Σάββατο 11 Ιουνίου 2022

Ο χρόνος

 



              To πρωί ξεκινούσε στις οχτώμιση για το καφενείο. Του το είχε αφήσει ο πατέρας του. Χαϊμαντά και Παλαιολόγου στο Χαλάνδρι. Ένα τέταρτο, χαλαρό ποδαρόδρομο και ήταν εκεί. Ψηλοτάβανο καφενείο, πράσινη λαδομπογιά στους τοίχους, καμιά δεκαπενταριά παραδοσιακά τραπέζια με μαρμάρινη επιφάνεια και ξύλινα πόδια. Στα δεξιά του πάγκου δέσποζε ο μεγάλος καθρέπτης με χοντρό ξύλινο πλαίσιο, ζωγραφισμένο στο χέρι με ακρυλικά χρώματα, καθρέφτιζε όλη την αντρική γειτονιά που σύχναζε στο καφενείο. Ξύλινες καρέκλες, τρεις δίσκοι ίνοξ, μπλε χοντρές κουρτίνες και ένα βάζο από φθηνό κρύσταλλο με πλαστικά λουλούδια που με τον καιρό είχαν χάσει το χρώμα τους. Το καλοκαίρι έβγαζε τραπεζάκια στη Χαϊμαντά.

Από τότε που πέθανε ο πατέρας του, δεκαπέντε χρόνια τώρα δεν άλλαξε τίποτα στο καφενείο. Δυο φορές μόνο το έβαψε στη ίδια ακριβώς απόχρωση. Και άλλη μια φορά άλλαξε τις λάμπες και έβαλε led για οικονομία. Τα δεκαπέντε λεπτά που του έπαιρνε για να φθάσει στο καφενείο τα περπατούσε αθόρυβα με τα λαστιχένια του παπούτσια και στην πλάτη του κρεμασμένο είχε το μαύρο του σακίδιο. 

Μέσα στο καφενείο παρακολουθεί ό,τι κινείται με βλέμμα ειδήμονα. Έχει μετρήσει αμέτρητες φορές πόσα βήματα απέχει το κάθε τραπέζι από το πάγκο που έχει τοποθετήσει τα μπρίκια και το γκαζάκι. Πόσο απέχει το ψυγείο από το κάθε τραπέζι. Το ψυγείο με τις ντομάτες, τα αγγούρια, τις ελιές, το γαύρο κονσέρβα. Όλα κομμένα και έτοιμα πάνω στα άσπρα μικρά πιατάκια από το πρωί για τη περίπτωση που ζητήσει κάποιος μεζέ. Το ψωμί του το φέρνει η Τασία από τον απέναντι φούρνο, στις εννιά κάθε μέρα. Κατόπιν συμφωνίας φυσικά.

Στο δωματιάκι πίσω από την κουζίνα φυλάει φωτογραφίες και αναμνηστικά. Μια φωτογραφία όπου φαίνεται με τα χέρια γρατσουνισμένα καθώς έχει στραγγαλίσει μια μέρα, ή κρεμασμένη στο τοίχο μια βαλσαμωμένη βδομάδα τόσο ανέκφραστη όσο η στιγμή που της έριξε δυο σφαίρες μεταξύ Τετάρτης και Πέμπτης. Όταν φεύγουν όλοι και μπαίνει μέσα στο δωματιάκι ξαναζεί τον ίδιο κάθε φορά κίνδυνο. Τον ευχαριστεί να ξαναζεί την αίσθηση ότι κάτι επίκειται να συμβεί. Την είχε ανακαλύψει πριν πολλά χρόνια, όταν με το ζόρι μπορούσε να σκοτώσει μια ώρα ή ένα απόγευμα. Μετά ήρθαν οι μέρες, οι βδομάδες, οι μήνες. 

Εξακολουθεί κάθε μέρα ανελλιπώς να προχωράει στην ίδια και απαράλλαχτη διαδρομή. Μέχρι που στο μαύρο του σακίδιο τοποθέτησε ένα πιστόλι σε θέση βολής. Τώρα νιώθει την ένταση της σκανδάλης και ετοιμάζεται για το αιφνιδιαστικό πάντα τίναγμα της εκπυρσοκρότησης. Μαντεύει την ανάσα του θηράματος, την ίδια ώρα που υπολογίζει τις διαστάσεις του. Αναγνωρίζει την ευθύνη και τον κίνδυνο, τον ίλλιγο, τον τρόμο του ότι σε τούτο τον ομιχλώδη τόπο, καθώς αισθάνεται την υγρασία του εδάφους κάτω από τα λαστιχένια παπούτσια του, ή θα πυροβολήσει και θα σκοτώσει το χρόνο ή ο χρόνος θα σκοτώσει εκείνον. 


Φωτογραφία   Robert & Shana ParkeHarrison

Πέμπτη 26 Μαΐου 2022

Οι ζωές των άλλων

 



      Πώς τη γνωρίζεις αυτή την ιστορία τη ρώταγαν; Την άκουσα στο μπαρ που δουλεύω. Την κοιτούσαν τότε με απορία. Πόσα μπορείς να ακούσεις σερβίροντας ένα ποτό; Πέντε δέκα κουβέντες; Να ακουμπήσεις το ποτήρι, να δώσεις τη χαρτοπετσέτα και τoυς ξηρούς καρπούς. Πόσο κρατάει όλο αυτό για να προλάβεις ν'ακούσεις μια ολόκληρη ιστορία; Δεν έβγαινε. 

     Εκείνη όμως επέμενε πως την είχε ακούσει στο μαγαζί Όταν γύρναγε ξημερώματα στο σπίτι, έλυνε τα αθλητικά της στο ασανσέρ. Τόσες ώρες ορθοστασία είχαν γίνει πια ένα με τα πόδια της. Σκούρα γκρι κορδόνια πάνω σ΄ένα κουρασμένο ζευγάρι αθλητικά με σόλες μαύρες. Κάποτε ήταν πολλά υποσχόμενο για τρέξιμο σε στίβους, για αθλήματα που δεν ασχολήθηκε τελικά ποτέ. Είχε και μια αγάπη για την πυγμαχία, δύσκολο άθλημα για κορίτσια αλλά κάποτε αγαπούσε τα δύσκολα. Τώρα ούτε τα δύσκολα, ούτε τα εύκολα. Τώρα να μην σκέφτεται, αυτό αγαπούσε περισσότερο απ΄όλα. Πετούσε τα ιδρωμένα της ρούχα στην καρέκλα που είχε απέναντι από το κρεβάτι και ξάπλωνε γυμνή, μόνο με το βρακί στο κρεβάτι. Την έπαιρνε ο ύπνος στο λεπτό. Ούτε ανησυχία, ούτε σκέψη να της κολλήσει, ούτε τα λόγια που θυμήθηκε πως της είπαν οι φίλοι της και δεν της άρεσαν. Τα χιλιόμετρα που είχε διανύσει κουζίνα, τραπέζια και πίσω, έκαναν στάχτη τα πώς και τα γιατί. 

       Ξυπνούσε το απόγευμα. Καφές, κάποια μηνύματα στους φίλους. Κάποια ''ναι ρε θα πάμε'' και ''είσαι καλά;'' και δρόμο πάλι για την δουλειά. Έμπαινε πού και πού και στην ομαδική της σχολής. Να δει μήπως βγήκε κάτι για την εξετάστική. Η εξεταστική ήταν το θέμα. Αφού στην σχολή που μπήκε ούτε που ήθελε να μπει, ούτε που ξέρει γιατί την είχε δηλώσει. Τότε θυμάται τις είχε δηλώσει όλες στην σειρά. Αυτό της είχε πει η κυρία του Επαγγελματικού Προσανατολισμού. Και αφού δεν την συγκινούσε έπιασε δουλειά. Αυτή η δουλειά είχε δώσει τη θέση της σε μια άλλη δουλειά, και η άλλη δουλειά σε μια άλλη δουλειά. Όλες σέρβις και μια δυό κουζίνα. Γνώριζε πολύ κόσμο σ΄αυτές τις δουλειές, άκουγε πολλές ιστορίες, τις έλεγε στα παιδιά. Όμως οι άνθρωποι χάνονταν γιατί άλλαζε δουλειά και τις ιστορίες τις έπαιρνε ο άνεμος γιατί δεν υπήρχε πια αρκετός χρόνος για να δει τα παιδιά. Όταν κάποιες φορές της χτυπούσε ο έρωτας την πόρτα, έβρισκε την πόρτα κλειστή γιατί εκείνη έλειπε από το σπίτι για να του ανοίξει. Και τις φορές που δεν έλειπε, κοιμόταν τον βαρύ της ύπνο.

