Πώς τη γνωρίζεις αυτή την ιστορία τη ρώταγαν; Την άκουσα στο μπαρ που δουλεύω. Την κοιτούσαν τότε με απορία. Πόσα μπορείς να ακούσεις σερβίροντας ένα ποτό; Πέντε δέκα κουβέντες; Να ακουμπήσεις το ποτήρι, να δώσεις τη χαρτοπετσέτα και τoυς ξηρούς καρπούς. Πόσο κρατάει όλο αυτό για να προλάβεις ν'ακούσεις μια ολόκληρη ιστορία; Δεν έβγαινε.
Εκείνη όμως επέμενε πως την είχε ακούσει στο μαγαζί Όταν γύρναγε ξημερώματα στο σπίτι, έλυνε τα αθλητικά της στο ασανσέρ. Τόσες ώρες ορθοστασία είχαν γίνει πια ένα με τα πόδια της. Σκούρα γκρι κορδόνια πάνω σ΄ένα κουρασμένο ζευγάρι αθλητικά με σόλες μαύρες. Κάποτε ήταν πολλά υποσχόμενο για τρέξιμο σε στίβους, για αθλήματα που δεν ασχολήθηκε τελικά ποτέ. Είχε και μια αγάπη για την πυγμαχία, δύσκολο άθλημα για κορίτσια αλλά κάποτε αγαπούσε τα δύσκολα. Τώρα ούτε τα δύσκολα, ούτε τα εύκολα. Τώρα να μην σκέφτεται, αυτό αγαπούσε περισσότερο απ΄όλα. Πετούσε τα ιδρωμένα της ρούχα στην καρέκλα που είχε απέναντι από το κρεβάτι και ξάπλωνε γυμνή, μόνο με το βρακί στο κρεβάτι. Την έπαιρνε ο ύπνος στο λεπτό. Ούτε ανησυχία, ούτε σκέψη να της κολλήσει, ούτε τα λόγια που θυμήθηκε πως της είπαν οι φίλοι της και δεν της άρεσαν. Τα χιλιόμετρα που είχε διανύσει κουζίνα, τραπέζια και πίσω, έκαναν στάχτη τα πώς και τα γιατί.
Ξυπνούσε το απόγευμα. Καφές, κάποια μηνύματα στους φίλους. Κάποια ''ναι ρε θα πάμε'' και ''είσαι καλά;'' και δρόμο πάλι για την δουλειά. Έμπαινε πού και πού και στην ομαδική της σχολής. Να δει μήπως βγήκε κάτι για την εξετάστική. Η εξεταστική ήταν το θέμα. Αφού στην σχολή που μπήκε ούτε που ήθελε να μπει, ούτε που ξέρει γιατί την είχε δηλώσει. Τότε θυμάται τις είχε δηλώσει όλες στην σειρά. Αυτό της είχε πει η κυρία του Επαγγελματικού Προσανατολισμού. Και αφού δεν την συγκινούσε έπιασε δουλειά. Αυτή η δουλειά είχε δώσει τη θέση της σε μια άλλη δουλειά, και η άλλη δουλειά σε μια άλλη δουλειά. Όλες σέρβις και μια δυό κουζίνα. Γνώριζε πολύ κόσμο σ΄αυτές τις δουλειές, άκουγε πολλές ιστορίες, τις έλεγε στα παιδιά. Όμως οι άνθρωποι χάνονταν γιατί άλλαζε δουλειά και τις ιστορίες τις έπαιρνε ο άνεμος γιατί δεν υπήρχε πια αρκετός χρόνος για να δει τα παιδιά. Όταν κάποιες φορές της χτυπούσε ο έρωτας την πόρτα, έβρισκε την πόρτα κλειστή γιατί εκείνη έλειπε από το σπίτι για να του ανοίξει. Και τις φορές που δεν έλειπε, κοιμόταν τον βαρύ της ύπνο.
Τα ρεπό ήταν μια διαφορετική ιστορία. Θα έβγαινε με τα παιδιά. Θα πήγαιναν από δω και από εκεί. Τώρα που καλικαίριασε πάνε και θάλασσα και θερινά. Θα πουν τα τρέχοντα και αυτά που τους απασχολούν. Για τον Δημήτρη που δεν έχει τηλεφωνήσει ακόμα στην Αναστασία, για την Ελπίδα που φεύγει με Erasmus στην Δανία και για την Ληδία που δεν σηκώνει το τηλέφωνο γιατί φαίνεται πως είναι πολύ βαρύ το ακουστικό. Θα ακούσει τις ιστορίες, θα γελάσει, αλλά δεν θα εμπλακεί. Αυτό είναι το πιο ασφαλές. Να μην εμπλακεί για να μην τα βάλει μέσα της. Γιατί αν τα βάλει, θα χαθεί.
Καλύτερες είναι εκείνες οι άλλες ιστορίες που ακούει στο μαγαζί. Αυτές που λένε οι θαμμώνες περιμένοντας να τους πάει το ποτό τους. Αυτές που εκείνη είναι ακροάτρια και οι άλλοι οι πρωταγωνιστές. Είναι οι ιστορίες των άλλων. Οι δικές της ιστορίες παραμένουν κουλουριασμένες στο μυαλό της. Όπως τα γατιά έξω από τη πόρτα του σπιτιού. Μικρά κατοικίδια, μεγάλης δύναμης και ορμής που ζουν δίπλα στον άνθρωπο. Κρατούν την ανεξαρτησία τους αλλά δεν φεύγουν για ένα πιάτο φαί και ένα χάδι. Οι σκέψεις της παραμένουν κουλουριασμένες μέσα στην αδράνεια της, ακινητοποιημένες κάτω από βάρη που εν αγνοία της τοποθετήθηκαν μέσα της.
Οι θαμώνες θα τη βλέπουν δίπλα τους, γύρω τους να τους σερβίρει. Είναι δεν είναι 22 χρονών, θ΄αλλάζει τα τασάκια. Σαν ηττημένοι θα την παρατηρούν να τρέχει πάνω κάτω. Η μια μέρα της να διαδέχεται την άλλη. Το ξέρει πως καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή. Είναι σπουδαίο να δουλεύεις. Όταν όμως έχεις χρόνο να σκέφτεσαι, να συνδέεσαι, να ονειρεύεσαι, να ερωτεύεσαι. Όλα αυτά που είναι η δική σου ζωή.