Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2020

Breaking Bad

 



    Μέχρι μια μέρα πριν τα πεντηκοστά γενέθλια του, ο ασήμαντος καθηγητής Χημείας Walter White το πρωί διδάσκει στο Γυμνάσιο στην Αλμπουκέρκη στο Νέο Μεξικό και το απόγευμα για να συμπληρώσει το μισθό του δουλεύει σ΄ένα πλυντήριο αυτοκινήτων. Μια μέρα μετά τα γενέθλιά του, ο Walter White αρχίζει να μετατρέπεται στον παντοδύναμο βασιλιά της μεθαμφεταμίνης, Χάιζενμπεργκ. Την ημέρα των γενεθλίων του διαγνώσκεται με καρκίνο του πνεύμονα με προβλεπόμενο χρόνο ζωής κάποιους λίγους μήνες. 

    Στην αρχή υπήρχε μόνο μια γλώσσα. Τα αντικείμενα, τα χρώματα, τα πράγματα, τα αισθήματα, τα όνειρα, τα βιβλία, τα τραγούδια, τα κυριακάτικα μπαρμπεκιού, τα αυτοκίνητα, τα ψώνια στο σούπερ μάρκετ, ήταν σ'αυτή τη γλώσσα. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι θα μπορούσε να εκφέρει έστω και μια λέξη που δεν θα ανήκε σ' αυτή τη γλώσσα. 

      Έτσι κι αλλιώς κανείς δεν μιλούσε μια άλλη γλώσσα στην Αλμπουκέρκη στο Νέο Μεξικό. Στο σχολείο οι συνάδελφοι, στις οικογενειακές συγκεντώσεις, στα γραφεία των ασφαλιστικών  εταιρειών, στους συλλόγους των ανέργων, στις εταιρείες, στους δρόμους, στα καφέ, στα πλυντήρια αυτοκινήτων, στα άλλα σπίτια της πόλης, στην γειτονιά, στη τηλεόραση, όλος ο κόσμος μιλούσε την ίδια γλώσσα και δεν γινόταν ποτέ λόγος για άλλη γλώσσα. Μόνο η Χημεία ήταν για αυτόν μια γλώσσα ενθουσιασμού. Μιλούσε με ενθουσιασμό για τις χημικές ενώσεις. Ούτως ή άλλως όμως οι περισσότεροι μαθητές δεν είχαν καμιά όρεξη να μάθουν. Με την ίδια έλλειψη ενθουσιασμού μαθαίνουν Ιστορία, Γεωγραφία και Λογοτεχνία. Μια γενιά αμαθών βγαίνει από τα σχολεία. 

     Έλεγαν πως τα θυμωμένα παιδιά που μένουν κολλημένα στην Αλμπουκέρκη κάνουν χρήση μεθαμφεταμίνης προσπαθώντας να μιλήσουν μια νέα γλώσσα. Όμως πάντα πίστευε πως αυτό δεν ήταν μια νέα γλώσσα. Πως την είχαν απλώς επινοήσει για να μιλούν μεταξύ τους οι κολλημένοι χωρίς να τους καταλαβαίνει κανείς, ακριβώς  όπως έκανε και ο Τζέσι με τους φίλους του. Έλεγαν πως ήταν μια γλώσσα εχθρική γιατί ήταν ακαταλαβίστικη και πολύ διαφορετική από την δική τους. Επίσης έλεγαν πως οι κολλημένοι ήταν άχρηστοι και κακοί και βάρη της κοινωνίας. Και σίγουρα έφερναν πάρα πολλά προβλήματα. Όμως περνούσες μπροστά από τα σπίτια τους που είχαν ξύλινους φράχτες και μέσα ήταν χαμόσπιτα και αναρρωτιόσουν που βρίσκουν χρήματα να αγοράζουν μεθαμφεταμίνη. 

      Έτσι λοιπόν, σε ηλικία πενήντα ετών, εντελώς ξαφνικά, έρχεται αντιμέτωπος με το βάρος του θυμού, της αδικίας της αρρώστιας. Πώς γίνεσαι ζωντανός άνθρωπος; Καταρχάς πρέπει να ζεις. Στην συνέχεια πρέπει να συνεχίσεις να ζεις. Έστω κι αν το ότι ζεις δεν ενδιαφέρει κανέναν. Έστω κι αν έχεις την εντύπωση πως δεν θα ενδιαφέρει ποτέ κανένα.

Αρχίζει να μιλάει μια νέα γλώσσα. Στην αρχή κάνοντας λάθη. Όπως μιλάς μια γλώσσα που δεν είναι μητρική. Που μέχρι εκείνη την στιγμή είναι μια γλώσσα εχθρική που σκοτώνει σιγά σιγά αλλά σταθερά την μητρική. Όπως και ο ίδιος σκοτώνει, χρησιμοποιεί, εκμεταλλεύεται, δυναμώνει, ζει, ξεφεύγει, δραπετεύει. Παίρνει το χρόνο στα χέρια του. Γίνεται κακός, πολύ κακός. Κάποιες φορές βάζει τα κλάμματα γιατί αυτή δεν τον καταλαβαίνει. Κάποιες άλλες φορές επειδή εκείνος την καταλαβαίνει.

         Τα γράμματα δεν αντιστοιχούν πια στις ίδιες λέξεις. Όταν διαβάζει, οι λέξεις δεν αντιστοιχούν σε τίποτα. Δεν ξέρει πόσο θα ζήσει ακόμα. Αλλά τι σημασία έχει. Καλύτερα να ζει όσο νοιώθει ζωντανός παρά να ζει περιμένοντας να πεθάνει. Δεν είναι πια αρχάριος στη νέα γλώσσα. Γίνεται μανιώδης μάγειρας μεθαμφεταμίνης. Όλος ο κόσμος μιλάει εναντίον του.   Πώς να τους εξηγήσει; Εκείνη την στιγμή ξέρει πως κανείς δεν θα καταλάβει και πως οι περισσότεροι δεν θα τα καταφέρουν ποτέ. Βγάζει εκατομμύρια. Χάνει εκατομμύρια. Αφήνει στα παιδιά του, καλά κρυμμένα τα χρήματα για τις σπουδές τους. 

   Μια έρημος είναι μπροστά του. Μια έρημος που πρέπει να την διασχίσει.  Είναι ένα στοίχημα. Το στοίχημα ενός αναλφάβητου.  

      Μια μέρα που το αποφασίζει ο ίδιος, πεθαίνει ζωντανός.