Παρασκευή 31 Αυγούστου 2018

Το ψυγείο






           Γύρω στις τέσσερις το πρωί ανοιγοκλείνει σχεδόν πάντα το ψυγείο. Το ψυγείο περιέχει τα συνήθη. Όλα αυτά τα απλά και απαραίτητα της στιγμής. Στο γυάλινο τάπερ ό,τι απέμεινε από το φαγητό της ημέρας. Πέντε τελευταία σύκα, θυμίζουν τις καλοκαιρινές διακοπές.  Μια βδομάδα έχουν που γυρίσανε και θυμίζει μήνα. 
       Ίσως να μην είναι το περιεχόμενο. Ίσως να αρκεί η συνήθεια. Για να είναι ειλικρινής δεν ξέρει τι αρκεί και τι όχι. Όμως το φως που βγαίνει από το ψυγείο τον βοηθά. Τώρα που το σκέφτεται, καθησυχάζει όλα όσα νυχτιάτικα τρώνε το κεφάλι του. Έτσι λευκό και παγωμένο που ξεγλυστρά από τα ράφια εξισορροπεί τον φόβο και το παράπονο για όσα τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα μέσα στο χρόνο. Είναι αυτή η υποβόσκουσα υπόσχεση να κρατηθούν ζωντανά όσα ελεύθερα εκθέτονται. Τα χρώματα, οι πτυχώσεις, οι ανεκπλήρωτες ανάγκες, οι νίκες - ψεύτικες και αληθινές, τα καλοκαίρια που έφυγαν τόσο γρήγορα. Μαζί μ΄αυτά και η φωτογραφία με τη Μαρία που το μαγνητάκι κρατά ζωντανή είκοσι χρόνια τώρα.  
      Κάποιες φορές έχει καθίσει στη καρέκλα να κοιτάζει προς το ψυγείο. Λες και περιμένει να παίξει μαζί του. Μια επικοινωνία μ' ένα άψυχο αντικείμενο ξέρει πως δεν είναι ακόμα εφικτή. Είναι πέρα από κάθε λογική. Από την άλλη όσο ανοιγοκλείνει η πόρτα, το ψυγείο του ρίχνει το κρυούτσικο, λευκό του φως. Το περιεχόμενο του μιλάει για τη μέρα που πέρασε και για τη μέρα που καταφθάνει. Όλα αυτά είναι υπαρκτά, συμβαίνουν μπροστά στα μάτια του. Σαν ο θόρυβος από τον ανεμιστήρα του ψυγείου να γίνεται ένα με τη φωνή εντός του.
     Το ξέρει πως θα υπάρξουν πολλά βράδια γύρω στις τέσσερις που θα σηκωθεί ξανά. Θα ανοιγοκλείσει το ψυγείο. Μια, δυο, τρεις φορές. Θα καθίσει στην καρέκλα απέναντι του. Θα λουστεί με το παγωμένο, λευκό φως του. Είναι η δική του λευκή καταιγίδα. Ξέρει ακόμα, όσο κι αν δεν το παραδέχεται, πως παρόλο που προσπαθούσε να διατηρήσει τον έλεγχο στα πάντα, αυτό ήταν ψευδαίσθηση. Τουλάχιστον τώρα το ξέρει. 
   Όπως επίσης ξέρει πως παραμένει αναπάντητο ακόμα το ερώτημα μέσα του για το πού στο διάολο πάνε τα καλοκαίρια του. 
       

