Αυτό ήταν το δικό τους παράθυρο. Από τις πρώτες μέρες άφησε στο περβάζι μια γλάστρα με γεράνια. Στο παράθυρο του διαδρόμου με την γλάστρα λέγανε όλοι και ορίζανε το χώρο.
Από κει έβλεπε τον άνεμο να κυνηγά τα φύλλα κάθε φορά που φύσαγε. Την βροχή να χορεύει πέφτοντας στα βρώμικα πλακάκια και να γεμίζει τις λακκούβες. Από κει έβλεπε τον τελευταίο όροφο του απέναντι σχολείου, να ξεχειλίζει βουητό στα διαλείμματα, την μπουγάδα της γωνιακής ταράτσας να στεγνώνει ανενόχλητη στην ραστώνη του μεσημεριού. Από κει την έβλεπε να φεύγει, τα μαλλιά της να ανεβοκατεβαίνουν, να μπαινοβγαίνει ο γυμνός λαιμός της στο μαύρο της παλτό. Όσα χωρούσαν στο κάδρο του παράθυρου τα έβλεπε όλα. Πέρα απ΄αυτά, τίποτα.
Αργόσυρτα κυλούσαν οι μέρες. Το καλοκαίρι άφηνε ανοικτό το παράθυρο τα βράδια. Τα χαράματα άκουγε τα πουλιά που όριζαν την νέα μέρα και τ΄απογεύματα γέμιζε την σιωπή τους που έφερνε την νύχτα. Από εκεί έβλεπε το φεγγάρι να προχωράει. Ένα φεγγάρι ασθενικό, σε απόχρωση νοσοκομείου.
Είχε αλλάξει την μέρα με την νύχτα. Όταν κρύωνε ο καιρός, τα πρωινά άφηνε το παράθυρο ανοικτό να φύγουν οι οσμές της νύχτας. Αλήθεια φεύγουν ποτέ; Κινούνται ίσως όπως τα σύννεφα που έβλεπε από το παράθυρο ν΄αλλάζουν θέση. Προχωρούν όπως οι σιωπές και οι ενοχές.
Το αγάπησε εκείνο το παράθυρο. Το παράθυρο τους. Πέρασαν τρεις μήνες και δυνάμωσε. Τον έπιασε η θεραπεία, οπισθοχώρησε η ασθένεια. Όταν ήρθε η ώρα να φύγει, χάρισε την γλάστρα με τα γεράνια στον Σπύρο του διπλανού θαλάμου. ''Να μου τα προσέχεις'' του είπε. Κι εκείνος του το υποσχέθηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου