Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

Τα αμίλητα





     Αυτή τη φορά εσύ ήσουν ακούνητος. Τα χέρια σου στο πλάι. Ο δεξιός σου ώμος εξαρθρωμένος έπεφτε ανεπαίσθητα προς τα κάτω. 365 μέρες πέρασαν, οι εξελίξεις άργησαν βαριά και άφησαν το σημάδι της βαριάς αργοπορίας τους. Ανεπαίσθητα όμως. Μόνο οι παρατηρητικοί θα το έβλεπαν, οι υπόλοιποι δεν θα καταλάβαιναν τίποτα. Σου χτύπησα απαλά την πλάτη, σημάδι πως έπρεπε να με αγκαλιάσεις κι εσύ.

   "Αύριο Κυριακή θα φύγω, μαζεύω τα πράγματα μου και βγάζω εισητήριο. Θα έρθεις μαζί μου γιατί δεν ξέρω το πρακτορείο; " 

Σιωπή. Επιτέλους βρήκαμε το κοινό μας τόπο, μονολόγησα.


Too late to beg σκέφθηκα. Δεν πήγα στο πρακτορείο (χλωμό και κρύο). Ο χρόνος θα μας ενώσει κάποια άλλη στιγμή.
   Έμεινα να θέλω να βάλω μάτια, χείλη, μύτη, στόμα, ζυγωματικά σ´ ένα χρόνο που εκπνέει. Θυμήθηκα τα post it που ανταλλάξαμε τις προηγούμενες μέρες. Αυτά δεν θα τα ξέχναγα ποτέ, ίσως γιατί ήταν τα μόνα που έκαναν την στοιχομυθία μας να μοιάζει σουρεάλ. Στα κόλλαγα στο ψυγείο για να βλέπεις τι χρωστάω.
Λοιπόν κρατώ την κινούμενη εικόνα σου. Είναι η καλύτερη εικόνα σου. Με τον βγαλμένο ώμο και τα μαλλιά καρφιά γεροχρόνε μου. Φαίνεσαι έτσι πιο αιχμηρός. Στη διάσταση της καθημερινότητας εσύ πια δεν θα υπάρχεις. Αυτή ίσως να είναι η τελευταία μας συνομιλία. 
    Έρχεται όμως ο καιρός που και τα μεγαλύτερα αμίλητα ξεσπάνε.


Ζωγραφική Μανουέλα Χ




Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2016

Ένας χρόνος



      Στη πλάκα ενός ρολογιού οι δείκτες γυρίζουν κυκλικά.  Οι αστρολόγοι λένε πως ο μοναδικός αστερισμός που σχηματίζουν οι πλανήτες τη στιγμή της γέννησης του κάθε ανθρώπου είναι το διαρκές θέμα της ζωής του, είναι αυτό που καθορίζει την διαδρομή της ζωής του. Μοιρολατρικό μου φαίνεται αυτό. 
      Το κοριτσάκι με τα σπίρτα δεν είναι παραμύθι, αυτό πιστεύω. Είναι μια ιστορία απολύτως αληθινή. Πρώτο σπίρτο και ο παράφορος έρωτας σου εμφανίζεται στο λεπτό, σε αστροδευτερόλεπτα όμως χάνεται και μένεις εσύ και το κενό. Δεύτερο σπίρτο και ντύνεσαι μαλάματα, παλεύεις, χτίζεις σπίτια, αγοράζεις τραπεζαρία, κρεβατοκάμαρα, με ορμή όμως σε συμπαντοδευτερόλεπτα χάνονται κάτω από σκόνη στο πρώτο σεισμό. Τρίτο σπίρτο στο νοσοκομείο αντί για ανυπόμονες νοσοκόμες βλέπεις να υπάρχουν  άγγελοι. Το σπίρτο όμως σβήνει σε απειροδευτερόλεπτα και εσύ έχεις χτυπηθεί αμείληκτα από την ίδια αρρώστια.  Στη πλάκα ενός  ρολογιού οι δείκτες γυρίζουν κυκλικά, ακριβώς όπως και η αυταπάτη.  
   Τον απολογισμό του χρόνου που πέρασε δεν τον κάνω ποτέ. 'Αλλωστε γιατί; Αφού ο χρόνος φεύγει. Αυτοί που φεύγουν να πηγαίνουν στο καλό ή να πηγαίνουν στο διάολο. Δεν είναι ανάγκη να μας γράφουν. Ανοικτός θα παραμείνει ο σταθμός της Ομόνοιας απόψε για να προστατέψει τους άστεγους από το δυνατό ψύχος. Στην πλατεία στήθηκε μια πελώρια ρόδα που ακόμα δεν γυρνάει. Όταν αρχίσει να γυρνάει θα γυρνάει κυκλικά όπως οι δείκτες στη πλάκα του ρολογιού.
    Στο βλέμμα σου είδα λύπη για τα παιδιά που κρυώνουν στους δρόμους, και έχει καταφέρει η λύπη εαυτών και αλλήλων να μας εξιλεώνει. Ζέστανε στο μαγκάλι του καστανά όλη σου την απώλεια. Όταν μετράμε τον χρόνο ανάποδα ξέρω πως θα μετρά και το κορίτσι που ζει πια στην Κοπεγχάγη και η οικογένεια που έφυγε για Βερολίνο. Καλύτερα ή χειρότερα; Εσύ θα πεις καλύτερα, εγώ θα πω χειρότερα, δεν είναι εκεί το θέμα. Είναι κάπου αλλού, κάπου μακριά, κάτι άφησαν πίσω και δεν ήθελαν. 
     Είναι οι μέρες που μοιάζουν πιο σκοτεινές. Σαν κάποιος να δίνει την εντολή πως  υπερβήκαμε τα επιτρεπτά βήματα, απαγορεύεται πλέον ο προαυλισμός και θα μείνουμε σε απομόνωση διαρκείας.  Είναι οι μέρες που μετριόμαστε και βγαίνουμε λίγοι. Είναι μέρες που βγήκαν οι υποχωρήσεις σε πρώτο πλάνο. Είναι οι μέρες που κοιτάμε τα ταβάνια γεμάτοι ενοχές. Οι μέρες που μου λες πως δεν ερωτεύεσαι πια κανέναν και εγώ γεμίζω λύπη. 
  Μένει κάτι. Μια ξεχασμένη αίσθηση του μέτρου, του αληθινά αναγκαίου, του απαραίτητου, του ουσιώδους. Τα απαραίτητα είναι εντυπωσιακά κοινότοπα και προς μεγάλη μας έκπληξη δεν μας λείπουν όλα. Χωρίς δαπάνες προβολής, χωρίς φλύαρες συμβάσεις, χωρίς χλιδή και κούφια ματαιοδοξία, αλλά με πίστη πως η ζωή έχει ένα εκατομμύριο λόγους και παραπάνω που αξίζει να την ζεις. 
     Την καρδιά του χειμώνα διαλέγει ο χρόνος για ν΄αλλάξει σκυτάλη. Μέσα στο δυνατό ψύχος θα γυρίσει άλλη μια στροφή ο δείκτης. Με τα ίδια υλικά, τα ίδια τούβλα θα είναι χτισμένος και ο καινούργιος χρόνος; Τα ίδια προβλήματα; Kι αυτό που ονειρευτήκαμε μια άλλη καλύτερη ζωή είναι χιμαιρικό; Θα προχωράμε έτσι μέχρι που μετά από χρόνια από το παραθυράκι του μεγάλου ρολογιού θα βγει μια μαριονέτα και θα λεει ''όταν ήσασταν νέος..''; 
     Όχι!  Ο πραγματικός χρόνος δεν έχει αντίστροφες μετρήσεις. Κάποια πράγματα άργησαν βαριά και αφήνουν πίσω τους το βάρος της αργοπορίας. Την ώρα που το 16 θα εκπνέει και εμείς θα εξακολουθούμε να ρωτάμε τους ανθρώπους αν μας αγαπάνε, να μην ξεχάστούμε και χάσουμε από τα μάτια μας τη φωτιά στο τζάκι.  Αυτή να τη κρατήσουμε δυνατά να καίει πάνω απο την εορταστική χοληστερίνη. Να κάψει όλη την σιωπή που φέρνει ο φόβος του καινούργιου. Μαζί και την μοναξιά που γδέρνει την φωνή μας (όλων την φωνή). Μέχρι να ξημερώσει. 
      
         

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2016

Η φάρσα




       Ξαφνικά δεν είχε τη δύναμη να υποφέρει κανένα βλέμμα. Άρχισε να περπατάει στο πλαινό ενός μεγάλου αυτοκινητόδρομου όπου τα αυτοκίνητα έτρεχαν το ένα πίσω από το άλλο. Αποροφημένη στις σκέψεις της, ανιχνεύοντας μόνο τα κατάβαθα της ψυχής της που της έστελναν τις ίδιες ταπεινωτικές εικόνες ξανά και ξανά. Κάποιες στιγμές μόνο όταν κάποια μοτοσυκλέτα, της οποίας η εξάτμιση της τρύπαγε τα τύμπανα περνούσε από κοντά της,  συνειδητοποιούσε πως ο εξωτερικός κόσμος υπήρχε. 
       Τα αυτοκίνητα κυλούσαν γρήγορα στους στολισμένους χριστουγεννιάτικα δρόμους. Τα αυτοκίνητα ήταν γεμάτα δύναμη σε αντίθεση με την ίδια που ένιωθε αδύναμη αφού δεν μπορούσε να εναντιωθεί σε όλες τις άδικες εξελίξεις που κατέφθαναν στη ζωή  της. 
       Προσπάθησε να συλλάβει μια φευγαλέα ανάμνηση. Το νησί της. Θυμήθηκε πόσο ωραία είναι η θάλασσα στο νησί της. Πόσο ωραία ήταν τα καλοκαίρια εκεί όταν ήταν παιδί.  Η ανάμνηση ήχησε σαν μια χορευτική μουσική στην μέση της ερήμου. Βάλθηκε να κάνει σινιάλο στα αυτοκίνητα, αλλά αυτά  περνούσαν χωρίς να σταματήσουν, τυφλώνοντας την με τους προβολείς τους. Λίγες ώρες πιο πριν είχε συμβεί μια μεγάλη ανατροπή. Μια κατάσταση που όπως δείχνουν τα πράγματα δεν θα μπορέσει να αποφύγει. Απο την μια στιγμή στην άλλη  έχασε σταθερές και δεδομένα χρόνων, την δουλειά της.
      Να αφήσει τον μεγάλο αυτοκινητόδρομο αυτό σκέφτηκε για μια στιγμή. Να πάρει το μικρότερο, τον πιο ήσυχο δρόμο.  Σ΄έναν ήσυχο δρόμο ίσως καταφέρει να βρει την ψυχραιμία της πριν γυρίσει σπίτι. Ο κόσμος προχωρούσε βιαστικά κάτω από τα Χριστουγεννιάτικα φωτάκια κι εκείνη ξαναγυρνούσε στα βάθη της ψυχής της που συναντούσε μονάχα το φόβο. Αυτή η εποχή αρνείται να αναγνωρίσει στους ανθρώπους το δικαίωμα να βρεθούν σε δυσαρμονία με τον κόσμο. Όμως εκείνη δεν υπήρξε ποτέ αθλήτρια. Ποτέ δεν διάλεξε τον ανταγωνισμό. Δεν ήθελε να είναι ούτε πρότυπο, ούτε δείγμα. Άνθρωπος ήθελε να κρατηθεί. Ίσως και να ήταν το πρόσωπο ενός παραμυθιού που γνώριζε από τότε που ήταν παιδί. Ενός παραμυθιού που μόλις τώρα άρχιζε να διακρίνει το τέλος του.
      Τα χέρια της όμως είναι τώρα άδεια. Ίσως θα έπρεπε να φύγει. Να πάει να ψάξει κάπου αλλού για δουλειά. Δύσκολο εγχείρημα.  Σχεδόν απραγματοποίητο, παρόμοιο με όλες αυτές τις ουτοπικές αυταπάτες με τις οποίες έντυσε την ζωή της ενώ στην πραγματικότητα στο βάθος του μυαλού της ήξερε πως δεν θα μπορούσε σχεδόν τίποτα στην ηλικία της πια να κάνει. Όμως πώς είναι να μην κάνει τίποτα; 
     Κοίταξε τους περαστικούς. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη τις γιορτές. Ξέρουν όμως να τις γιορτάσουν; Πρόσεξε την κατήφεια τους, την νευρική σιωπή τους, την σκληρότητα στο βλέμμα τους. Κάποιοι απ΄αυτούς θα έχουν μόλις κλείσει πού θα κάνουν το ρεβεγιόν τους, θα έχουν προβάρει φουστάνια και κουστούμια, θα έχουν βγει από το κομμωτήριο. Υπάρχει άραγε κάτι πιο μελαγχολικό από μια γιορτή που η παρουσία σου εκεί είναι σχεδόν τυχαία ή εφήμερη; 
      Συνέχισε να περπατάει μονολογώντας με μια τόσο αδύναμη φωνή που κανείς δεν την άκουγε. Δεν ήξερε από που θα έρθει η λύση. Μπορεί η λύση να έρθει απ΄έξω, να είναι απρόσμενη ή να είναι η πιο κοινή μαζί. Μπορεί η λύση να είναι ένα ''ναι'' που δίνοντας το θα εκπλήξει όλους . Ένα ''ναι'' που θα στηρίξει την επιθυμία της να μην μείνει σε μια ζωή που θα μοιάζει με ένα κακό αστείο, μια φάρσα που την είχε παίξει στον εαυτό της από φόβο ή φιλαρέσκεια και χωρίς καν να την πιστεύει, αλλά κάτι σοβαρό και πραγματικό. 
       Προχωρώντας διασταυρώνεται με τους περαστικούς. Μια γυναίκα περπατάει μόνη της στο πλάι ενός μεγάλου αυτοκινητόδρομου φωτισμένου με χιλιάδες χριστουγεννιάτικα φωτάκια. Αυτή είναι η εικόνα. Οι άνθρωποι περνούν δίπλα της και δεν την βλέπουν ούτε την ακούν γιατί είναι άνετα εγκαταστημένοι αποκλειστικά στον εαυτό τους. Οι άνθρωποι κινούνται ενώ είναι ακίνητοι και κουβαλούν μέσα τους ένα αμίλητο φόνο. Κι όλα αυτά τα βήματα της, οι μονόλοι και τα βλέμματα είναι αφορμές για να γίνει κάτι. Γίνονται στο λεπτό αναμνήσεις και μ΄έναν ακατανόητο τρόπο σου φουσκώνουν τα πανιά. 
    Χωρίς να το καταλάβει γύρισε με τα πόδια στο σπίτι. Βάζοντας το κλειδί στην πόρτα κρατήθηκε για δευτερόλεπτα πριν μπει μέσα. Δεν ήξερε ακριβώς τι θα έλεγε.  Θα έλεγε όσα είχε να πει. Οι λέξεις θα αναλάμβαναν την αφήγηση. Αυτές οι λέξεις που γίνονται μετά υγρασία και σκάνε τους σοβάδες στους τοίχους.  Μια απολύτως απαραίτητη υγρασία για να αντιλαμβανόμαστε επαρκώς όσα ακόμα δεν καταφέραμε αλλά εξακολουθούμε να θέλουμε. 


Ζωγραφική Andrew Stevovich     
      

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2016

Tίποτα




     Ένα δυο τρια, γέμισε το δωμάτιο τίποτα. Δεν είναι εύκολο να γεμίσεις το χώρο με τίποτα. Δεν είναι εύκολο να γεμίζεις το χώρο με πολλά τίποτα. Μετά από τόσα χρόνια όμως που παρακαλούσε για κάτι αληθινά ανατρεπτικό, κάτι πρωτότυπα επανασταστικό που θα ένωνε το ανέφικτο με το αδύνατον, τα τίποτα πλημμύρισαν την ζωή του. Μόνος του τα έφερε δηλαδή, να μην ζητάει και τα ρέστα. 
      Φαντάστηκε τώρα ένα χώρα γεμάτο τίποτα. Έβαλε και στη διάσταση του χώρου τίποτα. Χαμός. Χωρόχρονος τίγκα στο τίποτα. Όμως το τίποτα δεν φαίνεται. Αν ήθελε να δει το τίποτα θα έπρεπε να μεταβεί σε μια άλλη διάσταση. Να φύγει από το υλικό σύμπαν γιατί εδώ ο χώρος και ο χρόνος έχουν όρια. Όχι πως έξω απ΄ αυτό το κόσμο ο χρόνος ή ο χώρος είναι περισσότεροι ή μεγαλύτεροι ή ακόμα και άπειροι. Απλά δεν υπάρχουν. Ό,τι έβλεπε λοιπόν σ'αυτό το κόσμο δεν μπορεί να ήταν τίποτα. 
       Αφού όμως το τίποτα δεν φαίνεται, γιατί δεν βλέπει; Είναι μάλλον αυτό. Είχε γεμίσει τη ζωή του με τίποτα. Όμως ήξερε πως το τίποτα δεν φαίνεται. Ο χωρόχρονος του λοιπόν είχε γεμίσει με τίποτα και ούτε που το είχε πάρει χαμπάρι. Προφανώς θα ήταν και άλλοι σαν κι αυτόν και δεν θα είχαν ούτε κι αυτοί καταλάβει τίποτα. Κανείς δεν μπορεί να δει το τίποτα. Γι΄αυτό και κανείς πια δεν βλέπει. 

Η καντίνα


     
       Τι σημασία έχει τι όνομα να του δώσει. Έχοντας περάσει τρεις μέρες μέσα στο δωμάτιο ενός ξενοδοχείου στη Θεσσαλονίκη δεν ήθελε να δει άνθρωπο. Εντελώς ξαφνικά δεν είχε την παραμικρή διάθεση να βρεθεί κοντά τους. Ό,τι στο διάολο και αν το έλεγαν αυτό. Βέρτιγκο, ανθρωποφοβία, ίλιγγο. Την τρίτη μέρα αργά το βράδυ άνοιξε την πόρτα δειλά και αφού σιγουρεύτηκε πως δεν κυκλοφορούσε ψυχή, βγήκε να περπατήσει. Στο δρόμο αγόρασε με συνοπτικές διαδικασίες από μια καντίνα μια μπύρα. Πέρασε άλλες δυο μέρες να μετράει τις τετράγωνα της μοκέτας. Έκτοτε για ολόκληρες εποχές νόμιζε πως δεν ζει. 
    Μέχρι που κάποια στιγμή είπε: To έζησα κι αυτό. 

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2016

Ένα χάδι στο λόφο

You are my man 
Tώρα και πάντα



'Ενας άγιος είναι κάποιος που έχει εκπληρώσει ένα ενδεχόμενο που οι υπόλοιποι άνθρωποι έχουν αμυδρές πιθανότητες να πετύχουν. Είναι αδύνατον να πει κάποιος ποιο είναι αυτό το ενδεχόμενο. Νομίζω ότι σχετίζεται με την ενέργεια της αγάπης. Η επαφή με αυτή την ενέργεια καταλήγει στην επιβολή ενός είδους ισορροπίας στο χάος της ύπαρξης. Δεν πιστεύω πως ένας άγιος μπορεί να διαλύσει το χάος. Αν είχε τέτοια δύναμη, ο κόσμος θα είχε αλλάξει από καιρό. Δεν πιστεύω ότι ένας άγιος μπορεί να διαλύσει το χάος ούτε για τον ίδιο του τον εαυτό, γιατί υπάρχει κάτι αλλαζονικό και πολεμοχαρές στην ιδέα ενός άντρα να βάζει τάξη στο σύμπαν. Το μεγαλείο ενός αγίου έγκειται στο ότι επιτυγχάνει μια μορφή ισσοροπίας. Γλυστράει πάνω στους χιονόλοφους σαν αδέσποτο έλκηθρο. Η πορεία του είναι ένα χάδι στο λόφο.

"Υπέροχοι απόκληροι" - εκδόσεις Κέδρος

Leonard Cohen




Show me the place, where you want your slave to go
Show me the place, I've forgotten I don't know
Show me the place where my head is bend and low
Show me the place, where you want your slave to go
Show me the place, help me roll away the stone
Show me the place, I can't move this thing alone
Show me the place where the word became a man
Show me the place where the suffering began
The troubles came I saved what I could save
A shred of light, a particle away
But there were chains so I hastened to the hay
There were chains, a lot of chains
Like a spade
Show me the place, where you want your slave to go
Show me the place, I've forgotten I don't know
Show me the place, where you want your slave to go
The troubles came I saved what I could save
A shred of light, a particle away
But there were chains so I hastened to the hay
There were chains so I loved you like a slave
Show me the place
Show me the place
Show me the place
Show me the place, help me roll away the stone
Show me the place, I can't move this thing alone
Show me the place where the word became a man
Show me the place where the suffering began

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2016

Ένα μεγάλο παιδί


   


     Όταν κάποιος τολμά να μην πάρει τον εαυτό του πολύ σοβαρά. Να μην κάνει αστεία  αλλά να είναι αστείος, να κοροιδεύει τους σοβαροφανείς, να μην είναι απελπισμένος, να αντέχει να αμφισβητήσει ακόμα και την ίδια την πραγματικότητα αφού μπορεί να μεταμφιεστεί σε κάποιον άλλον διαφορετικό από τον ίδιο του τον εαυτό, ενώ όλοι γύρω του είναι σπουδαιοφανείς και αγέλαστοι, τότε αυτός ο άνθρωπος είναι ένας Τόνι Έρντμαν. Είναι άραγε ένας κλόουν;
Ίσως. Είναι ένας μεγάλος κλόουν. Απ΄αυτούς που δεν διστάζουν να τσαλακώσουν τον εαυτό τους και να γίνουν καραγκιόζηδες, όχι από μοναξιά αλλά γιατί είναι μεγάλα παιδιά που παίζοντας ζουν.

Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2016

Φθινόπωρα


   
       Μέσα στον ύπνο της είχε όλο φθινόπωρα. Νεκρά φύλλα γέμιζαν τα όνειρα της. Άδεια πάρκα, μισοκλεισμένες τέντες, αδιάβροχα, βοριάδες που ρίχνουν ξερά φύλλα. Για να καταλάβει καλύτερα τα φθινόπωρα έκανε ησυχία. Μέσα στην ησυχία μπορούσε ν΄ακούει το ανεπαίσθητο θόρυβο που κάνουν τα φύλλα όταν πέφτουν, τις σταγόνες των πρώτων βροχών που κυλούν στα σκονισμένα τζάμια. Χαμήλωνε το θόρυβο που χρειάζεται η ζωή για να επιβεβαιωθεί όπως χαμηλώνεις το volume στο ραδιάκι του αυτοκινήτου και αφηνόταν στα φθινοπωρινά τοπία.
     Τα φθινοπωρινά τοπία σπάνια έχουν ανθρώπους. Συνήθως είναι όλοι απόντες από εκεί και τα ίχνη τους έχουν μείνει μετέωρα για να ζωντανέψουν μια άλλη εποχή. Ίσως να μην ξαναζωντανέψουν κάποια άλλη εποχή, όμως αυτή δεν το ξέρει. Τα φθινόπωρα της είναι γεμάτα απουσίες και για αυτό την εξοικειώνουν με την απώλεια. Συχνά κάθεται πάνω σε βουνά ξερών φύλλων και ξεφυλλίζει άλμπουμ με φωτογραφίες χθεσινών μορφών που τις κατάπιε ο χρόνος. Άλλοτε πάλι σηκώνεται και φτυαρίζει τα ξερά φύλλα για να τα πετάξει μακριά. Να καθαρίσει ο τόπος. Ν΄αλλάξει ο χρόνος δέρμα. Είναι κι αυτός ένας τρόπος να αποδεχθεί την απώλεια. Η αποδοχή της απώλειας είναι πάντα κάτι μεγάλο και σπουδαίο που φέρνει μια νέα αρχή.  
     Ο ουρανός του φθινοπώρου την περιέγραφε. Αποφασισμένα, ασημένια σύννεφα που ταξίδευαν ψηλά στον ουρανό, κατέβαιναν όμως και έφεραν συχνά βροχή. Η βροχή έμπαινε μέσα στα παπούτσια της, έβρεχε και διαπερνούσε τα ρούχα της μέχρι που έφθανε στο μεδούλι  έτσι όπως συνήθως την έβρισκαν απροστάτευτη.  
     Φυσικά για κάποιο σκοπό γινόντουσαν όλα αυτά. Τα σύννεφα την περίμεναν πάντα έτοιμα. Σαν ένας τρόπος να μετρά αυτά που έφυγαν προς τα πίσω σχηματίζοντας ένα συνεχώς αυξανόμενο βουναλάκι.  Μαζί μ΄αυτά στο ίδιο βουναλάκι έβαζε κι όλα αυτά που ήθελε ν΄αλλάξει κατά καιρούς και ακόμα δεν τα είχε καταφέρει. Καθώς λοιπόν κατανοούσε όλο και περισσότερο κάθε φορά τα φθινόπωρα, πλησίαζε όλο και κοντύτερα εκείνο το πολυπόθητο ''δεσμεύομαι''.
        Δεσμεύομαι μονολογούσε πως ακόμα κι αν η συνατγή δεν είναι συναρπαστική αλλά αντίθετα λίγο πολύ μονότονη ή ακόμα και βολική, θα σφουγγίζω με τα σύννεφα την επιδερμίδα του χρόνου για να μπορούν να κυλούν ανεμπόδιστα οι εποχές και να ξεσκεπαστούν όλες οι αυταπάτες, να πάψει να τις παίρνει σοβαρά. Να κρατήσει μόνο μια. Όταν βλέπω την βροχή, το ένα μισό μου μισό να νομίζει πως είναι θαύμα. Ενώ το άλλο μισό μου, αυτό που δεν  πιστεύει στα θαύματα, να πιστεύει στο τυχαίο.

Φωτογραφία Anna Morosini


Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

Οι άνθρωποι που έμεναν στα τραίνα




      Οι άνθρωποι που έμεναν στα τραίνα ζούσαν απλά. Τον χειμώνα όταν γυρνούσαν από την δουλειά ρίχναν στη σόμπα ξύλα και μαλάκωναν το κρύο. Τηλεόραση στα βαγόνια δεν υπήρχε. Αν ήθελαν θα μπορούσαν να ρίξουν μια μπαλαντέζα, να πάνε να βρουν μια γεννήτρια και να πάρουν ρεύμα. Όμως δεν ήθελαν. Τους αρκούσε που μάθαιναν τα νέα ο ένας του άλλου. Καθόντουσαν γύρω από ένα κύκλο τα βράδια και λέγανε τα νέα τους. Γέλαγαν, εξηγούσαν, περιέγραφαν, ρωτούσαν. Με δυο λόγια συζητούσαν. Καμιά φορά έκλαιγαν για κάτι θλιβερό που είχε συμβεί και έδιναν ο ένας χαρτομάντηλα στον άλλο. Πιάνανε κουβέντα και μαλάκωναν την μοναξιά. 
     Οι άνθρωποι που έμεναν στα τραίνα διάβαζαν πολλά βιβλία. Ο ένας δανειζόταν βιβλία από τον άλλο, γι΄αυτό είχαν κάνει μια συμφωνία να μην σημειώνουν ποτέ με μελάνι πάνω στα βιβλία. Να σημειώνουν μονάχα με μολύβι και μόνο αν ήταν μεγάλη ανάγκη, γιατί θα περνούσε το βιβλίο από πολλά χέρια, πολλά μάτια θα μελετούσαν τις σελίδες του και χρειαζόταν να αφήσουν χώρο και για τους υπόλοιπους. Διάβαζαν βιβλία και μαλάκωναν τον φόβο. 
    Στα τραίνα έπαιζε τα βράδυα μουσική. Οι ένοικοι είχαν φτιάξει διάφορα σχήματα εγχόρδων,  πνευστών και κρουστών. Εναλλάσσονταν οι μουσικές και κάποιες φορές παύαν τα σχήματα και μονοπολούσε την μουσική ένα και μόνο όργανο. Ήταν η μέρα του, η στιγμή του, ήταν τότε που ο μουσικός έσκαβε μόνος του μέχρι τους άλλους ενοίκους. Ήταν τότε που και οι άλλοι ένοικοι έσκαβαν, μέχρι αυτόν. Έξω από το τραίνο, κάτω από ένα υπόστεγο υπήρχε ένα πιάνο. Αυτό σηματοδοτούσε πιο μεγάλες γιορτές τότε που ερχόντουσαν ένοικοι από άλλα τραίνα πιο μακρινών περιοχών. Γνώριζαν άγνωστους μέχρι τότε ανθρώπους. Μεγάλωνε ο κόσμος τους και ήταν αιτία αυτό για μεγάλη γιορτή. Παίζανε μουσική και μαλάκωναν τον χρόνο. 
      Οι άνθρωποι που έμεναν  στα τραίνα χόρευαν. Παίζαν μουσική και χόρευαν. Έδιναν στον εαυτό τους μια ευκαιρία να ξεμουδιάσει το σώμα τους. Σαν μωρό να ακουμπήσει λίγο πιο κοντά στους παλμούς της καρδιάς και να ηρεμήσει. Χόρευαν άλλες φορές σε γρήγορους, χαρούμενους ρυθμούς και άλλες φορές σε αργούς, μελαγχολικούς. Ο ρυθμός αυτός είχε να κάνει λίγο με την εποχή του χρόνου. Σε φθινοπωρινή εποχή διάλεγαν πιο χαμηλούς ρυθμούς. Τα καλοκαίρια διάλεγαν γρήγορους, διεγερτικούς. Χόρευαν και μαλάκωναν τον πόνο. 
      Οι άνθρωποι που έμεναν στα τραίνα ονειρευόντουσαν. Όχι μια καλύτερη ζωή, αλλά να κρατήσει κι άλλο το τραγούδι του τριζονιού στην σιγαλιά της ήρεμης νύχτας. Να κρατηθεί κι άλλο ο παφλασμός του κύματος στην αγαπημένη ακτή. Να μείνει για πάντα ζεστό το χέρι του όταν κρατάει το δικό της, και τα μαλλιά της να ανεμίζουν ανέμελα στο αεράκι της Άνοιξης. Οι βάρκες να  μεταφέρουν ταξιδιώτες που ψάχνουν να γνωρίσουν κι άλλες γωνιές της γης, όχι από φόβο αλλά από χαρά. Τα όνειρα αυτά δεν σταματούσαν. Το ένα διαδεχόταν το άλλο, όπως η μια στιγμή την άλλη. Οι άνθρωποι που ζούσαν στα τραίνα ζούσαν αληθινά. Αυτός ήταν ο κύριος λόγος που δεν ήταν πολλοί. Οι άνθρωποι είναι δύσπιστοι στην αλήθεια.
     Έτσι τους γνώρισε η Μαρία τις μέρες που έζησε μαζί τους. Απλούς και αληθινούς. Ήρθε όμως η μέρα που έπρεπε να φύγει. Έπρεπε ήθελε δεν ήθελε να επιστρέψει στην άλλη, την κανονική της ζωή. Πήρε το πρώτο αεροπλάνο και γύρισε. Από τις αφίξεις πήγε κατευεθείαν στη στάση του λεωφορείου. Σε μια ώρα το πολύ θα ήταν σπίτι. Σε κάθε στάση επιβάτες έμπαιναν και άλλοι έβγαιναν. Οι περισσότεροι με βαλίτσες στο χέρι και σακίδια στους ώμους επέστρεφαν από ταξίδια. Η ώρα περνούσε, πλησίαζε σχεδόν στην μέση της διαδρομής. Το λεωφορείο σταμάτησε στο φανάρι, έξω από ένα φούρνο. Η Μαρία κοίταξε από το παράθυρο. Δεκάδες μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα στο δρόμο. Οι οδηγοί μέσα στα αυτοκίνητα μιλούσαν στα κινητά και χειρονομούσαν νευρικά. Άνθρωποι μπαινόβγαιναν βιαστικά από τις ηλεκτρικές πόρτες στο φούρνο κρατώντας σακούλες με ψωμιά και κουλούρια, και άλλοι προσπαθούσαν να παρκάρουν για να πάνε στις δουλειές τους. Σε ότι τέλος πάντων ονόμαζαν δουλειές τους. Καλύτερα θα ήταν να έλεγαν στα κομμάτια που σπάγανε την ζωή τους. 
       Η Μαρία κοίταζε έξω από το παράθυρο. Σε τίποτα απ΄όλα αυτά δεν κολλούσε. Το ήξερε. Θα είναι αργά σκέφτηκε για μια στιγμή να ξεκουμπιστεί να φύγει, να γυρίσει πίσω στα τραίνα.  Να δώσει μια να ξεκολλήσει. Κάτι περίμενε να συμβεί, που θα της έδινε την λύση. Κάτι, οτιδήποτε. Να ανάψει το φανάρι, ν΄ανοίξει η πόρτα, να προσγειωθούν στην οροφή του λεωφορείου εξωγήινοι και να κάνουν κατάληψη. Κάτι να μηδενίσει το κοντέρ. Να ξαναρχίσει ο χρόνος να μετρά θαύματα.

