Κυριακή 22 Μαΐου 2016

Ονειροπαγίδα




        Κάθε φορά που κατηφορίζει την Ιπποκράτους έχει την αίσθηση που είχε έφηβος όταν έμπαινε με το ποδήλατο σε μια μεγάλη κατηφόρα. Τότε που έτρεχε κόντρα, όρθιος πάνω στην σέλα με τα πόδια και τα χέρια τεντωμένα, ακλόνητα πάνω στο τιμόνι, τα μαλλιά να τα παίρνει ο αέρας και τα πνευμόνια να γεμίζουν χαρά. Χαρά για εκείνη ακριβώς την στιγμή αλλά και για άλλες τόσες που θα ερχόντουσαν. Ήταν η εποχή της ακμής, των ονειρώξεων και των οιδιπόδιων συμπλεγμάτων. Ήταν τότε που εκείνη του είπε να ''διακόψουν'', ρήμα της μόδας τότε, και εκείνος καταπίεσε κάθε είδους δραματική αντίδραση για να μην την κάνει να νιώσει ένοχη. 
      Δεξιά κι αριστερά υψώνονται γκρίζες και ψηλές πολυκατοικίες που του κρύβουν τον ουρανό. Πάντα του έκρυβαν τον ίδιο ακριβώς ουρανό. Όλα είναι γνωστά και δικά του πολλά χρόνια τώρα. Τα καταστήματα του μοντελισμού, το βιβλιοπωλείο με τις τράπουλες ταρώ, το ωδείο, το τυροπιτάδικο γωνία Ναυαρίνου, τα χαρτοπωλεία, το μαγαζάκι με τα ινδικά και τις ονειροπαγίδες. Το λεωφορείο με τις απανωτές στάσεις. Το Φωταέριο βέβαια έκλεισε όπως και το βιβλιοπωλείο Ζαχαρόπουλος & Σια άλλα δεν μπορούν όλα να παραμένουν τα ίδια όπως κάποτε τα είχες γνωρίσει.
     Αυτό το γνωρίζει. Η μέση του τώρα πονάει κάποιες φορές. Τα μαλλιά του είναι πιο κοντά. Πήρε κάποια παραπάνω κιλά. Τον κυνηγά η ώρα πιο πολύ. Οι άνθρωποι που βλέπει να περπατούν γύρω του έχει την εντύπωση πως είναι πάνω στην ίδια ηλικία μ΄αυτόν. Πώς γίνεται διάολε αυτό; Όλοι μαζί μεγαλώνουμε; Ή μήπως δεν είναι τα χρόνια που μετράνε;
      Σήμερα όταν κατηφόριζε την Ιπποκράτους σκέφθηκε να τα γράψει όλα αυτά στο χαρτί. Μπήκε στο χαρτοπωλείο και ζήτησε ένα τετράδιο. Ο άντρας που τον εξυπηρέτησε είχε θλιμμένη έκφραση. Την στιγμή μάλιστα που του έδινε τα χρήματα έβαλε τα κλάματα. Δεν ήξερε στα αλήθεια αν έπρεπε να φύγει ή να μείνει να τον παρηγορήσει. Ποια ονειροπαγίδα  δεν λειτούργησε σωστά και έχασε ο άνθρωπος την υπόσχεση, αναρρωτήθηκε. Ποια θα μπορούσε να είναι η αιτία τόσο ασυγκράτητου και υπερβολικού θρήνου. Ήξερε βέβαια πως από μια ηλικία και πάνω έχεις ίσως περισσότερους λόγους να κλαις παρά να γελάς. Για μερικά δευτερόλεπτα έμειναν σιωπηλοί ο ένας απέναντι στον άλλο. Ο άνθρωπος έβγαλε έναν αναστεναγμό. Τον ρώτησε αμήχανα αν νιώθει καλύτερα. Εκείνος είπε ναι, αν και ήξεραν και οι δυο πως έλεγε ψέματα.
        Με το τετράδιο στα χέρια βγήκε από το χαρτοπωλείο. Ιδέα δεν είχε για το τι μπορεί να έκανε τον άνθρωπο να κλαίει. Ιπποκράτους και Ακαδημίας τον περίμενε εκείνη.  Τα μαλλιά της αλογοουρά, φορούσε ένα τζιν μπουφάν, και όπως ήταν γυρισμένη φαινόταν ο άσπρος της λαιμός πάνω από το γιακά. Λόγος να μην γερνάς πιο γρήγορα απ όσο έχεις υπολογίσει και ο αέρας να μυρίζει υπόσχεση.