Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019

Είναι κάποια που ζει σ΄ένα υπόγειο







         Ζει δυο χρόνια τώρα σε μια υπόγεια γκαρσονιέρα στην οδό Ιθάκης. Είναι κάθετη στην Πατησίων στο ύψος της Εφορίας. Η καλύτερη δουλειά που μπόρεσε να βρει μετά από τρια χρόνια συμπαγούς ανεργίας είναι στην γραμματεία ενός μεγάλου δικηγορικού γραφείου. Μεσολάβησε ο θείος της ο Βασίλης, ο αδερφός της μάνας της για να την πάρουν. Με τον όρο γραμματεία σύντομα κατάλαβε πως εννοούσαν την χαμαλοδουλειά του γραφείου.   Χαρτόσημα, εφορίες, υποθηκοφυλακείο, υπηρεσίες αλλοδαπών οκτώ με δυόμιση το ωράριο της. Πάλι καλά, είχε τουλάχιστον ένα μισθό. 
      Από το παράθυρο της βλέπει ό,τι περνάει και ό,τι στέκεται τριάντα πόντους πάνω από την επιφάνεια του πεζοδρομίου. Συνήθως δηλαδή γυμνές γάμπες, πατζάκια, παπούτσια, γατιά, σκυλιά, ρόδες και περιστέρια. Όταν νοίκιασε το σπίτι, ο ιδιοκτήτης παραξενεύθηκε που ήταν Ελληνίδα. Χρόνια τώρα στα υπόγεια στοιβάζονται Αφγανοί, Πακιστανοί, Σύριοι, ξένοι γενικώς. Και ο αέρας δεν σταματά ποτέ να μυρίζει κάρυ, κόλιαντρο και σκόρδο. Τα οικονομικά της δεν άφηναν περιθώρια. Οι λίγες οικονομίες που κατόρθωνε να μαζέψει  ήταν ο μόνος τρόπος να κλείσει το υπόγειο καμιά βδομάδα τον Αύγουστο. Κι αυτό δεν το διαπραγματευόταν. Τουλάχιστον όχι ακόμα τώρα που ήταν τριάντα. 
     Έμαθε  να διακρίνει τους περαστικούς από τους βηματισμούς πάνω στο πεζοδρόμιο, όπως ο ψαράς διαβάζει τις φάσεις του φεγγαριού για να προβλέψει τη ψαριά του. Διακρίνει το γρήγορο, θυμωμένο βηματισμό του κακοπληρωμένου υπαλλήλου που κτυπά τις βρώμικες πλάκες όπως η βελόνα της ραπτομηχανής τρυπά το ύφασμα. Διακρίνει το φιλήδονο περπάτημα μιας γυναίκα με ψηλοτάκουνες γόβες που πάει να χορτάσει φθηνούς έρωτες. Το χαρούμενο, γοργό των αθλητικών με τα λυτά κορδόνια. Μέχρι στοίχημα βάζει πως αν βγει την ίδια στιγμή θα δει την πλάτη ενός φοιτητή που μόλις πέρασε έξω από το υπόγειο της με την τσάντα του στην πλάτη και τρέχει να συναντήσει το κορίτσι του. Ίσως για να πάνε σινεμά ή για να περπατήσουν αγκαλιά μέχρι την σχολή. Έμαθε να διακρίνει τις γερόντισσες που σέρνουν τα βήματα τους δίπλα στη ξένη που τις φυλάει τώρα που η ζωή τους γέμισε άνοια και τα παιδιά τους δεν προλαβαίνουν να τις φροντίσουν. Την αλλοδαπή μάνα που περνά γρήγορα επιστρέφοντας από την δουλειά στα βόρεια προάστια και τρέχει να συναντήσει τα παιδιά της που ξεροσταλιάζουν μόνα τους. Το τρεμουλιαστό βήμα αυτού που πίνει πρωί και βράδυ και δεν την παλεύει. Όλα τα διακρίνει.
        Το ερώτημα που γεννιέται είναι πως, αφού διακρίνει τόσα πολλά βλέποντας τόσα λίγα και αφού τελικά τα συμπεράσματα της είναι αποτέλεσμα βαθειάς παρατήρησης και ενδιαφέροντος, γιατί δεν βγαίνει έξω να δει την συνολική εικόνα; Κάποιος μπορεί να έλεγε πως δεν βγαίνει γιατί είναι αντικοινωνική. Πως όλα αυτά με το υπόγειο και τα οικονομικά είναι μια δήθεν πρόφαση και πως φοβάται, έχει κρίσεις πανικού και πως ενδεχομένως θα έπρεπε να μάθει να ζει μ΄αυτές. Πως έχει φόβο θανάτου και πως βλέπει σ΄όλα ένα τέλος και πως από εκεί προκύπτει όλη η μελαγχολία της. 
       Λοιπόν μας απαντάει πως αφού μπορεί να διακρίνει τόσα πολλά απο κει που βρίσκεται κοιτάζοντας μονάχα τα πόδιια των ανθρώπων τρομάζει πολύ στην ιδέα του πόσα πολλά θα μπορούσε να διακρίνει αν κοίταζε βαθειά μέσα στα μάτια τους.


