Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2013

Στα σκαλάκια



     Κρατούσα σφιχτά το βιβλίο που είχα μόλις αγοράσει . Περνώντας έξω από το νοσοκομείο  είδα τον Γιάννη τον Αλβανό ψιλικατζή να κάθεται στα σκαλάκια έξω από το ψιλικατζίδικο.
Με κέρασε τσιγάρο. Κάπνιζε κι αυτός. Μια καθαρή εικόνα ανθρώπου της βιοπάλης.
- Εσύ βρε Γιάννη αφού είσαι Αλβανός πως λέγεσαι Γιάννης ;
-Τι να σου πω ξέρω κι εγώ. Μετά από τόσα χρόνια το συνήθισα κι εγώ.
    Κουβέντα στην κουβέντα φθάσαμε στα ψυχικά βάρη του ανθρώπου. Γενικά στην αρχή . Τα προβλήματα και τ΄αδιέξοδα μας. Πρώτα μιλήσαμε για τα δικά μου. Που ήμουν αυτή που είχα την δυνατότητα να περπατώ αγκαλιά μ΄ενα βιβλίο. Ενώ εκείνος από το πρωί ίσαμε το βράδυ, μέσα σε λίγα τετραγωνικά, άπλωνε  τα χέρια του παίρνοντας λεφτά και δίνοντας πράγματα. Που και που μονάχα καθόταν στα σκαλάκια. Το έβρισκε άδικο αυτό. Το παραδέχτηκε. Παραδέχτηκε επίσης πως δεν είχε φίλους να μιλήσει γι΄όλα αυτά . Γιατί χωρίς χρόνο πως να έχεις φίλους ;
     Πολύ γρήγορα φθάσαμε και στα δικά του ψυχικά προβλήματα. Τα ψυχικά προβλήματα διακόπτονταν  από διάφορες μάρκες τσιγάρων , από εφημερίδες και περιοδικά , σοκολάτες , μέχρι και προφυλαχτικά. Ο Γιάννης έδινε , έπαιρνε τα χρήματα, έδινε τα ρέστα και ό,τι του είχε ζητηθεί και κατέβαινε πάλι στα σκαλάκια.
     Τα ψυχικά βάσανα όλο και μεγάλωναν χωρίς ποτέ να γίνονται συγκεκριμένα. Όλο και περισσότερο καταλάβαινα πως κάτι παραπάνω ήθελε να μου πει , αλλά δεν ήξερα τι. Την στιγμή που ήρθε ένας πελάτης και του ζήτησε spray για κουνούπια, μου έσπρωξε ένα χαρτί. Σ΄ένα παλιό διπλωμένο λογαριασμό της ΔΕΗ είχε σημειώσει τις συμβουλές ενός ψυχολόγου. Είχε υπογραμμίσει την λέξη εκδραμάτιση. Δεν έφθαναν τα βάσανα του, τον βασάνιζαν και οι λέξεις.
      Θυμήθηκα τότε πως προχθές την ώρα που γύρναγα από τη δουλειά , στα σκαλάκια έξω από την εκκλησία , καθόταν ένας αγουροξυπνημένος ρακένδυτος άνθρωπος. Το πρόσωπο του ήταν όμορφο  και χαμογελαστό. Μια σακούλα δίπλα στα πόδια του , στο τελευταίο σκαλί , έμοιαζε να είχε μέσα όλο το σπίτι του. Στο μέτρο ένας κάδος. Στα μάτια του έβλεπα πως κάπου, κάπως, κάποτε είχε περάσει μια γεμάτη ζωή. Δεν θυμάμαι τι είπα, πάντως μου απάντησε ΄΄υποφέρω εδώ, θέλω να φύγω.΄΄ Του έδωσα τα προτελευταία μου λεφτά.
    Ντυμένη με μια ψεύτική ψυχραιμία τον ρώτησα αν είχε φάει τίποτα,
-Όχι μου απάντησε. Αλλά θα φάω το βράδυ και με μια σχεδόν χαρούμενη κίνηση μου έδειξε τον κάδο. Νομίζω έβγαλα μια κραυγή. Άρχισα να μασάω τα λόγια μου, όπως φαντάζομαι σε λίγες ώρες θα μασούσε τα μασημένα φαγητά που θα έβρισκε στον κάδο.
    Εδώ μπροστά μου είχα ολοζώντανο , στο φυσικό του μέγεθος ένα από τους φτωχούς ήρωες των παιδικών μου βιβλίων. Ένας άγνωστος που μου είχε κολλήσει το στομάχι του στ΄αυτί μου.
      Δεν τελειώνει πουθενά αυτή η ιστορία. Πάντα οι άνθρωποι θα κουρνιάζουν σε σκαλάκια. Θα δίνουν και θα παίρνουν με τα χέρια για να ζήσουν . Και πάντα ακόμα και μέσα από έναν βρώμικο κάδο , ένα χέρι θα θελήσει να πιάσει το δικό σου. Και εσύ θα πρέπει να βρεις πως να μην παραμείνεις ο σχεδόν που ζει το παραλίγον κάτι.
Αυτό είναι όλο.

