Τρίτη 6 Αυγούστου 2024

Κατακαλόκαιρο

 




            Κατακαλόκαιρο κάπου στον Θερμαϊκό ήταν. Θα μπορούσε όμως να είχε συμβεί στον Ευβοϊκό, στον Παγασητικό ή οπουδήποτε αλλού που η θάλασσα αγκαλιάζει και φιλάει τη στεριά. Ένα ξύλινο τραπέζι, στρωμένο με χάρτινο τραπεζομάντηλο που γράφει το όνομα του μαγαζιού ''Ο σπόρος" είναι ακουμπισμένο δίπλα στο νερό. Καμιά δεκαριά αγόρια και κορίτσια κάθονται γύρω από το τραπέζι,  τσιμπολογούν από μικρά πιατάκια και πίνουν από μικρά ποτηράκια. Γελούν, μιλάνε δυνατά, μιλάνε γρήγορα, χαρούμενα, τιτιβίζουν. Μήπως τα παιδιά είναι πουλιά; Τσουγκρίζουν τα μικρά ποτηράκια, ευχόμενοι όλοι μαζί, δυνατά, "στην υγειά μας". Λίγο μετά επαναλαμβάνουν την ίδια ευχή, ρίχνουν λίγο κρασί ακόμα στα ποτήρια. Η θάλασσα φθάνει μέχρι τα πόδια τους, βρέχει τις σαγιονάρες τους. 

                Είναι οκτώμιση, ο ήλιος βρίσκεται ήδη μισή διάμετρο κάτω από τον ορίζοντα. Την ίδια στιγμή ο ίδιος ήλιος βουτάει πίσω από το Μπούρτζι του Ναυπλίου, φωτίζει τη Πορτάρα της Νάξου, βάφει με πορφύρα τα ανοιχτά πελάγη, τον υδάτινο καθρέφτη της λίμνης του Άγιου Νικόλαου στο Λασίθι, γλυστρά πίσω από τα τείχη μιας καστροπολιτείας, αποθανατίζεται από χιλιάδες ροματικούς στην Οία. Είναι η ώρα που ο ήλιος βουτάει στη θάλασσα σαν να θέλει να ξεδιψάσει. Κρύβεται σαν κυνηγημένο πουλί πίσω από λόφους και βουνοκορφές. Ο χρόνος μοιάζει για λίγο να παγώνει, σαν να θέλει να κρατήσει αυτό το θαύμα για πάντα ζωντανό. Αποχαιρετώντας τον ήλιο, οι καρδιές χτυπούν δυνατά. 

               Από το ραδιόφωνο του μαγαζιού ακούγεται ο  Παπάζογλου να τραγουδάει τον Αύγουστό του.

" Μα γιατί το τραγούδι να'ναι λυπητερό  

με μιας θαρρείς κι απ΄την καρδιά μου ξέκοψε

κι αυτή τη στιγμή που πλημμυρίζω χαρά 

ανέβηκε ως τα χείλη μου και μ΄έπνιξε

φυλάξου για το τέλος θα μου πεις''

        Τα παιδιά τραγουδούν μαζί με τον Παπάζογλου το δικό τους Αύγουστο. Και τότε τον βλέπω. Ένα αγόρι σηκώνεται από την μια άκρη του τραπεζιού. Φοράει άσπρο μακό και τζην βερμούδα. Ο Παπάζογλου τραγουδάει "θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό". Προχωράει ξυπόλυτος, αθόρυβα και σταθερά μέχρι που φθάνει στην άλλη άκρη του τραπεζιού εκεί που κάθεται ένα κορίτσι. Σκύβει και την σηκώνει στα δυο του χέρια. Το κορίτσι μετατρέπεται στα μπράτσα του σε γοργόνα. Η ουρά της είναι τα πόδια της λυγισμένα στους αγκώνες του. Μια γοργόνα που ξεχάστηκε και βγήκε ώρα στην στεριά και τώρα θα επιστρέψει στην θάλασσα. Το αγόρι με το κορίτσι στα χέρια προχωράει αργά και ευλαβικά, μπαίνουν στη θάλασσα, προχωρούν μαζί, μέχρι που αρχίζουν να κολυμπούν αγκαλισμένοι. Φιλιούνται με φόντο το πορφυρό του ουρανού. 

        Οι φίλοι  σηκώνονται και τους χειροκροτούν. Μήπως τα παιδιά είναι ψάρια; Δεν σταματούν να τους χειροκροτούν. Ο χρόνος θέλει για λίγο να παγώσει. Να τους κρατήσει έτσι αγκαλιασμένους για πάντα. Το κορίτσι και το αγόρι αρχίζουν να επιστρέφουν προς την παρέα τους. 

        Όλοι γνωρίζουμε πως είμαστε περαστικοί. Ο σπόρος ριζώνει. Έχει τη δύναμη μιας αστραπής όπως κι ο έρωτας. 

                

Φωτογραφία Ανν Λου

Πέμπτη 27 Ιουνίου 2024

Το Τράνζιτ στον Ιανό


Παρουσίαση του Τράνζιτ στον Ιανό στις 26/6/2024 με την ευκαιρία της επανέκδοσης του για τέταρτη φορά, δέκα χρόνια μετά την πρώτη έκδοση.

    Τα διηγήματα του Τράνζιτ γράφτηκαν μεταξύ 2011-2014. Την εποχή εκείνη η χώρα μας ταλανιζόταν από πρωτόγνωρα θέματα. Ανασφαλείς, αβέβαιοι για την αυριανή ημέρα, κάποιες φορές απογοητευμένοι, θυμωμένοι περνούσαμε τη μια ημέρα ύστερα από την άλλη. Δηλώσαμε και αγανακτισμένοι για όλα όσα πιστεύαμε πως ήταν διαφορετικά χτισμένα γύρω μας και διαψευστήκαμε. Αγανακτισμένοι που αντιλαμβανόμασταν πως δεν είχαμε συμπεριληφθεί σε κάποιο κοινωνικοπολιτικό σχέδιο και πως δεν υπήρχαν τρόποι να μην ξεχαστούμε στα αζήτητα. Μπροστά μας βλέπαμε να συμβαίνει αυτό που δεν θέλαμε να συμβεί. Κάποιες γενιές που τους έτυχε να ζήσουν στα δύσκολα, στην κακή στιγμή της Ιστορίας,  να μετατραπούν σε παρενθέσεις. Οι επόμενοι να συνεχίσουνε το δρόμο τους, η Ιστορία να συνεχιστεί και σε εκείνα εκεί τα πέτρινα χρόνια κάποιοι να έχουν φάει το βόλι σαν να ήταν απλώς παράπλευρες απώλειες. 

     Η πραγματικότητα όμως μας διέψευδε κάθε στιγμή και κάθε λεπτό. Κανένα σχέδιο δεν υπήρχε, ούτε πολιτικό, ούτε κοινωνικό και σίγουρα ούτε ανθρώπινο. Η χθεσινή χρυσή φούσκα μας είχε ξεράσει, και εμείς σημερινοί παραζαλισμένοι και χθεσινοί παντοδύναμοι, ψάχναμε να πιαστούμε από κάπου. Όπως εκείνο που συναντάμε στο διήγημα ''Πέρνα στιγμή μου πέρνα'': "Δεν ξεχνιούνται οι στιγμές που νιώσαμε παντοδύναμοι. Ένα εμείς κι Αυτή! Η μεγάλη ιδέα, η χίμαιρα, η ηδονή. Παντοδύναμοι στον ανεξέλεγκτο έρωτα μας. Πανίσχυροι με το νεογέννητο μωράκι μας στο στήθος. Ζαλισμένοι, με στάχτες μέσα στα μάτια, από τη γλύκα της επιτυχίας, του πλούτου, της εξάρτησης, της ανάδειξης, της επιρροής του πανίσχυρου εαυτού μας.  Αυταπάτη! Γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε μέσα σε αυταπάτες!"   

        Η αυταπάτη διαλυόταν, σχέδιο κρατήματος της απογοήτευσης και επανασύστασης δεν υπήρχε. Οι θεσμοί συνεδρίαζαν κάθε εβδομάδα, οι φόροι αυξάνονταν, οι συντάξεις κοβόντουσαν και κυρίως πολλοί συνάνθρωποι μας δεν κατάφερναν ούτε να επιβιώσουν. Σε κάθε μια γωνιά στον ίδιο δρόμο που είμαστε αυτή την στιγμή, στο κέντρο της Αθήνας μας, είχαν στηθεί αυτοσχέδια σπιτικά. Με υπνόσακους, κουβέρτες και ό,τι άλλο μπορεί να βοηθήσει έναν άνθρωπο να αντισταθεί στο χειμώνα που τον έβρισκε αναπάντεχα άνεργο, αναπάντεχα άστεγο. Αλήθεια, μορφή βίας δεν είναι και η ανεργία; Τα νέα παιδιά στην καλή περίπτωση θα έπρεπε να ψάξουν μια δουλειά στο εξωτερικό. Τι κι αν θέλαμε να τους φωνάξουμε ''Μείνε να το παλέψουμε''. Κανείς δεν θα μας άκουγε. Πάντα προέχει η επιβίωση. Και φυσικά πιστοί στην Ιστορία, όπου πάντα το σκοτάδι γεννάει σκοτάδι, είδαμε και τον φασισμό να εμφανίζεται μεγαλοπρεπώς και τρανταχτά. Όλα αυτά τα είδαμε, τα ζήσαμε, τα ξέρουμε. Τώρα αρχίζουμε σιγά σιγά να μην θέλουμε και να τα πολυσυζητάμε.

    Και αφού σχέδιο ανακάμψης δεν υπήρχε, έπρεπε να επινοηθεί. O καθένας να επινοήσει το δικό του, με την ελπίδα κάπου αυτά να συναντηθούν. Το Τράνζιτ ήταν η δική μου προσπάθεια να επινοήσω το σχέδιο διάσωσης. Ένα ανθρώπινο σχέδιο εμπερίεξης. Ήμασταν στην καρδιά μιας Τράνζιτ εποχής. "Εποχές τράνζιτ, σαν να χτυπάς το χέρι σου στο τραπέζι και να σκορπίζονται τα πουλιά. Έχει ένα περίεργο τρόπο να σε ταρακουνάει η ζωή. Σου χαλάει το ρολόι ξαφνικά. Ενώ είναι ξημερώματα, εσύ δεν μπορείς να κοιμηθείς. Σηκώνεσαι και στέκεσαι μπροστά στο πάγκο της κουζίνας και περιμένεις να βράσει το νερό για καφέ. Οι άλλοι κοιμούνται και εσύ ανοίγεις το ψυγείο να πάρεις γάλα. Κοντοστέκεσαι μπροστά στους λογαριασμούς που ανεμίζουν πιασμένοι από το μαγνητάκι πάνω στη πόρτα. Κάπως έτσι γίνεται όταν μετά από χρόνια αναζήτησης βρίσκεις τελικά κάποιο νόημα. Χαλάει πάλι το ρολόι και αρχίζεις να φοβάσαι πως πλησιάζει να σε πλακώσει κάποιο μάρμαρο. Όμως πόσες και πόσες φορές με χαλασμένους δείκτες ρολογιού κάθισες πάνω στην άμμο, και βλέποντας τον ήλιο να ανατέλλει είχες πει στον εαυτό σου "δες το καλά αυτό, πόσες ανατολές θα δεις ακόμα στην ζωή σου; '' Και τελικά είδες πολλές. Ανάμεσα, μέσα και έξω από τράνζιτ εποχές, που ναι μεν δεν τις νοσταλγείς αλλά που από την άλλη, σαν να σε έφτασαν με ένα δικό τους τρόπο σ΄εκείνη την άλλη εποχή που ήσουν πια σπίτι ασφαλής, η θύελλα είχε πέσει και η άγρια πρωινή σου βάρδια είχε πια περάσει."

      Πώς μπλέκεται όμως μια ανθρώπινη εικόνα όπως το στιγμιότυπο που σας περιέγραψα μόλις, μ΄ένα ανθρώπινο σχέδιο διάσωσης από τις δύσκολες εποχές; Μα υπάρχει κάποια κρίση που ο άνθρωπος όταν θέλει δεν θα ξεπεράσει; Αυτό που εμένα με βοήθησε ήταν να θυμάμαι, τις μυρωδιές, τις γεύσεις, τις λεπτομέρειες. Οι μνήμες, το καπηλειό της κυρά Γιωργίας στην αγαπημένη μου Πάτρα που πέρασα τα φοιτητικά μου χρόνια. Η μυρωδιά της φρέσκιας ντομάτας στο μπαλκόνι το καλοκαίρι, το μικρό ζακετάκι που θα σου ρίξουν στον ώμο τα βράδια όταν σε πάρει ο ύπνος μέσα στην κουβέντα της παρέας. Από τα ''Τα λόγια θα μείνουνε λόγια'': Όσο θυμάται τον εαυτό της τους χειμώνες αγόραζε ανεμώνες. Ήταν από τα λίγα πράγματα που κράτησε όταν άρχισε η κρίση. Μπορεί να μην είχαν πολλές σιγουριές, ανεμώνες όμως στο πορτοκαλί βάζο είχαν πάντα'' και λίγο παρακάτω '' Τις Κυριακές τα απογεύματα πηγαίναμε βόλτες στο Μοναστηράκι. Ιδιαίτερα στα μαγαζιά με τα παλιά περιοδικά. Ένα χαμόγελο της Κοτοπούλη στα μανταλάκια." 

        Η Virginia Satir είχε πει: "Έχεις κρίση; Γιόρτασέ το!" Όταν την επεξεργαστείς, όταν καταλάβεις, όταν συνειδητοποιήσεις τι έγινε, θα είσαι πιο ώριμος και πιο δυνατός.

"Σε πείσμα των καιρών, αγαπώ τους ανθρώπους που δε φοβούνται να λυπηθούν. Που μεγαλώνουν και ωριμάζουν για να χωρέσουν καλύτερα τη θλίψη τους. Υπάρχει άραγε καλύτερος τρόπος να τιμήσεις στη ζωή αυτό που έφυγε και αυτό που έρχεται; Που παραδέχονται πως δεν τα ξέρουν όλα και δεν παραχώνουν την άγνοια τους σε μια ''ολέθρια καλή διάθεση΄΄ επί παντός.  Τους ανθρώπους που προτιμούν μια βαθειά ζωή από μια ανούσια και επιφανειακή. Αυτούς που οραματίζονται στόχους, ιδανικά, ακόμα και όταν δεν υπάρχουν στην καθημερινότητα τους. Τους δημιουργικούς. Αυτούς που σε όλα αυτά που ζουν προσθέτουν και αυτά που μπορεί η έμπνευση να τους αποκαλύψει. Γιατί η ζωή χωρίς φαντασία είναι στενή και δεν κυλάει. ( Μακροβούτι)

Το πετύχαμε; Μάθαμε κάτι απ΄όλα αυτά; Συνειδητοποιήσαμε; Δέκα χρόνια μετά. Όχι δεν θα ηθικοποιήσουμε τη κρίση. Όχι δα! Τι επικρατεί δίπλα μας, γύρω, μέσα και έξω μας; Ο καθένας σίγουρα θα δώσει την δική του απάντηση. Παρατηρώ να αντικαθιστούμε το ρήμα ''μιλάω'' με το ρήμα ''γράφω''. Λέμε μιλάω μαζί του και εννοούμε πως ανταλλάσσουμε μηνύματα. Όσο περισσότερες φωτογραφίες, τόσο λιγότερες αληθινές ανθρώπινες ιστορίες, έρωτα, φιλίας, φροντίδας. Αν κάποιος λίγα χρόνια πριν μας έλεγε πως το πραγματικό φιλί θα αντικατασταθεί με ιδρωμένους ηλεκτρονικούς διαλόγους πληκτρολογίων και πως η παρουσία μας σ΄ένα ηλιοβασίλεμα θα δημοσιοποιείται οικειοθελώς, ίσως και να τον λέγαμε τρελό. Όμως αυτή είναι μια πραγματικότητα. Πολύ θα ήθελα να μετρηθεί κάποτε το ποσοστό των προσπαθειών να δημιουργηθεί μια σχέση με μια γνωριμία του instagram, tik tok, facebook. Είναι πιο ασφαλές αφού φαντάζεσαι τον άλλο όπως εσύ θέλεις και όχι όπως πραγματικά είναι. Να πάλι μπροστά μας η αυταπάτη.

Η κατανόηση της δικής μας αισθήσεως του χρόνου βοηθά σίγουρα να σκεφθούμε το ερώτημα. Με τον καθένα από εμάς και με όλους μαζί τι έγινε αυτά τα δέκα χρόνια; Μιλώ όχι για τον φυσικό χρόνο που αυτός τρέχει και δεν μας ρωτάει και δεν μας υπολογίζει. Αλλά τον άλλο χρόνο, τον υποκειμενικό, τον βιωμένο. Τι ζήσαμε; Τι δημιουργήσαμε; Εκείνο το χρόνο όπου εγγράφεται η σχέση με τους σκοπούς της ζωής μας και προβάλεται η εικόνα μας θετικά ή αρνητικά κατά το μέτρο της επιτυχίας ή της αποτυχίας μας. Η απάντηση δεν είναι απλή. 

Η δική μου απάντηση είναι πως τραβάμε προς τη φούσκα, την αυταπάτη ξανά με μνήμη κοντή που εμποδίζει την ενεργή της διάσταση. Μια καθήλωση στο παρόν. Την ονομάζουμε και άρνηση. Η παντοδυναμία της εικόνας. Το εύκολο, το γρήγορο και το γυαλιστερό επικρατεί ξανά. Η διαφήμιση του τι έχω, τι είμαι, πού είμαι, πώς είμαι. Πέρα και μακριά από τις φαντασιώσεις μας, τι έμεινε να ζούμε, αφού με το μέλλον έχουμε κακή σχέση; Στην ομάδα λέμε πως το όνειρο που θα δει ένα μέλος είναι όνειρο της ομάδας. Ποια είναι τα ζωντανά μας σύμβολα, αυτά που μας κάνουν να ονειρευόμαστε; Τι μπορούμε άραγε να ονειρευόμαστε; Οραματίζομαι αυτό που περιγράφει το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου που τραγούδησε με ανεπανάληπτο τρόπο ο Νίκος  Ξυλούρης. ''Και να αδερφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα, ήσυχα κι απλά.'' 

