Κυριακή 26 Απριλίου 2020

Αυτές είναι οι λέξεις




           Τότε δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα ερχόταν ο καιρός που θα είχε μεγάλη αξία  ν΄απαντήσει. Πως θα κρέμονταν από τα χείλη της και θα βρισκόταν στο επίκεντρο των ερωτήσεων. Αυτό πια της ήταν αδιανόητο, απίστευτο. Πως θα τη ρωτούσαν το πώς ήταν και πώς ένιωθε όλη αυτή την εποχή. Μια μικρή σταγόνα ήταν αυτή η εποχή. Δείγμα χρόνου ήταν. Τι είναι κάποιοι μήνες μπροστά στο χείμμαρο της ζωής; Αμεληταίος χρόνος. Μια ασήμαντη διαρροή χρόνου. 
         Ήρθαν όμως τα πράγματα έτσι που τη ρώτησαν. Πώς έμοιαζε η μέρα τότε; Πώς μύριζε ο χρόνος; Τι της έλειψε περισσότερο και τι ήθελε απεγνωσμένα να συμβεί αλλά αργούσε. Αν η διάκριση μεταξύ πρωινού, μεσημεριού και νύχτας ήταν ευδιάκριτη κι αν εκείνη ήταν εκεί, αληθινή και όπως ήξερε να είναι. Αν υπήρχε πριν κι αν θυμόταν πως λίγο νωρίτερα απ΄όλα αυτά είχε υπάρξει. Αυτά μεταξύ άλλων τη ρώτησαν οι ειδικοί της επιστήμης εκείνης, που μελετά τις αναμνήσεις και μετρά τις νοσταλγίες. Τη ρώτησαν τι γεύση είχε το φαγητό. Αν  εξακολουθούσε ν΄ασφαλίζει τα παντζούρια τη νύχτα. Πώς ξεκίνησαν όλα; Πώς κύλησαν τα γεγονότα; Αν θυμόταν τις  καταστάσεις στις οποίες είχε περιέλθει.
Τέλος τη ρώτησαν αν μπόρεσε μετά απ΄αυτό να συνεχίσει από εκεί που είχε σταματήσει.
        Δεν ήξερε από πού να αρχίσει. Θα προσπαθούσε να μιλήσει για τα γεγονότα χωρίς να απαντήσει σε ερωτήσεις. Οι λέξεις είναι νερό. Ταξιδεύουν μαζί με το αίμα. Διαπερνούν όλα τα ζωτικά όργανα και καταλήγουν στο στόμα. Αυτές είναι οι λέξεις. Όλα τ΄άλλα είναι σκέψεις.
       Δεν θυμάται πώς βρέθηκε σ' αυτή τη θέση. Όλα άρχισαν ξαφνικά. Θυμόταν πως λίγες μέρες πριν πίνανε μπύρες με τον Σαράντη στο Cusco. Καθόντουσαν έξω γιατί είχε καλό καιρό και μιλούσαν για βιβλία. Ένα απόγευμα γύρισε από τη δουλειά και κλείστηκε στο σπίτι. Η μηχανή έπιασε σκόνη. Ξεκίνησε μια καινούργια κατάσταση για λόγους υγείας είπαν. Τα δελτία έπαιζαν αριθμούς νεκρών σε όλο το κόσμο. Οι άνθρωποι έβγαιναν το βράδυ στα μπαλκόνια για να χειροκροτήσουν τους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό. Το κεφάλι της γέμιζε με απορίες. Στα αυτιά της σφύριζαν θεωρίες. Έπρεπε να μένει μέσα αν ήθελε να συνεχίσει να υπάρχει. Να δουλεύει είπαν από το σπίτι, να κρατάει δυο μέτρα απόσταση και να πηγαίνει στο σούπερ μάρκετ για τα απαραίτητα. Προσαρμόσθηκε.
