Σήμερα τον πήρε ο ύπνος στο μετρό λίγο πριν φθάσει. Λεπτά ήταν. Ανάμεσα σ΄εκείνα τα λεπτά πρόλαβε και είδε εκείνο το αγόρι που έστειλε μια συλλογή ποιημάτων σ΄έναν εκδότη ενώ ήταν ακόμα πρωτοετής φοιτητής με την ελπίδα, με την πίστη πως θα τα καταφέρει.
Τινάχθηκε από το φόβο μήπως πέρασε την στάση. Είχε χρόνο ακόμα. Έσταζε ιδρώτα μέσα στο βαγόνι. Ακούμπησε το χέρι του στο παράθυρο και ξαναέκλεισε τα μάτια του. Ο συρμός ξεκίνησε πάλι. Σαν να χάθηκε ξανά ο χρόνος, σε μια απειροελάχιστη κίνηση από την μια στην άλλη στιγμή βούλιαξε ξανά σ΄εκείνον τον παιδικό του εφιάλτη. Εκείνος έμενε μόνος στο λεωφορείο και κατέβαινε η μητέρα με τον αδερφό του. Σαν κάτι να γλυστρούσε προς τα πίσω και κάτι την ίδια στιγμή να ξέφευγε προς τα μπρος, οι δυνάμεις τους να ήταν ίσες και έτσι αυτός να μένει στο παρόν. Σαν ακίνητος.
Πετάχθηκε την τελευταία στιγμή και πρόλαβε να βγει στην σωστή στάση. Τι γίνονται όλα αυτά που δεν έζησε ποτέ; Που κατοικούν μονάχα στα όνειρα του; Που έφυγαν προς τα πίσω μια ανείπωτη στιγμή; Ένα βουναλάκι ολόδικων του εμπειριών που συνεχώς αυξάνεται.
Έσκυψε να δέσει τα αιωνίως άλυτα κορδόνια του. Ιούλης μήνας και η ζέστη δεν έπεφτε ούτε την νύχτα. Λίγα τα χρήματα για διακοπές. Και εκεί όπως ήταν σκυμμένος πάνω σε μια σπιθαμή ζεματιστού πεζοδρομίου σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό. Ένα δειλό που του έμοιαζε αστέρι κρυβόταν πίσω από ένα αχνό σύννεφο, και ήταν αυτό κάτι που άξιζε να κοιτάει. Κυρίως για να μην χαθεί ο αέρας ο κοπανιστός όπως του άρεσε να λέει.
Όπως ακριβώς μέσα στις φλέβες κυλάει αίμα γεμάτο, όχι μετάνοια αλλά λαχτάρα και θέληση για εκεί που δεν έχει φθάσει ακόμα. Έστω κι αν δεν υπήρξε ούτε στιγμή η πιθανότητα που θα μπορούσε να είχε φθάσει. Όσο θα μπορεί να κοιτάει κάτι παραπέρα, θα υπάρχει ακόμα στην ανοιχτή θάλασσα εκείνη η τόσο μικρή σπιθαμή που δεν βούτηξε ακόμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου