Μόνο που δεν είχε καμιά επιθυμία να επωφεληθεί από τη θέση της. Κι ακόμα λιγότερο να αποδείξει την αξία της. Κάποτε ίσως. Στην αρχή μπορεί να ήταν κι αυτό ανάμεσα στα άλλα κίνητρα. Μετά αυτό της τελείωσε. Περιφερόταν στους δρόμους σαν αμνησιακή και δάμαζε λέξεις. Τελειόφοιτη πια του καλού της τμήματος με ελάχιςτες ακαδημαϊκές ευκαιρίες ν΄απλώνονται μπροστά της αν τις κυνηγούσε. Αντί να παρακολουθεί τα σεμινάρια, τις διαλέξεις και τις παρουσιάσεις που της είχαν απευθύνει πρόσκληση ταξίδευε με το μετρό σε απομακρυσμένες, ξεχασμένες από το Θεό γειτονιές και περιφερόταν μόνη ανάμεσα σε μυρωδιές κάρυ, καφενεία βαμμένα με πράσινη λαδομπογιά και κομμωτήρια με εξειδίκευση στα εξτένσιονς και ψεύτικα μαλλιά. Εκατοντάδες χιλιόμετρα σιδηροδρομικών γραμμών την απομόνωναν από το σαματά της πόλης.
Καμιά φορά την κούραζε το ενδιαφέρον της για την νεοαποκτηθείσα κινητικότητα της και το έριχνε στην χαμαλοδουλειά. Έπιασε δουλειά σ΄ένα συνοικιακό, υπόγειο παλαιοπωλείο όπου πάλευε να μάθει τα μεγάλα μυστικά της αληθινής φθοράς του χρόνου. Βυθιζόμενη στη σιωπή όπως βουλιάζει μια πέτρα αθόρυβα σε βαθειά νερά, μια ευπρόσδεκτη νάρκη κάτω από το επίπεδο του δρόμου. Κάπου που ήταν εντελώς ευτυχής γυαλίζοντας τραπέζια και ακούγοντας μουσική, κλασσική κατά προτίμηση από τα ακουστικά για ατελείωτες ώρες. Σχολούσε τα μεσημέρια την ίδια πάντα ώρα. Πολλές φορές έτρωγε σ΄ένα υπόγειο μικρό εστιατόριο εκεί κοντά, που έκανε ωραίες πατάτες τηγανητές με τριμμένο τυρί. Άλλες φορές έτρωγε στο διάλειμμα μαζί με τους άλλους, φορώντας τη μαύρη σκονισμένη ποδιά και έχοντας σηκωμένα τα μανίκια, καθισμένη σε σκαμνί.
Στο κάτω κάτω της γραφής τι το παράξενο να θέλει να εξακολουθεί να κοιμάται μέχρι αργά με τα σκεπάσματα τραβηγμένα πάνω από το κεφάλι της, και μετά να περιφέρεται σ΄ένα βυθισμένο στην ησυχία σπίτι με συρτάρια γεμάτα κοχύλια, εισητήρια από περασμένες συναυλίες, περιοδικά και φωτογραφίες. Το φως του δειλινού να μπαίνει από τις γρύλιες και να σχηματίζει κοραλλένιες αιχμές στο πάτωμα.
Κινούμενη ανάμεσα στην σχολή και το παλαιοπωλείο γρήγορα βυθίστηκε σε ένα είδος ονειρικής ζωής όπου έπαψε να κυκλοφορεί σε οικείους δρόμους ενώ ζούσε σε ανοίκειες συνθήκες. Όλο και περισσότερο σκεφτόταν την παλιά, την προς το παρόν χαμένη ζωή, την χαρούμενη φτωχογειτονιά των παιδικών της χρόνων με τις φυτεμένες βεράντες και τις αλάνες γεμάτες παιδιά. Έπαψε να ζει καταμεσής του τίποτα.
Στο παλαιοπωλείο μελέτησε από κοντά τα σημάδια φθοράς, τις περήφανες ουλές, τα γδαρσίματα. Κοντά στους μαστόρους έμαθε να λιώνει μελισσοκέρι, να φτιάχνει ρητίνη, να περνάει σωστά το βερνικόχρωμα. Να φτιάχνει καλή πατίνα σ΄ένα παλιό κομμάτι. Έμαθε πως η κανονική φθορά του χρόνου, όπως αντιλήφθηκε σταδιακά παρατηρώντας τα γνήσια κομμάτια που περνούσαν από τα χέρια της, είναι απρόβλεπτη, ακανόνιστη, ιδιότροπη και αφήνει άθικτα κάποια σημεία ενώ πλήττει σοβαρά κάποια άλλα. Η υπερβολικά ομοιόμορφη φθορά στην ουσία δεν λέει απολύτως τίποτα για το αντικείμενο.
Έπαψε σιγά σιγά να ασχολείται με το τι ακριβώς θα κάνει όταν τελειώσει τις σπουδές. Παλαιότερα ασχολιόταν μ΄αυτό σχεδόν εμμονοληπτικά. Το κόλπο ήταν να μην πιστέψει τίποτα που να δείχνει υπερβολικά καλό. Είχε μάθει πως όταν λέμε καλό δεν εννοούμε ποτέ κανονικό.