       Με το γέλιο δυσκολεύθηκε. Δεν της έβγαινε να γελάσει. Οι άλλοι όσοι ζουν με άλλους, άραγε γελάνε, αναρρωτιόταν; Δεν φταίει η συνθήκη. Η καταδίκη της εκδοχής της φταίει, που ήταν μόνη σ΄αυτή την ιστορία. Έψαξε παλιές φωτογραφίες. Βρήκε αυτές που γελούσε. Στο παρελθόν γελούσε. Στο παρόν δεν μπορούσε να γελάσει. Το ψωμί όμως ήταν γλυκό. Η γλυσίνα είχε ανθίσει. Τα απογεύματα έπινε καφέ και μύριζε την διακριτική της μυρωδιά. Στο δρόμο που περνούσε κάτω από το σπίτι της επικρατούσε τώρα ησυχία. Στο κεφάλι της επικρατούσε ησυχία. Ήταν μια επιβεβλημένη αργία. Ο χρόνος άρχισε να κινείται σε πιο αργό ρυθμό. Δεν είχε καμιά σημασία να αγχωθεί αφού έτσι κι αλλιώς η πρόσθεση δεν έβγαινε, τα χρήματα δεν έφθαναν, η λογική στέρευε, λύσεις δεν υπήρχαν ούτε καν για τους δυνατούς λύτες. Μόνο η ζωή και η αξία της έμενε.
      Της έλειπαν οι φίλοι της. Της έλειπε εκείνη η στιγμή που θα βούταγε στη θάλασσα. Πρώτο μπάνιο στη θάλασσα μετά από το βαρύ χειμώνα. Το αλάτι στο μπράτσο της και η παγωμένη μπύρα. Να ξεκαρδίζεται στα γέλια. Να την κουβαλάει στους ώμους του σε όλη την συναυλία. Το φιλί του. Να κάνει ισορροπία στην άκρη του μώλου και να την παρακαλάει να γυρίσει. Η προσδοκία εκείνης της άλλης εκδοχής της που δεν είχε προλάβει ακόμα ν' ανθίσει.
       Έβαλε ένα δίσκο στο πικάπ. Bill Evans Peace Piece. Ήξερε πως δεν ήθελε να γυρίσει στην παλιά συνθήκη. Ούτε η καινούργια κατάσταση της έκανε. Κάτι άλλο, διαφορετικό. Κάτι που να κρατάει το δρόμο σε ησυχία, που από τα ανοικτά παράθυρα να ακούγονται μουσικές. Οι άνθρωποι να μην πεθαίνουν. Οι άνθρωποι να προλαβαίνουν να ακούνε μουσική. Να ξεκαρδίζονται στα γέλια, να ισορροπούν. Οι ντομάτες να μυρίζουν ντομάτες, τα παιδιά να είναι ελεύθερα, να παίζουν στις γειτονιές. Η βάρκα του έρωτα εσαεί να ταξιδεύει. Κι εμείς εκτάκτως μαζί της.
       

