Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2019

Χριστούγεννα






     Χριστούγεννα για μένα είναι να συνειδητοποιώ πόσο θα ήθελα να ήμουν ξανά παιδί. Να μπορώ να βλέπω πιο καθαρά όσα δεν φαίνονται και λιγότερο καθαρά όσα φαίνονται. Να μην επιβιώνω αναγκαστικά μέσα σε πολέμους. Να πιστεύω χωρίς να ζητώ αποδείξεις. Να αδιαφορώ πανηγυρικά για το χρόνο. Να παίζω χωρίς να φοβάμαι και χωρίς να βιάζομαι. Να μπορώ να αλλάζω στο πι και φι οριστικά. Να μου επιτρέπεται να είμαι θνητή. Τα όνειρα μου να είναι ασχημάτιστα. Να μην με πλακώνει καμιά παλιά συνταγή. Να πέφτω, ν'αρρωσταίνω, να σκοτώνομαι, να γίνομαι χάλια και σε λεπτά να τελειώνουν όλα αυτά. Να μην χρειάζεται και να μην πρέπει. Να μην ζω με αναμνήσεις. Να με προσέχουν. Να με φροντίζουν. Να μην ευθύνομαι παντού και πάντα. Να κάνω εύκολα φιλίες στο δίπλα θρανίο. Να περιμένω αλλά να είναι σαν να μην περιμένω. Να παίρνω το φιλί της καληνύχτας και στα χείλη της μάνας και του του πατέρα μου να παίρνω την επιβεβαίωση πως αύριο θα είναι όλα εκεί ξανά τα ίδια, τίποτα δεν θα έχει χαθεί. Να πιστεύω σε παραμύθια. Να ζω μέσα στα βεγγαλικά. 
     Για όσα παιδιά σήμερα δεν είναι τα πράγματα έτσι, τα Χριστούγεννα δεν υπάρχουν. Κι αν τα περιμένουν είναι ακριβώς γιατί είναι παιδιά. 

Χρόνια πολλά σε όλους.

Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2019

Η σκιούλα




   Βραδάκι γύρω στις εννιά έφθασαν. Πέντε ήταν χωρίς τη Μαρία. Αν τελείωνε νωρίς θα ερχόταν κατευθείαν εκεί τους είχε πει. Δεν την πίστεψε. Κανείς από την παρέα δεν την πίστεψε. Τις περισσότερες φορές δεν την πάλευε η Μαρία μετά από δέκα ώρες δουλειά. Δεν της είπαν πως όλο τα ίδια λέει και πως ποτέ δεν πάει. Δεν ήθελαν να την κακοκαρδίσουν που ήταν γλυκό παιδί και τα έπαιρνε όλα κατάκαρδα.
  Στην μέση της αυλής δέσποζε ένας μεγάλος πλάτανος. Τα κιτρινισμένα φύλλα του πεσμένα κάτω, έστρωναν χαλί για να περάσεις. Η αυλή γυμνή, τα τραπεζάκια μαζεμένα, σπεπασμένα με μουσαμά σε μια γωνία. Οι καρέκλες στιβαγμένες κι αυτές, η μια πάνω στην άλλη, περίμεναν το επόμενο καλοκαίρι. Δεκέμβρης μήνας, το κρύο δεν άφηνε να καθήσεις έξω. Μέσα ήταν όλα κι όλα καμιά δεκαριά τραπέζια. Στρωμένα με τραπεζομάντηλο καρώ,  άσπρες και κόκκινες γραμμούλες. Λάδι, ξύδι, αλάτι, πιπέρι πάνω σε κάθε τραπέζι. Στην άκρη αναμμένο ένα τζάκι, έκοβε την υγρασία. 
  Βρήκε πως η θερμοκρασία ήταν η απολύτως σωστή. Ούτε πολύ κρύο, ούτε πολλή ζέστη. Τόσο όσο, όπως του άρεσε να λέει. Βρήκαν μέσα τρεις τέσσερις παρέες. Κάθησαν και αναζήτησαν τον κατάλογο. 
- Δεν υπάρχει παιδιά κατάλογος. Πέντε πράγματα έχουμε όλα κι όλα. 
- Για πες μάστορα.
- Λοιπόν, κεφτεδάκια, πατάτες τηγανητές, σαλάτα λάχανο, σαλάτα μαρούλι. Έχω και δυο μερίδες κοτόπουλο κοκκινιστό. 
Βρήκε πως το φαγητό ήταν όσο έπρεπε. Ούτε πολύ, ούτε λίγο. Τόσο όσο, όπως του άρεσε πάντα να λέει. 
Την ώρα που ήρθε το κρασί, πήρε ένα παιδί από το άλλο τραπέζι να παίζει μπουζούκι. 

''Μεσοπέλαγα αρμενίζω κι έχω πλώρα τον καημό
κι έχω την αγάπη πρύμα κι άλμπουρο τον χωρισμό"

Τσούγκριζαν τα ποτήρια τους, έπιναν και τραγουδούσαν. Σαν αυτό το φαγητό δεν είχε ξαναφάει.
''Μιλώ με τα ψηλά τ΄απάτητα βουνά
και τους μιλώ για σένα.
Πως έχεις ομορφιά και φρύδια τοξωτά 
σαν πέτρινα γεφύρια
Άμοιρη ψυχή μην ξεγελαστείς'' 
     
      Σηκώθηκε να χορέψει. Σιχαινόταν τα λόγια τα συμβολικά, τα ποιήματα με μήνυμα, τους λεκτικούς χειμάρρους. Του άρεσαν μόνο όσα κι όσους του αντιστάθηκαν. Αυτούς που ποτέ δεν νοιάστηκαν αν του αρέσουν. Που περπατούν αδιάφορα με τα χέρια μέσα στις τσέπες. Τους ανθρώπους ποιήματα που ζούνε έξω από τα βιβλία.
Πολλά βράδια πριν πέσει στο κρεβάτι σκεφτόταν πως σηκωνόταν να χορέψει και πως οι φίλοι του έπαιζαν παλαμάκια γύρω του. Φορούσε μετά τις παιδικές πιτζάμες του και περνούσε στο ριγωτό του ύπνου σαν τον στρατιώτη που βουτάει στο χαράκωμα απ΄όπου δεν γνώριζε πότε κι αν θα ξαναβγεί.  
Τέλειωσε ο χορός. Τελείωσε αυτή η στιγμή. 
    Βγαίνοντας από το μαγαζί έψαξε να δει πως το λένε. ''Η σκιούλα''. Έτσι έλεγαν την ταβέρνα. Οι φίλοι ζούνε πια μόνο στις πόλεις του μυαλού τους. Χαράματα γύρισε μόνος του στο σπίτι.


Φωτογραφία Λουκάς Βασιλικός



Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2019

Όλα ψέμα




     Στους δρόμους περνά η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου. Στα φανάρια, στις διαβάσεις, στις στάσεις, η Ευτυχία με το τσεμπέρι της, μας κοιτά πίσω από τα μεγάλα, κοκκάλινα γυαλιά της. Κολλημένη στο καπό των λεωφορείων κάνει τις βόλτες της έξω από το χωρόχρονο που κουβαλάμε στερεοτυπικά μέσα στα κεφάλια μας. Η Ευτυχία επέστρεψε από την άλλη ζωή. Παίζουν λέει την ζωή της ταινία και την διαφημίζουν. 
     Η Ευτυχία καπνίζει πολλά τσιγάρα για ν' αδειάζουν τα κουτιά, να έχει χαρτί να γράφει στίχους. Σαν πεθάνω Χάρε μου να σ΄έχω νικήσει καμιά χιλιάδα τραγούδια. Γλυστρά από το άπειρο και πέφτει δίπλα μας, στρίβει στο επόμενο στενό, μπαίνει στην διπλανή πόρτα. Σκυβει και ακούει τα πάντα, τους ψιθύρους και τα αγκομαχητά. Άνθρωποι πισθάγκωνα δεμένοι περιμένουν την τιμωρία. Η Χρυσή Αυγή αθωώνεται. Η Ευτυχία σιγοτραγουδάει ''όλα είναι ένα ψέμα, μια ανάσα, μια πνοή. Σαν λουλούδι κάποιο χέρι θα μας κόψει μιαν αυγή''. 

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2019

Δυο παιδιά μιλάνε



   Δυο παιδιά μιλάνε. 
Το ένα είναι ένα μικρό παιδί, γύρω στα 7, ορφανό που κατοικεί σε μια δομή φιλοξενίας, που πάει στο σχολείο, δεν έχει στολισμένο δέντρο, δεν έχει παιχνίδια, δεν έχει δικό του δωμάτιο, χρωματιστούς τοίχους και στολίδια, δεν ξεκινά από την ίδια αφετηρία. Το άλλο είναι ένα μεγαλύτερο παιδί γύρω στα 16 που έχει γονείς, που πάει σχολείο, που έχει στολισμένο δέντρο, κουραμπιέδες, μελομακάρονα, παιχνίδια, βιβλία, που ξεκινά από μια ''κανονική" αφετηρία. 

- Να σου πω, εγώ δεν πιστεύω στον Άγιο Βασίλη, λέει το μικρό στο μεγαλύτερο.
- Μα γιατί; Τα δώρα; Κάποιος φέρνει τα δώρα. 
- Εγώ δεν είχα ποτέ δώρα. Κανείς δεν μου έδωσε ποτέ δώρα. 
- Ούτε εμένα μου έδωσε κανείς. Όμως εκείνες τις μέρες νιώθω μια παράξενη χαρά και λέω μέσα μου ότι αυτή η χαρά είναι δώρο. Αυτή η χαρά είναι για μένα το δώρο. 

  Το μικρότερο παιδί κοιτά το μεγαλύτερο με ένα βλέμμα απορίας και ταυτόχρονης έκπληξης. Τα έχουν αυτά τα ανθρώπινα βλέμματα. Χωρούν ταυτόχρονα πολλά, τα πάντα και κάποιες φορές το τίποτα. Σε δευτερόλεπτα του σκάει ένα χαμόγελο. Είναι πλέον φίλοι. 
Το μεγαλύτερο παιδί λέει ψέμματα στο μικρότερο. Έχει λάβει πολλά δώρα. Αποφασίζει αυθόρμητα να γλυστρήσει έξω από την συνθήκη. Είναι ένα ψέμμα αναγκαίο. Είναι ένα νανούρισμα. Ίδιο και απαράλλαχτο με το νανούρισμα που μια μάνα τραγουδάει στο μωρό της όταν έχει κολικούς. Ποτέ κανείς δεν βρήκε τι σημαίνει ένας κολικός. Τι είναι αυτό που συνταράσσει ένα μωρό και κλαίει σπραξικάρδια. Δεν ξέρει η ιατρική τι είναι ο κολικός. Μια μάνα όμως ξέρει. Και στην θέση της μάνας, ίσως και ακόμα καλύτερα μπορεί να μπει ο κάθε άνθρωπος ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, τάξης που μπορεί να πει στον συνάνθρωπο του ''Βάστα καρδιά μου''. Βάστα, μη φοβάσαι. 


Φωτογραφία Ανν Λου