Τρίτη 7 Αυγούστου 2018

Ένα τσαφ




    Οι άνθρωποι πεθαίνουν, καίγονται, πνίγονται. Τίποτα δεν μένει απ΄αυτούς. Μένουμε αμήχανοι μπροστά σε όλη αυτή την παροδικότητα. Όλα στ΄αλήθεια είναι παροδικά. Κανείς μας δεν διαθέτει κάτι περισσότερο από μια φωτεινή στιγμή κάτω από τον ήλιο. Σ΄αυτή τη σκέψη στέκομαι ξανά και ξανά πάρα πολλές φορές και κάθε φορά με συγκλονίζει. 
   Άνθρωποι δικοί σου, διπλανοί σου, άνθρωποι σαν να τους ξέρεις χρόνια, που είχαν κορδωθεί, που είχαν καταβροχθίσει το χρόνο μεγαλουργώντας, γράφoντας, διδάσκοντας, χτίζοντας, οργώνοντας και τώρα δεν υπάρχουν πια. Επέστρεψαν στο χώμα. Άνθρωποι που εργάζονταν σαν καλοκουρδισμένες μηχανές στις 6000 στροφές ασταμάτητα, χωρίς να σβήνουν ποτέ. Άνθρωποι ακούραστοι χωρίς καλοκαίρια και χειμώνες, γιατί ακόμα και τα καλοκαίρια ήταν προσμονές του επερχόμενου χειμώνα. Άνθρωποι με τα ελάχιστα καταφύγια στα ξέφωτα των μοναδικών ξεχωριστών τους κόσμων. Κόσμοι που τους συναντάς μόνο στα εφηβικά ημερολόγια, στα οικογενειακά άλμπουμ, στις ερασιτεχνικές λήψεις. Ένας κόσμος αναμνήσεων όλων αυτών που δεν υπάρχουν παρά μόνο στην μνήμη μας. Και όταν εμείς παύουμε να υπάρχουμε παύουν να υπάρχουν και οι αναμνήσεις. 
     Οι αναμνήσεις μου, συνειρμοί σαν αστέρια που πέφτουν χωρίς να προλάβω να πω μια ευχή για όλους αυτούς που θέλω να σωθούν. Αδιέξοδη προσπάθεια να νικηθεί το μέλλον με προγραμματισμούς και σκληρή εργατικότητα. Το μέλλον βλέπεις ουδέποτε νικήθηκε, ούτε κατακτήθηκε. 'Ενα τσαφ κάνει κι εμείς μένουμε μεταίωροι. Μονάχα εκείνος ο δύσκολος ελιγμός στο παρόν.  Η χαρά στο χρόνο του εδώ και του τώρα.  Τα παχουλούτσικα μπουτάκια σου στα πρώτα σου βήματα, τα μάτια του, οι κουβέντες με τον πατέρα, οι παρτίδες της μονόπολης που σε κέρδισα, τα βότσαλα, η αλμύρα που έγλειφα στα μπράτσα σου, το βεραντάκι που μύριζε σιτρονέλα, τα φωτάκια από το απέναντι χωριό, το ζακετάκι που μου 'ριξες μια νύχτα στο κατάστρωμα γυρνώντας από τη Σύμη, η μυρωδιά του πανοφωριού της μητέρας μου, το γράψιμο, η ζωγραφική, τα παλάτια στην άμμο, η βραδινή ντοματόσουπα με το τυρί, ο Σταυρός του Νότου που μου 'δειχνες στην Μάνη, οι βουτιές από την βάρκα, το ξεκαρδιστικό σου γέλιο μια μέρα στη αυλή, το κλάμμα σου όταν πρωτοαντίκρυσες το παιδί σου.
    Με πιάνει ρίγος γιατί συνειδητοποιώ πως όλα είναι στιγμές. Τα αστέρια που πέφτουν χωρίς τελικά ποτέ να προλάβεις να κάνεις την ευχή. Βροχή από πεφταστέρια. Aς μας περιμένει μπόρα.
Ας φθάσει η βροχή μέχρι το μεδούλι. Να μουλιάσουμε. Να μπορούμε να πούμε, όταν έρθει η στιγμή, ''πέρασα ωραία''.
Ίσως να είναι αυτή η μόνη νίκη. Η μόνη δυνατή νίκη. 
     
   
    
     Ζωγραφική Valeria Puzzovio

https://www.protagon.gr/anagnwstes/ena-tsaf-44341673974

Παρασκευή 3 Αυγούστου 2018

Η κάμαρη






     Το ελαφρύ τράβηγμα στην πόρτα νωρίς το πρωί για να μην ξυπνήσεις από τους θορύβους της μέρας που ξεκινά. Ο καφές στο μπρίκι που φουσκώνει, το ψυγείο που ανοιγοκλείνει τρίζοντας, από τα χρόνια χάνουν λίγο τα λάστιχα του, μια, δυο, τρεις και τέσσερις φορές. Το νερό στο λουτρό. Η μυρωδιά του ίδιου σαπουνιού. Πόσα χρόνια μετρά άραγε η όσφρηση; O παλιός γνώριμος ήχος του κλειδιού στο ξεκλείδωμα της εξώπορτας. Χωρίς ξεκλείδωμα το κλειδί απλά παίζει το ρόλο του πόμολου. Δεν κλειδώνεται η πόρτα. Απλά κλείνει για το βράδυ. 
     Βγαίνουν κατεβαίνουν στο περιβόλι. Κάτω από τις μανταρινιές, τις ροδιές και τις πορτοκαλιές. Ανάμεσα στα φούλια, στο χιώτικο γιασεμί και στους βασιλικούς. Ανάμεσα στους καλυβίτες τους. Σιγανές κουβέντες για τα χθεσινά και τα σημερινά. Καφές και σύκα. 
- Πότε θα ξυπνήσει; 
- Δεν ξέρω, άστην είναι κουρασμένη. 
- Θέλω να της πω.
- Θα της πεις.
Η μέρα μεγαλώνει. Περνάει ο τυροπιτάς. ''Τυρόπιτες ζεστές, μασουράκια, αμυγδαλωτά, ο τυροπιτάς!" Τα σεντόνια με τις ίδιες γαλάζιες ρίγες, με την ίδια μυρωδιά, την ίδια υφή. Πόσα χρόνια άραγε μετράει η αφή; 
     Κάποιος μπαίνει ελαφρωπατώντας στο σπίτι. Να μη σε ξυπνήσει. Να μη σε ταράξει. Για κάποιους είσαι ακόμα παιδί. Η κόρη, στην κάμαρή της. 



Φωτογραφία Ανν Λου