Έχασε τη δουλειά του, έχασε την Μαρίνα και μετά δεν του έμενε πια τίποτα άλλο να χάσει και σταμάτησε να ενδιαφέρεται: ούτε κρύο, ούτε ζέστη. Σταμάτησε να βλέπει τους φίλους του και μετά σταμάτησε να του λείπουν οι φίλοι του.
Σε δυο μέρες ήταν Χριστούγεννα. Εμφανίστηκε κίνηση στους δρόμους, ο κόσμος έτρεχε να αγοράσει δώρα, γλυκά και φαγητά. Τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια στους δρόμους και στις βιτρίνες έδιναν ζωή στην μισοπεθαμένη πόλη.
Εκείνος μην έχοντας τρόπο ν΄αγοράσει δώρα τριγυρνούσε στους δρόμους, κυρίως τους αφώτιστους. Δυο μέρες ήταν για τα Χριστούγεννα κι αυτές οι μέρες δεν περνούσαν με τίποτα. Ώσπου το βράδυ της παραμονής δεν γύρισε στο σπίτι. Τι σπίτι και γιατί;
Είχε αρχίσει να ρίχνει χιόνι πυκνό και παχύ. Όσο προχωρούσε ή ώρα οι δρόμοι παραδίνονταν στην σιγαλιά της παραμονής, αφού οι συμπολίτες του έχοντας τελειώσει με τις εκκρεμότητες είχαν πια μπει στο σπίτι τους ή στα σπίτια των φίλων τους, οι συζητήσεις είχαν ανάψει, το φαγητό μύριζε, τα φώτα στο δέντρο αναβόσβηναν, γέλια, μουσικές.
Εκείνος συνέχισε να περπατάει. Ο αέρας έφερνε παγωμένο χιόνι στο πρόσωπο του. Άρχισε να χαμογελάει. Μοναδική στιγμή συνάντησης του μέσα και του έξω κόσμου του. Δεν είχε κανέναν να μοιραστεί αυτή την αναζωογονητική δροσιά του χιονιού. Όταν κουράστηκε να περπατάει, κάθησε κάτω. Το χιόνι έπεφτε πάνω στο κεφάλι του και σιγά σιγά τον σκέπαζε. Θυμήθηκε τις μουσικές χιονόμπαλες που του άρεσαν από παιδί. Αυτές που είχαν μέσα σε υγρό μια φιγούρα και όταν τις αναποδογύριζε γέμιζαν χιόνι και η φιγούρα σκεπαζόταν. Αυτός ήταν τώρα εγκλωβισμένος μέσα στην δική του χιονόμπαλα.
Ένας παράξενος θόρυβος τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Τίναξε λίγο χιόνι από πάνω του και προσπάθησε να δει από πού ερχόταν. Τι θα μπορούσε να περνάει από εκείνη την ερημιά εκείνη την στγμή. Κάποιος έσπρωχνε ένα καλοριφέρ με ροδάκια. Φαινόταν να το είχε μαζέψει από τα σκουπίδια. Σίγουρα δεν θα δούλευε. Ίσως θα ήθελε να ζεσταθεί. Θα προσπαθούσε να το επιδιορθώσει, σίγουρα. Έδειχνε πολύ κουρασμένος, ήταν και ανηφορικά. Περνώντας δίπλα του, ο άνθρωπος-καλοριφέρ του έριξε μια ματιά. Όχι μια φευγαλέα ματιά, ούτε μια επίμονη ματιά.
Το έχει σκεφθεί πολλές φορές από τότε. Ήταν μια ματιά, ενός ανθρώπου που την ίδια ώρα που αγκομαχάει, την ίδια ώρα αναζητάει, αγωνίζεται, θέλει να βρει κάποιον να πάνε μαζί μια βόλτα, να φάνε μαζί, να γελάσουν μαζί και γιατί όχι να αγαπηθούν.
Αυτό ήταν. Χωρίς να καταλάβει πώς, σηκώθηκε από το χιόνι, άρχισε να περπατάει πιο γρήγορα και σκέφθηκε να τηλεφωνήσει στο φίλο του τον Γιάννη να δει που είναι. Κι αν είναι να πάει να τον βρει. Να περάσουν μαζί τα Χριστούγεννα σαν τότε παλιά. Να καταφέρει να ζήσει ξανά, να συνεχίσει ν΄αναπνέει και να μην πεθάνει από ασυμφωνία χαρακτήρων με την εποχή, από ερημιά.