Γύρω στις τέσσερις το πρωί ανοιγοκλείνει σχεδόν πάντα το ψυγείο. Το ψυγείο περιέχει τα συνήθη. Όλα αυτά τα απλά και απαραίτητα της στιγμής. Στο γυάλινο τάπερ ό,τι απέμεινε από το φαγητό της ημέρας. Πέντε τελευταία σύκα, θυμίζουν τις καλοκαιρινές διακοπές. Μια βδομάδα έχουν που γυρίσανε και θυμίζει μήνα.
Ίσως να μην είναι το περιεχόμενο. Ίσως να αρκεί η συνήθεια. Για να είναι ειλικρινής δεν ξέρει τι αρκεί και τι όχι. Όμως το φως που βγαίνει από το ψυγείο τον βοηθά. Τώρα που το σκέφτεται, καθησυχάζει όλα όσα νυχτιάτικα τρώνε το κεφάλι του. Έτσι λευκό και παγωμένο που ξεγλυστρά από τα ράφια εξισορροπεί τον φόβο και το παράπονο για όσα τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα μέσα στο χρόνο. Είναι αυτή η υποβόσκουσα υπόσχεση να κρατηθούν ζωντανά όσα ελεύθερα εκθέτονται. Τα χρώματα, οι πτυχώσεις, οι ανεκπλήρωτες ανάγκες, οι νίκες - ψεύτικες και αληθινές, τα καλοκαίρια που έφυγαν τόσο γρήγορα. Μαζί μ΄αυτά και η φωτογραφία με τη Μαρία που το μαγνητάκι κρατά ζωντανή είκοσι χρόνια τώρα.
Κάποιες φορές έχει καθίσει στη καρέκλα να κοιτάζει προς το ψυγείο. Λες και περιμένει να παίξει μαζί του. Μια επικοινωνία μ' ένα άψυχο αντικείμενο ξέρει πως δεν είναι ακόμα εφικτή. Είναι πέρα από κάθε λογική. Από την άλλη όσο ανοιγοκλείνει η πόρτα, το ψυγείο του ρίχνει το κρυούτσικο, λευκό του φως. Το περιεχόμενο του μιλάει για τη μέρα που πέρασε και για τη μέρα που καταφθάνει. Όλα αυτά είναι υπαρκτά, συμβαίνουν μπροστά στα μάτια του. Σαν ο θόρυβος από τον ανεμιστήρα του ψυγείου να γίνεται ένα με τη φωνή εντός του.
Το ξέρει πως θα υπάρξουν πολλά βράδια γύρω στις τέσσερις που θα σηκωθεί ξανά. Θα ανοιγοκλείσει το ψυγείο. Μια, δυο, τρεις φορές. Θα καθίσει στην καρέκλα απέναντι του. Θα λουστεί με το παγωμένο, λευκό φως του. Είναι η δική του λευκή καταιγίδα. Ξέρει ακόμα, όσο κι αν δεν το παραδέχεται, πως παρόλο που προσπαθούσε να διατηρήσει τον έλεγχο στα πάντα, αυτό ήταν ψευδαίσθηση. Τουλάχιστον τώρα το ξέρει.
Όπως επίσης ξέρει πως παραμένει αναπάντητο ακόμα το ερώτημα μέσα του για το πού στο διάολο πάνε τα καλοκαίρια του.