Art work Alex Ferreira

Στην aixmi
http://www.aixmi.gr/index.php/sta-skalakia/?fb_action_ids=741473769213275&fb_action_types=og.likes&fb_source=other_multiline&action_object_map=%7B%22741473769213275%22%3A419706311485284%7D&action_type_map=%7B%22741473769213275%22%3A%22og.likes%22%7D&action_ref_map=%5B%5D

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2013

Το λησμονόχαρτο



      Φαντάζομαι να μιλούν στα παιδιά. Να απαντούν στις ερωτήσεις τους. Κάποιοι γύφτοι κλέψανε το παιδί . Το αγοράσανε, το πουλήσανε, το βάλανε να ζει  μέσα στην βρώμα, να δουλεύει γι΄αυτούς. Φαντάζομαι την βαριά , αδιασάλλευτη, παγερή  σιωπή όταν δεν υπάρχουν ερωτήσεις. Φαντάζομαι να παρακολουθούν το βλέμμα του δικού τους παιδιού, να πέφτει πάνω στην Μαρία. Να σιγουρευτούν πως είναι βλέμμα  φόβου, αποτροπιασμού, αναλόγου μεγέθους με το σκάνδαλο που σκίζει τον αέρα της καθαρής  φιλήσυχης γειτονιάς τους. Ένα βλέμμα μιας βαθύτερης ικανοποίησης. Εκείνοι είναι οι καλοί, οι σωστοί, οι καθαροί.
       - Πως λένε το κορίτσι μαμά ;
Δεν ξέρουμε πως το λένε αληθινά. Δεν χρειάστηκε όνομα, κι αν είχε μπορεί να μην είναι το δικό της.. Μπορεί Μαλάμω, Σοφία. Μαρία την φωνάζανε. Τι σημασία έχει το όνομα. Φαντάζομαι να μην προχωρούν παραπάνω οι απαντήσεις. Γιατί μετά θα έπρεπε κανείς να πει, πως είναι η Μαρία που ακολούθησε κάποιους που πίστεψε γονείς , όπως ακολουθεί κανείς μια υπόσχεση, μιας άγνωστης φωνής. Που είχε ελπίδα πως αυτή η φωνή θα κάνει κάθε φόβο υπόθεση μακρινή. Όπως κι εσύ δηλαδή και εγώ. Η κάθε Μαρία , το λησμονόχαρτο μας, για να ξεχάσουμε την φτώχεια μας, την επισφάλεια , την απόγνωση μας στους πολύ δύσκολους καιρούς .
     - Γιατί έχει κοτσίδα μαμά ; Σημάδι ενός μητρικού χαδιού, μιας άλλης ανθρωπιάς.
    Φαντάζομαι να κατευθύνουν τις σκέψεις, να υψώνουν τοίχους, να μπουκώνουν τις καρδιές με φόβο και μίσος για κάθε τι που ξεχυλίζει, που δεν τους μοιάζει. Να τους μαθαίνουν νέες λέξεις για όλα αυτά που δεν είναι στα μέτρα τους. Το λεξιλόγιο μιας γλώσσας που θα τους χρειαστεί για να χτίσουν τις φυλακές τους και να είναι όσο πιο ανήλιαγες μπορούν.
     Το κοριτσίστικο σώμα υποφέρει τώρα. Φαντάζομαι την σιωπή που τυλίγει αυτή την αλήθεια. Υποφέρει από την πραγματικότητα της φωτογραφικής σκληρότητας. Τώρα πλέον είναι αλλού. Τα χέρια του σφίγγουν ένα παιχνιδάκι. Κάποιοι τόποι χάθηκαν , το ίδιο κάποιες σταθερές. Κανείς δεν ασχολήθηκε μ΄αυτό γιατί οι σταθερές ήταν σκουρόχρωμες και σκουρόχρωμες σταθερές σημαίνει εισβολή εχθρού.
     -Γιατί δεν μπορούμε να την βοηθήσουμε μαμά; Δεν είναι δική μας δουλειά.
 Φαντάζομαι τους άλλους που έχουν αναλάβει την βοήθεια. Σίγουρη για την ορθότητα του δικού τους συστήματος και κόσμου. Σίγουροι πως όσο υπάρχουν Μαρίες να σώζουν από τους βρώμικους, οι ίδιοι θα είναι πάντα καθαροί.
     Φαντάζομαι να γυρνούν από τη δουλειά, να τρώνε το φαγητό τους με κρύα χέρια, να ξαπλώνουν στο κρεβάτι τους με ψυχρό κορμί. Να αγκαλιάζουν και την ίδια στιγμή να φωλιάζουν ανυποχώρητο , ωμό μίσος.
     Μάνα δεν γίνεσαι όταν γεννήσεις. Γυναίκα δεν γίνεσαι όταν πλαγιάζεις σ΄ένα κρεβάτι, άνθρωπος δεν γίνεσαι όταν ανταλάσσεις  λύσσα και πολεμικές ιαχές. Με την ανθρωπιά μας γινόμαστε άνθρωποι. Με την ανθρωπιά μας γι΄αυτή την Μαρία, για την άλλη Μαρία, με την άλλη πλεξίδα  που την έπνιξε το κύμα καθώς πάλευε ανάμεσα σε ξύλα και σίδερα προσπαθώντας να βρει απάγκιο σε μια νέα πατρίδα. Για την κάθε Μαρία.
     Η ανθρωπιά , μας κάνει ανθρώπους ενός  πολιτισμού που τους χωρά όλους, που δεν μας μετατρέπει σε στατιστικά νούμερα, και έκπτωτα μιας ανερμάτιστης νομοθεσίας. Η ανθρωπιά μας κάνει τον φόβο μας να νικάμε. Και η βοήθεια στην κάθε Μαρία είναι και  δική μας δουλειά.

