Σηκώνει τους ώμους του απότομα και σταματάει να τρώει. Κάτι έχει μπει ανάμεσα τους, αν και θα ήθελε να πιστεύει το αντίθετο.
- Τι με κοιτάς έτσι; την ρωτάει. Τι τρέχει; λέει και αφήνει απότομα κάτω το πιρούνι του.
- Τίποτα. Δεν σε κοιτάω κάπως, του απαντάει εκείνη χαμηλώνοντας το κεφάλι της με τη μεγαλύτερη άρνηση που είχε κρύψει μέσα της.
Δαγκώνει τα χείλη της για να μην πει όλα τα ναι του κόσμου που έχει αποχωριστεί.
Εκείνος συνεχίζει το φαί του. Η κουζίνα γεμίζει από το κροτάλισμα των δοντιών του. Όταν τελειώνει, πετάει θυμωμένος την πετσέτα στο πιάτο του. Σηκώνεται και πηγαίνει να καθίσει στο καθιστικό στη γνωστή του θέση στα δεξιά του τριθέσιου καναπέ. Το βράδυ θα τον βρει ξαπλωμένο με τα ρούχα στον καναπέ.
Εκείνη κλείνει για λίγο τα μάτια της και γέρνει πάνω στο στραγγιστήρι. Δεν θέλει να επιμείνει άλλο σε όλο αυτό. Πρέπει να το σβήσει από τα μάτια της, να το βγάλει από τα μυαλό της και να συνεχίσει. Κλείνει τα μάτια της. Αν κάτι ήθελε πάνω απ΄όλα είναι ν' ανοίξει τα μάτια της, και μολονότι θα ήξερε καλά τι θα επακολουθήσει, να σαρώσει με τα χέρια της το στραγγιστήρι και να στείλει ποτήρια και πιάτα στο πάτωμα, να γίνουν χίλια κομμάτια. Αντί για αυτό, μένει άπρακτη. Αμίλητη με την πετσέτα στα χέρια αρχίζει να σκουπίζει με αργές κινήσεις τα μαχαιροπήρουνα και να τα φυλάει στο συρτάρι, τα ποτήρια στο ντουλάπι και την κατσαρόλα μαζί με το σουρωτήρι στην κάθετη ραφιέρα. Όπως πάντα θα ξυπνούσε πολύ πριν χτυπήσει το ξυπνητήρι, θα καθόταν και θα σκεφτόταν ξαπλωμένη στην άλλη άκρη του κρεβατιού. Στην κουζίνα θα έβρισκε ξανά ένα σημείωμα ''συγνώμη''. Την είχε πάρει από την δουλειά και την παρακάλεσε να συμμεριστεί τις δυσκολίες του. Όλα πήγαιναν κατά διαόλου. Η εταιρεία έδιωξε και τον Θανάση και τη Λίνα. ''Πόσο θα με κρατήσουν νομίζεις; Πλησιάζει η σειρά μου.''
Θέλει να πιστέψει το συγνώμη. Από μικρή αναρωτιόταν αν όταν πιστεύεις κάτι πολύ, αυτό γίνεται αλήθεια. Δεν κατάφερε ποτέ μέχρι τώρα να καταλάβει αν μπορείς όταν έχεις κάτι καταχωνιάσει μέσα σου να το κρατήσεις ακέραιο και ζωντανό, ακόμα κι όταν γύρω σου γίνονται πράγματα που σου φωνάζουν ν' αλλάξεις αυτό που πιστεύεις και ενώ εσύ με πίστη στο όνειρο, στη χίμαιρα, στη ψευδαίσθηση παλεύεις και το κρατήσεις ζωντανό μέσα σου. Κάτι σαν ένα φιλί ζωής στον οργανισμό που πεθαίνει στα χέρια σου από ασφυξία.