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2016

Η καραβίδα


 
     Τι μπορεί να κάνει μια καραβίδα να φοβηθεί ένα γουρούνι;
Αυτό αναρρωτιόταν η καραβίδα ενώ προχωρούσε ανάποδα για να μην δαγκώσει άθελα της κανέναν και για να αποφύγει πάση θυσία να σταθεί οτιδήποτε άλλο εκτός από ακούσια φταίχτρα. Αυτό το ήξερε η ίδια όπως το ήξεραν και τα άλλα ζώα του βασιλείου, όπως και κάμποσοι άνθρωποι απ΄αυτούς που ήταν οι καλύτεροι φίλοι των ζώων.
  Εκείνη ακριβώς την στιγμή διασταυρώθηκε μ΄ένα γουρούνι. Το γουρούνι μπερδεμένο με το πίσω μπρος γύρισε και την κοίταξε υποτιμητικά. Για την ακρίβεια γύρισε και είδε τα οπίσθια της υποτιμητικά, αφού όπως είπαμε η καραβίδα προχωρούσε ανάποδα.
- Δεν νομίζεις μικρή πως αυτό δεν αρμόζει σ΄ένα γουρούνι; ρώτησε με αναίδεια.
- Κύριε, του απάντησε στο λεπτό αυτή, όπως είμαστε τώρα είναι η πιο καταλλήλη σχέση ανάμεσα μας. Ένας υπερβολικά δουλοπρεπής έχει πάντα μέσα στα μάτια του τον άλλο σαν γουρούνι.
   Είπε και συνέχισε άθικτη τον αραχνιασμένο δρόμο της.

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2016

Part time




     Έμαθε πως τελειώνει το καλοκαίρι. Βγήκε να σκουπίσει τη σκόνη που άφησε πίσω του. Μαζί μ΄αυτή και τις ηλιοκαμμένες, γεμάτες έγχυτο υαλουρονικό και κολλαγόνο αγένειες προς τα παιδιά που έτρεχαν πάνω κάτω να φέρουν τους καφέδες και τα μοχίτα στις ξαπλώστρες. Τα χαρτάκια του εφτάψυχου λάιφσταϊλ και τα κομματάκια όλων αυτών που άλλο ήθελαν να είναι στην ζωή και άλλο είναι γιατί ποτέ δεν τόλμησαν. 
     Ενώ θα σκουπίζει, πίσω από ένα βράχο θα βρει ένα πεταμένο ζευγάρι παλιά παπούτσια φαγωμένα. Θα τα μαζέψει κι αυτά κρίμα είναι να ενοχλούν τις πεταλίδες. Θα αναρρωτηθεί αν τα πέταξε κάποιος γιατί πέρασε η μόδα τους ή αν τέλειωσε η ζωή τους άδοξα παλεύοντας ηρωικά το χρόνο που δεν καταλαβαίνει και δεν εξαγοράζεται.
    Το φάγωμα της σόλας ίσως μαρτυρήσει την αλήθεια. Αν είναι άγρια φαγωμένα ίσως ανήκουν σ΄έναν από αυτούς τους ανθρώπους που δουλεύουν και στέκονται όρθιοι ή περπατούν πολύ ή πάνε κι έρχονται από το ένα σημείο στο άλλο παρέχοντας μικρές απολαύσεις. Αν είναι λίγο φαγωμένα μπορεί να ανήκουν σε κάποιον που κάνει δουλειά γραφείου, καθιστική. Μπορεί ακόμα να ανήκουν σε κάποιον που πήδηξε την τελευταία στιγμή στο νερό για να σωθεί, να κολυμπήσει μέχρι την απέναντι ακτή, για μια νέα πατρίδα, για μιαν Ελένη ή τουλάχιστον για μια part time δουλειά. Όπως και να ναι, είναι δεν είναι φαγωμένα θα έπρεπε κανονικά να βρίσκονται αλλού και όχι στην ακτή. 
     Θα τελειώσει την σκούπα και θα ξέρει πως όσα καλοκαίρια κι αν περάσουν, τα όνειρά μας μουλιάζουν στα φθινόπωρα.
      

Κυριακή 28 Αυγούστου 2016

Η κολυμβήτρια



         Καίει ο ήλιος, η ζέστη απλώνεται, κυλάει ο ιδρώτας σου. Αφήνεις κάτω το σακίδιο σου, γδύνεσαι, πετάς τα ρούχα σου δεξιά κι αριστερά. Είναι η στιγμή που μπαίνεις στη θάλασσα μετά από έναν ολόκληρο χρόνο. Βήμα βήμα από τη φτέρνα στον αστράγαλο και το γόνατο, προχωράς. Τα πόδια βουλιάζουν στο νερό. Ξεπλένονται με αλάτι. Αρχίζεις να πιστεύεις πως το καλοκαίρι ήρθε και για σένα. Ο αέρας γεμίζει υπόσχεση. Είσαι τώρα στη μέση. Εδώ σταματάς μερικά παραπάνω δευτερόλεπτα, εδώ είναι ακουμπισμένα πολλά βαρίδια. Έτσι εξηγείται που σε πονά η μέση ανεξήγητα όλο το χρόνο κάποιες στιγμές. Το σήμερα μπλέκει με το χθες. Οι σημερινές υποσχέσεις με τις παλαιές σαν το υποβρύχιο στο νερό. 
      Δώδεκα χρόνια πριν στην Αμοργό μεθυσμένη, στην Φολέγανδρο ερωτευμένη, στην Ίο έγκυος. Πιο παλιά στην Χίο φρέσκια, ξεκούραστη με κοντά μαλλιά, μέλος της παρέας που σ΄έμαθε να φτιάχνεις τα πέλματα της ανεμελιάς σε όλους τους ισημερινούς της γης. Να πιστεύεις στα θαύματα, να μιλάς με τα φεγγάρια και τ΄αστέρια. Στα Κύθηρα πρόπερσυ περισσότερο πρόσφατα εσύ. Περισσότερο συγκεντρωμένα εσύ. Εσύ και το δευτερόλεπτο της ζωής. 
    Ακολουθούν οι ωμοπλάτες. Εκεί φυτρώνουν τα φτερά, όταν ο άνθρωπος γίνεται πουλί. Θα πρόσεξες πόσο δυνατά είναι τα κόκκαλα στις ωμοπλάτες. Είναι για να αντέχουν να σχίζουν τους αιθέρες. Οι ωμοπλάτες δεν κουβαλούν τόσο βάρη, όσο σχοινιά. Είναι δεμένες με χοντρά καραβόσχοινα. Κρατούν δεμένα σφιχτά τα θέλω. Σε κάνουν να απεύχεσαι. Να αρνείσαι, να φοβάσαι.  Να ξεχνάς πως έχεις θέση για φτερά και να ζητάς σωσίβια. Ψέματα -σωσίβια. Να σκύβεις για να περάσει ανεμπόδιστος ο αναμενόμενος εαυτός σου. 
   Έφτασε η ώρα. Μπαίνεις ολόκληρος στο νερό. Βουλιάζεις το κεφάλι σου. Μυρίζει ιώδιο παντού. Επουλώνεσαι. Σηκώνονται όρθια τα μαλλιά σου. Χάνεται ο χρόνος, ενώνεσαι αβίαστα με το βυθό, ενώνεσαι με το ρευστό, το ακαθόριστο. Κινείσαι με τον μοναδικό σου τρόπο και γίνεσαι μέρος του όλου. Από κάπου μπαίνει ένα φως, σκορπίζοντας ελπίδα σε όλο το χρόνο. Η ελπίδα εγκόλπωμα του χρόνου. Μέσα σε δευτερόλεπτα είσαι ξανά μέσα στην μήτρα. Από εκεί ακριβώς που ξεκίνησες.
     Την στιγμή που βγήκες στην επιφάνεια, στις ωμοπλάτες σου νόμιζες πως φύτρωσαν φτερά. Η ακτή ήταν ίδια αλλά εσύ είχες αλλάξει. Σαν να πέρασε ένας περιοδεύων θίασος μ΄έναν ιπτάμενο ακροβάτη που πέταξε αρκετές φορές βουίζοντας πάνω από τους κολυμβητές, αλλά κανείς δεν του έδωσε σημασία γιατί δεν είχαν ξαναδεί ιπτάμενο ακροβάτη και δεν ήξεραν να ξεχωρήσουν αν τα φτερά ήταν από άγγελο ή από ιπτάμενο δεινόσαυρο ή από διαστημικό αλογάκι της θάλασσας.
     Γι΄αυτό κι όταν γίνονται θαύματα και βγάζει κάποιος κολυμβητής ή κολυμβήτρια φτερά, οι υπόλοιποι νομίζουν πως τρελάθηκε και συνεχίζουν να τον βλέπουν με απορία ή με αδιαφορία. Ενώ την ίδια ακριβώς στιγμή τους βασανίζει ο θόρυβος των αστεριών που η νύχτα θα φέρει στην ακτή που έγινε το θαύμα.



Ζωφραφική Priscilla Watkins
    

Τρίτη 16 Αυγούστου 2016

Σκέψεις καλοκαιριού









Σκέψεις καλοκαιριού που επιμένει χειμώνες καλοκαίρια.

Από εκείνη την ημέρα και μετά για αρκετές βδομάδες η μυρωδιά παρέμεινε στη θάλασσα. Πότισε τα ξύλινα πατώματα, το νερό, τα τρόφιμα και άνθρωπος δεν μπορούσε να σταθεί χωρίς να την νιώθει.






Κυριακή 24 Ιουλίου 2016

Το πιάνο έχει κάνει φτερά



     Προχωράς χωρίς να κάνεις θόρυβο. Αν και δεν ξέρεις τι μπορεί να συναντήσεις, δεν φοβάσαι, γιατί μπορείς να προαισθάνεσαι τους κινδύνους. Στο σάκο σου κουβαλάς ένα εγχειρίδιο και ένα πιστόλι. Κρατάς τις φωτογραφίες και τ΄αναμνηστικά από τις εξορμήσεις και τα ταξίδια σου σ΄ένα τετράδιο, μ΄ένα τριανταφυλλάκι σε απόχρωση σάπιου μήλου που ζωγράφισες μόνος απ ΄έξω. 
     Εκπλεπτυσμένες πόζες, κουβέντες και καμώματα ανακατεμένα και πεταμένα μέσα στο   τετράδιο. Ξεχωρίζεις μια φωτογραφία μέσα από το σωρό. Φαίνεσαι με τα χέρια γρατσουνισμένα καθώς έχεις στραγγαλίσει μια ολόκληρη μέρα. Στο τοίχο είναι κρεμασμένη από μια πρόκα μια ξέπνοη βδομάδα τόσο τελειωμένη όσο την στιγμή που της έριξες μια rσφαίρα στο κεφάλι μεταξύ Τετάρτης και Πέμπτης.
      Κρατάς σφιχτά την αίσθηση πως κάτι επίκειται να συμβεί.  Πολύ παλιά γνωστή αυτή η αίσθηση. Από εκείνα τα πρώτα ακόμα χρόνια που είχες την ικανότητα να σκοτώνεις με το ζόρι μια ώρα μέσα σ΄ένα απόγευμα ή ακόμα και ολόκληρο τ΄απόγευμα. Μετά ήρθαν μέρες, μήνες, ακόμα και χρόνια που ξέκανες πριν την ώρα τους. Τώρα τελευταία μπορείς να εξολοθρεύεις και ολόκληρες εποχές. Δυο τρεις τις κράτησες βαλσαμωμένες για να τις θυμάσαι με πρώτη ευκαιρία. Συνήθισες το κρύο άγγιγμα το πιστολιού, την ένταση της σκανδάλης, το σταθερό πάντα τίναγμα της εκπυρσοκρότησης. Αφουγκράζεσαι την ανάσα  του θηράματος την ίδια ώρα που υπολογίζεις τις διαστάσεις του.  Όμως η στιγμή κυλάει. Κυλάει μέσα από τα χέρια σου και εσύ μένεις να την κοιτάς να χάνεται. 
     Όπως και νάναι, αργά ή γρήγορα καθώς προχωράς αναγνωρίζεις την ευθύνη και τον κίνδυνο μέσα σ΄αυτό το θολό, βραδινό τοπίο με τους πολλούς γνωστούς αγνώστους   τριγύρω. Κάποτε υπήρχε ένα πιάνο σ΄αυτό το παράξενο θίασο. Όμως το πιάνο τώρα έχει κάνει φτερά. Στο λευκό χαρτί σε περιμένουν οι άδειες γραμμές. Είναι οι άδειες στιγμές. Η ζωή χωρίς. Άγραφες μπροστά σου οι αχνές γραμμές μοιάζουν με μονοπάτια που θα μπορούσαν να σε οδηγήουν σε μια ζωή μαζί. Αρχίζεις να αισθάνεσαι την υγρασία του εδάφους κάτω από τις αρβύλες σου και τότε ή πυροβολείς και σκοτώνεις το χρόνο ή ο χρόνος σκοτώνει εσένα.