ζωγραφική Richard Diebenkorn 

Στο vetonews
http://www.vetonews.gr/editorial/item/20073-to-lismonoxarto        
aixmi
http://www.aixmi.gr/index.php/to-lismonoxarto/

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

Μελισσόχορτο και λεμόνι





     H ακινησία με σκοτώνει, σκεφτόταν μπροστά στον καθρέφτη καθώς υπογράμμιζε το μάτι της μ΄ένα μαύρο μολύβι.
     Βγαίνοντας από το σπίτι Δευτέρα απόγευμα  , βρέθηκε μπροστά σε μια φθινοπωρινή καταιγίδα. Γκρίζος  ουρανός, βαρύς και το χώμα να μυρίζει βροχή. Πέρασε από το μαγαζάκι της γειτονιάς να αγοράσει μια χάρτινη κούπα τσάι.
      Σε μια στάση στο Κηφισσό   περιμένει το λεωφορείο. Ένα μικρό ταξίδι μέσα στην πόλη. Με μια κούπα αχνιστό πράσινο τσάι  με μελισσόχορτο και λεμόνι να της ζεσταίνει τα χέρια. Ένα απαλό αεράκι της ανακατεύει τα μαλλιά , δύο στάλλες της βροχής στέκονται να γνωριστούν πάνω στην μύτη της. Το βλέμμα της στέκεται στην σειρά των στύλων της ΔΕΗ που χάνονται στην απέναντι όχθη του δρόμου.   Οι μέρες πήραν να μικραίνουν .
       Όταν κατέβηκε από το λεωφορείο , μύριζε ξανά υγρή γη. Κινείται μηχανικά μέχρι τη βιβλιοθήκη . Στην διαδρομή ο  ουρανός γίνεται πιο σκοτεινός από τα σκούρα σύννεφα και ο ήχος από τις βροντές γίνεται πιο δυνατός. Το μυαλό ξεστρατίζει και πάλι, μακριά από απλήρωτα και ληγμένα.
       Βρίσκεται τώρα στην ίδια θέση όπως συνήθως. Στον πέμπτο όροφο του κτιρίου της βιβλιοθήκης.  Στο μέρος αυτό που ονομάζει '' γραφείο'' και είναι το πιο μικρό απ΄όλα τ΄άλλα γειτονικά. Αλλά έχει θέα από το αστεροσκοπείο μέχρι τον Πειραιά. Όλη η πόλη στα πόδια σου που λένε. Βλέπει τα φώτα της πόλης να ανάβουν ένα ένα. Τα κτίρια να φωτίζονται. Στους απένατι δρόμους  τ΄αυτοκίνητα να κινούνται πέρα -δώθε . Οι άνθρωποι περπατούν   κάτω από τις ομπρέλες τους.
        Είχαν δεν είχαν περάσει  δυό ώρες που την ξανακοίταξε με εκείνη την βαθιά του ματιά . Μ' αυτή που της έλεγε '' σαν να μην πέρασε μια μέρα''. Κι ας άσπρισαν δυό τρίχες. Κι ας τους χτύπησε και ο φόβος της αρρώστιας.  Τρώγανε και όπως πάντα κοιτούσαν μαζί  προς την ίδια κατεύθυνση , λέγανε τα πάντα χωρίς να λένε τίποτα.
- Σε μισή ώρα φεύγω για την δουλειά.
- Τηλεφώνησε μου αν θέλεις να έρθω να σε πάρω από την στάση , το βράδι.
        Το βλέμμα χάνεται στα φώτα της πόλης, οι σκέψεις στο δικό τους βιολί. Αναρωτιέται τι θα γινόταν  αν έμπαινε σ΄ένα τραίνο για να κυνηγήσει κάποια όνειρα που δεν μπόρεσε ποτέ να πραγματοποιήσει . Να κυνηγήσει συναισθήματα που δεν μπόρεσε να ανταμώσει. Το φθινόπωρο σκέφτεται είναι μια εποχή να την ζει κανείς μόνος του. Την ίδια ώρα ξέρει πολύ καλά πως λέγοντας το αυτό , ψάχνει το ΄΄άλλο της φθινόπωρο''. Μεγάλωσε και το άλλο της φθινόπωρο δεν ήρθε. Και όταν ήρθε εκείνη βρισκόταν ήδη κάπου αλλού και δεν συναντήθηκαν.
      Η ζωή θέλει πάντα να αποζητούμε ό,τι δεν έχουμε, σκέφτεται . Είναι μεγάλη υπόθεση η συνειδητοποίηση του τι δεν έχουμε. Είναι δύσκολο να σταθείς και να παραδεχτείς στον εαυτο σου , ότι ξέρεις τι είναι αυτό που λείπει από την ζωή σου. Να πεις,  δεν έχω αυτό.
Και μετά να το ζυγίσεις.  Μήπως είναι αερικό ; Ένα φτερό που το κυνηγάει ο αέρας μεσα στην βροχή ;
     Βρέχει ακόμα . Ο άντρας στο απέναντι παράθυρο φέρνει το τσιγάρο στο στόμα του. Το κρατάει ανάμεσα στα δάχτυλα. Οι σταγόνες στο παράθυρο το κάνει να λάμπει. Ο ήλιος στα χέρια σου που λένε.
     Γυρίζει , φτιάχνει λίγο τα χαρτιά πάνω στο γραφείο . Έξι παρά τέταρο. Σε λίγο θα έρθει το πρώτο ραντεβού. Πίνει μια γουλιά τσάι . Την πιάνει ξανά η μυρωδιά του μελλισόχορτου. Θυμάται την μυρωδιά του στον καναπέ , όταν της έλεγε να μην φοβάται τις αστραπές και την φιλούσε απαλά στα δάχτυλα.
Από το ραδιόφωνο ξεπηδάει η μελωδία του  Djiango Reinhardt   στο  '' Tea for two'' .
Στην τελική δεν θα το έλεγες ακινησία αυτό.


     
      

Τρίτη 15 Οκτωβρίου 2013

Γενέθλια







     Αγάπησα την βροχή πολύ. Πάντα περισσότερο απο τον ήλιο την πίστευα. Αγάπησα τον άνεμο. Τα αδέσποτα σκυλιά. Τα τραγούδια που μιλάνε για αλήτες, φεγγαρολουσμένους. Αγάπησα τις ασπρόμαυρες στιγμές και τις πολύπλοκες μυρωδιές της μνήμης. Αγάπησα τον άνεμο , τα όμορφα και σιωπηλά παιδιά που χάνονται στην νύχτα. Πιο πολύ αυτά εμπιστεύθηκα. Αγάπησα τα μάτια που μοιάζουν με κρασί. Τους δρόμους που με παίρνουν για να ξεχνώ την πίκρα. Αγάπησα την βροχή πολύ. Μου φαινότανε πάντα πιο αληθινή. Ένιωθα πως θα κρατούσε περισσότερο. Αγάπησα τα όνειρα και ας τα ξεθώριαζε καμιά φορά η ζωή. Αγάπησα τους ναυαγούς που αρνήθηκαν  σε στιγμές ενήλικες να γίνουν. Και όταν φοβήθηκα  φοβήθηκα προσπάθησα να κρατήσω τις ματαιώσεις δίπλα στα όνειρα.
Ζηλεύει καμιά φορά η ζωή τα όνειρα, δεν τα προχωρά , τα κρατά , τα σφίγγει στη φούχτα της, τα πνίγει. Γνωρίζουμε ήττες τότε και ζούμε αδιέξοδα, ανατροπές και ματαιώσεις. Πόρτες κλειστές και γέφυρες κομμένες. Της πικροδάφνης τα λουλούδια στα δάχτυλα μας.
      Αγάπησα τις διπλανές  μου πολλές, γνωστές και άγνωστες αναπνοές . Μωβ αναπνοές. Αυτές που στέκονται και  περιμένουν να νυχτώσει και άλλο η νύχτα μήπως έρθει στο τέλος η παρηγοριά. Τις περισσότερες φορές οι πιο  μεγάλοι πόνοι κλαίνε σιωπηλά.
      Αγάπησα τα κείμενα που γεμίζουν αναμνήσεις μιας  κοινής ζωής. Αυτά πάντα έψαχνα. Αυτά θαύμαζα. Άλλωστε δεν είναι  παρά αποκλειστική υπόθεση του μέλλοντος. Τα κείμενα που περιγράφουν με συγκλονιστικά ακριβή λεπτομέρεια αυτό που ζήσαμε όλοι μαζί , όταν ακόμα μπορούσαμε να εννοήσουμε ένα κάποιο όλοι μαζί , όταν μπορούσαμε να το βιώσουμε έστω στις άκρες του , όταν ακόμα αυτό έδινε εικόνες και τροφή στη ζωή του καθενός . Αυτά που χαράζουν γραμμές και συνθήκες που δίνουν σχήμα σε μια  ζωή που ονειρευόμαστε να ζήσουμε . Σ' αυτή την ζωή όμως και όχι σε μια άλλη , ματαιωμένη.
       Αγάπησα τις λέξεις των μικρών αφηγήσεων. Τις ελλειπτικές, αυτές που αφήνουν τον καθένα μας να διεκδικήσει τον δικό του χώρο , στο κοινό βίωμα. Τις αφηγήσεις που ματώνουν τις ματαιώσεις μας , που ηχούν σκληρά στις κεραίες μας και μας ξεβολεύουν . Τα λόγια που η ηχώ τους δεν γίνεται συνήθεια , που δεν επαίρονται ότι δίνουν εξηγήσεις πάντοτε  και σε όλα, αλλά που προσπαθούν να μάθουν να ζουν. Μέχρι που το καταφέρνουν και ζουν. Ελαφρά και την ίδια στιγμή επώδυνα. Και πάντοτε εντός μας.
      Όλα αυτά είναι οι δικές μου προβολές και σκέψεις . Εδώ και δύο χρόνια τις έβαλα σε μια ηλεκτρονική σελίδα και τις ταξιδεύω. Μια σελίδα που μου χάρισε το δώρο να μην κουβαλώ την χαρά με ενοχή. Να μπορώ να παραδίνομαι στο καυτό ήλιο του μεγάλου καλοκαιριού άνευ του φόβου της έκθεσης. Και γι ' αυτά τα δώρα σας ευγνωμονώ. Τους γνωστούς, τους άγνωστους φίλους που περνάτε από δω.  Γιατί χωρίς εσάς δεν έχει  κανένα νόημα.
       
   

Τρίτη 8 Οκτωβρίου 2013

Ποίηση , μια υπόθεση κοινωνική




Και εσύ σκάβεις
Και εγώ σκάβω μέσα μου, ως εσένα.
Paul Celan
 
     'Οταν σκύβεις πάνω από το άδειο χαρτί για να γράψεις , είσαι όπως ο τυφλός που κρατάει το μπαστούνι του. Μια διαδρομή βημάτων ανάμεσα στο   παιχνίδι  της αθωότητας και στο βάσανο της αστάθειας. Ξεφλουδίζεις τις μέρες σου σ΄ένα έναθρο αγκομαχητό.
     Και είναι το ίδιο εδώ όπως και στους  ψαράδες της στιγμής ,στις γέφυρες  του Βοσπόρου . Στους περαστικούς  που γυρνούν μετά από βραδιές που πέρασαν ακούγοντας  ηδονικούς  αμανέδες. Και είναι το ίδιο που οδηγεί γερμανόφωνους ή όχι να παγιδευόμαστε στην γοητεία των λέξεων του Gunter Grass όταν '' ξεφλουδίζοντας το κρεμμύδι '' αφήνει να πέσει  μπροστά μας  κομμάτια από το μίσος που σαν μολύβι  πότισε τα πόδια του και να πάρουμε όλοι μαζί βαθιές ανάσες.
     Και είναι το ίδιο αυτό που αναπνέεις στα λιμάνια της Μασσαλίας και της Λισαβόνας, όταν περπατάς στα πλακόστρωτα , έχοντας ήδη πιει  porto , έχοντας ήδη καπνίσει ,έχοντας ήδη γελάσει και κλάψει μέσα στην ίδια μια και μοναδική στιγμή γεμάτος  μέχρι σκασμού από το κακό του έρωτα.
       Είναι το ίδιο αυτό αποτύπωμα που αφήνει μέσα σου η ποίηση. Σε όποια γλώσσα κι αν την διαβάσεις, σε όποια γλώσσα και αν την γράψεις, σε όποια  γλώσσα κι αν την εννοείς.
      Αυτή την ποίηση που ξεφεύγει από την γραμματική και το συντακτικό  των ημερών, των βιβλίων , των περιοδικών. Μια ποίηση που βγαίνει από το αίμα, γίνεται λέξη , στίχος και ξαναγυρνά στο αίμα για να συνεχίσει το ταξίδι.
      Το υπαρξιακό αυτό συναίσθημα που δεν γνωρίζει και αποφεύγει  την ερώτηση '' τι είναι ποίηση '' . Το αφηρημένο σκάλισμα της μνήμης. Το οικείο φορτίο τόσο στο παρόν όσο και στην προοπτική . Το νεράκι που πέφτει να σε δροσίσει την ώρα που καίγεσαι.
       Οι ψυχές μας, η μοναξιά μας, τα σώματα μας.
       Και πες μου τώρα εσύ αν ο αναστεναγμός στα ελληνικά διαφέρει από τα ισπανικά ή τα χιλιάνικα. Και αν τελικά παρ΄όλο που είναι ανθρώπινος ο πόνος , παραμένουμε άνθρωποι όχι μονάχα για να πονάμε. Κι αν είναι η ποίηση που μπορεί να απλωθεί πάνω από την κάθε
ρωγμή και να επουλώσει το κάθε τραύμα σε οποιαδήποτε γεωγραφική συντεταγμένη.


 Δημοσιεύθηκε http://www.vetonews.gr/editorial/item/19954-poiisi-mia-ypothesi-koinoniki
http://bibliotheque.gr/?p=29155&fb_action_ids=434754619970226&fb_action_types=og.likes&fb_source=timeline_og&action_object_map=%7B%22434754619970226%22%3A1401270346771376%7D&action_type_map=%7B%22434754619970226%22%3A%22og.likes%22%7D&action_ref_map=%5B%5D

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2013

Κραυγή



    Είχαμε ένα ψηλό στην τάξη που κρέμαγε κάθε φορά που είχαμε γεωγραφία τον χάρτη στο καρφί του πίνακα. Τον θυμάμαι σαν να ήταν χθες. Θυμάμαι και τα διαλλείματα , τις ώρες, τη μυρωδιά του σαπουνιού στα ρούχα. Μα δεν θυμάμαι καλά τον γραφικό μου χαρακτήρα.
     Θυμάσαι τον γραφικό σου χαρακτήρα ; Λίγα χαρτάκια πάνω στα ντουλάπια της κουζίνας , στο ψυγείο , στα πλαινά του απορροφητήρα , κάτι σου θυμίζουν . '' Πήρες γάλα; '' , '' Συγνώμη'' , '' Πάμε θάλασσα μετά τη δουλειά ; '' Και παίρνει χρώμα το σπίτι μέσα σε λεπτά.
      Νοσταλγείς ; Γιατί δεν το λες ; Αδύνατον θα μου πεις. Δεν έχει save στις κουβέντες , ούτε επεξεργασία , ούτε ορθογραφικό και γραμματικό έλεγχο . Ούτε προεπισκόπηση . Μεγάλο ρίσκο , παράτολμο.
     Κι όμως όλοι τριγύρω μιλάμε γράφοντας ( κάποτε και φωτογραφίζοντας) . Συγγραφείς κανονικοί, συγγραφείς  wannabe, οικονομολόγοι συγγραφείς, νομικοί, ψυχολόγοι συγγραφείς, καλλιτέχνες συγγραφείς , δημοσιογράφοι συγγραφείς , κανονικοί άνθρωποι . Γράφουμε , σχολιάζοντας μια ζωή που ζούμε και μια άλλη που θα θέλαμε να ζούμε. Γράφουμε και ξαναγράφουμε την προσωπική μας απελπισία , την οικονομική μας ανασφάλεια, τις αδυναμίες μας , τα πάθη και τα λάθη μας. Έρχεται η γλώσσα , να μας ανοίξει και να νας βοήθήσει να επικοινωνήσουμε και εμείς αντιστεκόμαστε . Κι άλλες φορές αρνιόμαστε καθολικά. Αντί να ανοίξουμε τα παραθυρόφυλλα , δροσιά να μπει του Μάη, κλείνουμε ερμητικά . Κολλημένες κασέτες.  Μιλάμε την διάλεκτο των συντηρητικών, των προοδευτικών, των αριστερών , των νεοφιλελεύθερων, των ποιοτικών, των επιφανειακών. Έτσι είναι η διάλεκτος των πολυπαραγοντικώς απελπισμένων.  Κάθε λέξη και καημός , κάθε κουβέντα βράχος. Και απομακρύνεται όλο και περισσότερο ο κοινός τόπος και ακόμα περισσότερο ο κοινός τρόπος.
     Δεν ακούμε ο ένας τον άλλο. Δεν ρωτάμε με αληθινό ενδιαφέρον   ΄΄Τι κάνεις ; πως είσαι ;  πως περνάς ; '' και αν τύχει και τα καραφέρουμε να ρωτήσουμε σπανιώς πέρνουμε απάντηση. Σαν να είναι η απόσταση φωλιά για να κουρνιάσουμε. Και καταλήγουμε στην κραυγή. Και στην διαλεκτική της κραυγής που θρέφει και ενισχύει την νύχτα.Καταλήγει ο νους ορφανός . Ένας νους που έτσι κι άλλιώς είναι στο μεγαλύτερο του μέρος αχαρτογράφητος . Παντοδύναμος σκηνοθέτης αναμνήσεων χαράς και δράματος. Πως μπορεί άραγε ένας ορφανός νους να ταξινομήσει, ν΄ αναλύσει, να δημιουργήσει και να αντέξει αντιθέσεις, να συνθέσει , να ισορροπίσει ; Πως θα μπορέσει να κάνει στην άκρη, να αμφισβητήσει τον ίδιο του τον εαυτό και να βρει νέες λύσεις και προοπτικές ;
      Ενισχύει τη νύχτα του φασισμού και της βίας. Και η βία δεν είναι μονάχα στην πολιτική , στο παρακράτος, στο δρόμο . Είναι μέσα μας. Στα λόγια μας. Όλων μας. Στο σπίτι μας. Στην αδυναμία κατανόησης του παιδιού μας. Στις επιλογές μας , στις προκαταλήψεις και στα στερεότυπα μας. Στην απλή καθημερινή μας επικοινωνία και στην απουσία της. Στις λέξεις μας.
        Αυτή είναι η πατρότητα της βίας σε τέτοιες στείρες εποχές. Και ό,τι ζούμε και βλέπουμε στις οθόνες μας η κραυγή της.




Η Αννίτα Λουδάρου είναι ψυχοθεραπεύτρια , αρθρογράφος που ζει καταναλώνοντας λέξεις.
   
     

Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

Εμείς οι άνθρωποι




     Μπαίνει ο Οκτώμβριος , μπαίνει το Φθινόπωρο, βγαίνουν οι κουβέρτες , βγαίνουν τα ρόδια και τα κάστανα. Για έναν άνθρωπο της πόλης μπορεί να είναι και πληροφορίες ανευ αξίας. Εμένα μου δημιουργούν ασφάλεια, όπως  και το ότι του Αγίου Δημητρίου βγαίνουν επίσης τα χαλιά. Κάποτε το είχα ακούσει και γράφτηκε μέσα μου με μεγάλα  γράμματα. Αποκλείεται να έρθει του Αγίου Δημητρίου και να μην σκεφθώ ότι πρέπει να βγάλω τα χαλιά.  Θα μου πεις είμαστε ακόμα απελπισμένοι , τα χαλιά μας μάραναν.
     Εμείς οι άνθρωποι είμαστε μπερδεμένοι. Βλέπουμε τον τοίχο απέναντι και δεν ξέρουμε , δεν είμαστε σίγουροι αν τον φτιάξαμε εμείς με τα χεράκαι μας ή κάποιοι άλλοι που δούλευαν όταν δεν τους βλέπαμε , σιωπηλά τις νύχτες. Εμείς κοιμόμασταν, αρρωσταίναμε, δουλεύαμε, τρώγαμε, ταξιδεύαμε, πεθαίναμε, σιωπηλά για να μην ενοχλήσουμε τους άλλους που χτίζαν τον τοίχο.
     Εμείς οι άνθρωποι είμαστε και φοβισμένοι. Βλέπουμε τον τοίχο απέναντι και δεν ξέρουμε δεν είμαστε σίγουροι, τι υπάρχει πέρα απ΄αυτόν. Αν δηλαδή τα δεινά μας θα είναι μαζί μας, μόνο στην από δω πλευρά ή τα χειρότερα κρύβονται από πίσω.
     Εμείς οι άνθρωποι όταν είμαστε τελικά  απελπισμένοι τότε είναι που εμπνεύουμε εμπιστοσύνη. Σ΄αυτούς έχω πίστη. Σε όλους εκείνους που οι υπερθετικοί του καλού και του κακού , τους είναι  παγερά αδιάφοροι και ανύπαρκτοι και κενοί νοήματος και ουσίας. Σε όλους αυτούς τους πεινασμένους που προκειμένου να βρουν λίγα ψιχουλάκια ελπίδας μπορούν να γκρεμίσουν τον τοίχο με τα νύχια τους.
     Αυτά τα πολύ παράξενα φρούτα που ακόμα και μέσα στην απελπισία τους θα σκεφθούν πως τον Οκτώμβρη βγάζουμε και τα χαλιά.


Ζωγραφική Atanas Matsouref