Ο κόσμος ήταν πήχτρα στην προβλήτα. Σαν πανύψηλο, πυκνό δάσος γύρω της, κι αυτή είχε χαθεί. Παιδί της πόλης ήταν. Μεγάλο χωνί η πόλη. Η θάλασσα ξεδιαλύνει. Μικροκαμωμένη με κοντά, μαύρα μαλλιά. Φορούσε ένα πολύχρωμο τραγιασκάκι και μια ξεχειλωμένη άσπρη μακώ μπλούζα με στάμπα ένα κοπάδι γκρίζα ψαράκια με μαύρη γραμμή στην ουρά. Έμοιαζε πορσελάνινη, μια ξεχασμένη Wonder Woman που ξέφυγε από τα υπόλοιπα κόμικ σαν από θαύμα.
Άνοιγε διάπλατα το στόμα και ανέπνεε αέρα και νερό θαλασσινό σε σταγόνες. Ασφυξία, όλο τον τελευταίο καιρό. Βουβό γέλιο, βουβό κλάμα, αμίλητες στιγμές, κοσμήματα της σιωπής.
Κοίταξε τον κόσμο γύρω. Ο καθένας βρισκόταν για διαφορετικούς λόγους εκεί. Κάποιοι μοιάζανε με αριθμομηχανές που περπατούν λογαριάζοντας, κάποιοι άλλοι με αρχιτέκτονες που κουβαλούν οράματα, άλλοι σαν υπ΄αριθμόν ένα καταζητούμενοι, επικηρυγμένοι, προδότες, ζευγάρια που μοιράζονται το ίδιο ξόρκι, κορίτσια δυνατές βροντές και αγόρια πολύτιμα ερωτηματικά. Όλοι κουβάλαγαν αλλόκοτα και βαριά φορτία.
Κουβάλαγαν τις μυρωδιές από το σπίτι τους. Τα μυστικά, τα τραγούδια, τις προδοσίες, τις απουσίες και τα λεφτά που χρωστάνε στους τοκογλύφους. Κουβάλαγαν την ιστορία, τους ξεχασμένους δρόμους της χαμένης πατρίδας, τους πεθαμένους, την παιδική ηλικία, τους πρώτους έρωτες και την μπερδεμένη Άνοιξη που άργησε και δεν έχει έρθει ακόμα. Τα λαχεία, τα λόττο, τα τζόκερ, τους φόβους και τα άγχη. Τα ένσημα, τα ταμεία, τα ενοικιαστήρια, τις εξώσεις, τις απολύσεις και τις ψευδαισθήσεις. Το βάρος της αδυναμίας, του χρόνου, της αρρώστιας. Το μίσος για τους άλλους και πιο πολύ για τον ίδιο τους τον εαυτό. Τις πλατείες, τα σπασμένα παγκάκια, τους σταθμούς, τα θερινά σινεμά. Κουβάλαγαν πολλά χρόνια δουλειάς στην πλάτη, μυωπίες, πρεσβειωπίες και κινητές τηλεφωνίες. Πληρωμένες, απλήρωτες, παλιά και νέα γραμμάτια. Τσιγάρα, ρετσίνες, κέρματα, λίγα χαρτονομίσματα, εισητήρια. Την λαχτάρα για μια νέα μέρα και πιο πολύ τον σιωπηλό φόβο πως αυτή η νέα μέρα θα τους ξεχάσει και θα τους ξεπεράσει.
Δυο πλοία λύνουν να φύγουν. Σκέφτεται πόσα χρόνια είχαν περάσει από το τελευταίο της ταξίδι. Κάθεται σ΄ ένα κάβο και κοιτά τους επιβάτες στην κουβέρτα να χαιρετούν και τα φουλάρια τους να χορεύουν στον αέρα σαν σημαιάκια πανηγυριώτικα. Ακούγεται ένα ακορντεόν. Θυμάται πως το τελευταίο της ταξίδι το έκανε στην Ιπποκράτους με τα πόδια. Περπατούσαν και μιλούσαν. Φώναζε και κουνούσε τα χέρια του πάνω κάτω σαν να κατέβαζε την θερμοκρασία από θερμόμετρα. Δεν κατόρθωσε ποτέ να καταλάβει αν της ρίχνει ευθύνες. Έπιασε το χέρι του. Τα κουνούσαν πέρα δώθε μαζί τώρα. Νόμισε για μια στιγμή πως μαλάκωσε η φωνή του. Μπορεί να ήταν και ιδέα της. Γιατί και πώς θα την βγάλουν τώρα. Τι να κάνουν για να τα καταφέρουν. Δεν υπάρχουν απαντήσεις. Δυο αρχαίοι πολεμιστές που παλεύουν να βγουν ζωντανοί από μια άγρια μάχη. Αν τους έβλεπε κανείς από μακριά θα έλεγε πως ήταν δυό κατάρτια, ένα πιο ψηλό και ένα πιο κοντό ενός καϊκιού που παλεύει στα μεγάλα κύματα.
Φέρνει ξανά στο νου της το τελευταίο τους ταξίδι. Και ύστερα δεν θέλει να βλέπει, ούτε να σκέφτεται τίποτα. Ξεγλυστρά από τον κόσμο. Ανοίγει βήμα. Βυθίζεται ανάμεσα στο άσπλαχνο βουητό των αυτοκινήτων στο δρόμο και επιστρέφει.
Φωτογραφία Tomie Seike
θα μπορούσε ο ηθοποιός να ήταν μουσικός;
ΑπάντησηΔιαγραφήhttps://www.youtube.com/watch?v=-LAzTP7-O0s
...και καρτερείς κάτι να δεις...
"ντέφι να γίνει", έλεγε η μάνα στα δύσκολα
κοιτιέσαι στο κάτοπτρο, μιλάς και σου μουτρώνουν,
δεν μιλάς, αγριοκοιτούν και καρτερούν
και εμείς επιθυμούμε το καλυτερότερον δι υμάς!