Ζουν μια σύντομη ζωή, το πολύ καμιά δεκαπενταριά χρόνια. Αφοσιώνονται. Γεμίζουν θλίψη όταν φεύγουμε. Περιμένουν από το πρώτο λεπτό να επιστρέψουμε πάλι.
Μας ακούνε προσηλωμένα να μιλάμε στην ακαταλαβίστικη ανθρώπινη λαλιά μας. Είναι εκεί, δίπλα μας όσο εμείς είμαστε εκεί, όσο στεκόμαστε, πίνουμε, μιλάμε, γελάμε. Γεμίζουν κενά του χρόνου, της εποχής, της ηλικίας. Κοιτούν ήρεμα, αθόρυβα, αφοσιωμένα με τα μεγάλα, υγρά μάτια τους.
Χαίρονται τις χαρές μας. Λυπούνται τις λύπες μας. Μοιράζονται τις σιωπές μας. Ανεβοκατεβάζουν το υγρό βλέμμα τους, ψάχνοντας το μπιπ-μπιπ του ραδιοφώνου, του υπολογιστή, της τηλεόρασης, σαν την πιο ακριβή μετάφραση του τακ-τακ της δικής μας καρδιάς. Σβήνουν τη βαριά κουβέντα, τη φωνή στα μεγάλα βάθη και πλάτη της σκυλίσιας καρδιάς. Συγκρατούν τους πόνους να μη μετατραπούν σε μίσος. Θα μπορούσαν, έχουν τη δύναμη. Δεν το επιλέγουν. Μας θέλουν κοντά τους όταν αρρωστήσουν. Ακόμα κι αν ηττηθούν από την αρρώστια, τους αρκεί να είμαστε δίπλα τους. Πεθαίνουν στα χέρια μας.
Ζουν ανάμεσα μας δίνοντας μας τη μοναδικά απλή ευκαιρία να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι.
Παρ' όλα αυτά υπάρχουν άνθρωποι ασυγκίνητοι.
Στον Spike, τον καλύτερο μου φίλο
Στον Spike, τον καλύτερο μου φίλο