Ζει δυο χρόνια τώρα σε μια υπόγεια γκαρσονιέρα στην οδό Ιθάκης. Είναι κάθετη στην Πατησίων στο ύψος της Εφορίας. Η καλύτερη δουλειά που μπόρεσε να βρει μετά από τρια χρόνια συμπαγούς ανεργίας είναι στην γραμματεία ενός μεγάλου δικηγορικού γραφείου. Μεσολάβησε ο θείος της ο Βασίλης, ο αδερφός της μάνας της για να την πάρουν. Με τον όρο γραμματεία σύντομα κατάλαβε πως εννοούσαν την χαμαλοδουλειά του γραφείου. Χαρτόσημα, εφορίες, υποθηκοφυλακείο, υπηρεσίες αλλοδαπών οκτώ με δυόμιση το ωράριο της. Πάλι καλά, είχε τουλάχιστον ένα μισθό.
Από το παράθυρο της βλέπει ό,τι περνάει και ό,τι στέκεται τριάντα πόντους πάνω από την επιφάνεια του πεζοδρομίου. Συνήθως δηλαδή γυμνές γάμπες, πατζάκια, παπούτσια, γατιά, σκυλιά, ρόδες και περιστέρια. Όταν νοίκιασε το σπίτι, ο ιδιοκτήτης παραξενεύθηκε που ήταν Ελληνίδα. Χρόνια τώρα στα υπόγεια στοιβάζονται Αφγανοί, Πακιστανοί, Σύριοι, ξένοι γενικώς. Και ο αέρας δεν σταματά ποτέ να μυρίζει κάρυ, κόλιαντρο και σκόρδο. Τα οικονομικά της δεν άφηναν περιθώρια. Οι λίγες οικονομίες που κατόρθωνε να μαζέψει ήταν ο μόνος τρόπος να κλείσει το υπόγειο καμιά βδομάδα τον Αύγουστο. Κι αυτό δεν το διαπραγματευόταν. Τουλάχιστον όχι ακόμα τώρα που ήταν τριάντα.
Έμαθε να διακρίνει τους περαστικούς από τους βηματισμούς πάνω στο πεζοδρόμιο, όπως ο ψαράς διαβάζει τις φάσεις του φεγγαριού για να προβλέψει τη ψαριά του. Διακρίνει το γρήγορο, θυμωμένο βηματισμό του κακοπληρωμένου υπαλλήλου που κτυπά τις βρώμικες πλάκες όπως η βελόνα της ραπτομηχανής τρυπά το ύφασμα. Διακρίνει το φιλήδονο περπάτημα μιας γυναίκα με ψηλοτάκουνες γόβες που πάει να χορτάσει φθηνούς έρωτες. Το χαρούμενο, γοργό των αθλητικών με τα λυτά κορδόνια. Μέχρι στοίχημα βάζει πως αν βγει την ίδια στιγμή θα δει την πλάτη ενός φοιτητή που μόλις πέρασε έξω από το υπόγειο της με την τσάντα του στην πλάτη και τρέχει να συναντήσει το κορίτσι του. Ίσως για να πάνε σινεμά ή για να περπατήσουν αγκαλιά μέχρι την σχολή. Έμαθε να διακρίνει τις γερόντισσες που σέρνουν τα βήματα τους δίπλα στη ξένη που τις φυλάει τώρα που η ζωή τους γέμισε άνοια και τα παιδιά τους δεν προλαβαίνουν να τις φροντίσουν. Την αλλοδαπή μάνα που περνά γρήγορα επιστρέφοντας από την δουλειά στα βόρεια προάστια και τρέχει να συναντήσει τα παιδιά της που ξεροσταλιάζουν μόνα τους. Το τρεμουλιαστό βήμα αυτού που πίνει πρωί και βράδυ και δεν την παλεύει. Όλα τα διακρίνει.
Το ερώτημα που γεννιέται είναι πως, αφού διακρίνει τόσα πολλά βλέποντας τόσα λίγα και αφού τελικά τα συμπεράσματα της είναι αποτέλεσμα βαθειάς παρατήρησης και ενδιαφέροντος, γιατί δεν βγαίνει έξω να δει την συνολική εικόνα; Κάποιος μπορεί να έλεγε πως δεν βγαίνει γιατί είναι αντικοινωνική. Πως όλα αυτά με το υπόγειο και τα οικονομικά είναι μια δήθεν πρόφαση και πως φοβάται, έχει κρίσεις πανικού και πως ενδεχομένως θα έπρεπε να μάθει να ζει μ΄αυτές. Πως έχει φόβο θανάτου και πως βλέπει σ΄όλα ένα τέλος και πως από εκεί προκύπτει όλη η μελαγχολία της.
Λοιπόν μας απαντάει πως αφού μπορεί να διακρίνει τόσα πολλά απο κει που βρίσκεται κοιτάζοντας μονάχα τα πόδιια των ανθρώπων τρομάζει πολύ στην ιδέα του πόσα πολλά θα μπορούσε να διακρίνει αν κοίταζε βαθειά μέσα στα μάτια τους.
Φωτογραφία από την ταινία ''Roma'' του Alfonso Cuaron
Φωτογραφία από την ταινία ''Roma'' του Alfonso Cuaron