Buster Keaton στην ταινία ''Τα φώτα της ράμπας''
Τα Φώτα της Ράμπας


     
              

Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

Μικρή εικόνα



     Σήμερα τον πήρε ο ύπνος στο μετρό λίγο πριν φθάσει. Λεπτά ήταν. Ανάμεσα σ΄εκείνα τα λεπτά πρόλαβε και είδε εκείνο το αγόρι που έστειλε μια συλλογή ποιημάτων σ΄έναν εκδότη ενώ ήταν ακόμα πρωτοετής φοιτητής με την ελπίδα, με την πίστη πως θα τα καταφέρει. 
    Τινάχθηκε από το φόβο μήπως πέρασε την στάση. Είχε χρόνο ακόμα. Έσταζε ιδρώτα μέσα στο βαγόνι. Ακούμπησε το χέρι του στο παράθυρο και ξαναέκλεισε τα μάτια του. Ο συρμός ξεκίνησε πάλι. Σαν να χάθηκε ξανά ο χρόνος, σε μια απειροελάχιστη κίνηση από την μια στην άλλη στιγμή βούλιαξε ξανά σ΄εκείνον τον παιδικό του εφιάλτη. Εκείνος έμενε μόνος στο λεωφορείο και κατέβαινε η μητέρα με τον αδερφό του. Σαν κάτι να γλυστρούσε προς τα πίσω και κάτι την ίδια στιγμή να ξέφευγε προς τα μπρος, οι δυνάμεις τους να ήταν ίσες και έτσι αυτός να μένει στο παρόν. Σαν ακίνητος. 
     Πετάχθηκε την τελευταία στιγμή και πρόλαβε να βγει στην σωστή στάση. Τι γίνονται όλα αυτά που δεν έζησε ποτέ; Που κατοικούν μονάχα στα όνειρα του; Που έφυγαν προς τα πίσω μια ανείπωτη στιγμή; Ένα βουναλάκι ολόδικων του εμπειριών που συνεχώς αυξάνεται. 
      Έσκυψε να δέσει τα αιωνίως άλυτα κορδόνια του. Ιούλης μήνας και η ζέστη δεν έπεφτε ούτε την νύχτα. Λίγα τα χρήματα για διακοπές. Και εκεί όπως ήταν σκυμμένος πάνω σε μια σπιθαμή ζεματιστού πεζοδρομίου σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό. Ένα δειλό που του έμοιαζε αστέρι κρυβόταν πίσω από ένα αχνό σύννεφο, και ήταν αυτό κάτι που άξιζε να κοιτάει. Κυρίως για να μην χαθεί ο αέρας ο κοπανιστός όπως του άρεσε να λέει.
     Όπως ακριβώς μέσα στις φλέβες κυλάει αίμα γεμάτο, όχι μετάνοια αλλά λαχτάρα και θέληση για εκεί που δεν έχει φθάσει ακόμα. Έστω κι αν δεν υπήρξε ούτε στιγμή η πιθανότητα που θα μπορούσε να είχε φθάσει. Όσο θα μπορεί να κοιτάει κάτι παραπέρα, θα υπάρχει ακόμα στην ανοιχτή θάλασσα εκείνη η τόσο μικρή σπιθαμή που δεν βούτηξε ακόμα. 



Πέμπτη 16 Ιουνίου 2016

15/6/1994


23/10/1925 - 15/6/1994

Όμως εκείνος κουβαλούσε μέσα του τόση αγάπη που δεν αφέθηκε να επηρρεαστεί ή να φοβηθεί από το θαύμα παρά έζησε και έγραψε με την μεγαλύτερη αποφασιστικότητα, για να δώσει αντί να πάρει , για να μας δείξει ο ίδιος την Οδό Ονείρων.

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2016

Αόρατος






              Ούτε όταν γεννήθηκε έκλαψε. Μ΄ένα πόνο ξεκόλλησε από την μάνα του. Τον πήρε η μαία όπως ήταν μέσα στα αίματα, τον έβαλε κάτω από το χλιαρό νερό της βρύσης και τον επέστρεψε στην μάνα του καθαρό. Κάτω από τα μεγάλα φώτα του χειρουργείου έγινε η πρώτη τους συνάντηση. Αυτός ακούμπησε μια φλέβα του λαιμού της, βρήκε παλμό κι αποκοιμήθηκε. Έτσι ήθελε πάντα να περνά απαρατήρητος.
             Διαμαντόπετρα τον φώναζε η γιαγιά του. ''Όπου τον ακουμπάω  μένει'', έλεγε. Καμιά φορά έβαζε τα κλάμματα.Ένα κλάμμα διαφορετικό από τα άλλα. Ασυνεχές και ήρεμο.Έτσι που να μην προκαλεί ούτε άγχος, ούτε συναγερμό στο σπίτι. Οι γονείς του τον κοίταζαν με περηφάνια. Απολάμβαναν τα πλεονεκτήματα του να έχουν παιδί χωρίς να υφίστανται τις συνέπειες. Έτρωγε καλά, άντεχε τις χιονοστοιβάδες των υποκοριστικών, πήγαινε για ύπνο μόνος του χωρίς να ενοχλεί ζητώντας παραμύθια και κουβέντες. Έμαθε να μιλάει, να περπατάει για να μην απογοητεύει τις προσδοκίες του περιβάλλοντος. Το σχολείο ήταν ένας θρίαμβος. Ανάμεσα σε πελάγη αφηρημάδας, ελλειματικής προσοχής, τρεχαλητού και γύψων εκείνος άπλωνε ένα σεντόνι ήρεμης κανονικότητας σε όλα. Κρατούσε για τον εαυτό του πάντα τον λιγότερο χώρο, τον ελάχιστο χρόνο. Ένας αόρατος άνθρωπος. 
          Χωρίς τραύματα πέρασε την γέφυρα από την παιδικότητα στην εφηβεία. Ούτε ακμή δεν παρουσίασε. Οι βαθμοί του στο απολυτήριο ακριβώς μέτριοι. Όσο έπρεπε για να γλιτώσει τους γονείς από την απογοήτευση της αποτυχίας αλλά και από την αμετροέπεια της επιτυχίας. Αργότερα έκανε και σχέση. Περισσότερο από την προσπάθεια του να έχει, να δείχνει παρών και να κρατάει ισορροπίες. Όταν εκείνη του ζήτησε να χωρίσουν το δέχθηκε αδιαμαρτύρητα.Ήταν ένας τρόπος κια αυτός να ξεφύγει ανώδυνα σχεδόν από τα δύσκολα διλήμματα των σχέσεων. Να ζήσεις δυστυχής με κάποια που αγαπάει υπερβολικά ή ευτυχής με κάποια που δεν αγαπάει αρκετά; Ιδιαίτερα όνειρα για σπουδές δεν είχε. Τον βοήθησε ευτυχώς και το εκπαιδευτικό σύστημα σ΄αυτό. Χώθηκε σε μια σχολή, όπου νάναι. Τελείωσε κι αυτή η εκκρεμότητα. Εκείνη την χρονιά έμαθε και πεταλούδα στο κολύμπι. 
         Βρήκε δουλειά σε μια εταιρεία εισαγωγής ιατρικών μηχανημάτων. Περιβάλλον απαιτητικό όπου όλοι δρούσαν ανταγωνιστικά. Εκείνος ήταν στην τιμολόγηση των παραγγελειών. Είχε εφαρμόσει ένα τέλειο και γρήγορο σύστημα εύρεσης της τιμής και της αναπροσαρμογής του κάθε εξαρτήματος. Τελείωνε έτσι γρήγορα και αποτελεσματικά, έχοντας χρόνο να χαθεί στις αποθήκες ξεφυλλίζοντας περιοδικά, κατά προτίμηση τσόντες. 
        Όταν πέθαναν οι γονείς του δεν κατόρθωσε να κρύψει από τον εαυτό του την σκέψη πως πλέον δεν θα υπήρχε λόγος να τους ενοχλήσει ποτέ ξανά. Αμέσως μετά πήρε την πρώτη εθελούσια που του προσφέρθηκε και με το μικρό του κομπόδεμα αποσύρθηκε στο χωριό. 
        Να αυτοκτονήσει δεν σκέφθηκε ποτέ. Οι απρόβλεπτοι βλέπεις θάνατοι αφήνουν πάντα ένα ίχνος που κάποιος πρέπει να καθαρίσει. Του το απαγόρευε ο χαρακτήρας του, ούτε υπερβολικά τολμηρός, ούτε υπερβολικά δειλός. 
        Γέρασε πιο γρήγορα  από όσο είχε υπολογίσει με έντονη τριχόπτωση, διαστολή ενός κορμιού που κατέρεε ολοφάνερα και κάποιες αυξανόμενες μεταπτώσεις από την ευφορία στην μελαγχολία και από την οργή στην απάθεια Μια μέρα που ο ήλιος ήταν αδυσώπητος και έμπαινε από παντού στο σπίτι αποφάσισε να γίνει αόρατος. Κάθησε στην αγαπημένη του πολυθρόνα, συγκεντρώθηκε, παραμένοντας εκεί σχεδόν ακίνητος στην ιδέα. Άρχισε να ανακτά σιγά σιγά την ψυχική του ισορροπία. Στην αρχή έγινε δυσδιάκριτος, αργότερα διάφανος και στο τέλος αόρατος. Έτσι όταν πέθανε, κανένας, ούτε καν ο ίδιος δεν το κατάλαβε.


Ζωγραφική Gustave Courbet


       

Κυριακή 22 Μαΐου 2016

Ονειροπαγίδα




        Κάθε φορά που κατηφορίζει την Ιπποκράτους έχει την αίσθηση που είχε έφηβος όταν έμπαινε με το ποδήλατο σε μια μεγάλη κατηφόρα. Τότε που έτρεχε κόντρα, όρθιος πάνω στην σέλα με τα πόδια και τα χέρια τεντωμένα, ακλόνητα πάνω στο τιμόνι, τα μαλλιά να τα παίρνει ο αέρας και τα πνευμόνια να γεμίζουν χαρά. Χαρά για εκείνη ακριβώς την στιγμή αλλά και για άλλες τόσες που θα ερχόντουσαν. Ήταν η εποχή της ακμής, των ονειρώξεων και των οιδιπόδιων συμπλεγμάτων. Ήταν τότε που εκείνη του είπε να ''διακόψουν'', ρήμα της μόδας τότε, και εκείνος καταπίεσε κάθε είδους δραματική αντίδραση για να μην την κάνει να νιώσει ένοχη. 
      Δεξιά κι αριστερά υψώνονται γκρίζες και ψηλές πολυκατοικίες που του κρύβουν τον ουρανό. Πάντα του έκρυβαν τον ίδιο ακριβώς ουρανό. Όλα είναι γνωστά και δικά του πολλά χρόνια τώρα. Τα καταστήματα του μοντελισμού, το βιβλιοπωλείο με τις τράπουλες ταρώ, το ωδείο, το τυροπιτάδικο γωνία Ναυαρίνου, τα χαρτοπωλεία, το μαγαζάκι με τα ινδικά και τις ονειροπαγίδες. Το λεωφορείο με τις απανωτές στάσεις. Το Φωταέριο βέβαια έκλεισε όπως και το βιβλιοπωλείο Ζαχαρόπουλος & Σια άλλα δεν μπορούν όλα να παραμένουν τα ίδια όπως κάποτε τα είχες γνωρίσει.
     Αυτό το γνωρίζει. Η μέση του τώρα πονάει κάποιες φορές. Τα μαλλιά του είναι πιο κοντά. Πήρε κάποια παραπάνω κιλά. Τον κυνηγά η ώρα πιο πολύ. Οι άνθρωποι που βλέπει να περπατούν γύρω του έχει την εντύπωση πως είναι πάνω στην ίδια ηλικία μ΄αυτόν. Πώς γίνεται διάολε αυτό; Όλοι μαζί μεγαλώνουμε; Ή μήπως δεν είναι τα χρόνια που μετράνε;
      Σήμερα όταν κατηφόριζε την Ιπποκράτους σκέφθηκε να τα γράψει όλα αυτά στο χαρτί. Μπήκε στο χαρτοπωλείο και ζήτησε ένα τετράδιο. Ο άντρας που τον εξυπηρέτησε είχε θλιμμένη έκφραση. Την στιγμή μάλιστα που του έδινε τα χρήματα έβαλε τα κλάματα. Δεν ήξερε στα αλήθεια αν έπρεπε να φύγει ή να μείνει να τον παρηγορήσει. Ποια ονειροπαγίδα  δεν λειτούργησε σωστά και έχασε ο άνθρωπος την υπόσχεση, αναρρωτήθηκε. Ποια θα μπορούσε να είναι η αιτία τόσο ασυγκράτητου και υπερβολικού θρήνου. Ήξερε βέβαια πως από μια ηλικία και πάνω έχεις ίσως περισσότερους λόγους να κλαις παρά να γελάς. Για μερικά δευτερόλεπτα έμειναν σιωπηλοί ο ένας απέναντι στον άλλο. Ο άνθρωπος έβγαλε έναν αναστεναγμό. Τον ρώτησε αμήχανα αν νιώθει καλύτερα. Εκείνος είπε ναι, αν και ήξεραν και οι δυο πως έλεγε ψέματα.
        Με το τετράδιο στα χέρια βγήκε από το χαρτοπωλείο. Ιδέα δεν είχε για το τι μπορεί να έκανε τον άνθρωπο να κλαίει. Ιπποκράτους και Ακαδημίας τον περίμενε εκείνη.  Τα μαλλιά της αλογοουρά, φορούσε ένα τζιν μπουφάν, και όπως ήταν γυρισμένη φαινόταν ο άσπρος της λαιμός πάνω από το γιακά. Λόγος να μην γερνάς πιο γρήγορα απ όσο έχεις υπολογίσει και ο αέρας να μυρίζει υπόσχεση. 
    

Σάββατο 30 Απριλίου 2016

Καλή Ανάσταση

  





    Η Ανάσταση είναι για τον καθένα κάτι διαφορετικό. Απέχεις απ΄αυτή διαφορετικό χρόνο, έχει διαφορετική οσμή, χρώμα, γεύση. Μπορεί να είναι αιώνες μακριά σου. Μπορεί μονάχα ένα λεπτό μακριά. Όσο περνούν τα χρόνια και προσπαθώ να μην χαθώ, να συνεχίσω να είμαι εδώ και να παλεύω, να επιμένω, επιμένει κι αυτή. Σαν να στέλνει μια αδιόρατη υπόσχεση πως πλησιάζει όσο εσύ θέλεις. 
    Η θλίψη σου είναι γνωστή. Έχει αφήσει τα χνάρια της, γι΄αυτό την αναγνωρίζεις εύκολα. Όπως όμως ο χρόνος φυσά, το ίδιο όπως μας φύσαγε πάντα κι εσύ παλεύεις να κρατηθείς, να δουλεύεις όλα αυτά που αγαπάς σιωπηλά με επιμονή, να μην σε καταπίνουν τα κενά, να υπάρχεις και για τους άλλους, όλους αυτούς τους ανθρώπους ανοιχτές πληγές, να γίνεσαι όλο και πιο απλός, πιο ανθρώπινος, οι φίλοι σου ν΄αντιλαμβάνεσαι πως είναι οι τροφοδότες σου και εσύ να μαθαίνεις πιο καλά ν΄αγαπάς, αυτή πλησιάζει γιατί εσύ πλησιάζεις. Συνειδητοποιείς τότε πως μπορεί να έχεις μια ζωή αληθινή και απλή αλλά σπουδαία χωρίς μεγαλοστομίες και πόζες. Καμιά φορά φθάνει ένα λεπτό. Καμιά φορά απέχει αιώνες. 

Καλή Ανάσταση
Ζωγραφική Χρήστος Μποκόρος

Τετάρτη 27 Απριλίου 2016

Exit

  






       Ξεφυλλίζοντας το κουτί με τις φωτογραφίες βρήκα τα εισητήρια από την συναυλία της Μόνικα στο Λυκαβηττό τον Ιούνη του 2009. Ήταν το τελευταίο που κάναμε πριν με χωρίσεις. Πάντα μου άρεσε να κρατάω τέτοιου είδους χαρτιά. Αποδείξεις πως είχαμε περάσει κι εμείς από δω. Γι αυτό δεν αιφνιδιάστηκα που βρήκα τα εισιτήρια. Μονάχα που το ένα είχε ακόμα τα γράμματα σου πάνω να γράφουν exit, το αγαπημένο σου άλμπουμ και κόλλησα.
    Θυμήθηκα πως είχες επιμείνει πολύ να πληρώσεις τα εισιτήρια, πιθανόν γιατί είχες προετοιμάσει το τέλος και μάλλον θεωρούσες αναξιοπρεπές να έπρεπε από πάνω να πληρώσω εγώ.  Το ότι κράτησα ακόμα κι αυτό το εισιτήριο δεν μου προκάλεσε καμιά έκπληξη. Παρά το βάρος του μου φάνηκε σημαντικό να το φυλάξω, ίσως σαν μια αδιάψευστη απόδειξη ενός τέλους. Η αλήθεια είναι πως η επιλογή μιας συναυλίας ως ουδέτερου εδάφους με πόνεσε σχεδόν όσο και εκείνο το ‘’χάθηκε’’ που αποφεύγοντας το βλέμμα μου, ανακοίνωσες.
     Κοιτάζοντας τα γράμματα σου πάνω στο εισιτήριο χαμογέλασα. Θυμήθηκα πως λίγα λεπτά πριν χωρίσουμε, φιληθήκαμε. Θυμήθηκα πως είχες τα μαλλιά σου δεμένα αλογοουρά και περνούσες κάθε τρεις και λίγο δυο τούφες που ξέφευγαν πίσω από το αφτί. Για μήνες προσπαθούσαμε να κάνουμε παιδί. Υπολογίζαμε τις μέρες γονιμότητας, τις φάσεις της Σελήνης, τη βασική θερμοκρασία σώματος και τα πλεονεκτήματα συγκεκριμένων στάσεων. Κάναμε έρωτα με αθλητική πειθαρχία λόγω της σπουδαιότητας του σκοπού μας. Αν και τα ντοκουμέντα δεν διευκρίνιζαν τι ένιωθε ο καθένας μας εκείνη την στιγμή, είναι εύκολο να το συμπεράνει κανείς από την έκβαση.
         Όταν χωρίζεις από ένα εκατομμύριο πράγματα που είναι μια πόλη, γίνεται για σένα ένα. Ένα μεγάλο ένα. Αρρώστησα λίγο τις επόμενες μέρες. Σπάσανε τα νεύρα μου και έπεφτε η πίεση μου. Στη εκπομπή δεν ήθελα να μιλάω. Έβαζα συνέχεια τραγούδια και προσφορές. «Όποιος μου τηλεφωνήσει πρώτος θα του χαρίσω δύο βιβλία» έλεγα.  Όμως δεν μου τηλεφωνούσε κανείς. Η εκπομπή πήγαινε στην αρχή κατά διαόλου. Μετά τα πράγματα άλλαξαν. Ανήμπορος να λειτουργήσω εγκατέστησα ένα τέλειο λογισμικό που διαχειριζόταν και προετοίμαζε όλα για την εκπομπή στην αρχή και αργότερα για μένα. Από εκείνη την εποχή έχουν μείνει συνεντεύξεις, ψαγμένες επιλογές τραγουδιών, βίντεο, λίστα καλεσμένων, αρχειοθέτηση εκπομπών. Το λογισμικό είχε τα πάντα, ακόμα και φωνή. Εγώ και το λογισμικό είμαστε αχώριστοι εδώ και χρόνια. Σκέφτεται για μένα, απορεί, μαθαίνει, προετοιμάζει και κυρίως αρχειοθετεί για μένα. Επέλεξα την φωνή του ανάμεσα σε διάφορες επιλογές που είχα. Μια ερωτική γυναικεία φωνή να μου θυμίζει. Η μνήμη να ξέρεις είναι κανίβαλος. Κάποιες φορές το λογισμικό με αφήνει για λόγους αναβάθμισης. Όμως επιστρέφει σύντομα.
       Το θέατρο στο Λυκαβηττό έπαψε για λίγα χρόνια να λειτουργεί. Και μετά που λειτούργησε εγώ δεν ξαναγύρισα εκεί ποτέ γιατί δεν έτυχε συναυλία που ήθελα να πάω. Και επίσης γιατί, αν και έχουν περάσει χρόνια δεν θέλω να διακινδυνεύσω να πέσω πάνω σου και να πρέπει να σε χαιρετήσω, να σε ρωτήσω πώς είσαι, κι εσύ εμφανώς αμήχανη να πρέπει να με συστήσεις με έντονη χειραψία στον καινούργιο σου άντρα ή ακόμα χειρότερα στα παιδιά σου, φτυστά εσύ, που θα έπρεπε να είχαμε αποκτήσει. Η πόλη να είναι ένα εκατομμύριο πράγματα και για μένα να παραμένει ένα. Ένα μεγάλο ένα.