Προσωπικά ονειρεύομαι τη συννενόηση με όρους εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης στην ευθύνη του ενός στον άλλον. Να μην φταίνε πάντα οι άλλοι, να έχουμε και εμείς το μερίδιο της ευθύνης μας. Είναι ένα μεγάλο όραμα που χτίζεται μέσα στα σχολεία. Που μεταδίδεται μέσα από την ουσιαστική Παιδεία και την γνώση του ανθρώπου για τον εαυτό του. Να χτίσουμε ένα μεγάλο μεγάλο σχολείο που στόχο να έχει την γνώση και την εξερεύνηση του ανθρώπου, των δυνατοτήτων του, και όχι την μεταφορά στείρων γνώσεων που θα τις ξεχάσουμε μόλις αποφοιτήσουμε. Στο σχολείο ωριμάζουν οι αυριανοί πολίτες, αυτοί που θα χτίσουν τις αυριανές Πολιτείες. Εκεί εκπαιδεύονται στην ικανότητα της επικοινωνίας, της συμπερίληψης, της αποδοχής της διαφορετικότητας. Εκεί μαθαίνουν οι άνθρωποι να κάθονται σε ένα κύκλο και να συζητάνε σαν ομάδα και όχι σαν αντίπαλοι. Μια συναισθηματική χαρτογράφηση των ασυνείδητων συναισθημάτων, αχαρτογράφητων ενδοψυχικών κινήτρων που κατοικοεδρεύουν εντός μας. Και εμείς αφελείς νομίζουμε πως η λογική μας κυβερνά, ενώ μας κυβερνούν πέρα και πάνω από οποιοδήποτε οικονομοκοινωνικοπολιτικό σύστημα και σχέδιο τα ασυνείδητά μας κίνητρα. Αυτά που σήμερα σας έφεραν εδώ, αυτά που σήμερα με έφεραν εδώ, αυτά που ίσως μας οδηγήσουν κάποτε να κάνουμε μια προσπάθεια, μια Απόπειρα ανθρώπινης, συνεννόησης. 

Πιο καλά από τον Γιάννη Ρίτσο δεν θα μπορούσε κάποιος να τα περιγράψει αυτά που ονειρεύομαι.

Και να αδερφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα, ήσυχα κι απλά. 

Καταλαβαινόμαστε τώρα δε χρειάζονται περισσότερα.

 Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί.

 Θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουνε το ίδιο βάρος σ' όλες τις καρδιές, σ' όλα τα χείλη, έτσι να λέμε πια τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη. 

Κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε: 

"Τέτοια ποιήματα σου φτιάχνω εκατό την ώρα". 

Αυτό θέλουμε κι εμείς. 

Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου, απ' τον κόσμο. Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.

 Θέλω από καρδιάς να ευχαριστήσω την Όλια Νικολαϊδου και τον Θύμιο Κούκιο που βρέθηκαν κοντά μου στην παρουσίαση της επανέκδοσης του Τράνζιτ. Τα λόγια τους και οι σκέψεις τους έφεραν στο Πατάρι του Ιανουαρίου, ένα καλοκαιρινό θαλασσινό αεράκι.  Οι βελούδινες, μελωδικές φωνές και το βλέμμα τους στα διηγήματα. Στις λέξεις τις μέσα και τις έξω. Ένα '' φτου ξελεφτερία για όλους'' . Όπως αυτό που λέγαμε παιδιά και ορθώναμε άμυνες ιδανικές στην επίθεση του χρόνου. 

Τρίτη 16 Απριλίου 2024

Τα πιο όμορφα ταξίδια

 




            Τα πιο όμορφα ταξίδια δεν έχουν στην πραγματικότητα  προορισμό. Έχουν μόνο αποσκευές από χρόνια προετοιμασμένες, εισητήρια και δασμούς ασυνείδητα προεπιλεγμένα και πληρωμένα. 

           Τα πιο όμορφα, τα πιο μακρινά ταξίδια είναι τυχαίες συναντήσεις ανθρώπων που παίρνουν το παυσίλιπον σχήμα του έρωτα, το βάρος του πολύτιμου της φιλίας, τη δημιουργικότητα της συνεργασίας, της αναπάντεχης , ισότιμης συνοδοιπορίας. Δεν αναρτώνται, δεν φωτογραφίζονται, δεν αντιγράφονται, δεν επιδέχονται φίλτρα,  δεν εκποιούνται, δεν, δεν, δεν. 




Στην Κλημεντίνη

Ζωγραφική Marta Kiss  https://www.thenewyorkoptimist.net/marta-kiss-fine-art.html





Πέμπτη 4 Απριλίου 2024

Πάντως αν το περιπολικό ήταν ταξί, μπορεί τώρα και να ήταν σπίτι της.





        Πρώτα θα αφανίσει στο μυαλό του τη γυναίκα με ένα συντριπτικό τρόπο. Να μην του ξεφύγηει με τίποτα. Με κάθε τρόπο, με κάθε κόστος, δεν θα του ξεφύγει ποτέ. Δεν υπάρχει κανένας φραγμός. Σαν ένας πληρωμένος δολοφόνος που εκτελεί ένα συμβόλαιο. Ο ίδιος είναι ο εντολέας, ο ίδιος και ο εκτελεστής. Έπαθλο του είναι η δολοφονημένη γυναίκα. Μετά θα μιλήσει για ''την κακιά ώρα'', ''το θολωμένο νου''. Η ψυχιατικοποίηση ως το πιο νόμιμο άλλοθι της βίας. 

      Είχε δικαίωμα ζωής και θανάτου πάνω της. Ήταν ο ιδιοκτήτης της. Ήταν "δικιά" του. Δεν είχε δικαίωμα να πάψει τον θέλει. Προορισμένη να τον επιθυμεί δια βίου. Εκείνος θα την περιφρουρεί, θα της παρέχει ασφάλεια και εκείνη θα του παραχωρεί δια βίου, την αξία της ύπαρξης της. Να μην διανοηθεί να μην τον θέλει. Δεν είναι ελεύθερη να είναι ελεύθερη. Κάθε ημέρα, κάθε στιγμή, σε κάθε γεγονός που η ζωή θα φέρει, θα του αποδυκνείει πως εκείνη ζει γι΄αυτόν. Να επιβεβαιώνει την άνευ όρων αφοσίωση της σ΄αυτόν. Όπως οφείλει να κάνει η κάθε σωστή γυναίκα. Να είναι άβουλη, άφωνη, υποταγμένη. Ένα άρτιο συμπλήρωμα του άντρα. Αν κάποια στιγμή πάψει να είναι το σημείο αναφοράς της, θα βουλιάξει στην αδυναμία του και στην ευαλωτότητα του. Όλα τα έμφυλα κοινωνικά στερεότυπα θα λυσσομανούν μέσα στο μυαλό του. Θα σφυροκοπούν μέσα στη μυαλό του. Θα τα έχει ζήσει σε όλη του τη μέχρι τώρα ζωή πολλές φορές, στην οικογένεια, στη γειτονιά, στη τηλεόραση. Και τότε θα την σκοτώσει. Θα την σκοτώσει  "επειδή την αγαπούσε''. Εκείνη το αποφάσισε με την ανάρμοστη συμπεριφορά της. 

       Η συντριβή όμως της γυναίκας δεν συντελείται μόνο με την βίαιη αφαίρεση της ζωής της. Όλα εκείνα τα ''τώρα το θυμήθηκε;".  Όλα εκείνα τα ειρωνικά σχόλια που πρεσβεύουν ότι ο όρος ''έμφυλη βία'' είναι ένας κενός όρος, το ''metoo'' μια χολιγουτιανή μόδα , ότι ο όρος γυναικοκτονία είναι άχρηστος αφού η γυναικοκτονία είναι και ανθρωποκτονία. Βέβαια δεν είναι καθόλου  σίγουρο πως οι γυναικοκτόνοι πιστεύουν πως  σκοτώνουν έναν πλήρη άνθρωπο, όπως είναι κάθε άντρας δηλαδή. 

        Αν έφταναν στο διακστήριο όλες οι υποθέσεις. Αν οι γυναίκες δεν ζούσαν με φόβο παγιδευμένες στα πρότυπα που τις θέλουν αφοσιωμένες, υποταγμένες, άφωνες. Αν αναγνωρίζαμε το βλέμμα του  νάρκισσου. Αν γνωρίζαμε τα μάτια του τα τόσο ζωντανά και ενδυναμωμένα πως κοιτούν μέσα στην απελπισία και την αδυναμία του.   Αν συζητάμε ανοικτά μέσα στις οικογένειες και στα σχολεία για όλες αυτές τις καθημερινές μικρές και μεγάλες τραγωδίες τότε το περιπολικό θα μπορούσε να ήταν ταξί και η Κυριακή ίσως και να ήταν τώρα σπίτι της. 