      Τα ρεπό ήταν μια διαφορετική ιστορία. Θα έβγαινε με τα παιδιά. Θα πήγαιναν από δω και από εκεί. Τώρα που καλικαίριασε πάνε και θάλασσα και θερινά. Θα πουν τα τρέχοντα και αυτά που τους απασχολούν. Για τον Δημήτρη που δεν έχει τηλεφωνήσει ακόμα στην Αναστασία, για την Ελπίδα που φεύγει με Erasmus στην Δανία και για την Ληδία που δεν σηκώνει το τηλέφωνο γιατί φαίνεται πως είναι πολύ βαρύ το ακουστικό. Θα ακούσει τις ιστορίες, θα γελάσει, αλλά δεν θα εμπλακεί. Αυτό είναι το πιο ασφαλές. Να μην εμπλακεί για να μην τα βάλει μέσα της. Γιατί αν τα βάλει, θα χαθεί. 

       Καλύτερες είναι εκείνες οι άλλες ιστορίες που ακούει στο μαγαζί. Αυτές που λένε οι θαμμώνες περιμένοντας να τους πάει το ποτό τους. Αυτές που εκείνη είναι ακροάτρια και οι άλλοι οι πρωταγωνιστές. Είναι οι ιστορίες των άλλων. Οι δικές της ιστορίες παραμένουν κουλουριασμένες στο μυαλό της. Όπως τα γατιά έξω από τη πόρτα του σπιτιού. Μικρά κατοικίδια, μεγάλης δύναμης και ορμής που ζουν δίπλα στον άνθρωπο. Κρατούν την ανεξαρτησία τους αλλά δεν φεύγουν για ένα πιάτο φαί και ένα χάδι. Οι σκέψεις της παραμένουν κουλουριασμένες μέσα στην αδράνεια της, ακινητοποιημένες κάτω από βάρη που εν αγνοία της τοποθετήθηκαν μέσα της. 

       Οι θαμώνες θα τη βλέπουν δίπλα τους, γύρω τους να τους σερβίρει. Είναι δεν είναι 22 χρονών, θ΄αλλάζει τα τασάκια. Σαν ηττημένοι θα την παρατηρούν να τρέχει πάνω κάτω. Η μια μέρα της να διαδέχεται την άλλη. Το ξέρει πως καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή. Είναι σπουδαίο να δουλεύεις. Όταν όμως έχεις χρόνο να σκέφτεσαι, να συνδέεσαι, να ονειρεύεσαι, να ερωτεύεσαι. Όλα αυτά που είναι η δική σου ζωή. 


Κυριακή 24 Απριλίου 2022

Μεγάλη Τρίτη

 



   Πρωί πρωί του τηλεφωνεί να του πει πως έμεινε από λάστιχο. Πως ξεφούσκωσε στα καλά καθούμενα το μπροστινό δεξί και δεν μπορεί να κουνηθεί. Εκείνος καταφθάνει γεμάτος νεύρα, σκύβει να δει τι συμβαίνει και ο αέρας μέσα σε δευτερόλεπτα γεμίζει φωνές, βρισιές, Xριστοπαναγίες. Όλα μα όλα στοχευμένα και στο β' ενικό. Πετάει πέτρες, κλωτσάει τ' αυτοκίνητο, φτύνει σάλια.

   Από το πίσω κάθισμα, σε μια ανύποπτη στιγμή βγαίνει έντρομο ένα μικρό παιδί. Φοράει ακόμα τις πιτζάμες του. Στέκεται ακούνητο, αμίλητο, κολλημένο στο φτερό του αυτοκινήτου. Μια ύστατη προσπάθεια να εξαϋλωθεί, να μην βρίσκεται εκεί, να γίνει ένα με την λαμαρίνα και να πάψει να υπάρχει. Πού να πήγαιναν άραγε με τη μάνα του πρωί πρωί; Τα σχολεία είναι κλειστά. Μήπως να αγοράσουν κάτι από το κοντινό παντοπωλείο που τους χρειάστηκε τελευταία στιγμή; Ή μήπως κάτι από το φαρμακείο;