Ζωγραφική Duy Huynh      

Δευτέρα 18 Απριλίου 2016

Θέλω


 

       ΄Ηταν κάποιος που έκλεινε όσα ήθελε σ΄ένα δωμάτιο. Λίγο πιο μεγάλο από ένα δωμάτιο φθηνού ξενοδοχείου, λίγο πιο άδειο από ένα εφηβικό υπνοδωμάτιο. Άνοιγε την πόρτα του δωματίου και άφηνε να πέσουν στο πάτωμα τα θέλω του. Καμιά φορά όταν του περίσσευε χρόνος, έμπαινε για λίγα λεπτά στο δωμάτιο και τα επεξεργαζόταν. Περπατούσε ανάμεσα τους, άνοιγε τα παράθυρα ν΄ανανεωθεί ο αέρας, τα χάιδευε στις γωνιώδεις επιφάνειες τους. Καμιά φορά όταν άρχιζε να ονειροπολεί, νόμιζε πως άφηνε την πόρτα του δωματίου ανοιχτή, και αυτά ελαφρά σαν πούπουλα πετούσαν και γέμιζαν τον αέρα. 
     Ό,τι κι αν γινόταν αυτός άφηνε τα θέλω του στο δωμάτιο. Ακόμα κι όταν ήταν Άνοιξη, ακόμα κι όταν είχε βρει εισητήριο για την συναυλία που πάντα ήθελε, ακόμα κι όταν ήταν Κυριακή. Ακόμα κι όταν πήγαινε λίγες μέρες στο αγαπημένο του νησί. Ακόμα κι όταν είχε γενέθλια
     Μια στιγμή άρχισε να μην αντέχει στην ιδέα πως το δωμάτιο ήταν μέσα στο σπίτι. Αρρώσταινε με την ιδέα πως το δωμάτιο θα γέμιζε κάποτε, κι εκείνος δεν θα είχε που να κλείσει τα θέλω του. Φοβόταν την περίπτωση που τα θέλω φούσκωναν σαν υγρασία τους τοίχους και περνούσαν και στ΄άλλα δωμάτια. Θα χτυπούσαν οι επιθυμίες τους τοίχους σαν προβολή ταινίας βουβού κινηματογράφου. Τα θέλω θα δραπέτευαν και τίποτα πια δεν θα ήταν το ίδιο. 
     Έπρεπε να πάρει γρήγορα απόφαση τι θα κάνει. Να κατορθώσει ξανά να βάλει σε μια σειρά την ζωή του. Να μην χάσει τον έλεγχο πριν είναι πολύ αργά. Έτσι έχτισε την πόρτα του δωματίου με διπλή σειρά τούβλα και τσιμέντο αφού είχε πρώτα αφήσει το παράθυρο ανοιχτό. Πέταξε ένα στουπί βουτηγμένο στην βενζίνη από το ανοιχτό παράθυρο και έβαλε φωτιά. Τα θέλω λαμπαδιάσαν στο λεπτό. Μέρες σιγόσβηνε η φωτιά. Μέχρι που δεν έμεινε τίποτα άλλο να καεί. Το σπίτι παρέμεινε σαν βομβαρδισμένο για μήνες. Ένα σαββατοκύριακο το επιδιόρθωσε. Η ζωή σιγά σιγά ξαναπήρε τον κανονικό της ρυθμό. Εκείνος πήγε ξανά λίγες μέρες στο αγαπημένο του νησί, βρήκε ξανά εισητήριο για την συναυλία που ήθελε. Η Άνοιξη ήρθε στην ώρα της και στα γενέθλια του πήρε διάφορα δώρα. Όλα είχαν επανέλθει όπως ήταν πριν. Μονάχα κάποια καλοκαιρινά βράδια, όταν έβγαινε στην βεράντα να ρεμβάσει, τον έπιανε μια βαριά μυρωδιά καμμένου. Έμπαινε μέσα στο λεπτό. Έκλεινε την πόρτα και τραβούσε τις κουρτίνες. Η μυρωδιά έμενε μέρες στα ρουθούνια του. Δεν έβγαινε με το νερό, ούτε με την αλμύρα της θάλασας. Ούτε με την δουλειά, ούτε με τα πολλά του καθήκοντα. Καθόταν στα ρουθούνια του όπως η πρωινή υγρασία στα παντζούρια. Τόσο όμορφη και τόσο υγρή μέσα στην σιγαλιά του πρωινού. Αδύνατον για τον καθένα να την ξεχάσει. 

ζωγραφική Jim Holland








Τετάρτη 6 Απριλίου 2016

Ο καθρέφτης








     Είχε πια ξημερώσει και ο θόρυβος της πόλης εισέβαλε ολοκληρωτικά στο σπίτι. 
Σηκώθηκε μισοκοιμισμένος, σαν ένας απλός, συνηθισμένος άνθρωπος. Λίγα λεπτά πριν το σώμα του βρισκόταν ακόμα βυθισμένο στον ωκεανό των ονείρων. Με τα βλέφαρα κλειστά εξοικονομούσε ζωτικές, πολύτιμες δυνάμεις. Μια ολοκληρωτική απουσία οργανικής κατανάλωσης. Μια εντελώς προνομιακή θέση απ΄όπου θα μπορούσε να ζει τεχνητά και χωρίς να καταναλώνει ενέργεια με άλλους ανθρώπους, να λύνει τις εξισώσεις του γραφείου του, να σώζει καταστάσεις, να ισσοροπεί στα δύσκολα. Ένας κόσμος όπου θα μεγαλουργούσε ενεργώντας με τον ίδιο τρόπο όπως και στον πραγματικό κόσμο αλλά χωρίς να εκτείθεται και κυρίως χωρίς να αισθάνεται παρά μονάχα συμπυκνωμένα και πανομοιότυπα συναισθήματα. 
   Αυτά όμως δεν γίνονται. Κινήθηκε μηχανικά προς το λουτρό, επιστρέφοντας στο συμβατικό κόσμο. Σε πενήντα πέντε λεπτά θα έπρεπε να κάθεται ήδη στο γραφείο. Δέκα λεπτά μπάνιο και ξύρισμα. Καφές και τοστ άλλα οκτώ. Διαδρομή με αυτοκίνητο, μικρή κίνηση στο κόμβο της Κατεχάκη. Συνολικά πενήντα λεπτά. Οριακά προλαβαίνει. Τουλάχιστο να κατάφερνε να θυμηθεί με ποιο τραγούδι αποκοιμήθηκε χθες βράδυ. 
     Με τις πιτζάμες μπροστά στο νιπτήρα τώρα. Ένα υπναλέο πρόσωπο, ξεχτένιστο και αξύριστο, τον κοίταξε βαριεστημένα από τον καθρέφτη. Μια παγωμένη ανατριχίλα τον ξάφνιασε. Κάτι παλιό και ξεχασμένο έβρισκε σ΄αυτή την εικόνα. Σ΄αυτό το κουρασμένο πρόσωπο που δεν είχε καλοξυπνήσει. Κάποιον του θύμιζε που όμως είχε πεθάνει και το ήξερε. 
    Άνοιξε το νερό. Το ζεστό νερό τρέχει σαν χείμαρρος ασυγκράτητος και παρεμβάλεται ανάμεσα σ΄αυτόν και στο κρύσταλλο. Ο καθρέφτης θαμπώνει και καταφέρνει να συμφωνήσει με τον δικό του εσωτερικό χρόνο και την θαμπή του όραση. Γέμισε το πρόσωπο του αφρό και άρχισε να ξυρίζεται. Χαμογέλασε. Έβγαλε στον εαυτό του την γλώσσα. Αυτός που έβλεπε στον καθρέφτη είχε μια γλώσσα κίτρινη και γλοιώδη. ''Κάτι θα σε πείραξε'' είπε με μια γκριμάτσα. Έστρωσε τα μαλλιά. Χαμογέλασε ξανά. Του φάνηκε το χαμόγελο του άλλου ηλίθιο. Ήξερε πως έπρεπε να βιαστεί αν δεν ήθελε να δώσει αφορμή για κουβέντες και σχόλια σ΄ένα γραφείο που είχε μετατραπεί σε χώρο βασανιστηρίων. Το σαπουνισμένο του πρόσωπο τον έβγαλε από τα βάσανα του. Το ξυραφάκι ανεβοκατέβαινε με μαεστρία και ο δίδυμος εαυτός του αποκτούσε καθαρές λωρίδες στο πρόσωπο του. 
    Έφθασε στο πιο δύσκολο σημείο, να ξυρίσει την περιοχή κοντά στο αυτί. Δεν υπήρχαν πληγές στο πρόσωπο του, όμως εκεί στον καθρέφτη ο άλλος μάτωνε σιωπηλά. Έψαξε το πρόσωπο του στο αντίστοιχο σημείο, όμως η επιδερμίδα του παρέμενε καθαρή. Μέσα του παρουσιάσθηκε ξανά η ίδια αγωνία. ΄Αλλη μια φορά η αίσθηση της συνείδησης του διχασμού μπροστά σ΄ένα καθρέφτη. 
      Κοίταξε με απορία την πετσέτα. Έκλεισε τα μάτια του, ενώ εκεί στο καθρέφτη ένα πρόσωπο το ίδιο με το δικό του τον κοιτούσε με μεγάλα, σαστισμένα μάτια και με το πρόσωπο χαραγμένο από μια κόκκινη κλωστή. Θυμήθηκε ξαφνικά το τραγούδι από το χθεσινό βράδυ. ''To build a home'' των Cinematic Orchestra, αυτό άκουγε. Το αναζήτησε εκεί επι τόπου να το ακούσει. Ξέχασε την αργοπορία και την καλή εικόνα που ήθελε να δώσει. 
       Κι ένιωσε μια ικανοποίηση. Μια μεγάλη ικανοποίηση που μες στην ψυχή του ένας μεγάλος σκύλος είχε αρχίσει να κουνάει την ουρά του. 


Φωτογραφία Andrew B Myers 

Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

To κουκλόσπιτο



     Σαν να νομίζω πως δεν θα ξεχάσω ποτέ την Αμαλία Μουτούση στο ρόλο της Νόρας. Ίσως γιατί η παράσταση τελειώνει και η εικόνα της παραμένει μέσα σου να γυμνάζει κάτι πολύ αόρατο. Κάτι απ΄αυτά που ακόμα και ο χρόνος ο ίδιος δυσκολεύεται. Αφήνει στο πέρασμα της από το σαλόνι προς την πόρτα της σκηνής να δεις εύκολα τα προφανή. Τα δεμένα κλάματα πίσω από τα γέλια, τα τέρατα και σημεία. Σαν να αφήνει να πέσουν δίπλα σου αόρατα γυαλιά να δεις καθαρότερα τα σπασμένα κομμάτια.
     Η σκηνή σε τόνους  πολύ ελαφρύ γκρι- γαλάζιου. Η ταπετσαρία της σκηνής με τον ανάλογο φωτισμό μεταβάλλεται ανάλογα με όσα διαδραματίζονται στο σαλόνι από   τρυφερό, φωτεινό γαλάζιο σε παγωμένο γκρι. Μια απόχρωση που μεταλλάζει την ατμόσφαιρα ενός παιδικού κουκλόσπιτου σε ένα κουκλόσπιτο που ζουν απελπισμένοι  ενήλικες. 
      Μια μικρό σκαμνάκι με το μονόγραμμα ''Ν'' ζωγραφισμένο πάνω του, ένα πιάνο, μια πολυθρόνα με υποπόδιο. Η Νόρα (Αμαλία Μουτούση)  και ο άντρας της Τόρβαλντ Χέλμερ (Άρης Λεμπεσόπουλος) μοιάζουν να ζουν σε κουκλόσπιτο. Η Νόρα διακοσμεί τραγουδώντας το σπίτι, ανέμελα παίζει με τα παιδιά τους, ονειρεύεται αφελώς, σπαταλάει, γελάει αθώα, θυμάται. Τα χρόνια κυλούν σε ζελατίνα φωτεινού γαλάζιου. Η αθωότητα της ραμμένη πάνω στη μπλούζα της με τα φουσκωτά μανίκια σκαλώνει στη σκληρή πραγματικότητα. Η πραγματικότητα έχει απόχρωση παγωμένου γκρι όπως ακριβώς και η σχέση της με τον άντρα της. Η Νόρα βλέπει το είδωλο της στον σπασμένο καθρέφτη. Η βίαιη ενηλικίωση της θρυμματίζει το κουκλόσπιτο. Η ζελατίνα λιώνει. Η Νόρα απαντά ''Ήμουν χαρούμενη, όχι ευτυχισμένη''.
   Πριν από 137 χρόνια γραμμένο από τον Ίψεν, το ''Κουκλόπσπιτο'' σε μια συντηριτική κοινωνία μιλάει για θέματα γυναικείας καταπίεσης, μη αναγνωρίσιμες ανάγκες του γυναικείου ψυχισμού, τα καθηλωμένα στην παιδικότητα κομμάτια της ανθρώπινης προσωπικότητας. 137 χρόνια μετά, πόσες απ΄αυτές τις αλήθειες έχουμε αλήθεια κατακτήσει. Πόσο έχουμε απομακρυνθεί επί της ουσίας σαν κοινωνία απ΄αυτούς τους συντηρητικούς  λαβύρινθους του κοινωνικού στερεότυπου και της ηθικοπλασίας; Ποιός μιλάει για την ουσιαστική θέση της γυναίκας στην κοινωνία μας;
   








