Τετάρτη 27 Ιουνίου 2018

Nα πιστεύεις στα θαύματα





    Υπάρχει ένα είδος ταξιδιού που δεν θέλει βαλίτσες, ούτε εισητήρια. Ταξιδεύεις έτσι χωρίς να το καταλάβεις σε χώρες ονειρικές, αν πιστεύεις στα θαύματα. Εκεί που οι άνθρωποι ενδιαφέρονται ο ένας για τον άλλον.  Εκεί που όταν ο ένας χάνει, ο άλλος συνθλίβεται. 
     Σ΄αυτές τις χώρες μπαίνεις από πόρτα μυστική. Μια κουβέντα φθάνει. Καμιά φορά μια εικόνα ή ένα βλέμμα. Έχω δει άνθρωπο να μπαίνει και από λυγμό. Το βλέμμα της κοπελιάς που κάθεται απέναντι στο τρένο. Ένα αγόρι που περνώντας τη διάβαση του παίρνει ο αέρας το εισητήριο. Δυο μονογράμματα χαραγμένα με σουγιά στο παγκάκι της πλατείας. Μια ιστορία που θα ακούσεις από το παλικάρι που αναπάντεχα βρέθηκε στο νοσοκομείο. Η παραφουσκωμένη τσάντα της που δεν αδειάζει ποτέ. 
    Έχει το ταξίδι μια τάξη, δυο τρεις φίλους, κάμποσα παθήματα μαθήματα, έχει ξεγελάσματα και τρίπλες απότομες, κοφτές, έχει χαστούκια στα μάγουλα, σκισίματα στα μπράτσα. Έχει πέρα - δώθε, γέλια μέχρι δακρύων, έχει στρατιωτάκια ακούνητα αγέλαστα και φτου ξελεφτερία για όλους. Έχει φάλτσα και σωστά, έχει λακούβες, καραμπόλες, έχει ένα σ΄αγαπώ να κρατάει μια ώρα, μια μέρα, μια πόλη. Έχει εσένα κι εμένα. 
      Είναι το ταξίδι άσκηση δύσκολης γεωμετρίας. Θέλει κότσια, γαστρικά υγρά, μυαλό και χέρι σίγουρο.  Θέλει γήπεδο αλλά κι αν δεν βρει ολόκληρο, φθάνει μια πλατεία, μια σέντρα. Θέλει λόγια που δεν λέγονται ποτέ. Θέλει βήματα μετέωρα, διφορούμενα και ασαφή, απ΄αυτά που λες για να συμπεριλάβεις, για να μην ξεχάσεις την λαλιά τ΄ανθρώπου. Όπως  απλά την μιλούσαν κάποτε στα καπηλειά. Θέλει ισημερινούς, κάθετες και παράλληλες συντεταγμένες να τις μετράς με το κουμπάσο και να χαράζεις πορείες. Ν΄αλλάζεις πορείες. Θέλει το άλμα, το πέταγμα, θέλει να δώσεις αίμα στα λόγια. 
    Το ταξίδι αντέχει εφτασφράγιστα μυστικά. Κρατάει υποσχέσεις. Δίνει όρκους, γράφει ιστορίες. Σβήνει ιστορίες.  Ταξιδεύεις και αφήνεις το κλειδί στην γλάστρα με τα λουλούδια του διαδρόμου.  Ο έρωτας είναι αιώνιος όσο κρατάει.  Κι εσύ δεν ξέρεις πως είναι η πόλη χωρίς αυτόν. Στο τέλος μαθαίνεις. Το ταξίδι ούτε τα ''ναι'', ούτε τα ''όχι'' αγαπάει. Δεν βάζει διλήμματα. Αυτά είναι για μουσκεμένα πουλάκια μελλοθανάτων ή έστω μελλοζώντανων που αναζητούν απαντήσεις.        
     Το ταξίδι θέλει το χρόνο του, θέλει τον πόνο του. Θέλει κι εσένα να πιστεύεις στα θαύματα.


Φωτογραφία Ανν Λου

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2018

Κωπηλάτης του καιρού




       Σε μια παρουσίαση ποιητικής συλλογής , το σημαντικότερο είναι η γνωριμία με τηνν  ποίηση, Έτσι κι αλλιώς είναι απολύτως αδιάφορη η ηλικία, το φύλο, η εθνικότητα του ποιητή. Η γνωριμία με την ποίηση του είναι αυτό που ενδιαφέρει και αυτή γίνεται πάνω στη γεωγραφία του στίχου. Από εκεί και πέρα όλα είναι εμβάθυνση αυτής της γνωριμίας. 
       Στην ποίηση του Ευάγγελου Ρήγα συνάντησα όλα αυτά που καθιστούν την ποίηση μια υπόθεση κοινωνική. Ποιήματα που δεν κλείνουν αλλά  ανοίγουν δρόμους. Μπορείς να τα φανταστείς να γίνονται μικρά μονόπρακτα στο θεατρικό σανίδι ή να μετουσιώνονται σε λογοτεχνικές αφηγήσεις. Δεν είναι εσωστρεφείς, κρυπτικές αφηγήσεις που αποσκοπούν να ενισχύσουν τις εσωτρικές αμυντικές διεργασίες. Ο Ρήγας κυριολεκτεί περισσότερο απο την κυριολεξία. Με την ποίηση του κουβαλά περισσότερα φορτία απ' όσα είναι απο την αρχή ορατά. Δεν δημιουργεί απλά εικόνες. Θέτει προυποθέσεις και όρους στις εικόνες που δημιουργεί. Όρους σκηνοθεσίας, όρους ευκρίνειας και μεταμόρφωσης. Γράφει στο ''Για να αντέξουμε'':

 ''Για να αντέξουμε
  χωρίσαμε το χρόνο σε κομμάτια
  Την ίδια την ζωή μας χωρίσαμε
  σε μικρά ταξίδια
  και τα είπαμε χρόνια.'' 

Ο κωπηλάτης του καιρού με το δικό του τρόπο συνδιαλλέγεται με το χρόνο την ίδια ώρα που κωπηλατεί στην άχρονη και αταξική θάλασσα των συναισθημάτων  περνώντας  απο βλέμμα σε βλέμμα και από ανάγνωση σε ανάγνωση. 
Ο κωπηλάτης μετρά μαζί σου όσα έφυγαν και όσα προσδοκάς ή φοβάσαι πως θα έρθουν. Αναμετρίεται τίμια με την εικόνα της "αγαπημένης" αλλά ακόμα πιο τίμια με την εικόνα της "αγαπημένης" όπως την έφτιαξες εσύ ο αναγνώστης στην σκέψη σου αφού έτσι κι αλλιώς στη ζωή αυτό που αγαπάμε στον άλλο είναι αυτό που εμείς νομίζουμε πως είναι και όχι αυτό που πραγματικά είναι. Ο κωπηλάτης νοσταλγεί μια άλλη ζωή πολύ πιο ανθρώπινη απ΄αυτή που ζούμε. Ο κωπηλάτης μιλά για όλα αυτά που δεν μπορούν να ειπωθούν παρά μόνο με την ποίηση. Μια ξεχασμένη ακροθαλασσιά οι στίχοι του , απάνεμη από τον εδώ και τώρα χρόνο μας. 

Στην Αγαπημένη γράφει:

Να διασχίζω 
Να 'εχει καιρό
Να ταξιδεύω με όλες τις θάλασσες.
Αγκαλιά με την ορφάνια των ματιών σου. 
Να διασχίζω τις γραμμές του θριάμβου.
Μολυβιά το κορμί.
Πόση αγάπη μπορεί να χωρέσει 
μια καρδιά στο χαρτί ;

Η ποίηση του Ε.Ρήγα είναι ποίηση της εμπειρίας. Το ταξίδι γίνεται ποιητικός χώρος και η θάλασσα ουτοπία. Αναφορές στα απολύτως ανθρώπινα, του έρωτα, της υπαρξιακής μοναξιάς, των χρόνων του ανθρώπου. Πορτρέτα άγνωστων αλλά τελικα γνωστών σε όλους ανθρώπων . Μέσα στον κωπηλάτη ο ποιητής μοιάζει να σβήνει τον εαυτό του. Στο ''Αίμα'' ψάχνει για ίσκιους μέσα στα γεγονότα . Έρχονται οι στίχοι πάλι στο μθαλό ζητώντας μας να σκεφθούμε ξανά όσα ξεχάσαμε. Να ξαναδούμε τι μπορεί να σημαίνει η ζωή κι εμείς μέσα σ΄αυτήν. 

''Για πόρνες γράψε , γι΄αυτά που έζησες
Για πόρνες  γράψε, για φυλακισμένους, για άστεγους, 
Απόκληρους,
για πρόσφυγες που γνώρισες,
για τις ψυχές που κλείνουν μέσα τους,
τον πόνο και της καρδιάς το βάσανο.
Γράψε και διάβαζε 
Μόνο για αυτούς, μόνο αυτούς
Η ύπαρξη στο ακρωτήρι του βυθού κάνει σινιάλο. ''

Εδώ σ' αυτό το σημείο νομίζω αξίζει να αναρρωτηθούμε γιατί κάποιος να θέλει να γράψει ποίηση. Σίγουρα όχι για να συστηθεί σε κάποιον που πρωτογνωρίζει και να πει'' Γεια σας , είμαι ο Ευάγγελος Ρήγας , είμαι ποιητής''. Όχι γιατί δεν το θεωρεί σημαντικό, ούτε γιατί δεν είναι ικανοποιημένος από την ικανότητα του αλλά γιατί ακόμα και σήμερα η φιγούρα του ποιητή ακολουθείται απο κοινωνικά κλισέ και στερεότυπα.  Ο ποιητής ακόμα και στις μέρες μας θεωρείται ονειροπαρμένος, παράξενος, ένας άνθρωπος που ασχολείται με κάτι ομιχλώδες, ιδιόρυθμο, φθάνουν ακόμα σε περιπτώσεις να το θεωρούν αλκοολικό. Έτσι έξηγουν  οι άνθρωποι όσους διαφέρουν. Κι ας έχουν προηγηθεί γενιές ολόκληρες σπουδαίων ποιητών  που άλλαξαν στις εποχές τους την εθνική μας αφήγηση και θεμελίωσαν μια νέα αισθητική . Ποιητές που τους συναντάς από τα θέματα των Πανελληνίων και τους λόγους που εκφωνούνται  στις σημαντικές εθνικές στιγμές, εως τις αναρτήσεις το φβ. Ευτυχώς στη πράξη όλα αυτά τα μυστηριώδη δεν συμβαίνουν στη ζωή ενός ποιητή. Ο ποιητής τρώει, κοιμάται  και πίνει όπως κάθε  άνθρωπος. Ακολουθεί μόνο τη δική του γλωσσική δίαιτα που αφορά και τα  δικά σου γαστικά υγρά.  Ο αληθινός ποιητής δεν διαβάζει ποτέ τα ποιήματα του με στόμφο. Τα διαβάζει απλά , με την κανονική του αναπνοή , σαν να μιλά στο φίλο του. 

Ο ποιητής γράφει για να γράφει. Γράφει σαν να αναπνέει. Γράφει για να αναπνέει. Γράφει για να χτίσει , για να οικοδομήσει ένα κόσμο καλύτερο απ΄αυτό που μας περιβάλλει. Γιατί η αγάπη  για κάτι μεταδίδεται  πιο εύκολο ακόμα και από την διδαχή . 

''Όταν σκύβεις πάνω από ένα άδειο χαρτί είσαι όπως τυφλός που κρατάει το μπαστούνι του. Μια διαδρομή βημάτων ανάμεσα στο παιχνίδι της αθωότητας και στο βάσανο της αστάθειας. Ξεφλουδίζεις τις μέρες σου σ΄ένα έναρθρο αγκομαχητό. 
Αυτή την ποίηση που ξεφεύγει που ξεφεύγει από τη γραμματική και το συντακτικό των ημερών , των βιβλίων , των περιοδικών. Μια ποίηση που βγαίνει από το αίμα, γίνεται λέξη , στίχος και ξαναγυρνά στο αίμα για να συνεχίσει το ταξίδι . Το υπαρξιακό αυτό συναίσθημα που αποφεύγει την ερώτηση '' Τι είναι ποίηση''. Το αφηρημένο σκάλισμα της μνήμης. Το δροσερό νεράκι που πέφτει να σε δροσίσει την ώρα που καίγεσαι.'' Γράφω στο Τράνζιτ.

Γι ΄αυτή την αναπνοή που φέρνει η ποίηση στη ζωή μας, για το κάθε τραύμα που μπορεί να επουλώσει και την κάθε ρωγμή που μπορεί να κλείσει, σαν μια πράξη βαθειά επαναστατική , σας συστήνω να διαβάζετε καλή ποίηση.  Για αυτό σας παροθσιάζω σήμερα τον ''Κωπηλάτη του καιρού'' και σας συστήνω να το διαβάσετε.



Δευτέρα 11 Ιουνίου 2018

Κάσου και Ρόδου γωνία




         Φοιτήτρια ζούσα σ΄ένα σπίτι που δεν κλειδώναμε την πόρτα ποτέ. Βγαίναμε να πάμε στη σχολή κι αφήναμε την πόρτα ανοικτή. Έβαζε όποιος ήξερε το χέρι του ανάμεσα στο τζάμι και στη καγκελιά, τράβαγε το σύρτη, στρογγυλοκαθόταν στο ριγέ, ολίγον ξεχαρβαλωμένο καναπέ και τη μοναδική πολυθρόνα που είχε το σπίτι και μας περίμενε να γυρίσουμε. Εμένα και την συγκάτοικο την γιατρίνα. 
Κρύο νερό είχε πάντα το ψυγείο. Ένα δυο γεμιστά που ξέμειναν και φέτα. Είχαμε πολλά χρωματιστά κεριά στο τραπέζι. Το χειμώνα ανάβαμε τα κεριά και το δωμάτιο πλημμύριζε από λεπτές μυρωδιές κέρινης λεβάντας. Στερεώναμε τα κεριά σε γυάλινα βαζάκια από μέλι.  Δάκρυζαν τα κεριά σε χρωματιστά δάκρυα και γέμιζαν τα γυάλινα βαζάκια αρωματικά  δάκρυα. Για μια ζωή  που κοιτάζαμε κατάματα χωρίς φόβο, μόνο με πάθος. Για μια ζωή που απλωνόταν μπροστά στα πόδια μας τεράστια, πολύχρωμη, υγρή. Έτοιμοι να την διαβούμε με την ορμή της νεανικής μας καρδιάς να πάλλεται στη διαπασών.  Το λουτρό μας, κάτω από την σκάλα του πάνω διαμερίσματος, μας υποδεχόταν για ντουζ μόνο σκυφτές και τους ιδρώτες μας με ένα λάστιχο κήπου που έπαιζε το ρόλο του τηλεφώνου.  'Εκτοτε έχω βρεθεί σε πολλά πολυτελή λουτρά, με απαστράφοντα πλακάκια και είδη υγειινής. Μονάχα εκείνο το 2 τετραγωνικά λουτρό αναγνωρίζω. 
         Στις εξεταστικές περνούσαν οι φίλοι να ξελαμπικάρουν. Καθόμασταν στα σκαλάκια. Κάσου και Ρόδου γωνία το σπίτι στη Πάτρα. Στην Ρόδου τα σκαλάκια. Τρια τα σκαλάκια, πολλοί οι φίλοι. Δεν χωράγανε όλοι, καθόντουσαν και στα περβάζια των παραθύρων. Στο διάδρομο αυτού του σπιτιού γέννησε η Παρδάλω τα γατάκια της. Εννιά ώρες γεννούσε, πέντε γατάκια στη χαρτόκουτα υπό την φροντίδα της συγκατοίκου. Το τελευταίο γατί το ονομάσαμε ''Αυτόνομο'' γιατί γεννήθηκε χωρίς σπρωξιά από την αποκαμωμένη μάνα του. Έτσι μ΄ένα μπλουμ και γκουχ βγήκε αυτόνομα. Μόνο όταν πια είχε βγει, γύρισε η μάνα του και του έδωσε ένα ξέπνωο φιλί γλυψίματος και καλωσορίσματος σε τούτο τον κόσμο τον μικρό, τον μέγα. Μιλάγαμε για πολιτική τότε. Είχε το όραμα νόημα. Είχε χώρο η καρδιά.  Δεν δεχόταν τις αδικίες. Γελάγαμε μέχρι δακρύων και τρώγαμε σε μαγειριά. 
         Τα καλοκαιρινά βράδυα που είχε πανσέληνο τραβάγαμε το τραπεζάκι στο αδιέξοδο και διαβάζαμε για την εξεταστική. Διαβάζαμε κάτω από την Πανσέληνο με ερωτευμένες, πυρακτωμένες καρδιές. Εκείνη Ουρολογία και εγώ το ''Ένα παιδί μετράει τ΄΄άστρα'' και  τις ένα και δυο και τρια τότε Ωκεανογραφίες. Ακούγαμε από το κασσετόφωνο το Ederlezi, Cure, την Εκδίκηση της Γυφτιάς, Cave και Βαμβακάρη. 
         Πήραμε πτυχία με ξεκλείδωτες, φεγγαρολουσμένες καρδιές. Ακριβώς γιατί σπουδάσαμε στην επαρχία. Και αποφύγαμε. Γιατί αλήθεια είναι πως για να μεγαλώσεις με κάποιο τρόπο πρέπει να φύγεις. Να αποφύγεις.