Φωτογραφία από την ταινία ''Roma'' του Alfonso Cuaron

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2019

Ο φάρος

 


     Τα καλοκαίρια πήγαινε στο νησί. Ήταν απ΄αυτούς που ξεχνιόταν περπατώντας χαράματα με τα χέρια στις τσέπες.Έφθανε μέχρι τον Φάρο, στο πιο απομακρυσμένο άκρο του νησιού. Χρόνια τώρα ο φάρος είχε πάψει να φωτοβολεί. Ένας απόκρημνος, σιωπηλός, ήρεμος μοναχός απέναντι στις διαθέσεις της θάλασσας. Κάθε φορά που περνούσε από το Φάρο ήλπιζε πως θα βρει την πόρτα ξεκλείδωτη και θα μπορούσε να μπει μέσα, να φθάσει στο τελευταίο επίπεδο, στον κλωβό και από εκεί να δει τη θάλασσα. Η κάθε δοκιμή έκρυβε μια ανεξήγητη ελπίδα. Ο φάρος όμως από τότε που μετέθεσαν τον φαροφύλακα στην υπηρεσία μιας αποθήκης υλικών της ΔΕΗ παρέμενε πάντα κλειστός. 
        Όταν μαζεύονταν οι μέρες και έπρεπε να επιστρέψει στο κλεινόν άστυ, πετούσε τα ρούχα του ανακατεμένα στην βαλίτσα και έφευγε. Ήθελε όταν επέστρεφε και άνοιγε τη βαλίτσα, η αταξία της να πιάσει όλο το σπίτι, να βγει στη βεράντα, να ξεφύγει σε όλη τη γειτονιά, στους ανθρώπους, στα περίπτερα, στις συνειδήσεις τους. Μαζί να ελευθερωθεί και η μυρωδιά του νησιού, τα πρωινά κελαϊδίσματα των πουλιών, των τζιτζικιών, ο παφλασμός των κυμάτων, τα χρώματα της ανατολής, της έναστρης νύχτας. Να μυρίσει η γειτονιά ντομάτα, βασιλικό, γιασεμί και γαύρο με κρεμμυδάκι τηγανιτό. Να συμπαρασυρθούν μέσα στην αταξία όλες οι διαφορές, να μηδενιστούν οι αποστάσεις, να γίνουν τ΄αδύναμα δυνατά. Να μάθουν όλοι οι γείτονες τα πάντα για το νησί, για το φάρο και τη θάλασσα. Να τα μάθουν όλα από την αρχή έτσι που να βρίσκουν ελεύθερη είσοδο οι μυρωδιές, οι γεύσεις και τ΄αερικά να εισχωρούν στο βάθος τους. Να έχει  ο κάθε χειμώνας το καλοκαίρι του.
     Λίγες μέρες πριν φύγει το αποφάσισε. Μάζεψε τα εργαλεία που του χρειάζονταν, και ένα βράδυ με μεγάλο φεγγάρι άνοιξε την πόρτα του φάρου με κατσαβίδι.Ήταν πολύ πιο εύκολο απ΄όσο είχε φαντασθεί. Η πόρτα άνοιγε μέσα σ΄ένα μικρό, απλό δωμάτιο με άσπρους σοβαντισμένους τοίχους. Ένα ξύλινο τραπέζι κολλημένο στο τοίχο και τριγύρω τρεις καρέκλες. Στον απέναντι τοίχο ένα ντιβάνι εκστρατείας με μια μαύρη μάλλινη κουβέρτα. Πάνω στο τραπέζι μια κιτρινισμένη εφημερίδα του τοπικού τύπου, μια κασετίνα Καρέλια, ένα άδειο σταχτοδοχείο, ένα τρανζιστοράκι και ένας μικρός Άι Νικόλας. Στην άκρη του δωματίου κολλημένη στο τοίχο  μια ξύλινη, βαμμένη με οινοπνευματί λαδομπογιά σκάλα, χωρίς κουπαστή. Έφθασε στο κλωβό. Εδώ ανάμεσα στα κάτοπτρα, τους φακούς και τους λαμπτήρες κτυπούσε η καρδιά του φάρου.
     Τι έφταιγε και ο φάρος είχε πάψει να φωτοβολεί; Έριξε μια ματιά τριγύρω. Δεν έβλεπε τίποτα. Όλα ήταν στην θέση τους. Άνθρωπος όμως δεν υπήρχε ν΄ανάψει τον φάρο. Τα καινούργια συστήματα των ηλιακών φάρων ανάβουν μόνα τους, δεν χρειάζονται ανθρώπινο άγγιγμα. Ρύθμισε  το συρματόσχοινο με το βαρίδι που αποτελούσε το βασικό μηχανισμό περιστροφής και ο φάρος άναψε.  Ρυθμικές αναλαμπές ξεχύθηκαν ξανά στο λιμάνι. Βγήκε έξω στον μικρό εξώστη, ακούμπησε στα κιγκλιδώματα κι ανάσανε βαθιά. Έφθασε το ιώδιο μέχρι το συκώτι του.
       Όταν οι κάτοικοι του νησιού είδαν τον Φάρο να δουλεύει δεν πίστευαν αυτό που έβλεπαν. Ο φαροφύλακας έλειπε χρόνια, θαύματα δεν γίνονται, κι αν γίνονται αυτοί δεν τα πιστεύουν. 'Οπως δεν πιστεύουν τα καράβια την υπόσχεση που τους δίνει ένα λιμάνι. Πως όταν επιστρέψουν από τα μακρινά ταξίδια τους, η καρδιά του θα κτυπάει ακόμα γι αυτά με ρυθμικές αναλαμπές από το πιο ψηλό σημείο του φάρου. Και πως θα μπορέσουν να αγκυροβολήσουν στο λιμάνι με ασφάλεια. Όχι σαν σύμβουλος, ούτε σαν καθοδηγητής, αλλά σαν πατρίδα. Η θύελλα να έρχεται, να σκεπάζει τα παράθυρα αφρός, τα πουλιά να χιμούν στο φανάρι, όλος ο τόπος να σείεται και ο φάρος να στέκεται εκεί ακούραστος φρουρός. 
      Αυτό ήθελε. Με μια ακατάστατη βαλίτσα στο χέρι ξεκίνησε για τον επόμενο χειμώνα του.