Θέατρο Οδού Κυκλάδων ''Λευτέρης Βογιατζής''
Το κουκλόσπιτο Χένρικ Ίψεν σε σκηνοθεσία Γιώργου Σκευά
   



Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

Αξιός ποταμός 14.3.2016



Χτύπα, δοξάρι μου, και χτίζε,
ο κόσμος γεννιέται από μένα
μέσα στα χέρια μου τα δυό.
Ω γέννα, ω γέννα!
Ο λόγος μήτε, το τραγούδι
μήτε, αναβρύσματα από το στόμα.
Βιολί μου, υπάρχεις εσύ μόνο,
και μια είν΄η γλώσσα, κι ο ήχος είναι,
κι ο πλάστης, και είμ΄εγώ,
κι ο λόγος που θαυματουργεί
κι ο λόγος είναι η μουσική!

Γιατί κι ο κόσμος ο βαθύς
γεννιέται πάντα απόνα πάλεμα
σε δοξαριού σε μια χορδή.

Κ. Παλαμάς

Ο δωδεκάλογος του γύφτου


14.3.2016 ομάδα προσφύγων επιχειρεί να διασχίσει  τον Αξιό για να βρει τρόπο να βρει ελπίδα και να περάσει σύνορα

Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

Ξενάκια




    Οι εικόνες επαναλαμβάνονται, πάλι. Απελπισμένα βλέμματα, παλάμες που σφίγγουν γερά να λυγίσουν γερά συρματοπλέγματα, παιδιά εγκλωβισμένα σε ανοίκειες λωρίδες γης, άνθρωποι μεταίωροι.
     Βαριά, δυσκίνητη προσφυγιά προχωρά με δυσκολεμένη αναπνοή. Περνά και ξηλώνει σιωπηλά τα σκηνικά στις πόλεις των ανθρώπων. Υγραίνονται με αγωνία οι μέρες, φθάνει η υγρασία την καθημερινότητα μας. Διασταυρώνονται οι δρόμοι μας. Μουδιασμένοι κοιτάμε. Πολλές φορές σιωπούμε. Κάποτε αποστρέφουμε το βλέμμα μας. Να μην ζήσουμε ξανά το σοκ της ακαριαίας αποτύπωσης της τραγωδίας. 
      Ωστόσο ο πόνος δεν αποφεύγεται. Νομίζουμε με την σιωπή πως γλυτώνουμε, όμως δεν είναι έτσι. Όπως δεν μπορείς να μάθεις να γελάς με τις σφαλιάρες και τα χαστούκια, ούτε να μάθεις να χλευάζεις τον πόνο για τον εξευτελισμό και την υποτίμηση. Όσο και να γυρίσεις το κεφάλι να μην δεις, ο ανθρώπινος πόνος θα τρυπώσει και θα σε βρει.  Γι΄αυτό όταν η Σοφία Πομπόλη περιγράφει στην νοηματική γλώσσα το δράμα των μικρών προσφυγόπουλων και ξεσπά σε λυγμούς, ξεσπάς κι εσύ. 
      Η νοηματική γλώσσα κλείνει έξω τον θόρυβο και τους μικροφωνισμούς. Δεν έχει λόγια. Οι λέξεις χάνουν την δύναμη τους. Οι χειρονομίες, οι κινήσεις του σώματος, οι εκφράσεις του προσώπου μεταφέρουν τις ειδήσεις στα συναισθήματα μέχρι να βρουν διέξοδο και να κατανοηθούν. Το σώμα δεν ψεύδεται ποτέ. Αυτό μιλάει πάντα. Εμείς δεν ακούμε. Αυτή η διαδρομή από τα μέσα προς τα έξω είναι η δική μας προσφυγιά. Όταν βγουν τα μέσα έξω να βρουν πατρίδα. 
     Ξενάκι είσαι κι εσύ μην το ξεχνάς. Ξενάκια λέγανε τους ναυτικούς σε όλο τον κόσμο οι ναυτομάνες. Κι αν ακόμα δεν έχεις πρόσφυγα, μετανάστη στην οικογένεια, κι αν κάποτε δεν έζησες κι εσύ κάπου μακριά, κάποτε θα θέλησες να σπάσεις τα σύνορα. Να κόψεις συρματοπλέγματα, κάπου να περάσεις, να σωθείς, σε μια αγκαλιά να ριζώσεις. Γι΄αυτό όταν κλαίει το σώμα, κλαις κι εσύ. 
      Σ΄αυτά τα δάκρυα τρέχουν οι πόνοι και τα βάρη μας. Πέφτουν οι μάσκες, σπάνε οι βιτρίνες που εμποδίζουν τα αληθινά μας βιώματα να βγουν στην φόρα και να ελευθερωθούν. Η ειρήνη που τόσο πολύ επιθυμούμε, ζητάει να γνωρίζουμε. Ζητάει να αποδεχθούμε πως προχωρούμε κι εμείς οι ίδιοι σε  πανανθρώπινο κομβόι προσφυγικό. 
      Εδώ παρακάτω στην γειτονιά μου, στο δρόμο προς το σουπερ μάρκετ, βρίσκεται ένα χαμηλό, φτωχικό σπιτάκι πάντα ανοιχτό. Ένας άντρας κάθεται απ΄έξω και συνήθως διαβάζει τ΄απογεύματα. Η πόρτα είναι πάντα ανοιχτή. Τα παράθυρα το ίδιο. Μοιάζει σαν να μην χρειάζεται να είναι κάπου μέσα για να βγει έξω, μα ούτε έξω για να μπει μέσα. 
     Πιάνω τον εαυτό μου να αναρρωτιέται ''μα πως ζει αυτός ο άνθρωπος;'' Δεν έχω απάντηση. Θα πρέπει να ζει απ΄αυτά που κάνει, όχι απ΄αυτά που χτίζει και κλείνει. Θα ζει σε φεγγαροβραδιές, σε ανθισμένα δωμάτια Άνοιξης και σε μάλλινες κάμαρες Χειμώνα. Μάλλον όπου βρεθεί θα αφήνει να του πέφτουν κάτω ψιχουλάκια, για να μην χάσει το δρόμο του. Γι αυτό εξακολουθεί και ζει ακόμα. 
   'Ετσι λέω προχωρώντας στην ερημιά του σούπερ μάρκετ. Εκεί που συναντιούνται οι άνθρωποι χωρίς να βλέπονται. Ξεχνώντας να αφήνουν πίσω τους ψιχουλάκια. 

Φωτογαρφία Μάριος Λώλος

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

Το κουτί





     Ήταν βράδυ αργά. Δεν τον έπαιρνε ο ύπνος. Περπάτησε στα σκοτεινά μέχρι το παράθυρο του καθιστικού. Σκόνταψε σ΄ένα κουτί τυλιγμένο σε γυαλιστερό χαρτί, δεμένο με κορδέλα και φιόγκο. Το κοίταξε καλά καλά αλλά δεν το αναγνώριζε.  Το πλησίασε, το κοίταξε από κοντά. Στο χαρτί έγραφε με κεφαλαία γράμματα ''το παρελθόν σου''. Ίσως μια άλλη φορά να το άνοιγε αμέσως. Όχι όμως σήμερα που ένιωθε τόσο χαμένος μέσα στην σύγχυση.
    Πήγε στο δωμάτιο να κοιμηθεί. Άντε να κοιμηθείς όμως με το παρελθόν σου τόσο παρόν δίπλα σου, τυλιγμένο με φιόγκο. Γύρισε και το άνοιξε. 
    Σκέφθηκε για μια στιγμή πως το κουτί ίσως να ήταν άδειο και να τον ρούφαγε μέσα του. Σαν την Αλίκη στην Χώρα των Θαυμάτων, πάλι αυτός θα έμπαινε στο κήπο των θαυμάτων. Όμως όχι, το κουτί δεν ήταν άδειο. Είχε ένα μικρό μπουκαλάκι που πάνω έγραφε ''μνήμες''. Το άνοιξε και αμέσως απλώθηκε σε όλο το δωμάτιο μια πολύ οικεία μυρωδιά. Πώς χώρεσε ολόκληρη ζωή σ΄ένα τόσο δα μπουκαλάκι, αναρρωτήθηκε. 
     Τίποτα άλλο δεν βγήκε από το μπουκαλάκι. Το άρωμα δεν έγινε άνθρωπος, ούτε μίκρυνε, ούτε μεγάλωσε, ούτε άλλαξε, Κανένα μαγικό δεν έγινε. Κανένα τζίνι δεν παρουσιάσθηκε. Μονάχα η καρδιά μαλάκωσε στην θύμηση της ζωής που άφησε πίσω του. Αυτής της ζωής που κάποτε έμοιαζε και ίσως να ήταν αληθινή. 
   Όχι δεν ήταν αληθινή εκείνη η ζωή. Το ήξερε. Τι ήθελε ο αποστολέας αυτού του κουτιού; Το μόνο που είχε μείνει όρθιο ήταν η εκκρεμότητα, αυτή που είχε αφήσει πίσω του. Αυτή μονάχα είχε μείνει ζωντανή. Αυτή που ήρθε να του θυμήσει πως είναι ακόμα ζωντανός και πως έπρεπε να ζήσει πριν γίνει και εκείνος ανάμνηση. Έτσι ξαφνικά τα κατάλαβε όλα. Το παρελθόν χαμπάρι δεν παίρνει από αστεία. Καμιά φορά μετακομίζει από το χθες σ΄αυτούς που ζουν σήμερα και τους κάνει κουβάρια. Ορκίσθηκε όλα αυτά να μην τα επιτρέψει. Κι ας ήξερε πως δεν θα ήταν εύκολο.