    Εκείνη του λέει με χαμηλή φωνή κάτι που δεν ακούγεται.Ίσως τον παρακαλεί να σκεφθεί το παιδί που τους βλέπει, να τον ικετεύει να σταματήσει γιατί του κάνουν κακό, ίσως να του ζητάει συγνώμη που τον έφερε σε τόσο δύσκολη θέση με την ανικανότητα της. Ίσως απλά να κλαίει ή να προσπαθεί να συγκρατήσει την αναπνοή της. Εντελώς άχρηστα τα δάκρυα, αφού το σώμα της αρκεί. Ένα ζαρωμένο, στεγνό κόμμα για να συνεχίζει ακάθεκτος τη βαρβαρότητα του, αυτό ήταν όλο κι όλο. Ίσως πάλι να μην μιλάει σ΄αυτόν, ίσως να παραμιλάει στον άλλο της εαυτό. Αυτόν που δεν την έχει αφήσει να κάνει ποτέ αυτό που θέλει ή τουλάχιστον δεν της έχει επιτρέψει να είναι ικανή να αλλάζει μόνη της λάστιχα. Τον γνωρίζει πολλά χρόνια τον άλλο της εαυτό. Δεν αναγνωρίζει πια πολύ καλά αυτά που της απαντάει στα συνεχόμενα παράπονα της. Σχεδόν δεν αναγνωρίζει ούτε τις αναμνήσεις της. Είχε συμβεί σιγά σιγά, στην αρχή σχεδόν δεν είχε επίγνωση πως κάθε φορά που ένα πράγμα δεν λεγόταν την στιγμή που έπρεπε να ειπωθεί, αυτό εξαφανιζόταν χωρίς δυνατότητα επιστροφής. Η πραγματικότητα απομακρυνόταν, διέφευγε από εκείνη τη στιγμή και για πάντα. Για εκείνη ο μόνος τρόπος να θυμάται είναι να ξεχνάει. Και αν κάποτε κάποιος την πίεζε να θυμηθεί, τότε ήταν που θα προτιμούσε να ξεχάσει τα πάντα. Αφού δεν ήταν ελεύθερη ν' αλλάξει τον κόσμο της, να φτιάξει κάτι νέο μέσα σ΄αυτόν, καλύτερα να ξεχνάει.

    Όλα αυτά γίνονται έξω από το Δημοτικό γήπεδο της γειτονιάς και ενώ άνθρωποι περπατούν, τρέχουν, αθλούνται προσπαθώντας να ζήσουν μια καλύτερη, πιο ανθρώπινη ζωή. Κάποιοι ακούν τις φωνές αλλά δεν πλησιάζουν. Δεν αναμειγνύονται. Συνεχίζουν αλλά στην πραγματικότητα όχι σαν να μην υπήρξαν μάρτυρες άλλης μιας ιστορίας βίας. Σε λίγο ο χρόνος θα σβήσει απ΄όλους, όπως ο αέρας το σημάδι στην άμμο, απ΄όλους αυτό που μόλις είχε συμβεί. Όλα θα απωθηθούν στα βαθειά, σκοτεινά νερά της λησμονιάς. Και ενώ το ημερολόγιο θα γράφει Μεγάλη Τρίτη, ο πραγματικός χρόνος θα έχει σταματήσει σε μια ζωή που έχει γίνει ώρες που απλά διαδέχονται η μια την άλλη. Ώρες που βίαια αδειάζουν μόλις τελειώσουν οι υποχρεώσεις και τα καθήκοντα, αφήνοντας μόνη δυνατότητα τη σιωπή. 

   

Ζωγραφική joseph Lorusso

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2022

Αυτή που γιορτάζει κάθε μέρα

 

                                               

       Είδα αυτήν που γιόρταζε χθες, πρωί πρωί στο σούπερ μάρκετ. Φορούσε μπότες φθαρμένες αλλά καλογυαλισμένες και ψώνιζε βιαστικά. Είχε δεμμένα τα μαλλιά αλογοουρά μ' 'ενα καφέ λαστιχάκι.  Έβαζε μέσα στο καλάθι της όσα της χρειαζόντουσαν για το βραδινό αλλά και για το αυριανό μεσημεριανό . Αυτά που θα τα μαγειρέψει ταυτόχρονα , όταν γυρίσει το απόγευμα από την δουλειά.

     Την συνάντησα και στο μετρό. Κουβαλούσε μια θηριώδη τσάντα. Είχε μέσα διάφορα χαρτιά για τη δουλειά, κλειδιά, ένα παραφουσκωμένο πορτοφόλι , γεμάτο χαρτάκια, αποδείξεις, κάρτες και δυο φωτογραφίες με τα παιδιά. Ο συρμός έτρεχε γρήγορα εκείνη όρθια, κρατιόταν σφιχτά από τα χερούλια. Παρόλα αυτά κατάφερνε να διατηρεί μια τέλεια ιρορροπία. Κατέβηκε στην στάση Πανεπιστήμιο . Την είδα να τρέχει στην αποβάθρα, να σκύβει μια δεξιά και μια αριστερά προσπαθώντας να μην χτυπήσει άθελα της κάποιον άλλο επιβάτη. Την είδα να τρέχει στις κυλιόμενες σκάλες. Ν' ανεβαίνει δυό δυό τα σκαλιά, σχεδόν σαν να καλπάζει,  από την αριστερή πλευρά τα σκαλιά για να μην αργήσει αλλά και για να αποφύγει τον προιστάμενο της που δεν χάνει ποτέ την ευκαιρία να της χωθεί με τα ηλίθια , δήθεν αστεία του. 

