχαν πάντα'' και λίγο παρακάτω '' Τις Κυριακές τα απογεύματα πηγαίναμε βόλτες στο Μοναστηράκι. Ιδιαίτερα στα μαγαζιά με τα παλιά περιοδικά. Ένα χαμόγελο της Κοτοπούλη στα μανταλάκια." 

        Η Virginia Satir είχε πει: "Έχεις κρίση; Γιόρτασέ το!" Όταν την επεξεργαστείς, όταν καταλάβεις, όταν συνειδητοποιήσεις τι έγινε, θα είσαι πιο ώριμος και πιο δυνατός.

"Σε πείσμα των καιρών, αγαπώ τους ανθρώπους που δε φοβούνται να λυπηθούν. Που μεγαλώνουν και ωριμάζουν για να χωρέσουν καλύτερα τη θλίψη τους. Υπάρχει άραγε καλύτερος τρόπος να τιμήσεις στη ζωή αυτό που έφυγε και αυτό που έρχεται; Που παραδέχονται πως δεν τα ξέρουν όλα και δεν παραχώνουν την άγνοια τους σε μια ''ολέθρια καλή διάθεση΄΄ επί παντός.  Τους ανθρώπους που προτιμούν μια βαθειά ζωή από μια ανούσια και επιφανειακή. Αυτούς που οραματίζονται στόχους, ιδανικά, ακόμα και όταν δεν υπάρχουν στην καθημερινότητα τους. Τους δημιουργικούς. Αυτούς που σε όλα αυτά που ζουν προσθέτουν και αυτά που μπορεί η έμπνευση να τους αποκαλύψει. Γιατί η ζωή χωρίς φαντασία είναι στενή και δεν κυλάει. ( Μακροβούτι)

Το πετύχαμε; Μάθαμε κάτι απ΄όλα αυτά; Συνειδητοποιήσαμε; Δέκα χρόνια μετά. Όχι δεν θα ηθικοποιήσουμε τη κρίση. Όχι δα! Τι επικρατεί δίπλα μας, γύρω, μέσα και έξω μας; Ο καθένας σίγουρα θα δώσει την δική του απάντηση. Παρατηρώ να αντικαθιστούμε το ρήμα ''μιλάω'' με το ρήμα ''γράφω''. Λέμε μιλάω μαζί του και εννοούμε πως ανταλλάσσουμε μηνύματα. Όσο περισσότερες φωτογραφίες, τόσο λιγότερες αληθινές ανθρώπινες ιστορίες, έρωτα, φιλίας, φροντίδας. Αν κάποιος λίγα χρόνια πριν μας έλεγε πως το πραγματικό φιλί θα αντικατασταθεί με ιδρωμένους ηλεκτρονικούς διαλόγους πληκτρολογίων και πως η παρουσία μας σ΄ένα ηλιοβασίλεμα θα δημοσιοποιείται οικειοθελώς, ίσως και να τον λέγαμε τρελό. Όμως αυτή είναι μια πραγματικότητα. Πολύ θα ήθελα να μετρηθεί κάποτε το ποσοστό των προσπαθειών να δημιουργηθεί μια σχέση με μια γνωριμία του instagram, tik tok, facebook. Είναι πιο ασφαλές αφού φαντάζεσαι τον άλλο όπως εσύ θέλεις και όχι όπως πραγματικά είναι. Να πάλι μπροστά μας η αυταπάτη.

Η κατανόηση της δικής μας αισθήσεως του χρόνου βοηθά σίγουρα να σκεφθούμε το ερώτημα. Με τον καθένα από εμάς και με όλους μαζί τι έγινε αυτά τα δέκα χρόνια; Μιλώ όχι για τον φυσικό χρόνο που αυτός τρέχει και δεν μας ρωτάει και δεν μας υπολογίζει. Αλλά τον άλλο χρόνο, τον υποκειμενικό, τον βιωμένο. Τι ζήσαμε; Τι δημιουργήσαμε; Εκείνο το χρόνο όπου εγγράφεται η σχέση με τους σκοπούς της ζωής μας και προβάλεται η εικόνα μας θετικά ή αρνητικά κατά το μέτρο της επιτυχίας ή της αποτυχίας μας. Η απάντηση δεν είναι απλή. 

Η δική μου απάντηση είναι πως τραβάμε προς τη φούσκα, την αυταπάτη ξανά με μνήμη κοντή που εμποδίζει την ενεργή της διάσταση. Μια καθήλωση στο παρόν. Την ονομάζουμε και άρνηση. Η παντοδυναμία της εικόνας. Το εύκολο, το γρήγορο και το γυαλιστερό επικρατεί ξανά. Η διαφήμιση του τι έχω, τι είμαι, πού είμαι, πώς είμαι. Πέρα και μακριά από τις φαντασιώσεις μας, τι έμεινε να ζούμε, αφού με το μέλλον έχουμε κακή σχέση; Στην ομάδα λέμε πως το όνειρο που θα δει ένα μέλος είναι όνειρο της ομάδας. Ποια είναι τα ζωντανά μας σύμβολα, αυτά που μας κάνουν να ονειρευόμαστε; Τι μπορούμε άραγε να ονειρευόμαστε; Οραματίζομαι αυτό που περιγράφει το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου που τραγούδησε με ανεπανάληπτο τρόπο ο Νίκος  Ξυλούρης. ''Και να αδερφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα, ήσυχα κι απλά.'' 

Προσωπικά ονειρεύομαι τη συννενόηση με όρους εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης στην ευθύνη του ενός στον άλλον. Να μην φταίνε πάντα οι άλλοι, να έχουμε και εμείς το μερίδιο της ευθύνης μας. Είναι ένα μεγάλο όραμα που χτίζεται μέσα στα σχολεία. Που μεταδίδεται μέσα από την ουσιαστική Παιδεία και την γνώση του ανθρώπου για τον εαυτό του. Να χτίσουμε ένα μεγάλο μεγάλο σχολείο που στόχο να έχει την γνώση και την εξερεύνηση του ανθρώπου, των δυνατοτήτων του, και όχι την μεταφορά στείρων γνώσεων που θα τις ξεχάσουμε μόλις αποφοιτήσουμε. Στο σχολείο ωριμάζουν οι αυριανοί πολίτες, αυτοί που θα χτίσουν τις αυριανές Πολιτείες. Εκεί εκπαιδεύονται στην ικανότητα της επικοινωνίας, της συμπερίληψης, της αποδοχής της διαφορετικότητας. Εκεί μαθαίνουν οι άνθρωποι να κάθονται σε ένα κύκλο και να συζητάνε σαν ομάδα και όχι σαν αντίπαλοι. Μια συναισθηματική χαρτογράφηση των ασυνείδητων συναισθημάτων, αχαρτογράφητων ενδοψυχικών κινήτρων που κατοικοεδρεύουν εντός μας. Και εμείς αφελείς νομίζουμε πως η λογική μας κυβερνά, ενώ μας κυβερνούν πέρα και πάνω από οποιοδήποτε οικονομοκοινωνικοπολιτικό σύστημα και σχέδιο τα ασυνείδητά μας κίνητρα. Αυτά που σήμερα σας έφεραν εδώ, αυτά που σήμερα με έφεραν εδώ, αυτά που ίσως μας οδηγήσουν κάποτε να κάνουμε μια προσπάθεια, μια Απόπειρα ανθρώπινης, συνεννόησης. 

Πιο καλά από τον Γιάννη Ρίτσο δεν θα μπορούσε κάποιος να τα περιγράψει αυτά που ονειρεύομαι.

Και να αδερφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα, ήσυχα κι απλά. 

Καταλαβαινόμαστε τώρα δε χρειάζονται περισσότερα.

 Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί.

 Θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουνε το ίδιο βάρος σ' όλες τις καρδιές, σ' όλα τα χείλη, έτσι να λέμε πια τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη. 

Κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε: 

"Τέτοια ποιήματα σου φτιάχνω εκατό την ώρα". 

Αυτό θέλουμε κι εμείς. 

Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου, απ' τον κόσμο. Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.

 Θέλω από καρδιάς να ευχαριστήσω την Όλια Νικολαϊδου και τον Θύμιο Κούκιο που βρέθηκαν κοντά μου στην παρουσίαση της επανέκδοσης του Τράνζιτ. Τα λόγια τους και οι σκέψεις τους έφεραν στο Πατάρι του Ιανουαρίου, ένα καλοκαιρινό θαλασσινό αεράκι.  Οι βελούδινες, μελωδικές φωνές και το βλέμμα τους στα διηγήματα. Στις λέξεις τις μέσα και τις έξω. Ένα '' φτου ξελεφτερία για όλους'' . Όπως αυτό που λέγαμε παιδιά και ορθώναμε άμυνες ιδανικές στην επίθεση του χρόνου. 

Τρίτη 16 Απριλίου 2024

Τα πιο όμορφα ταξίδια

 




            Τα πιο όμορφα ταξίδια δεν έχουν στην πραγματικότητα  προορισμό. Έχουν μόνο αποσκευές από χρόνια προετοιμασμένες, εισητήρια και δασμούς ασυνείδητα προεπιλεγμένα και πληρωμένα. 

           Τα πιο όμορφα, τα πιο μακρινά ταξίδια είναι τυχαίες συναντήσεις ανθρώπων που παίρνουν το παυσίλιπον σχήμα του έρωτα, το βάρος του πολύτιμου της φιλίας, τη δημιουργικότητα της συνεργασίας, της αναπάντεχης , ισότιμης συνοδοιπορίας. Δεν αναρτώνται, δεν φωτογραφίζονται, δεν αντιγράφονται, δεν επιδέχονται φίλτρα,  δεν εκποιούνται, δεν, δεν, δεν. 




Στην Κλημεντίνη

Ζωγραφική Marta Kiss  https://www.thenewyorkoptimist.net/marta-kiss-fine-art.html





Πέμπτη 4 Απριλίου 2024

Πάντως αν το περιπολικό ήταν ταξί, μπορεί τώρα και να ήταν σπίτι της.





        Πρώτα θα αφανίσει στο μυαλό του τη γυναίκα με ένα συντριπτικό τρόπο. Να μην του ξεφύγηει με τίποτα. Με κάθε τρόπο, με κάθε κόστος, δεν θα του ξεφύγει ποτέ. Δεν υπάρχει κανένας φραγμός. Σαν ένας πληρωμένος δολοφόνος που εκτελεί ένα συμβόλαιο. Ο ίδιος είναι ο εντολέας, ο ίδιος και ο εκτελεστής. Έπαθλο του είναι η δολοφονημένη γυναίκα. Μετά θα μιλήσει για ''την κακιά ώρα'', ''το θολωμένο νου''. Η ψυχιατικοποίηση ως το πιο νόμιμο άλλοθι της βίας. 

      Είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω της. Ήταν ο ιδιοκτήτης της. Ήταν "δικιά" του. Δεν είχε δικαίωμα να πάψει τον θέλει. Προορισμένη να τον επιθυμεί δια βίου. Εκείνος θα την περιφρουρεί, θα της παρέχει ασφάλεια και εκείνη θα του παραχωρεί δια βίου, την αξία της ύπαρξης της. Να μην διανοηθεί να μην τον θέλει. Δεν είναι ελεύθερη να είναι ελεύθερη. Κάθε ημέρα, κάθε στιγμή, σε κάθε γεγονός που η ζωή θα φέρει, θα του αποδυκνείει πως εκείνη ζει γι΄αυτόν. Να επιβεβαιώνει την άνευ όρων αφοσίωση της σ΄αυτόν. Όπως οφείλει να κάνει η κάθε σωστή γυναίκα. Να είναι άβουλη, άφωνη, υποταγμένη. Ένα άρτιο συμπλήρωμα του άντρα. Αν κάποια στιγμή πάψει να είναι το σημείο αναφοράς της, θα βουλιάξει στην αδυναμία του και στην ευαλωτότητα του. Όλα τα έμφυλα κοινωνικά στερεότυπα θα λυσσομανούν μέσα στο μυαλό του. Θα σφυροκοπούν μέσα στη μυαλό του. Θα τα έχει ζήσει σε όλη του τη μέχρι τώρα ζωή πολλές φορές, στην οικογένεια, στη γειτονιά, στη τηλεόραση. Και τότε θα την σκοτώσει. Θα την σκοτώσει  "επειδή την αγαπούσε''. Εκείνη το αποφάσισε με την ανάρμοστη συμπεριφορά της. 

       Η συντριβή όμως της γυναίκας δεν συντελείται μόνο με την βίαιη αφαίρεση της ζωής της. Όλα εκείνα τα ''τώρα το θυμήθηκε;".  Όλα εκείνα τα ειρωνικά σχόλια που πρεσβεύουν ότι ο όρος ''έμφυλη βία'' είναι ένας κενός όρος, το ''metoo'' μια χολιγουτιανή μόδα , ότι ο όρος γυναικοκτονία είναι άχρηστος αφού η γυναικοκτονία είναι και ανθρωποκτονία. Βέβαια δεν είναι καθόλου  σίγουρο πως οι γυναικοκτόνοι πιστεύουν πως  σκοτώνουν έναν πλήρη άνθρωπο, όπως είναι κάθε άντρας δηλαδή. 

        Αν έφταναν στο διακστήριο όλες οι υποθέσεις. Αν οι γυναίκες δεν ζούσαν με φόβο παγιδευμένες στα πρότυπα που τις θέλουν αφοσιωμένες, υποταγμένες, άφωνες. Αν αναγνωρίζαμε το βλέμμα του  νάρκισσου. Αν γνωρίζαμε τα μάτια του τα τόσο ζωντανά και ενδυναμωμένα πως κοιτούν μέσα στην απελπισία και την αδυναμία του.   Αν συζητάμε ανοικτά μέσα στις οικογένειες και στα σχολεία για όλες αυτές τις καθημερινές μικρές και μεγάλες τραγωδίες τότε το περιπολικό θα μπορούσε να ήταν ταξί και η Κυριακή ίσως και να ήταν τώρα σπίτι της. 



Ζωγραφική Elena Schumacher