Εκείνη να μην γνωρίζει πού πατά και πού πηγαίνει, ενώ όλοι γύρω της να συνεχίζουν να μιλάνε και να ενεργούν σαν να είναι ο ίδιος ακριβώς άνθρωπος που ήταν και χθες και το προηγούμενο βράδυ ή πριν πέντε λεπτά. Όμως εκείνη να περνά τη χειρότερη κρίση της ζωή της και η καρδιά της να έχει ραγίσει. Σαν να είναι λάθος οι άνθρωποι, λάθος οι λέξεις, λάθος ο κόσμος και όλα αυτά να τα συνειδητοποιεί σε μια λάθος ηλικία. Το παρελθόν να γίνεται θαμπό. Λες και ένα αραχνοΰφαντο πέπλο να έχει τυλίξει εκείνα εκεί τα πρώιμα χρόνια. Να μην είναι σίγουρη για τίποτα. Ούτε καν αν όσα θυμάται πως είχε ζήσει μαζί του είχαν υπάρξει αληθινά. Το παρόν να μπερδεύεται με το παρελθόν και να πνίγει το μέλλον. Η αλλαγή εποχής να απαιτεί και το τελευταίο αποθεματικό αντοχής.
Ο εκφωνητής των ειδήσεων ξεκινάει το δελτίο με τον απολογισμό των πολέμων. Τόσοι νεκροί, τόσοι αγνοούμενοι, τόσοι τραυματίες. Ο σταθμός έχει στείλει τον απεσταλμένο του, δείχνει βίντεο από το νοσοκομείο που βομβαρδίστηκε και από τα καταφύγια. Μετά περνάει σε άλλα θέματα. Τρία παιδιά σκοτώσαν τον πατέρα τους για δώδεκα χιλιάδες ευρώ. Μια γυναίκα βρέθηκε νεκρή από αλιευτικό στην Μαρίνα της Ζέας. Αναστατωμένοι και θλιμμένοι οι γονείς της σέρνουν τα λόγια τους μπροστά στη κάμερα εκεί που ο ρεπόρτερ με σκούρο πουλόβερ τους ρωτάει. Η γυναίκα κλαίγοντας με το πρόσωπο της καλυμμένο με ένα χαρτομάντηλο και ο άντρας που στέκεται ίσα για να ψελλίσει στον δημοσιογράφο ''είναι η κόρη μου. Ελπίζω να βρουν αυτόν ή αυτούς που έκαναν αυτό το πράγμα πριν ξανασυμβεί. Όλη αυτή η βία.''
Μετά τις ειδήσεις, τεντώνεται, χασμουριέται, βάζει και πίνει ένα ποτό. Την παρακολουθεί και τη ζυγίζει με την άκρη του ματιού του που ετοιμάζεται να μπει στο ένα επί ένα λουτρό και μετά να πάει για ύπνο. Φοράει τη μακριά, λευκή της νυχτικιά με τις μαργαρίτες. Το λουτρό τους μοιάζει με της Μαργαρίτας τ΄αλωνάκι. Το τηλέφωνο χτυπάει. Εκείνη απαντάει από το υπνοδωμάτιο. Είναι η Ροζαλία του φωνάζει από μέσα, θέλει να ρωτήσει για το ένα και το άλλο. Από το καθιστικό ακούει την φωνή της να περιγράφει το ένα και το άλλο. Σηκώνει το ακουστικό από το καθιστικό και κρυφακούει. Τώρα είναι σίγουρος πως δεν είναι η Ροζαλία. Από την άλλη άκρη του τηλεφώνου ακούει μια αντρική φωνή ή τουλάχιστον έτσι νομίζει, που ξεροβήχει. Βάζει το ακουστικό στη θέση του, μένει και το κοιτάει. Πηγαίνει στη κουζίνα και παίρνει ένα κουζινομάχαιρο. Διπλώνει το καλώδιο του τηλεφώνου στα δυο και το κόβει. Την ώρα που βγαίνει στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας με απορία, τον βλέπει να κρατάει το σταχτοδοχείο έτοιμος να της το πετάξει.
- Σε παρακαλώ, σε παρακαλώ! Τον εκλιπαρεί. Αυτό είναι το σταχτοδοχείο μας. Σε παρακαλώ!
Ανοίγει την πόρτα και φεύγει αλαφιασμένος. Η προσβολή στο πρόσωπο του ανυπολόγιστη. Το λάθος της είναι τερατώδες. Θα πρέπει σύντομα να κάνουν μια κουβέντα. Υπάρχουν πολύ σοβαρά πράγματα που πρέπει να συζητήσουν και να ξεκαθαρίσουν. Ήλπιζε να το έχει κάνει σαφές πως την αγαπούσε ακόμα και ζήλευε. Μπήκε στο αμάξι του, γύρισε το κλειδί και έβαλε όπισθεν. Βγήκε στο κεντρικό δρόμο και άρχισε να τρέχει για κάνα δυο ώρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου