Τετάρτη 5 Αυγούστου 2015

Ο Φάρος





      Τα καλοκαίρια πήγαινε στο νησί. Ήταν απ΄αυτούς που ξεχνιόταν περπατώντας χαράματα με τα χέρια στις τσέπες.Έφθανε μέχρι τον Φάρο, στο πιο απομακρυσμένο άκρο του νησιού. Χρόνια τώρα ο φάρος είχε πάψει να φωτοβολεί. Ένας απόκρημνος, σιωπηλός, ήρεμος μοναχός απέναντι στις διαθέσεις της θάλλασσας. Κάθε φορά που περνούσε από το Φάρο έλπιζε πως θα βρει την πόρτα ξεκλείδωτη και θα μπορούσε να μπει μέσα , να φθάσει στο τελευταίο επίπεδο, στο κλωβό και από εκεί να δει τη θάλασσα. Η κάθε δοκιμή έκρυβε μια ανεξήγητη ελπίδα. Ο φάρος όμως από τότε που μετάθεσαν τον φαροφύλακα στην υπηρεσία μιας αποθήκης υλικών της ΔΕΗ  παρέμενε  πάντα κλειστός. 
        Όταν μαζεύονταν οι μέρες και έπρεπε να επιστρέψει στο κλεινόν άστυ , πετούσε τα ρούχα του ανακατεμένα στην βαλίτσα και έφευγε. Ήθελε όταν επέστρεφε και  άνοιγε την βαλίτσα, η αταξία της να πιάσει όλο το σπίτι, να βγει στην βεράντα, να ξεφύγει σε όλη την γειτονιά, στους ανθρώπους, στα περίπτερα,  στις συνειδήσεις τους. Μαζί να ελευθερωθεί και η μυρωδιά του νησιού, τα πρωινά κελαϊδίσματα των πουλιών, ο παφλασμός των κυμάτων, τα χρώματα της ανατολής ,  της έναστρης νύχτας. Να μυρίσει η γειτονιά ντομάτα , βασιλικό , γιασεμί και γάβρο με κρεμμυδάκι τηγανιτό. Να συμπαρασυρθούν μέσα στην αταξία όλες οι διαφορές, να μηδενιστούν οι αποστάσεις, να γίνουν τ΄αδύναμα δυνατά . Να μάθουν όλοι οι γείτονες τα πάντα για το νησί , για το φάρο  και τη θάλασσα . Να τα μάθουν όλα από την αρχή έτσι που να  βρίσκουν ελεύθερη είσοδο οι μυρωδιές , οι γεύσεις και τ΄αερικά  να εισχωρούν στο βάθος τους. Να έχει  ο κάθε χειμώνας το καλοκαίρι του.
     Λίγες μέρες πριν φύγει το αποφάσισε. Μάζεψε τα εργαλεία που του χρειαζόταν, και ένα βράδυ με μεγάλο φεγγάρι άνοιξετην πόρτα του φλαρου με κατσαβίδι .Ήταν πολύ πιο έυκολο απ΄όσο είχε φαντασθεί. Η πόρτα άνοιγε μέσα σ΄ένα μικρό , απλό δωμάτιο με άσπρους σοβαντιμσένους τοίχους. Ένα ξύλινο τραπέζι κολλημένο στο τοίχο ακι τριγύρω τρις καρέκλες. Στο απέναντι τοίχο ένα ντιβάνι εκσταρτείας με μια μαύρη μάλλινη κουβέρτα. Πάνω στο τραπέζι , μια κιτρινισμένη εφημερίδα , μια κασσετίνα καρέλια , ένα άδειο σταχτοδοχείο και ένα τρανζιστοράκι. Στην άκρη του δωματίου κολλημένη στο τοίχο  μια ξύλινη , βαμμένη με οινοπνευματί λαδομπογιά σκάλα, χωρίς κουπαστή. Έφθασε στο τελευαταίο επίπεδο του Φάρου , στο κλωβό. Εδώ ανάμεσα στα κάτοπτρα, τους φακούς και τους λαμπτήρες κτυπούσε η καρδιά του φάρου.
     Τι έφταιγε και ο φάρος είχε πάψει να φωτοβολείς; Έριξε μια ματιά τριγύρω . Δεν έβλεπε τίποτα. Όλα ήταν στην θέση τους. Άνθρωπος όμως δεν υπήρχε ν΄ανάψει τον φάρο. Τα καινούργια συστήματα των ηλιακών φάρων ανάβουν μόνα τους,  δεν χρειάζονται ανθρώπινο άγγιγμα. Ρύθμισε  το συρματόσχοινο με το βαρίδι , που αποτελούσε το βασικό μηχανισμό περιστροφής και ο φάρος άναψε. Ρυθμικοί , Ρυθμικές αναλαμπές ξεχύθηκαν ξανά στο λιμάνι. Βγήκε έξω στο μικρό εξώστη , ακούμπησε στα κιγκλιδώματα κι ανάσανε βαθιά. Έφθασε το ιώδιο μέχρι το συκώτι του .
       Όταν οι κάτοικοι του νησιού  είδαν τον Φάρο να δουλεύει , δεν πίστευαν αυτό που έβλεπαν. Ο φαροφύλακας έλειπε χρόνια, θαύματα δεν γίνονται κι αν γίνονται αυτοί δεν τα πιστεύουν. 'Οπως δεν πιστεύουν τα καράβια την υπόσχεση που τους δίνει ένα λιμάνι. Πως όταν επιστρέψουν από τα μακρινά ταξίδια τους, η καρδιά του θα κτυπάει ακόμα γι αυτά με ρυθμικές αναλαμπές από το πιο ψηλό σημείο του φάρου. Και πως θα μπορέσουν να αγκυροβολήσουν στο λιμάνι  με ασφάλεια. Όχι σαν σύμβουλος, ούτε σαν καθοδηγητής, αλλά σαν πατρίδα. Η θύελλα να έρχεται , να σκεπάζει τα παράθυρα αφρός , τα πουλιά να χιμούν στο φανάρι , όλος ο τόπος να σείεται και ο φάρος να στέκεται εκεί ακούραστος φρουρός. 
      Αυτό ήθελε. Με την ακατάστατη βαλίτσα στο χέρι του ξεκίνησε για τον  επόμενο χειμώνα του.
   

2 σχόλια:

  1. Όσες φορές κι αν χτύπησε την πόρτα δεν της άνοιγε. Την τελευταία μέρα που θα έφευγε απ' το νησί, αποφάσισε ο φαροφύλακας να της κάνει το καπρίτσιο. Σκαμμένο πρόσωπο απ' τους αέρηδες και τ'αλάτι, με μια σχεδόν κάθετη ρυτίδα στο μέτωπο κάθε που σούφρωνε τα μάτια του στο ήλιο. Τι θες όμορφη κυρά, της είπε αγριεμένα, τι δουλειά έχεις εδώ χάμω στο λυχνάρι μου; Δείαλιασε η κόρη και με ξέπνοη φωνή του είπε, δεν έχω ματαδεί ποτέ φάρο από μέσα, πως είναι και πως αναβοσβήνει στα καράβια τα σημάδια του. Ο γέρος μάτιαξε το κύμα που σκαγε στο βράχο του, το ξερώ ετούτο το θεριό, μου χει ξανάρθει τις προάλλες, και γύρισε να απάντησει στο κορίτσι. Άκουμε κοντέσσα του γλυκού νερού κι αν θέλεις καλώς να έρθεις στο σπιτικό μου. Βλέπω κρατάς βαλίτσα για να μπεις και γιορτινό φουστάνι. Δεν γίνεται μ' αυτά να μ' επισκεφτείς. Η κόρη κίνησε να του εξήγει, σήμερα φεύγω απ το νησί με όλα μου τα υπάρχοντα των διακοπών και τούτο δω το 'χα για την επιστροφή μου στη μεγάλη πόλη. Ένα κύμα έσκασε κόντα της όσο μιλούσε και τρόμαξε απ τις στάλες του αλμυρού γαλάζιου. Χασκογέλασε στην εικόνα ο ο γέρος του οχυρού και με ήρεμη φωνή για να την γαληνέψει της είπε, όταν θα μας ξανάρθεις στο νησί έλα να με βρεις χωρίς βαλίτσες φορτωμένες με παλιά και σημαδεμένα ρούχα και φρόντισε να 'σαι έτοιμη να μουτζουρωθείς, εσύ, τα χέρια σου και το αγγελικό σου πρόσωπο. Ειδάλλως, μην κάνεις τον κόπο. Εδώ μέσα όπου κοιτάξεις υπάρχει η ψυχή μου σε ρετάλια, κι όπου πατήσεις μόνο πληγές της κάνεις. Άμε στο καλό τώρα και καλότυχη να είσαι όπου κι πας κι ό,τι κι αν κάνεις. Να θυμάσαι κορτσούδι μου, το κελί του εγώ σου δεν έχει μήτε φεγγίτη, μήτε κάγκελα, απο κει να αρχίσεις να γκρεμίζεις. Κάτι πήγε να πει η κόρη, μα ήδη εκείνος έκλεινε την βαριά ξυλόπορτα και τράβαγε τον σύρτη αργά σαν υπογραφή στα λόγια του.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Νομίζω πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά Άννα μου, απ' το να δίνεις ελπίδα στους συνανθρώπους σου, όχι με λόγια αλλά με πράξεις!

    ΑπάντησηΔιαγραφή