Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

Μελισσόχορτο και λεμόνι





     H ακινησία με σκοτώνει, σκεφτόταν μπροστά στον καθρέφτη καθώς υπογράμμιζε το μάτι της μ΄ένα μαύρο μολύβι.
     Βγαίνοντας από το σπίτι Δευτέρα απόγευμα  , βρέθηκε μπροστά σε μια φθινοπωρινή καταιγίδα. Γκρίζος  ουρανός, βαρύς και το χώμα να μυρίζει βροχή. Πέρασε από το μαγαζάκι της γειτονιάς να αγοράσει μια χάρτινη κούπα τσάι.
      Σε μια στάση στο Κηφισσό   περιμένει το λεωφορείο. Ένα μικρό ταξίδι μέσα στην πόλη. Με μια κούπα αχνιστό πράσινο τσάι  με μελισσόχορτο και λεμόνι να της ζεσταίνει τα χέρια. Ένα απαλό αεράκι της ανακατεύει τα μαλλιά , δύο στάλλες της βροχής στέκονται να γνωριστούν πάνω στην μύτη της. Το βλέμμα της στέκεται στην σειρά των στύλων της ΔΕΗ που χάνονται στην απέναντι όχθη του δρόμου.   Οι μέρες πήραν να μικραίνουν .
       Όταν κατέβηκε από το λεωφορείο , μύριζε ξανά υγρή γη. Κινείται μηχανικά μέχρι τη βιβλιοθήκη . Στην διαδρομή ο  ουρανός γίνεται πιο σκοτεινός από τα σκούρα σύννεφα και ο ήχος από τις βροντές γίνεται πιο δυνατός. Το μυαλό ξεστρατίζει και πάλι, μακριά από απλήρωτα και ληγμένα.
       Βρίσκεται τώρα στην ίδια θέση όπως συνήθως. Στον πέμπτο όροφο του κτιρίου της βιβλιοθήκης.  Στο μέρος αυτό που ονομάζει '' γραφείο'' και είναι το πιο μικρό απ΄όλα τ΄άλλα γειτονικά. Αλλά έχει θέα από το αστεροσκοπείο μέχρι τον Πειραιά. Όλη η πόλη στα πόδια σου που λένε. Βλέπει τα φώτα της πόλης να ανάβουν ένα ένα. Τα κτίρια να φωτίζονται. Στους απένατι δρόμους  τ΄αυτοκίνητα να κινούνται πέρα -δώθε . Οι άνθρωποι περπατούν   κάτω από τις ομπρέλες τους.
        Είχαν δεν είχαν περάσει  δυό ώρες που την ξανακοίταξε με εκείνη την βαθιά του ματιά . Μ' αυτή που της έλεγε '' σαν να μην πέρασε μια μέρα''. Κι ας άσπρισαν δυό τρίχες. Κι ας τους χτύπησε και ο φόβος της αρρώστιας.  Τρώγανε και όπως πάντα κοιτούσαν μαζί  προς την ίδια κατεύθυνση , λέγανε τα πάντα χωρίς να λένε τίποτα.
- Σε μισή ώρα φεύγω για την δουλειά.
- Τηλεφώνησε μου αν θέλεις να έρθω να σε πάρω από την στάση , το βράδι.
        Το βλέμμα χάνεται στα φώτα της πόλης, οι σκέψεις στο δικό τους βιολί. Αναρωτιέται τι θα γινόταν  αν έμπαινε σ΄ένα τραίνο για να κυνηγήσει κάποια όνειρα που δεν μπόρεσε ποτέ να πραγματοποιήσει . Να κυνηγήσει συναισθήματα που δεν μπόρεσε να ανταμώσει. Το φθινόπωρο σκέφτεται είναι μια εποχή να την ζει κανείς μόνος του. Την ίδια ώρα ξέρει πολύ καλά πως λέγοντας το αυτό , ψάχνει το ΄΄άλλο της φθινόπωρο''. Μεγάλωσε και το άλλο της φθινόπωρο δεν ήρθε. Και όταν ήρθε εκείνη βρισκόταν ήδη κάπου αλλού και δεν συναντήθηκαν.
      Η ζωή θέλει πάντα να αποζητούμε ό,τι δεν έχουμε, σκέφτεται . Είναι μεγάλη υπόθεση η συνειδητοποίηση του τι δεν έχουμε. Είναι δύσκολο να σταθείς και να παραδεχτείς στον εαυτο σου , ότι ξέρεις τι είναι αυτό που λείπει από την ζωή σου. Να πεις,  δεν έχω αυτό.
Και μετά να το ζυγίσεις.  Μήπως είναι αερικό ; Ένα φτερό που το κυνηγάει ο αέρας μεσα στην βροχή ;
     Βρέχει ακόμα . Ο άντρας στο απέναντι παράθυρο φέρνει το τσιγάρο στο στόμα του. Το κρατάει ανάμεσα στα δάχτυλα. Οι σταγόνες στο παράθυρο το κάνει να λάμπει. Ο ήλιος στα χέρια σου που λένε.
     Γυρίζει , φτιάχνει λίγο τα χαρτιά πάνω στο γραφείο . Έξι παρά τέταρο. Σε λίγο θα έρθει το πρώτο ραντεβού. Πίνει μια γουλιά τσάι . Την πιάνει ξανά η μυρωδιά του μελλισόχορτου. Θυμάται την μυρωδιά του στον καναπέ , όταν της έλεγε να μην φοβάται τις αστραπές και την φιλούσε απαλά στα δάχτυλα.
Από το ραδιόφωνο ξεπηδάει η μελωδία του  Djiango Reinhardt   στο  '' Tea for two'' .
Στην τελική δεν θα το έλεγες ακινησία αυτό.


     
      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου