Υπάρχει ένα είδος ταξιδιού που δεν θέλει βαλίτσες, ούτε εισητήρια. Ταξιδεύεις έτσι χωρίς να το καταλάβεις σε χώρες ονειρικές, αν πιστεύεις στα θαύματα. Εκεί που οι άνθρωποι ενδιαφέρονται ο ένας για τον άλλον. Εκεί που όταν ο ένας χάνει, ο άλλος συνθλίβεται.
Σ΄αυτές τις χώρες μπαίνεις από πόρτα μυστική. Μια κουβέντα φθάνει. Καμιά φορά μια εικόνα ή ένα βλέμμα. Έχω δει άνθρωπο να μπαίνει και από λυγμό. Το βλέμμα της κοπελιάς που κάθεται απέναντι στο τρένο. Ένα αγόρι που περνώντας τη διάβαση του παίρνει ο αέρας το εισητήριο. Δυο μονογράμματα χαραγμένα με σουγιά στο παγκάκι της πλατείας. Μια ιστορία που θα ακούσεις από το παλικάρι που αναπάντεχα βρέθηκε στο νοσοκομείο. Η παραφουσκωμένη τσάντα της που δεν αδειάζει ποτέ.
Έχει το ταξίδι μια τάξη, δυο τρεις φίλους, κάμποσα παθήματα μαθήματα, έχει ξεγελάσματα και τρίπλες απότομες, κοφτές, έχει χαστούκια στα μάγουλα, σκισίματα στα μπράτσα. Έχει πέρα - δώθε, γέλια μέχρι δακρύων, έχει στρατιωτάκια ακούνητα αγέλαστα και φτου ξελεφτερία για όλους. Έχει φάλτσα και σωστά, έχει λακούβες, καραμπόλες, έχει ένα σ΄αγαπώ να κρατάει μια ώρα, μια μέρα, μια πόλη. Έχει εσένα κι εμένα.
Είναι το ταξίδι άσκηση δύσκολης γεωμετρίας. Θέλει κότσια, γαστρικά υγρά, μυαλό και χέρι σίγουρο. Θέλει γήπεδο αλλά κι αν δεν βρει ολόκληρο, φθάνει μια πλατεία, μια σέντρα. Θέλει λόγια που δεν λέγονται ποτέ. Θέλει βήματα μετέωρα, διφορούμενα και ασαφή, απ΄αυτά που λες για να συμπεριλάβεις, για να μην ξεχάσεις την λαλιά τ΄ανθρώπου. Όπως απλά την μιλούσαν κάποτε στα καπηλειά. Θέλει ισημερινούς, κάθετες και παράλληλες συντεταγμένες να τις μετράς με το κουμπάσο και να χαράζεις πορείες. Ν΄αλλάζεις πορείες. Θέλει το άλμα, το πέταγμα, θέλει να δώσεις αίμα στα λόγια.
Το ταξίδι αντέχει εφτασφράγιστα μυστικά. Κρατάει υποσχέσεις. Δίνει όρκους, γράφει ιστορίες. Σβήνει ιστορίες. Ταξιδεύεις και αφήνεις το κλειδί στην γλάστρα με τα λουλούδια του διαδρόμου. Ο έρωτας είναι αιώνιος όσο κρατάει. Κι εσύ δεν ξέρεις πως είναι η πόλη χωρίς αυτόν. Στο τέλος μαθαίνεις. Το ταξίδι ούτε τα ''ναι'', ούτε τα ''όχι'' αγαπάει. Δεν βάζει διλήμματα. Αυτά είναι για μουσκεμένα πουλάκια μελλοθανάτων ή έστω μελλοζώντανων που αναζητούν απαντήσεις.
Το ταξίδι θέλει το χρόνο του, θέλει τον πόνο του. Θέλει κι εσένα να πιστεύεις στα θαύματα.
Φωτογραφία Ανν Λου
Φωτογραφία Ανν Λου
Τι όμορφο κείμενο!
ΑπάντησηΔιαγραφήμ' αρέσει
ΑπάντησηΔιαγραφήΈκανα ένα ταξίδι διαβάζοντας το
ΑπάντησηΔιαγραφήΌλα μια παράσταση σε ένα θέατρο, ανοίγουν οι βαριές κουρτίνες και κάπως αρχίζει. Μια κουρασμένη φωνή μας μεταφέρει σ' ένα παλιό σπίτι, με την αυλή του και το ραδιόφωνο του να παίζει παλιές μελωδίες της Βέμπο. Το γλυκό κεράσι σε ασημένιο πιατάκι καρτεράει την προσκεκλημένη, "μα που είναι, γιατί αργεί;" το άκουσα να λέει. Τελειώνει η παράσταση και η κενή θέση στη πρώτη σειρά, δεν ήταν ποτέ κενή, από την προηγούμενη μέρα ήταν εκεί, στο στήσιμο του χώρου. Το τελευταίο κομμάτι δεν αργεί, όλος ο θίασος της αυλής επί σκηνής τραγουδά, λίγο έλειψε να βουρκώσουν οι νότες του μουσικού στο γραμμόφωνο. Αυτή την μικρή ιστορία θυμήθηκα με το κείμενο σου, σα να 'ταν χθες, σα θαύμα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιούλη
...ἔτσι πρέπει νά ράβονται
ΑπάντησηΔιαγραφήοἱ σχέσεις κι οἱ ἐξαρτήσεις,
μέ ἀραιές χαλαρές βελονιές...
Κική Δημουλά
:)