Βήματα παλιά, περήφανα, κουρασμένα και λίγο στραβά , δεν μπορούσες να τα ξεχάσεις. Όταν τον είδα ήταν βράδυ και περπατούσε στην άδεια πόλη. Εγώ ήμουν σταματημένη στο φανάρι και αυτός περπατούσε με τους ώμους σκυφτούς στο πεζοδρόμιο. Σκούρο μπλε το πουκάμισο του ανοικτό στα πάνω δυό κουμπιά , φαινόταν η φανέλα του από μέσα. Αναμαλλιασμένος και ιδρωμένος έπαιζε στα χέρια του μια χάρτινη σακούλα. Κοίταξα προσεκτικότερα την σακούλα. Κόλυβα. Είχε στα χέρια του κόλυβα . Λίγο πιο πίσω του μια γυναίκα σιωπηλή τον ακολουθούσε. Ένας άγνωστος ήταν ο άνθρωπος και εγώ από κάπου τον ήξερα.
Ένας άνθρωπος ολόκληρο βιβλίο που δεν άντεξε κανείς να το δαβάσει. Ένας απ΄όλους εμας. Τους ανθρώπους με τις χίλιες δικαιολογίες που ξύνουν πληγές. Τους ανθρώπους κύκλους που τέμνονται . Τους ανθρώπους που νομίζουν, που εκφεδονίζονται από το μηδέν στο εκατό και πάλι πίσω. Τους ανθρώπους δρόμους με φωτιές και τους άλλους με την απόλυτη ησυχία .Τους ανασφαλείς που αρκούνται στην ασφάλεια . Τους μπερδεμένους , τους γρίφους, τους ανθρώπους που σου σφίγγουν το χέρι και μετά δεν στο επιστρέφουν ολόκληρο. Τους ανθρώπους δυνατές φωνές και τους άλλους που δεν ακούγονται. Τους αμήχανους, τους μηχανικούς, αυτούς που αναπνέουν και τους άλλους που εκπνέουν. Απ΄αυτούς που ο ιδρώτας τους μυρίζει παραδοχή ή από τους άλλους που σου αλλώνουν την παραδοχή. Απ΄αυτούς που δεν αντέχουν τον πόνο ή από τους άλλους που τον προκαλούν.
Δεν ξέρω ποιος ήταν ακριβώς. Τα βήματα του αναγνώριζα. Δεν ξέρω ποιον έχασε και μέσα στην νύχτα έτρωγε κόλυβα σκυφτός. Δεν ξέρω ποιο βάρος έκανε τους ώμους του σκυφτούς . Μέσα στην σιωπή της πόλης άκουσα για μια στιγμή κάτι σαν σκαρπέλο . Μπορεί να ήταν η πατημασιά του στο πεζοδρόμιο ή το μασούλημα του κριθαριού. Λαξευτής στιγμών είναι ο άνθρωπος . Ψάχνει να ανακαλύψει την ευτυχία. Κανείς δεν μπορεί να του διδάξει τον τρόπο. Μονάχος ψάχνει .
Σε λεπτά άναψε πράσινο και ετοιμάστηκα να περάσω. Γύρισα να τον κοιτάξω . Διασταυρώθηκαν τα βλέμματα μας. Κάτι σαν υπόγειο ρεύμα μας έφερε τον έναν μπροστά στο άλλο. Τον είδα να αδειάζει τον χρόνο. Τίποτα απολύτως δεν είχε άλλαξει τριγύρω. Ούτε νομίζω πως θα είχε τίποτα σπουδαίο να πει ή να προτείνει για όλα αυτά που συμβαίνουν . Η πόλη στην καλοκαιρινή της βραδιά αργόσερνε τα δικά της βαριά βήματα. Αν έκλεινες την ένταση από τους καβγάδες στις τηλεοράσεις όπως έβγαινε από τις ανοικτές μπαλκονόπορτες , θα έπεφτες σε μια εκκωφαντική σιωπή. Αυτός περίμενε ν΄ανάψει πράσινο για τους πεζούς , να πάρει την ελπίδα αγκαλιά και να περάσει απέναντι. Μου φάνηκε ένας απ΄αυτούς που στο γύρισμα ενός κλειδιού στην πόρτα το βράδυ αναγνωρίζουν όλη τους την πληρότητα. Τους ερωτευμένους που αναποδογυρίζουν το είναι και δεν είναι τους για μια μονάχα στιγμή. Αυτους αγαπώ πιο πολύ. Αυτούς που έχουν το βήμα.
Η ιστορία με τα χρόνια αποκτά την δικούς της θρύλους . Κάθε θρύλος και εκδοχή. Το λησμονούν όσοι αμφισβητούν το δικαίωμα στην αλήθεια του απέναντι και νομίζουν πως κρατούν το τρόπαιο. Πολλές τέτοιες ιστορίες είναι καλά κρυμμένες σε φυλαχτά, σε ποιήματα, σε κόκκινες σημαίες. Ιστορίες που σε μαθαίνουν , αν προσεκτικά τις διαβάσεις να συγχωρέσεις όσους από δειλία εκπέσανε. Το άλφα στον άνθρωπο δεν είναι κυκλωμένο. Στερητικό είναι.
Σαν τόν τυφλό μπροστά στόν καθρέφτη
ΑπάντησηΔιαγραφή«Ὤ ναί, ξέρω καλά πώς δέν χρειάζεται καράβι γιά νά ναυαγήσεις,
πώς δέν χρειάζεται ὠκεανός γιά νά πνιγεῖς.
Ὑπάρχουνε πολλοί πού ναυαγῆσαν μέσα στό κοστούμι τους,
μές στή βαθιά τους πολυθρόνα,
πολλοί πού γιά πάντα τούς σκέπασε
τό πουπουλένιο πάπλωμά τους.
Πλῆθος ἀμέτρητο πνίγηκαν μέσα στή σούπα τους,
σ’ ἕνα κουπάκι του καφέ,
σ’ ἕνα κουτάλι του γλυκοῦ…
Ἄς εἶναι γλυκός ὁ ὕπνος τους ἐκεῖ βαθιά πού κοιμοῦνται,
ἅς εἶναι γλυκός κι ἀνόνειρος.
Κι ἅς εἶναι ἐλαφρύ τό νοικοκυριό πού τούς σκεπάζει.»
Α. Χιόνης
https://www.youtube.com/watch?v=Zqe5NP86OCc
Μπας και ξυπνήσει το διαβολάκι μέσα μας με αυτό ;-)