Ζωγραφική Elena Schumacher

        


        

            


Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2023

Ο κύκλος που έκλεισε

 



        Είχε προσφερθεί οικειοθελώς, να φροντίζει η ίδια οτιδήποτε που θα μπορούσαν να χρειαστούν τα δυο διαμερίσματα που ο Περικλής εκμεταλλευόταν σαν airbnb. Να γεμίζει τα ψυγεία με αναψυκτικά και ένα-δυο μπουκάλια φθηνό κρασί. Να μαζεύει τα χρησιμοποιημένα σεντόνια και να τα αλλάζει με καθαρά, να βάζει κάποια καθαρίστρια και εκείνη να επιβλέπει το αποτέλεσμα. Να βάζει στο λουτρό σαμπουάν, σαπούνια. Να ελέγχει αν δουλεύουν τα κλιματιστικά το καλοκαίρι και τα καλοριφέρ το χειμώνα. Να καλωσορίζει και να αποχαιρετά τους ενοικιαστές, άλλωτε προσωπικά όταν μπορούσε και άλλωτε αφήνοντας τα κλειδιά στο στούντιο της Μαρίας στη γωνία ''Ομάδες Πιλάτες και Γιόγκα, ενδυνάμωση πυρήνα και ανάπτυξη σωματικής ενσυναίσθησης". Όλο αυτό στην ταμπέλα έξω από το στούντιο. Πιο μεγάλη η ταμπέλα από το ίδιο το στούντιο που είχε ανοίξει η Μαρία όταν βαρέθηκε να περιμένει άλλο τον διορισμό από τον AΣΕΠ. 

     Ήταν φίλοι από το Πανεπιστήμιο με τον Περικλή. Εκείνος Μηχανολόγος Μηχανικός, είχε παντρευτεί και δούλευε στη Γερμανία. Εκείνη σπούδασε Τοπογράφος Μηχανικός, αλλά δούλεψε κυρίως στις αποθήκες μεγάλων φαρμακείων. Είχε γίνει ειδικός στις φαρμακαποθήκες. Χαρούμενη όμως δεν την έλεγες, αφού δεν ήταν αυτό που ήθελε στη ζωή να κάνει. Να καταμετρά πόσα νούροφεν και πόσα ογκμεντίν έχει το φαρμακείο στην αποθήκη και ανάλογα να δίνει παραγγελίες για ανατροφοδότηση. Ήρθαν όμως έτσι τα πράγματα στη ζωή που δεν πρόλαβε να βρει κάτι άλλο που να της ταίριαζε καλύτερα. Παντρεύτηκε τον Γιάννη στα 28, ένα καλό παιδί από την γειτονιά της. Δάσκαλος ήταν ο Γιάννης. Μέσα σε ένα χρόνο γέννησε την Μαρίκα και μετά από δύο το Λευτέρη της. Την πήρε φαλάγγι η καθημερινότητα. Τα παιδιά μεγάλωναν και μαζί με αυτά και οι υποχρεώσεις της. Στα δώδεκα χρόνια του γάμου δεν άντεξε τα νεύρα του Γιάννη. Χώρισαν ήρεμα, οριστικά και αμετάκλητα. Όταν της είχε κάποτε πει η μάνα της ''κατσούφη τον βλέπω'', δεν ήθελε να της απαντήσει. Έσκυψε και κοιτούσε τις μύτες των αθλητικών της. Το είχε αυτό. Δεν άνοιγε ούτε στη μάνα της, ούτε στο πατέρα της την καρδιά της. Ο Γιάννης από την ημέρα που παντρεύτηκαν σκυθρώπιασε. Από ένας ευθυτενής άνθρωπος μεσαίου αναστήματος, με χαμογελαστά, μελιά μάτια, καμπούριασε, σκυθρώπιασε και έπιασε τον καναπέ. Μόλις γύρναγε από τη δουλειά, έτρωγε και έπεφτε με τα ρούχα στο καναπέ.

     Στις φαρμακαποθήκες το ωράριο είναι απαιτητικό γιατί πρέπει να φτιάξεις τις παραγγελίες, να παραλάβεις μετά τα φάρμακα και να τα τακτοποιήσεις. Γυρνούσε κάποια βράδια εννιά και δέκα, από το πρωί. Δεν άντεξε τις καχυποψίες του Γιάννη. Και πάνω σ΄ αυτές κερασάκι στη τούρτα τα νεύρα του. Όπως είπαμε, οριστικά και αμετάκλητα. Η ημερομηνία του διαζυγίου έπεσε πάνω στα γενέθλια της. 

        Όταν της μίλησε ο Περικλής για τα διαμερίσματα, αυθόρμητα του είπε πως θα τα φροντίζει εκείνη. Πες πως το έκανε για τα κρασιά που είχαν πιει στο ''Σχολαρχείο'' με την κοινή παρέα τους, τότε που η ζωή είχε χρώμα και άρωμα και γεύση. Πες πως το έκανε γιατί ο Περικλής είχε κρατήσει το ίδιο χαμογελαστό βλέμμα και της έγραφε και μια Χριστουγεννιάτικη κάρτα με ευχές κάθε χρόνο, ή για το σταθερό τηλέφωνο πάντα την ημέρα της γιορτή της. 

- Χρόνια πολλά Ναταλία! Με υγεία!

- Σ' ευχαριστώ πολύ για τις ευχές ρε Περικλή! Που θυμάσαι τη γιορτή μου!

        Είχε ανάγκη ο Περικλής να νοικιάσει τα διαμερίσματά του. Έπρεπε να αυξήσει τα εισοδήματά του τώρα που είχε να κάνει τις θεραπείες. Το είχε ψάξει και το airbnb τον σύμφερε καλύτερα. Χρειαζόταν όμως κάποιον άνθρωπο να τα φροντίζει. Εκείνος από μακριά δεν θα μπορούσε. Οικειοθελώς τα ανέλαβε η Ναταλία. Οικειοθελώς και αφιλοκερδώς. 

        Τον τελευταίο καιρό είχε πέσει πολύ. Έξι μήνες τώρα αισθανόταν βαριά. Όταν ξυπνούσε το πρωί δεν είχε όρεξη να σηκωθεί. Και τα βράδια στριφογύριζε στο κρεβάτι ώρες μέχρι να μπορέσει να αποκοιμηθεί. Σκέτη μαυρίλα. Τα παιδιά πια είχαν μεγαλώσει. Ο Λευτέρης είχε αποφοιτήσει από το Λύκειο το περασμένο καλοκαίρι. Ο Γιάννης εδώ και δυο χρόνια έβγαινε με μια άλλη γυναίκα και ήταν όπως έμαθε καλά μαζί. Κρατούσαν καλή σχέση μεταξύ τους. Είχαν συνννενόηση για τα παιδιά. Οι γονείς της μεγάλωσαν αλλά είχαν ακόμα την υγεία τους σε καλή κατάσταση. Συνέχιζε να δουλεύει στις φαρμακαποθήκες. Τα φαρμακεία τώρα είχαν βάλει και τα καλλυντικά στην αγορά, και αυτό δυσκόλευε πολύ τη δουλειά της. Γύρναγε αργά αλλά τι να κάνει; Το Μαρικάκι ήθελε να ακόμα δυο χρόνια να τελειώσει το Πολυτεχνείο. Και ο Λευτέρης τώρα μόλις ξεκινούσε. 

    Η Ναταλία έσπρωξε λίγο τον εαυτό της να πάρει μπρος. Άρχισε να πηγαίνει στο στούντιο για πιλάτες και γιόγκα. Έτσι για μια αλλαγή. Να βγαίνει και λίγο παραπάνω με τις φίλες της. Σκεφτόταν να ξεκινήσει να μαθαίνει Τούρκικα, μήπως και αξιωνόταν να πάει εκείνο το ταξίδι που ονειρευόταν πάντα στην Κωνσταντινούπολη. Να χαθεί μέσα στα παζάρια με τα αρώματα και τα μπαχάρια. 

   Δεν θυμάται πως έγινε. Αυτό όμως που θυμάται είναι πως μια μέρα εκεί που έστρωνε τα καθαρά σεντόνια στο ένα διαμέρισμα, τρύπωσε στα ρουθούνια της ένα άρωμα. Ήταν η λεβάντα του μαλακτικού. Η μυρωδιά την κύλησε μονομιάς σε εκείνη την εποχή που την πλάκωνε η μαυρίλα. Στο μυαλό της ήρθε μόνο μια εικόνα. Ο Λευτέρης της να κρατάει στα χέρια του το απολυτήριου Λυκείου, να φοράει το καλό του πουκάμισο και το καλό του παντελόνι και να χαμογελάει στο φωτογράφο. Ο Λευτέρης της, το στερνοπούλι της, αυτός που είχε γίνει ένας λεβέντης που ορμούσε τώρα καλπάζοντας στα κύματα της ζωής και σίγουρα θα νίκαγε. Ο Λευτέρης της. Και ο κύκλος που έκλεισε. 


Φωτογραφία: Street artist JR

             

        

            

                        

Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2023

Γειά σου ρε Siri

    




         Αλλάξτε τη φωνή του Siri. Πατήστε την επιλογή φωνή και αλλάξτε την φωνή του Siri. Διαλέξτε μια στιβαρή, μεστή φωνή που να ακινητοποιείται στιγμαία, να διακόπτεται ο ήχος για να σας κρατάει σε μια αγωνία δευτερολέπτου. Απ΄αυτές τις φωνές που αφήνουν να φανταστούμε όλους τους μύες του λάρυγγα, του φάρυγγα, της γλώσσας, του σαγονιού, των ώμων, της ωμοπλάτης, της κοιλιάς να είναι ευλίγιστοι  και δυνατοί. Κανένα άγχος να μην αντανακλά πάνω τους. Ό,τι τους έχει πληγώσει στην ζωή να μην έχει αφήσει κανένα σημάδι μέσα τους. Ή διαλέξτε μια φωνή πιο ψηλή, πιο τραγουδιστή. Απ΄αυτές που οι χορδές τεντώνονται σαν ιμάντες και λεπταίνουν για να παράγουν τις ψηλές νότες. Μια φωνή που θα μπορούσε να ανήκει σε μια αφελή νεαρή που θα πρέπει να βρει τρόπο να κερδίσει την ανασφάλεια και τις αναστολές της. 

         Mπορείτε να αλλάξετε και τη γλώσσα του Siri. Πατήστε γλώσσα, για να επιλέξετε σε ποια γλώσσα θα θέλατε να σας δίνει της απαντήσεις στα ερωτήματα και στα αιτήματα σας. Γαλλικά, Νεουρκέζικα, Ελληνικά, Αγγλικά, Ισπανικά. Και κάντε συνδιασμούς τώρα. Μια αισθησιακή φωνή Siri που μιλάει γαλλικά, πείθοντας σε πως μπορεί να πεθάνει για σένα. Μια χαρακτηριστικά βραχνή φωνή, σαν να έρχεται κατευθείαν από το Νότιο Μπρόνξ της Νέας Υόρκης, η φωνή του δρόμου, του χιπ χοπ, να αντανακλά το γκράφιτι του δρόμου που θα ήθελες να έχεις κάνει αλλά δεν τόλμησες ποτέ, η φωνή της ουτοπίας, της αυθεντικότητας και ενός πιο άνετου, πιο cool εαυτού που επίσης θα ήθελες να έχεις μα δεν κατάφερες ποτέ να αποκτήσεις. Μια φωνή ντυμένη στο ιδιαίτερο χρώμα του τζαζ ήχου. Μια φωνή που να απελεθευρώνει όλες τις σκέψεις που τριγυρνούν στο κεφάλι σου στη παλέτα μιας μπαλάντας ή ενός μπλούζ. 

        Το Siri δεν ονειρεύεται. Δεν βγάζει κραυγές οργής, δεν επαναστατεί για όσα στερήθηκε, για όσα προσδοκούσε και διαψεύσθηκαν. Το Siri δεν έχει φτώχεια περήφανη και ομολογημένη. Το Siri δέχεται παραγγελίες για να καλύψει αιτούμενα, είναι εργαλείο στο χέρι του καθενός, νοικιάζεται, ανταλλάσεται, μισθώνεται, μπαίνει στη βιτρίνα, ικανοποιεί χωρίς ποτέ να μπορεί να ικανοποιηθεί και τελικά αποσύρεται. Ένα καινούργιο, πιο εξελιγμένο Siri το αντικαθιστά. Παίρνει τη θέση του, μπορεί τώρα να καλύψει με τις καινούργιες του ιδιότητες κι άλλες ανάγκες. Αναγνωρίζει τώρα το βλέμμα, το συναίσθημα πίσω από το βλέμμα. Το συναίσθημα που κρύβεται στο μέταλο της φωνής. Το Siri που εξελίσσεται γρήγορα, πάντα εναρμονισμένο στο οικονομικό κέρδος. 

    Η σιωπή του κρατάει τόσο όσο θα του ζητηθεί να επαναλειτουργήσει. Δεν είναι η σιωπή της πίκρας για όσα ακυρώθηκαν, για όλες τις απουσίες και τις απώλειες που άδειασαν τις μέρες του. Η ασπρόμαυρη και βωβή ζωή του είναι ακατανόητη.  Όπως και η αλληλεγγύη των βλεμάτων. Όπως και η αξιοπρέπεια, όπως και η αγάπη. Η αληθινή ζωή όμως έχει απ΄όλα αυτά και δεν του επιτρέπουμε.


Φωτογραφία από την ταινία Τα φώτα της Πόλης.

 


Πέμπτη 18 Μαΐου 2023

Το ξεχασμένο παιδί

 



        Το ξεχασμένο παιδί δεν έχει ηλικία. Δεν έχει χρώμα, φύλο, κοινωνική τάξη. Κατοικεί στη κάθε γειτονιά, της οποιασδήποτε πόλης. Παίζει στην κάθε παιδική χαρά. Ζει στο κάθε δωμάτιο με πολλά ή λίγα παιχνίδια, με πολλά ή λίγα στολίδια, με πολλά ή λίγα ρούχα ή παπούτσια. Κάθεται στο πίσω κάθισμα του φθηνού, ακριβού ή υπερπολυτελούς αυτοκινήτου. Φοιτά στο ιδιωτικό αλλά και στο δημόσιο σχολείο. Κάθεται σε κάθε θρανίο της οποιασδήπτε σχολικής τάξης. Μπορεί να μελετάει, να είναι καλός, μέτριος ή αδύναμος μαθητής. Μπορεί να έχει ικανότητα στα μαθηματικά, στο σχέδιο, στη γλώσσα, μπορεί να μην μπορεί να συγκεντρωθεί, να έχει μαθησιακές δυσκολίες ή να συγκεντρώνεται στο λεπτό και να εξοικειώνεται με την ξένη γλώσσα και μόνο με το άκουσμα της. 

       Το ξεχασμένο παιδί μπορεί να ασκεί βία, μπορεί να κολλάει στο ηλεκτρονικό του παιχνίδι, μπορεί να βγάζει σέλφι στην μέση του δρόμου, ρίχνοντας τα μαλλιά μια δεξιά και μια αριστερά και να ταίζει την πείνα του με δεκάδες ή εκατοντάδες λάικ. Μπορεί να καίει, να σπάει, να βρωμίζει ή να αδιαφορεί, να πλήττει, να χάνει λίγο λίγο το λόγο, το κίνητρο, την αιτία. Μπορεί όμως και να δέχεται βία. Να μετατρέπεται σε δευτερόλεπτα σε θύμα. Να τραυματίζεται και να σιωπά, να κλείνεται στο δωμάτιο του, στο κέλυφος του σαν ένα μικρούτσικο στρείδι που κουβαλάει το πιο πολύτιμο μαργαριτάρι. 

        Το ξεχασμένο παιδί μπορεί να είναι δημοφιλές, η ψυχή της παρέας, πρόεδρος σε συλλόγους, να κουβαλάει στους εφηβικούς του ώμους τόνους προσδοκιών κατ΄επίφαση δικών του. Μπορεί να χτίζει τρανά βιογραφικά, να βρίσκει δυνατές θέσεις σε δυνατούς οργανισμούς, να ελίσσεται με ικανότητες αιλουροειδούς, να παίρνει το χρώμα και το σχήμα του περιβάλλοντος όχι τόσο γιατί θέλει, ούτε καν για να προσαρμοσθεί, όσο για να ανελιχθεί σε κοινωνικούς θώκους. Μπορεί όμως και να αλλάζει την μια δουλειά του ποδαριού με την άλλη. Να ζει σαν αόρατος, σε μια αόρατη πολιτεία, γυμνή από ελπίδες, προσδοκίες, όνειρα. Να νιώθει μικρός, εγκλωβισμένος, χτισμένος ανάμεσα σε τσιμεντένια, πανύψηλα, δυσθεώρατα βουνά υποχρεώσεων που συνεχώς αυξάνουν χωρίς ποτέ να μειώνονται στο πέρασμα του χρόνου. Σαν μια κινούμενη άμμος, η καθημερινότητα να τον ρουφάει. 

       Το ξεχασμένο παιδί ζει μέσα στον κάθε ξεχασμένο ενήλικα. Αυτόν που δεν γνωρίζει κυρίως τον ίδιο τον εαυτό του, δεν θυμάται, αποκαρδιωμένος συνήθως και κυρίως φοβάται. Κάποιες φορές τον έχω δει να νοσταλγεί, κάτι που πολύ αμυδρά θυμάται. Όχι ένα πρόσωπο, ούτε ένα σχήμα. Ένα συναίσθημα. Αυτό νοσταλγεί, ένα συναίσθημα. Κάπου, κάποτε, σε μια στιγμή που ο κόσμος για αυτόν ήταν ασφαλής, η ακτή ξανθή και γυαλιστερή από έναν ήλιο που τον ζέσταινε. Μια μήτρα και αυτός να πλέει σε γαλήνια, φωτεινά νερά, ένα στήθος γεμάτο γάλα να ξεδιψάσει, να καλύψει κάθε πείνα του.

    Ψάχνει να βρει την άκρη, μπερδεύεται, πέφτει σηκώνεται. Δεν θυμάται, δεν γνωρίζει, είναι ξεχασμένος. Ένας ξεχασμένος που πολλαπλασιάζεται μέσα σε μια θολή, άνιση ανεμοδούρα. Και ενώ η ισορροπία είναι δίπλα. Και ονομάζεται αγάπη. 


Ζωγραφική Edward Hopper

Κυριακή 5 Μαρτίου 2023

Θυμός

 


         

    Την πρώτη πρώτη στιγμή ήρθε το πάγωμα. Η εικόνα πάγωσε μαζί μ΄αυτή και τα συναισθήματα. Λίγο πιο μετά η συνειδητοποίηση μιας τραγικής απώλειας . Άνθρωποι που χάθηκαν για πάντα. Κάποιοι απ΄ αυτούς νέοι, σχεδόν παιδιά. Ο θάνατος είναι πάντα ένα τραύμα. Ο άδικος θάνατος είναι ένα ακόμα μεγαλύτερο τραύμα που φέρει διαστάσεις δυσανάλογες για τον άνθρωπο.

   Θυμός. Συναίσθημα άρρηκτα συνδεδεμένο με την ανθρώπινη φύση και ιδιαίτερα χρήσιμο. Ο θυμός μας βοηθάει να αναγνωρίσουμε όλα αυτά που μας πληγώνουν και μας βλάπτουν. Ο θυμός μας κρατάει ενεργητικούς, μας κινητοποιεί να εξελιχθούμε, να κάνουμε τις αναγκαίες τροποποιήσεις . Με ένα τρόπο ο θυμός μας διατηρεί ασφαλείς δίνοντας μας ώθηση για βελτίωση και εξέλιξη . Σε κοινωνικό πεδίο , ο θυμός είναι το βασικό συναίσθημα απέναντι στην αδικία. Είναι ένα μεγάλο και σοβαρό βήμα για την προσωπική αλλά και την κοινωνική εξέλιξη και πρόοδο. Ο θυμός φέρνει την αισιοδοξία  όταν βρει το τρόπο να εκφραστεί δημιουργικά και όχι τυφλά και γενικευμένα.  Ας μην φοβόμαστε λοιπόν να θυμώσουμε, αν θέλουμε να πάμε παρακάτω.

Όλοι θυμώσαμε. Ο καθένας στο βαθμό που έχει μάθει να σέβεται το θυμό του και να μην τον κουκουλώνει γιατί δεν τον αντέχει.Για όσους χάθηκαν, για όσους παραλίγο να χαθούν και για όσους θα χαθούν στο μέλλον αν κάτι δεν αλλάξει. Για δώδεκα λεπτά δυο τρένα έτρεχαν σε αντίθετες τροχιές μέχρι που συγκρούστηκαν. Δώδεκα λεπτά που εγκυμονούνται χρόνια όμως. Όλα αυτά τα χρόνια που από τύχη δεν είχε συμβεί το δυστύχημα. Έγινε τώρα. 

Οι νέοι μας είναι θυμωμένοι εδώ και πολύ καιρό. Όπως θα ήταν και κάθε παιδί στο σπίτι μας όταν έλειπε συνεχώς ταξίδι για δουλειές ο πατέρας του.

 Θα ήταν για αυτούς χρήσιμος ένας καλοστημένος, ενήλικος ''μπαμπάς'' που θα μπορούσαν να του έχουν εμπιστοσύνη. Κάποιος που θα τους διαβεβαίωνε πως η προσπάθεια και η αξία τους δεν θα χαθούν, πως δεν είναι ανάγκη να έχουν μπάρμπα στην Κορώνη για να προχωρήσουν, πως θα έχουν τις σωστές κατευθύνσεις, τις ίσες ευκαιρίες  και πως οι ανάγκες τους θα καλυφθούν. Κάποιος που θα τα βοηθούσε να διαφοροποιηθούν , να αποχωριστούν από τις προσκολλήσεις που είχαν στα  προηγούμενα ανήλικα στάδια της ζωής τους, θα τους έδειχνε το τρόπο να  πάρουν πρωτοβουλίες, και να εξελιχθούν . Ένας πατέρας πυξίδα ελευθερίας. Ένας πατέρας πρότυπο που θα εξασφάλιζε ισορροπία. Τι σημαίνει ισορροπία; Είναι η οριοθέτηση σαν βάση για να μάθουν να συνδέονται οι άνθρωποι μεταξύ τους με σεβασμό, με κανόνες, έτσι που να μπορούν να ανέχονται την κάθε ματαίωση της ζωής. Ένας πατέρας που θα μπορούσαν να εμπιστευτούν. Πως όμως θα μπορέσει ο κάθε νέος πολίτης να εμπιστευθεί όταν τα σοβαρά θέματα δεν είναι υπερκομματικά ; Πως θα μπορέσει να εμπιστευθεί όταν ακόμα και πάνω στην τραγωδία στήνεται γαϊτανάκι μικροπολιτικής;

Kαι η εμπιστοσύνη μαθαίνεται; Χτίζεται σε καλά θεμέλια παιδείας και όχι ψηφοθηρίας. Παιδεία όμως ως  ουσία και όχι ως διαδικασία αναπαραγωγής στείρων γνώσεων. Παιδεία μιας Δημοκρατικής Πολιτείας που θεμελιώνει τον σεβασμό και την εμπιστοσύνη στον άνθρωπο. Παιδεία που έχει στόχο να δημιουργήσει γόνιμες συνθήκες για να αναπτυχθούν ελεύθεροι, σκεπτόμενοι άνθρωποι . 

Το έχει πει ο καθένας μας πολλές φορές , τα παιδιά μας όταν πάνε στο εξωτερικό διαπρέπουν. Είναι απ΄αυτούς που συνήθως διακρίνονται στα Πανεπιστήμια του εξωτερικού, στους επαγγελματικούς στίβους, στην έρευνα. Παραδεχόμαστε έτσι αβίαστα ένα κομμάτι μιας  πικρής πραγματικότητας . Γιατί όμως τα παιδιά μας δεν έχουν την ίδια τύχη εδώ; Γιατί δεν κρατούν με το ίδιο σθένος την ίδιες επιτυχημένες διαδρομές; Γιατί έξω ο ''μπαμπάς΄΄υπάρχει και  είναι και δοκιμασμένος  και έμπειρος . Είναι έτοιμος να τους προστατέψει όταν πάνε να πέσουν στις σκοτεινές τρύπες της αδικίας. Ενώ εμείς χάσαμε τον μπαμπά. Ο δικός μας πήγε ταξίδι για δουλειές. 

Σήμερα στην πορεία ρίξανε δακρυγόνα στο θυμό. Αυτά τα δακρυγόνα πνίγουν τα πνευμόνια και φέρνουν δάκρυα στα μάτια. Δεν θάβουν το θυμό. Ούτε τον κρύβουν καν.

Τ' άλλα όμως δακρυγόνα αυτά του πελατειακού κράτους, της αναξιοκρατίας, της συντεχνιακής συναλλαγής, της αλληλουπονόμευσης, τους διχασμού πνίγουν τα ίδια τα παιδιά. 


Φωτογραφία από την ταινία ''Ο μπαμπάς λείπει ταξίδι για δουλειές'' του Εμίλ Κουστουρίτσα




Πέμπτη 2 Μαρτίου 2023

Σκόνη

 




      Είδα το backpack σου, σκονισμένο να βγαίνει από τα συντρίμμια. Το κρατούσε ένας διασώστης με ευλάβεια στα χέρια του. Είδα τον άνθρωπο να πατάει προσεκτικά, να ψάχνει μέσα στις λαμαρίνες και στα αποκαίδια σπιθαμή προς σπιθαμή, να βρει κάτι άλλο ακόμα που θα μπορούσε να συλλέξει. Δεξιά και αριστερά, κάποιοι άλλοι διασώστες κρατούνε μεγάλους μαύρους σάκκους. Τα χέρια του πάνω σε άμορφες, συγκολλημένες, ανεξιχνίαστες μάζες μοιάζουν με προσευχές. Κάτι ακόμα να βρεθεί, κάτι ακόμα να σωθεί, κάτι ακόμα να έχει να δώσει σ΄αυτούς που περιμένουν με τις φωτογραφίες στα χέρια έξω από τα νοσοκομεία και στις πλατείες. Είδα τον άνθρωπο που κρατούσε σφιχτά το backpack σου στα χέρια, να παρακαλάει σιωπηλά, κρατώντας την αναπνοή του για ένα ακόμα σημάδι ζωής. 

     Η είδηση είναι τρομαχτική. Για 12 συνεχόμενα λεπτά, δυο τρένα έτρεχαν πάνω στην ίδια γραμμή, μέχρι που συγκρούστηκαν. Για 12 συνεχόμενα λεπτά, τρέχοντας με μεγάλη ταχύτητα, άνθρωποι βρέθηκαν εν αγνοία τους, μετέωροι σε μια τροχιά θανάτου. Κάποιοι διαισθάνθηκαν, κάποιοι φοβήθηκαν, κάποιοι αποπροσανατολίστηκαν, κάποιοι έγραψαν μηνύματα για να ξεχαστούν. Πόσο διαρκούν δώδεκα λεπτά; Δώδεκα λεπτά, που εγκυμονούνται χρόνια. Χρόνια, δεκαετίες, που πέρασαν χωρίς ευθύνη, χωρίς αξιοσύνη. Χρόνια λουστραρισμένα με δημόσιες σχέσεις, υπογραφές, εργολαβίες, φωτογραφίες και χαμόγελα. Χρόνια ψεύτικα. Όπως οι τωρινές πολιτικές αναλύσεις, το φάγωμα, η πολιτική εκμετάλλευση, τα δούναι και λαβείν. Η μεγάλη προσπάθεια να χωρέσουν όλα μέσα σ΄ένα μεμονωμένο ανθρώπινο λάθος. Έτσι που από τον πιο σύντομο δρόμο να επανέλθουμε στο βόλεμα. Γιατί βολεύει το ''τις πταίει''. Να εντοπιστεί ο επόμενος αποδιοπομπαίος τράγος. Φθάνει να μην φταίμε εμείς. Να φταίνε οι άλλοι. Kαι όταν οι άλλοι γίνουμε εμείς, να φταίνε οι απέναντι. 

  Τα παιδιά αφήνουν λουλούδια στα εκδοτήρια των εισητηρίων για τους φίλους τους που δολοφονήθηκαν.  Τα παιδιά σχηματίζουν με τα σώματα τους ανθρώπινα συνθήματα στις αυλές των σχολείων τους για τους φίλους τους που δεν θα ξαναδούν. Τα παιδιά σχηματίζουν ουρές για να δώσουν αίμα. Τα παιδιά ορμούν στις φλόγες και σώζουν συνανθρώπους τους. Θα μπορούσες να είσαι εσύ, θα μπορούσε να είμαι εγώ λένε μεταξύ τους. Αφού είναι αλήθεια πως από τύχη ζουν. Χωρίς τύχη μπορεί να γίνουν σκόνη ανα πάσα στιγμή. Αυτό λένε, αυτό αισθάνονται. Αλήθεια υπάρχει μεγαλύτερη ανασφάλεια από το να είσαι το αποτέλεσμα της τύχης σου; Τίποτα ανάμεσα σε εσένα και σ΄αυτή να μην μεσολαβεί. Ούτε η ευθύνη, ούτε η συνείδηση, ούτε η ικανότητα, ούτε οι άξιες πράξεις, ούτε ο έλεγχος, ούτε η αξιοκρατία. 

    Είδα το backpack σου, σκονισμένο να το κρατάει ένας διασώστης με ευλάβεια. Σαν να ήταν το σακκίδιο του δικού του παιδιού. Μπορεί να το έχει επιστρέψει ήδη στην μητέρα σου, στον πατέρα σου, στα αδέρφια σου, στους φίλους σου, ενώ εκείνοι θα συνεχίζουν να σε ψάχνουν απεγνωσμένα. Μέσα θα υπάρχουν κάποια από τα προσωπικά σου αντικείμενα. Ίσως κάποια λίγα ρούχα που χρειάστηκες στην  εκδρομή σου. Μια πολύ σύντομη εκδρομή, μ' ένα τρένο που δεν έφτασε ποτέ στον προορισμό του.  Χωρίς εσένα όμως τίποτα δεν θα είναι ποτέ ξανά το ίδιο για κανένα. Ούτε τα όνειρα, ούτε η χαρά, ούτε η ελευθερία. Των γονιών και των φίλων σου ο θρήνος δεν χωράει πουθενά. Είναι όμως και δικός μας θρήνος. Του καθενός ξεχωριστά. Ένας κόμπος που θα μας πηγαίνει όλο και πιο μακριά από την ζωή μέχρι να τον δικαιώσουμε. 


    

      

         

     

Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2023

Ο Κομήτης

 


    Θα περάσω ξημερώματα, να δούμε τον κομήτη να περνάει κοντά από τη Γη. Νεάντερταλ τον λένε τον κομήτη, είναι πρασινωπός, κάτι πενήντα χιλιάδες χρόνια έχει να θεαθεί από τη Γη είναι η αλήθεια. Και θα είναι ορατός με γυμνό οφθαλμό. Ακούς, με γυμνό οφθαλμό!

    Όμως η πόλη θα κοιμάται όταν περάσει. Μετά από λίγες ώρες θα ξυπνάει και όλα θα μπουν στη σειρά και στην τάξη ξανά. Όλα θα μοιάζουν συνηθισμένα και η ζωή θα κάνει τα συνηθισμένα της, ενώ εγώ θα παραμένω να θέλω να πάω στο Μεξικό. Τα αυτοκίνητα θα μποτιλιάρονται στους δρόμους. Ο κολλητός μου θα μπαινοβγαίνει στο νοσοκομείο γιατί στα τελευταία νέα το ουρικό ήταν πολύ αυξημένο. Τα παιδιά στο δεύτερο θα φεύγουν για το Βερολίνο για μεταπτυχιακά ταυτόχρονα, τι σύμπτωση κι αυτή! Εμείς θα συνεχίσουμε να πίνουμε με χάρτινα καλαμάκια για να σώσουμε τον πλανήτη. Μια μέρα θα σηκωθεί κάποιος μέσα στην Βουλή, θα χαιρετήσει χιτλερικά και δεν θα πέσει το ταβάνι να τον πλακώσει. Κάποια παιδιά θα βιάζονται, κάποιες γυναίκες θα δολοφονούνται και τότε η ελπίδα θα θέλει να τρυπώσει από κάπου αλλά θα τα βρίσκει όλα κλειστά. Θα καιγόμαστε τα καλοκαίρια και θα βουλιάζουμε τους χειμώνες. Και η Μανουέλα θα πηγαίνει κάθε Τρίτη στο Κροκόδειλο για κεραμεική. Και θα είναι ωραία αυτά που φτιάχνει. Ωραία και αυθεντικά όπως τα ποιήματα της Ειρήνης. 

     Για αυτό θα περάσω από το σπίτι σου στις 4 τα ξημερώματα να σε ξυπνήσω. Να δούμε τον πρασινωπό πλανήτη. Λένε πως αν δουν τον πλανήτη δυο μαζί, τότε πολλαπλασιάζονται με άλλους δυο και άλλους δυο και άλλους δυο και ξαφνικά είναι πολλοί αυτοί που ξυπνάνε μέσα στην καρδιά της νύχτας να δουν ένα κομήτη που περνάει κάθε πενήντα χιλιάδες χρόνια από τη Γη. Και είναι σαν οι άνθρωποι τότε να ξεκολλάνε και να καταλαβαίνουν λίγο περισσότερο, λίγο λιγότερο, δεν έχει σημασία, τι έχει και αξία και τι όχι.

    Θα περάσω. Κοίτα να μου ανοίξεις!

Σάββατο 11 Ιουνίου 2022

Ο χρόνος

 



              To πρωί ξεκινούσε στις οχτώμιση για το καφενείο. Του το είχε αφήσει ο πατέρας του. Χαϊμαντά και Παλαιολόγου στο Χαλάνδρι. Ένα τέταρτο, χαλαρό ποδαρόδρομο και ήταν εκεί. Ψηλοτάβανο καφενείο, πράσινη λαδομπογιά στους τοίχους, καμιά δεκαπενταριά παραδοσιακά τραπέζια με μαρμάρινη επιφάνεια και ξύλινα πόδια. Στα δεξιά του πάγκου δέσποζε ο μεγάλος καθρέπτης με χοντρό ξύλινο πλαίσιο, ζωγραφισμένο στο χέρι με ακρυλικά χρώματα, καθρέφτιζε όλη την αντρική γειτονιά που σύχναζε στο καφενείο. Ξύλινες καρέκλες, τρεις δίσκοι ίνοξ, μπλε χοντρές κουρτίνες και ένα βάζο από φθηνό κρύσταλλο με πλαστικά λουλούδια που με τον καιρό είχαν χάσει το χρώμα τους. Το καλοκαίρι έβγαζε τραπεζάκια στη Χαϊμαντά.

Από τότε που πέθανε ο πατέρας του, δεκαπέντε χρόνια τώρα δεν άλλαξε τίποτα στο καφενείο. Δυο φορές μόνο το έβαψε στη ίδια ακριβώς απόχρωση. Και άλλη μια φορά άλλαξε τις λάμπες και έβαλε led για οικονομία. Τα δεκαπέντε λεπτά που του έπαιρνε για να φθάσει στο καφενείο τα περπατούσε αθόρυβα με τα λαστιχένια του παπούτσια και στην πλάτη του κρεμασμένο είχε το μαύρο του σακίδιο. 

Μέσα στο καφενείο παρακολουθεί ό,τι κινείται με βλέμμα ειδήμονα. Έχει μετρήσει αμέτρητες φορές πόσα βήματα απέχει το κάθε τραπέζι από το πάγκο που έχει τοποθετήσει τα μπρίκια και το γκαζάκι. Πόσο απέχει το ψυγείο από το κάθε τραπέζι. Το ψυγείο με τις ντομάτες, τα αγγούρια, τις ελιές, το γαύρο κονσέρβα. Όλα κομμένα και έτοιμα πάνω στα άσπρα μικρά πιατάκια από το πρωί για τη περίπτωση που ζητήσει κάποιος μεζέ. Το ψωμί του το φέρνει η Τασία από τον απέναντι φούρνο, στις εννιά κάθε μέρα. Κατόπιν συμφωνίας φυσικά.

Στο δωματιάκι πίσω από την κουζίνα φυλάει φωτογραφίες και αναμνηστικά. Μια φωτογραφία όπου φαίνεται με τα χέρια γρατσουνισμένα καθώς έχει στραγγαλίσει μια μέρα, ή κρεμασμένη στο τοίχο μια βαλσαμωμένη βδομάδα τόσο ανέκφραστη όσο η στιγμή που της έριξε δυο σφαίρες μεταξύ Τετάρτης και Πέμπτης. Όταν φεύγουν όλοι και μπαίνει μέσα στο δωματιάκι ξαναζεί τον ίδιο κάθε φορά κίνδυνο. Τον ευχαριστεί να ξαναζεί την αίσθηση ότι κάτι επίκειται να συμβεί. Την είχε ανακαλύψει πριν πολλά χρόνια, όταν με το ζόρι μπορούσε να σκοτώσει μια ώρα ή ένα απόγευμα. Μετά ήρθαν οι μέρες, οι βδομάδες, οι μήνες. 

