Τότε δεν μπορούσε να φανταστεί πως θα ερχόταν ο καιρός που θα είχε μεγάλη αξία ν΄απαντήσει. Πως θα κρέμονταν από τα χείλη της και θα βρισκόταν στο επίκεντρο των ερωτήσεων. Αυτό πια της ήταν αδιανόητο, απίστευτο. Πως θα τη ρωτούσαν το πώς ήταν και πώς ένιωθε όλη αυτή την εποχή. Μια μικρή σταγόνα ήταν αυτή η εποχή. Δείγμα χρόνου ήταν. Τι είναι κάποιοι μήνες μπροστά στο χείμμαρο της ζωής; Αμεληταίος χρόνος. Μια ασήμαντη διαρροή χρόνου.
Ήρθαν όμως τα πράγματα έτσι που τη ρώτησαν. Πώς έμοιαζε η μέρα τότε; Πώς μύριζε ο χρόνος; Τι της έλειψε περισσότερο και τι ήθελε απεγνωσμένα να συμβεί αλλά αργούσε. Αν η διάκριση μεταξύ πρωινού, μεσημεριού και νύχτας ήταν ευδιάκριτη κι αν εκείνη ήταν εκεί, αληθινή και όπως ήξερε να είναι. Αν υπήρχε πριν κι αν θυμόταν πως λίγο νωρίτερα απ΄όλα αυτά είχε υπάρξει. Αυτά μεταξύ άλλων τη ρώτησαν οι ειδικοί της επιστήμης εκείνης, που μελετά τις αναμνήσεις και μετρά τις νοσταλγίες. Τη ρώτησαν τι γεύση είχε το φαγητό. Αν εξακολουθούσε ν΄ασφαλίζει τα παντζούρια τη νύχτα. Πώς ξεκίνησαν όλα; Πώς κύλησαν τα γεγονότα; Αν θυμόταν τις καταστάσεις στις οποίες είχε περιέλθει.
Τέλος τη ρώτησαν αν μπόρεσε μετά απ΄αυτό να συνεχίσει από εκεί που είχε σταματήσει.
Δεν ήξερε από πού να αρχίσει. Θα προσπαθούσε να μιλήσει για τα γεγονότα χωρίς να απαντήσει σε ερωτήσεις. Οι λέξεις είναι νερό. Ταξιδεύουν μαζί με το αίμα. Διαπερνούν όλα τα ζωτικά όργανα και καταλήγουν στο στόμα. Αυτές είναι οι λέξεις. Όλα τ΄άλλα είναι σκέψεις.
Δεν θυμάται πώς βρέθηκε σ' αυτή τη θέση. Όλα άρχισαν ξαφνικά. Θυμόταν πως λίγες μέρες πριν πίνανε μπύρες με τον Σαράντη στο Cusco. Καθόντουσαν έξω γιατί είχε καλό καιρό και μιλούσαν για βιβλία. Ένα απόγευμα γύρισε από τη δουλειά και κλείστηκε στο σπίτι. Η μηχανή έπιασε σκόνη. Ξεκίνησε μια καινούργια κατάσταση για λόγους υγείας είπαν. Τα δελτία έπαιζαν αριθμούς νεκρών σε όλο το κόσμο. Οι άνθρωποι έβγαιναν το βράδυ στα μπαλκόνια για να χειροκροτήσουν τους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό. Το κεφάλι της γέμιζε με απορίες. Στα αυτιά της σφύριζαν θεωρίες. Έπρεπε να μένει μέσα αν ήθελε να συνεχίσει να υπάρχει. Να δουλεύει είπαν από το σπίτι, να κρατάει δυο μέτρα απόσταση και να πηγαίνει στο σούπερ μάρκετ για τα απαραίτητα. Προσαρμόσθηκε.
Με το γέλιο δυσκολεύθηκε. Δεν της έβγαινε να γελάσει. Οι άλλοι όσοι ζουν με άλλους, άραγε γελάνε, αναρρωτιόταν; Δεν φταίει η συνθήκη. Η καταδίκη της εκδοχής της φταίει, που ήταν μόνη σ΄αυτή την ιστορία. Έψαξε παλιές φωτογραφίες. Βρήκε αυτές που γελούσε. Στο παρελθόν γελούσε. Στο παρόν δεν μπορούσε να γελάσει. Το ψωμί όμως ήταν γλυκό. Η γλυσίνα είχε ανθίσει. Τα απογεύματα έπινε καφέ και μύριζε την διακριτική της μυρωδιά. Στο δρόμο που περνούσε κάτω από το σπίτι της επικρατούσε τώρα ησυχία. Στο κεφάλι της επικρατούσε ησυχία. Ήταν μια επιβεβλημένη αργία. Ο χρόνος άρχισε να κινείται σε πιο αργό ρυθμό. Δεν είχε καμιά σημασία να αγχωθεί αφού έτσι κι αλλιώς η πρόσθεση δεν έβγαινε, τα χρήματα δεν έφθαναν, η λογική στέρευε, λύσεις δεν υπήρχαν ούτε καν για τους δυνατούς λύτες. Μόνο η ζωή και η αξία της έμενε.
Της έλειπαν οι φίλοι της. Της έλειπε εκείνη η στιγμή που θα βούταγε στη θάλασσα. Πρώτο μπάνιο στη θάλασσα μετά από το βαρύ χειμώνα. Το αλάτι στο μπράτσο της και η παγωμένη μπύρα. Να ξεκαρδίζεται στα γέλια. Να την κουβαλάει στους ώμους του σε όλη την συναυλία. Το φιλί του. Να κάνει ισορροπία στην άκρη του μώλου και να την παρακαλάει να γυρίσει. Η προσδοκία εκείνης της άλλης εκδοχής της που δεν είχε προλάβει ακόμα ν' ανθίσει.
Έβαλε ένα δίσκο στο πικάπ. Bill Evans Peace Piece. Ήξερε πως δεν ήθελε να γυρίσει στην παλιά συνθήκη. Ούτε η καινούργια κατάσταση της έκανε. Κάτι άλλο, διαφορετικό. Κάτι που να κρατάει το δρόμο σε ησυχία, που από τα ανοικτά παράθυρα να ακούγονται μουσικές. Οι άνθρωποι να μην πεθαίνουν. Οι άνθρωποι να προλαβαίνουν να ακούνε μουσική. Να ξεκαρδίζονται στα γέλια, να ισορροπούν. Οι ντομάτες να μυρίζουν ντομάτες, τα παιδιά να είναι ελεύθερα, να παίζουν στις γειτονιές. Η βάρκα του έρωτα εσαεί να ταξιδεύει. Κι εμείς εκτάκτως μαζί της.
Τέλος τη ρώτησαν αν μπόρεσε μετά απ΄αυτό να συνεχίσει από εκεί που είχε σταματήσει.
Δεν ήξερε από πού να αρχίσει. Θα προσπαθούσε να μιλήσει για τα γεγονότα χωρίς να απαντήσει σε ερωτήσεις. Οι λέξεις είναι νερό. Ταξιδεύουν μαζί με το αίμα. Διαπερνούν όλα τα ζωτικά όργανα και καταλήγουν στο στόμα. Αυτές είναι οι λέξεις. Όλα τ΄άλλα είναι σκέψεις.
Δεν θυμάται πώς βρέθηκε σ' αυτή τη θέση. Όλα άρχισαν ξαφνικά. Θυμόταν πως λίγες μέρες πριν πίνανε μπύρες με τον Σαράντη στο Cusco. Καθόντουσαν έξω γιατί είχε καλό καιρό και μιλούσαν για βιβλία. Ένα απόγευμα γύρισε από τη δουλειά και κλείστηκε στο σπίτι. Η μηχανή έπιασε σκόνη. Ξεκίνησε μια καινούργια κατάσταση για λόγους υγείας είπαν. Τα δελτία έπαιζαν αριθμούς νεκρών σε όλο το κόσμο. Οι άνθρωποι έβγαιναν το βράδυ στα μπαλκόνια για να χειροκροτήσουν τους γιατρούς και το νοσηλευτικό προσωπικό. Το κεφάλι της γέμιζε με απορίες. Στα αυτιά της σφύριζαν θεωρίες. Έπρεπε να μένει μέσα αν ήθελε να συνεχίσει να υπάρχει. Να δουλεύει είπαν από το σπίτι, να κρατάει δυο μέτρα απόσταση και να πηγαίνει στο σούπερ μάρκετ για τα απαραίτητα. Προσαρμόσθηκε.
Με το γέλιο δυσκολεύθηκε. Δεν της έβγαινε να γελάσει. Οι άλλοι όσοι ζουν με άλλους, άραγε γελάνε, αναρρωτιόταν; Δεν φταίει η συνθήκη. Η καταδίκη της εκδοχής της φταίει, που ήταν μόνη σ΄αυτή την ιστορία. Έψαξε παλιές φωτογραφίες. Βρήκε αυτές που γελούσε. Στο παρελθόν γελούσε. Στο παρόν δεν μπορούσε να γελάσει. Το ψωμί όμως ήταν γλυκό. Η γλυσίνα είχε ανθίσει. Τα απογεύματα έπινε καφέ και μύριζε την διακριτική της μυρωδιά. Στο δρόμο που περνούσε κάτω από το σπίτι της επικρατούσε τώρα ησυχία. Στο κεφάλι της επικρατούσε ησυχία. Ήταν μια επιβεβλημένη αργία. Ο χρόνος άρχισε να κινείται σε πιο αργό ρυθμό. Δεν είχε καμιά σημασία να αγχωθεί αφού έτσι κι αλλιώς η πρόσθεση δεν έβγαινε, τα χρήματα δεν έφθαναν, η λογική στέρευε, λύσεις δεν υπήρχαν ούτε καν για τους δυνατούς λύτες. Μόνο η ζωή και η αξία της έμενε.
Της έλειπαν οι φίλοι της. Της έλειπε εκείνη η στιγμή που θα βούταγε στη θάλασσα. Πρώτο μπάνιο στη θάλασσα μετά από το βαρύ χειμώνα. Το αλάτι στο μπράτσο της και η παγωμένη μπύρα. Να ξεκαρδίζεται στα γέλια. Να την κουβαλάει στους ώμους του σε όλη την συναυλία. Το φιλί του. Να κάνει ισορροπία στην άκρη του μώλου και να την παρακαλάει να γυρίσει. Η προσδοκία εκείνης της άλλης εκδοχής της που δεν είχε προλάβει ακόμα ν' ανθίσει.
Έβαλε ένα δίσκο στο πικάπ. Bill Evans Peace Piece. Ήξερε πως δεν ήθελε να γυρίσει στην παλιά συνθήκη. Ούτε η καινούργια κατάσταση της έκανε. Κάτι άλλο, διαφορετικό. Κάτι που να κρατάει το δρόμο σε ησυχία, που από τα ανοικτά παράθυρα να ακούγονται μουσικές. Οι άνθρωποι να μην πεθαίνουν. Οι άνθρωποι να προλαβαίνουν να ακούνε μουσική. Να ξεκαρδίζονται στα γέλια, να ισορροπούν. Οι ντομάτες να μυρίζουν ντομάτες, τα παιδιά να είναι ελεύθερα, να παίζουν στις γειτονιές. Η βάρκα του έρωτα εσαεί να ταξιδεύει. Κι εμείς εκτάκτως μαζί της.