        

Παρασκευή 17 Απριλίου 2020

Μυρωδιά γιασεμιού





    
   


     Στον κόσμο μας ανέτειλε η μέρα που διέκρινε με όρια ευδιάκριτα και συγκεκριμένα το έξω από το μέσα. Μείναμε μέσα. Μείναμε μέσα σε μια βραδυφλεγή σιωπή που μέσα στην αξιοπρέπεια της κουβαλούσε τόνους δυναμίτη. Διατηρήσαμε την προσδοκία να βγούμε και πάλι έξω. Αναζητήσαμε τις παλιές συνταγές των μανάδων, των γιαγιάδων και των δημοφιλών μαγείρων, τα αρώματα των μπαχαρικών, τις γυμναστικές αναπνοές, τις συναυλίες, τις όπερες και τα βραδινά χειροκροτήματα. Μιλήσαμε, δουλέψαμε και σεβαστήκαμε αλλήλους εξ αποστάσεως.
    Υπάρχουν όμως κάποιοι που με κάποιο τρόπο έμεναν πάντα μέσα. Άνθρωποι μόνοι, άρρωστοι ψυχικά, σωματικά δυσκολεμένοι. Άνθρωποι έγκλειστοι στις δικές τους ή στις δικές μας φυλακές. Άνθρωποι νέοι αλλά και άνθρωποι ηλικιωμένοι. Άνθρωποι που ήρθαν από μακριά, άνθρωποι που πέρναγαν και έφευγαν. Άνθρωποι που δεν μπορούσαν να βγουν γιατί δεν διέθεταν την ικανή διάθεση, γιατί δεν είχαν ούτε τον τρόπο, ούτε τον τόπο, ούτε τελικά μέρος να πάνε.  
     Με κάποιο τρόπο ενώ τους γνωρίζαμε, τους αγνοούσαμε.  Σε κάποια δεδομένη στιγμή της ζωής μας διαταυρωθήκαμε. Μπορεί στη δουλειά, στη γειτονιά, σε μια παρέα ένα βράδυ, σε μια συνεργασία. Είναι ο φίλος που χάθηκε ξαφνικά, που δεν βγαίνει πια έξω. Η συνάδελφος που πήρε αναρρωτική επ΄αόριστον ή ο μουσικός που μένει στην διπλανή σοφίτα και δεν βγαίνει ποτέ έξω. Είναι η μάνα του φίλου μας που ξεχάστηκε στη γκαρσονιέρα και δεν προλαβαίνει να πάει κανείς να την δει, είναι και η κοπέλα στο λογιστήριο που έδωσε προχθές εντελώς ξαφνικά ψυχωσικό επεισόδιο. Είναι κι αυτό το παιδί που νιώθει μόνο του ανάμεσα σε τόσους. Γιατί δεν μπόρεσε να πει ποτέ αυτά που ήθελε και όταν μια μέρα το κατόρθωσε είχαν περάσει τα μεσάνυχτα και είχαν όλοι μπει στα σπίτια τους. Άνθρωπος δεν βρέθηκε ποτέ να το ακούσει. Είναι και εκείνος ο φίλος που έμεινε ακίνητος από τη μέση και κάτω μετά το ατύχημά του. 
     Σήμερα για όλους αυτούς τους ανθρώπους το έξω έγινε απλά ένα με το μέσα. Μπορεί τώρα να νιώθουν πιο ασφαλείς. Δεν είναι πια μόνο αυτοί διαφορετικοί, ούτε μόνο αυτοί απομονωμένοι. Δεν είναι όλοι οι άλλοι έξω και αυτοί μέσα. Δεν φοβούνται μόνο αυτοί, δεν στερούνται μόνο αυτοί, δεν ξεχωρίζουν μόνο αυτοί, δεν αδυνατούν μόνο αυτοί. Δεν είναι μόνο αυτοί συντετριμμένοι. Αν τώρα καταφέρουμε να τους καταλάβουμε δεν θα το ξεχάσουμε ποτέ. Ή τώρα θα γίνουμε περισσότερο άνθρωποι ή ποτέ. 
    Έχει κάτι που μπορεί να αφήσει αυτός ο πόλεμος. Πως στην πραγματικότητα όλοι μοιάζουμε σαν σταγόνες της ίδιας βροχής. Οι συνθήκες και οι ευκαιρίες μόνο αλλάζουν. Πως το άπελθε απ΄εμού το ποτήριον τούτο είναι το ίδιο. Και πως όταν πέσει η σκόνη από τα φρέσκα γκρεμίσματα, η μυρωδιά του γιασεμιού είναι για όλους ίδια. 

     
       Ζωγραφική Χρήστος Μποκόρος

Σάββατο 4 Απριλίου 2020

Μαζί






Τόπος                  : Wuhan

Σκηνοθέτης        :  Η ζωή η ίδια

Πρωταγωνιστές : Ένας 87χρονος ασθενής, ο γιατρός και ο νεαρός εθελοντής νοσοκόμος  που σπρώχνει το κρεβάτι φορείο.

Χρόνος                :  Η στιγμή που ο ασθενής ανεβαίνει στο δωμάτιο του νοσοκομείου μετά  απο είκοσι μέρες  παραμονή στην εντατική.

Πράξη                 : Τρεις άνθρωποι λούζονται ταυτόχρονα στο λαμπερό φως του ήλιου που εκείνη τη στιγμή δύει. Ο ασθενής δείχνει τον ήλιο.

Αυτή η φωτογραφία καρφώθηκε στο μυαλό μου. Είναι η εικόνα της ανθρωπιάς που κοιτά με τα μεγάλα, επίμονα μάτια της και μας ζητά να κάνουμε, να βλέπουμε, να σκεφτόμαστε, να ακούμε, να φερόμαστε, ο καθένας σαν αν είμαστε όλοι. Μαζί.