     Την είδα και στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς , να αγοράζει το μπλοκ ζωγραφικής και τις νερομπογιές της μικρής και το μοιρογνωμόνιο του μεγάλου. Να ψάχνει τα γομάκια , να διαλλέγει τρια χρωματιστά και δυο αυτοκόλλητα έτσι για την παραπανίσια , την αναπάντεχη χαρά. 

   Την είδα να περπατάει και να μιλάει στο τηλέφωνο. Η ζώνη από το παλτό της να γλύφει τα βρώμικα πλακάκια του πεζοδρομίου,  αλλά εκείνη να μην το έχει καταλάβει. Να της φωνάζει , να της λέει να προσέξει λίγο παραπάνω τι της λέει γιατί άλλο δεν την αντέχει έτσι απόμακρη που στέκει στο κόσμο της , απορροφημένη συνεχώς από τα θέματα των παιδιών και τα δικά της και πως να τον λάβει πολύ στα σοβαρά γιατί θα πάρει τα μέτρα του . Τα μέτρα του. Τα μέτρα του. Τα μέτρα του. Και θυμάται πως ήταν την τελευταία φορά όταν είχε πάρει τα μέτρα του. 

           Την είδα και σήμερα αυτήν που γιόρταζε χθες . Θα την δω και αύριο , αυτήν που γιορτάζει κάθε μέρα.









 Ζωγραφική Alejandra Cabarello

  https://www.artsper.com/us/contemporary-artists/spain/5584/alejandra-caballero

Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2022

Καλός υπάλληλος

 


      


      Είναι πια μεγάλος. Ύστερα από τριανταπέντε χρόνια υπηρεσίας έχει διατρέξει όλους τους βαθμούς που θα μπορούσε. Γραμματέας στο πρωτόκολλο. Πάντα έκανε τη δουλειά του ευσυνείδητα, σχεδόν με κέφι. Σκυμμένος στην αρχή στο παρθενικό βιβλίο του και κάποια χρόνια  αργότερα στον υπολογιστή του, περνούσε τις εγγραφές, τα εισερχόμενα, τα εξερχόμενα, τους αριθμούς. Αντέγραφε τις περιλήψεις των υποθέσεων σχεδόν με ευλάβεια. Όπως θα έκανε αν οι υποθέσεις αυτές ήταν τα παιδιά του και ήθελε να τα προστατέψει, να τα υποστηρίξει. Να κάνει γι΄ αυτά ό,τι περνά από το χέρι του. Μόνο που δεν είχε παιδιά. Ούτε γυναίκα είχε. Στα νιάτα του είχε αγαπήσει πολύ μια Μαρία. Όμως η Μαρία δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και τελικά παντρεύτηκε έναν φίλο της γιατρό. Αν παρατηρούσε κάποιος το πρόσωπο του την ώρα που δούλευε, θα διάβαζε την ιστορία του καλού υπαλλήλου. 

   Ανεξίτηλη είναι χαραγμένη στην μνήμη του η πρώτη μέρα που μπήκε στην υπηρεσία. Χαμογέλασε αμήχανα στους συναδέλφους του. Θυμάται πως κάθησε στην καρέκλα του από τύχη και έμεινε εκεί. Άλλοι έφυγαν, άλλοι ήρθαν. Κάποιοι πέθαναν. Εκείνος έμεινε αμετακίνητος. Είχε αποκτήσει μεγάλη εμπειρία, εξειδίκευση σ΄ένα τομέα με υποθέσεις ευαίσθητες που φέρνουν τις περισσότερες φορές φασαρίες και προβλήματα στην Υπηρεσία. Οι προϊστάμενοι, είτε έρχονταν είτε παρέρχονταν, τον θεωρούσαν απαραίτητο. Τίμιος άνθρωπος, ευσυνείδητος και ιδεολόγος. Παρόλο το περιορισμένο του εισόδημα, φροντίζει την εμφάνιση του. Είναι  πάντα καλοντυμένος. Τα τελευταία χρόνια, κάποιο πρόβλημα στην μέση του τον ανάγκασε να κρατάει μπαστούνι. Διάλεξε ένα ξεχωριστό που είχε για λαβή το πρόσωπο ενός πιστού σκύλου φτιαγμένο από κόκκαλο. 

       Ένα πρωί ο προϊστάμενός του του μίλησε κάπως φιλικότερα. Xάρηκε τότε, πήρε θάρρος, του απάντησε στον ενικό, γέλασε μάλιστα ανοιχτόκαρδα και τον χτύπησε στον ώμο. Ο προϊστάμενος μ΄ένα παγωμένο βλέμμα τον κάρφωσε πάλι στην θέση του. Και έμεινε εκεί. 

          Τώρα, βγαίνοντας κάθε μέρα από την Υπηρεσία, περπατάει μέχρι το μετρό πολύ βιαστικά. Σηκώνει ψηλά το μπαστούνι του γράφοντας κύκλους μέσα στο άπειρο σαν μια απόπειρα λυτρωμού και μετά το χτυπάει αλύπητα στα βρώμικα πλακάκια του πεζοδρομίου. Τρώει μόνος του σε μια ταβέρνα της γειτονιάς του πριν γυρίσει σπίτι. Πίνει σταθερά δυο μικρά ποτηράκια κόκκινο κρασί από τα βαρέλια της ταβέρνας. Κοιτάζει εκστατικός μπροστά του. Το δεύτερο ποτηράκι γίνεται κρουαζιερόπλοιο, με το οποίο ταξιδεύει σε θαυμαστούς, άγνωστους τόπους με χρωματιστά σπίτια, με περιποιημένες πλατείες με ψηλά δέντρα και γεφυράκια που διευκολύνουν τους περαστικούς. Από τα ψηλά δέντρα, πουλιά τον χαιρετάνε. Είναι ευτυχισμένος. 

       

    

        

         

  

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2022

Στο κρεοπωλείο

 




      Τον συνάντησε έξω από το κρεοπωλείο. Φορούσαν και οι δυο την μάσκα τους. Εκείνος έβγαινε, εκείνη έμπαινε. Κοντοστάθηκαν ταυτόχρονα, μπροστά στην αυτόματη πόρτα. Εκείνη του χαμογέλασε εγκάρδια. Απ΄αυτό το πλατύ χαμόγελο, το χαμόγελο πίσω από την μάσκα, ό,τι σώθηκε στάθηκε στα μάτια της. Δυο χαμογελαστά μάτια ανέλαβαν να μεταφέρουν το μήνυμα. Εκείνος δεν την αναγνώρισε. Την κοιτούσε, κάτι του θύμιζε αλλά δεν την αναγνώρισε. Παρόλα αυτά κοντοστεκόταν ευγενικά. Σαν να ήθελε ο αέρας να του μαρτυρήσει έναν τρόπο να καταλάβει κάτι που δεν θυμόταν. Σαν να ήθελε μια μικρή βοήθεια τέλος πάντων από το κοινό. Εκείνη κατάλαβε. Όπως πάντα καταλάβαινε χωρίς να ζητάει αποδείξεις και ονόματα. Πες το διαίσθηση, πες το ανοιχτωσιά, εκείνη κατέβασε λίγο την μάσκα της. Μέχρι λίγο κάτω από τη μύτη. Όπως παλιότερα ήταν λίγο μεγαλύτερο το χαμόγελο,  ή το λακκάκι στο λαιμό πιο ενθαρρυντικό. 

        Και τότε εκείνος αμέσως την αναγνώρισε. Χαμογέλασε τόσο πλατιά που το χαμόγελο άνοιξε διάπλατα το βλέμμα του, τα μάτια μεγάλωσαν και γέλασαν και χάρηκαν πολύ. Είπαν δυο κουβέντες απλές. Νομίζω για το κρεοπωλείο, χαιρετήθηκαν και απομακρύνθηκαν σιγά.  Όπως χαιρετιούνται οι άνθρωποι μέσα σε μια μικρή αλλά απέραντη στιγμή. Μια στιγμή που ξέρει για αυτούς πολύ περισσότερα ακόμα και από πολλές, πολλές, πολλές ώρες μιας ζωής που παραμένουν να αγνοούν, αφού δεν έχουν ακόμα κατορθώσει ν' αναγνωρίσουν την ουσία της.