Βραδάκι γύρω στις εννιά έφθασαν. Πέντε ήταν χωρίς τη Μαρία. Αν τελείωνε νωρίς θα ερχόταν κατευθείαν εκεί τους είχε πει. Δεν την πίστεψε. Κανείς από την παρέα δεν την πίστεψε. Τις περισσότερες φορές δεν την πάλευε η Μαρία μετά από δέκα ώρες δουλειά. Δεν της είπαν πως όλο τα ίδια λέει και πως ποτέ δεν πάει. Δεν ήθελαν να την κακοκαρδίσουν που ήταν γλυκό παιδί και τα έπαιρνε όλα κατάκαρδα.
Στην μέση της αυλής δέσποζε ένας μεγάλος πλάτανος. Τα κιτρινισμένα φύλλα του πεσμένα κάτω, έστρωναν χαλί για να περάσεις. Η αυλή γυμνή, τα τραπεζάκια μαζεμένα, σπεπασμένα με μουσαμά σε μια γωνία. Οι καρέκλες στιβαγμένες κι αυτές, η μια πάνω στην άλλη, περίμεναν το επόμενο καλοκαίρι. Δεκέμβρης μήνας, το κρύο δεν άφηνε να καθήσεις έξω. Μέσα ήταν όλα κι όλα καμιά δεκαριά τραπέζια. Στρωμένα με τραπεζομάντηλο καρώ, άσπρες και κόκκινες γραμμούλες. Λάδι, ξύδι, αλάτι, πιπέρι πάνω σε κάθε τραπέζι. Στην άκρη αναμμένο ένα τζάκι, έκοβε την υγρασία.
Βρήκε πως η θερμοκρασία ήταν η απολύτως σωστή. Ούτε πολύ κρύο, ούτε πολλή ζέστη. Τόσο όσο, όπως του άρεσε να λέει. Βρήκαν μέσα τρεις τέσσερις παρέες. Κάθησαν και αναζήτησαν τον κατάλογο.
- Δεν υπάρχει παιδιά κατάλογος. Πέντε πράγματα έχουμε όλα κι όλα.
- Για πες μάστορα.
- Λοιπόν, κεφτεδάκια, πατάτες τηγανητές, σαλάτα λάχανο, σαλάτα μαρούλι. Έχω και δυο μερίδες κοτόπουλο κοκκινιστό.
Βρήκε πως το φαγητό ήταν όσο έπρεπε. Ούτε πολύ, ούτε λίγο. Τόσο όσο, όπως του άρεσε πάντα να λέει.
Την ώρα που ήρθε το κρασί, πήρε ένα παιδί από το άλλο τραπέζι να παίζει μπουζούκι.
''Μεσοπέλαγα αρμενίζω κι έχω πλώρα τον καημό
κι έχω την αγάπη πρύμα κι άλμπουρο τον χωρισμό"
Τσούγκριζαν τα ποτήρια τους, έπιναν και τραγουδούσαν. Σαν αυτό το φαγητό δεν είχε ξαναφάει.
''Μιλώ με τα ψηλά τ΄απάτητα βουνά
και τους μιλώ για σένα.
Πως έχεις ομορφιά και φρύδια τοξωτά
σαν πέτρινα γεφύρια
Άμοιρη ψυχή μην ξεγελαστείς''
Σηκώθηκε να χορέψει. Σιχαινόταν τα λόγια τα συμβολικά, τα ποιήματα με μήνυμα, τους λεκτικούς χειμάρρους. Του άρεσαν μόνο όσα κι όσους του αντιστάθηκαν. Αυτούς που ποτέ δεν νοιάστηκαν αν του αρέσουν. Που περπατούν αδιάφορα με τα χέρια μέσα στις τσέπες. Τους ανθρώπους ποιήματα που ζούνε έξω από τα βιβλία.
Πολλά βράδια πριν πέσει στο κρεβάτι σκεφτόταν πως σηκωνόταν να χορέψει και πως οι φίλοι του έπαιζαν παλαμάκια γύρω του. Φορούσε μετά τις παιδικές πιτζάμες του και περνούσε στο ριγωτό του ύπνου σαν τον στρατιώτη που βουτάει στο χαράκωμα απ΄όπου δεν γνώριζε πότε κι αν θα ξαναβγεί.
Τέλειωσε ο χορός. Τελείωσε αυτή η στιγμή.
Βγαίνοντας από το μαγαζί έψαξε να δει πως το λένε. ''Η σκιούλα''. Έτσι έλεγαν την ταβέρνα. Οι φίλοι ζούνε πια μόνο στις πόλεις του μυαλού τους. Χαράματα γύρισε μόνος του στο σπίτι.
Φωτογραφία Λουκάς Βασιλικός