Τελειώνοντας πολύ αργά από τη δουλειά αποχαιρετώ στο σταθμό του Μαρουσιού έναν φίλο μου στις 24:10. Η νύχτα αρχίζει να θυμίζει καλοκαίρι. Περπατώ ανάμεσα στις καφετέριες μέχρι που τη προσοχή μου κεντρίζει ένα πορτοκαλοκόκκινο σακάκι, ένα πορτοκαλοκόκκινο παντελόνι, οι δωδεκάποντες γόβες και το κινητό με τα στρας. Η σύζυγος του υποψηφίου περιφερειάρχη συζητά μεγαλόφωνα με ένταση στο κινητό ενώ κάθεται στη καρέκλα σκηνοθέτη μιας εκ των καφετεριών.
Αρχίζω να παρατηρώ καλύτερα την πλατεία. Πολύ λίγες παρέες στις καφετέριες. Καθημερινή και αργά, σκέφτομαι. Λίγο παρακάτω τα παγκάκια. Στο πρώτο κάθεται μόνος ένας άντρας στα πενήντα plus, έχει ανοίξει δίπλα του ένα πετρόλ τρανζιστοράκι και ακούει μουσική. Στο δεύτερο παγκάκι ένας άντρας μπορεί και διακόσια κιλά, κοιτά απλανώς τα κορδόνια του. Στο τρίτο παγκάκι ένας αδύνατος, ξερακιανός άντρας, με μαύρα ρούχα γυρνά την πλάτη του στους άλλους και μιλά χαμηλόφωνα στο κινητό του.
Προχωρώ, περνώ μπροστά από μια γιγάντια, φωτισμένη αφίσα χαμογελαστού, κολλαριστού υποψηφίου που θέλει να καθαρίσει την πόλη. Γυρίζω άλλη μια φορά προς τα παγκάκια. Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Όλοι είναι στις ίδιες ακριβώς θέσεις. Ακίνητοι, βαριοί κι ασήκωτοι. Το τρανζιστοράκι συνεχίζει να παίζει χαμένο κορμί με φωνάζεις κι αλήτη.
Άλλος με τη βάρκα μας;