Εξακολουθεί κάθε μέρα ανελλιπώς να προχωράει στην ίδια και απαράλλαχτη διαδρομή. Μέχρι που στο μαύρο του σακίδιο τοποθέτησε ένα πιστόλι σε θέση βολής. Τώρα νιώθει την ένταση της σκανδάλης και ετοιμάζεται για το αιφνιδιαστικό πάντα τίναγμα της εκπυρσοκρότησης. Μαντεύει την ανάσα του θηράματος, την ίδια ώρα που υπολογίζει τις διαστάσεις του. Αναγνωρίζει την ευθύνη και τον κίνδυνο, τον ίλλιγο, τον τρόμο του ότι σε τούτο τον ομιχλώδη τόπο, καθώς αισθάνεται την υγρασία του εδάφους κάτω από τα λαστιχένια παπούτσια του, ή θα πυροβολήσει και θα σκοτώσει το χρόνο ή ο χρόνος θα σκοτώσει εκείνον. 


Φωτογραφία   Robert & Shana ParkeHarrison

Πέμπτη 26 Μαΐου 2022

Οι ζωές των άλλων

 



      Πώς τη γνωρίζεις αυτή την ιστορία τη ρώταγαν; Την άκουσα στο μπαρ που δουλεύω. Την κοιτούσαν τότε με απορία. Πόσα μπορείς να ακούσεις σερβίροντας ένα ποτό; Πέντε δέκα κουβέντες; Να ακουμπήσεις το ποτήρι, να δώσεις τη χαρτοπετσέτα και τoυς ξηρούς καρπούς. Πόσο κρατάει όλο αυτό για να προλάβεις ν'ακούσεις μια ολόκληρη ιστορία; Δεν έβγαινε. 

     Εκείνη όμως επέμενε πως την είχε ακούσει στο μαγαζί Όταν γύρναγε ξημερώματα στο σπίτι, έλυνε τα αθλητικά της στο ασανσέρ. Τόσες ώρες ορθοστασία είχαν γίνει πια ένα με τα πόδια της. Σκούρα γκρι κορδόνια πάνω σ΄ένα κουρασμένο ζευγάρι αθλητικά με σόλες μαύρες. Κάποτε ήταν πολλά υποσχόμενο για τρέξιμο σε στίβους, για αθλήματα που δεν ασχολήθηκε τελικά ποτέ. Είχε και μια αγάπη για την πυγμαχία, δύσκολο άθλημα για κορίτσια αλλά κάποτε αγαπούσε τα δύσκολα. Τώρα ούτε τα δύσκολα, ούτε τα εύκολα. Τώρα να μην σκέφτεται, αυτό αγαπούσε περισσότερο απ΄όλα. Πετούσε τα ιδρωμένα της ρούχα στην καρέκλα που είχε απέναντι από το κρεβάτι και ξάπλωνε γυμνή, μόνο με το βρακί στο κρεβάτι. Την έπαιρνε ο ύπνος στο λεπτό. Ούτε ανησυχία, ούτε σκέψη να της κολλήσει, ούτε τα λόγια που θυμήθηκε πως της είπαν οι φίλοι της και δεν της άρεσαν. Τα χιλιόμετρα που είχε διανύσει κουζίνα, τραπέζια και πίσω, έκαναν στάχτη τα πώς και τα γιατί. 

       Ξυπνούσε το απόγευμα. Καφές, κάποια μηνύματα στους φίλους. Κάποια ''ναι ρε θα πάμε'' και ''είσαι καλά;'' και δρόμο πάλι για την δουλειά. Έμπαινε πού και πού και στην ομαδική της σχολής. Να δει μήπως βγήκε κάτι για την εξετάστική. Η εξεταστική ήταν το θέμα. Αφού στην σχολή που μπήκε ούτε που ήθελε να μπει, ούτε που ξέρει γιατί την είχε δηλώσει. Τότε θυμάται τις είχε δηλώσει όλες στην σειρά. Αυτό της είχε πει η κυρία του Επαγγελματικού Προσανατολισμού. Και αφού δεν την συγκινούσε έπιασε δουλειά. Αυτή η δουλειά είχε δώσει τη θέση της σε μια άλλη δουλειά, και η άλλη δουλειά σε μια άλλη δουλειά. Όλες σέρβις και μια δυό κουζίνα. Γνώριζε πολύ κόσμο σ΄αυτές τις δουλειές, άκουγε πολλές ιστορίες, τις έλεγε στα παιδιά. Όμως οι άνθρωποι χάνονταν γιατί άλλαζε δουλειά και τις ιστορίες τις έπαιρνε ο άνεμος γιατί δεν υπήρχε πια αρκετός χρόνος για να δει τα παιδιά. Όταν κάποιες φορές της χτυπούσε ο έρωτας την πόρτα, έβρισκε την πόρτα κλειστή γιατί εκείνη έλειπε από το σπίτι για να του ανοίξει. Και τις φορές που δεν έλειπε, κοιμόταν τον βαρύ της ύπνο.

      Τα ρεπό ήταν μια διαφορετική ιστορία. Θα έβγαινε με τα παιδιά. Θα πήγαιναν από δω και από εκεί. Τώρα που καλικαίριασε πάνε και θάλασσα και θερινά. Θα πουν τα τρέχοντα και αυτά που τους απασχολούν. Για τον Δημήτρη που δεν έχει τηλεφωνήσει ακόμα στην Αναστασία, για την Ελπίδα που φεύγει με Erasmus στην Δανία και για την Ληδία που δεν σηκώνει το τηλέφωνο γιατί φαίνεται πως είναι πολύ βαρύ το ακουστικό. Θα ακούσει τις ιστορίες, θα γελάσει, αλλά δεν θα εμπλακεί. Αυτό είναι το πιο ασφαλές. Να μην εμπλακεί για να μην τα βάλει μέσα της. Γιατί αν τα βάλει, θα χαθεί. 

       Καλύτερες είναι εκείνες οι άλλες ιστορίες που ακούει στο μαγαζί. Αυτές που λένε οι θαμμώνες περιμένοντας να τους πάει το ποτό τους. Αυτές που εκείνη είναι ακροάτρια και οι άλλοι οι πρωταγωνιστές. Είναι οι ιστορίες των άλλων. Οι δικές της ιστορίες παραμένουν κουλουριασμένες στο μυαλό της. Όπως τα γατιά έξω από τη πόρτα του σπιτιού. Μικρά κατοικίδια, μεγάλης δύναμης και ορμής που ζουν δίπλα στον άνθρωπο. Κρατούν την ανεξαρτησία τους αλλά δεν φεύγουν για ένα πιάτο φαί και ένα χάδι. Οι σκέψεις της παραμένουν κουλουριασμένες μέσα στην αδράνεια της, ακινητοποιημένες κάτω από βάρη που εν αγνοία της τοποθετήθηκαν μέσα της. 

       Οι θαμώνες θα τη βλέπουν δίπλα τους, γύρω τους να τους σερβίρει. Είναι δεν είναι 22 χρονών, θ΄αλλάζει τα τασάκια. Σαν ηττημένοι θα την παρατηρούν να τρέχει πάνω κάτω. Η μια μέρα της να διαδέχεται την άλλη. Το ξέρει πως καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή. Είναι σπουδαίο να δουλεύεις. Όταν όμως έχεις χρόνο να σκέφτεσαι, να συνδέεσαι, να ονειρεύεσαι, να ερωτεύεσαι. Όλα αυτά που είναι η δική σου ζωή. 


Κυριακή 24 Απριλίου 2022

Μεγάλη Τρίτη

 



   Πρωί πρωί του τηλεφωνεί να του πει πως έμεινε από λάστιχο. Πως ξεφούσκωσε στα καλά καθούμενα το μπροστινό δεξί και δεν μπορεί να κουνηθεί. Εκείνος καταφθάνει γεμάτος νεύρα, σκύβει να δει τι συμβαίνει και ο αέρας μέσα σε δευτερόλεπτα γεμίζει φωνές, βρισιές, Xριστοπαναγίες. Όλα μα όλα στοχευμένα και στο β' ενικό. Πετάει πέτρες, κλωτσάει τ' αυτοκίνητο, φτύνει σάλια.

   Από το πίσω κάθισμα, σε μια ανύποπτη στιγμή βγαίνει έντρομο ένα μικρό παιδί. Φοράει ακόμα τις πιτζάμες του. Στέκεται ακούνητο, αμίλητο, κολλημένο στο φτερό του αυτοκινήτου. Μια ύστατη προσπάθεια να εξαϋλωθεί, να μην βρίσκεται εκεί, να γίνει ένα με την λαμαρίνα και να πάψει να υπάρχει. Πού να πήγαιναν άραγε με τη μάνα του πρωί πρωί; Τα σχολεία είναι κλειστά. Μήπως να αγοράσουν κάτι από το κοντινό παντοπωλείο που τους χρειάστηκε τελευταία στιγμή; Ή μήπως κάτι από το φαρμακείο;

    Εκείνη του λέει με χαμηλή φωνή κάτι που δεν ακούγεται.Ίσως τον παρακαλεί να σκεφθεί το παιδί που τους βλέπει, να τον ικετεύει να σταματήσει γιατί του κάνουν κακό, ίσως να του ζητάει συγνώμη που τον έφερε σε τόσο δύσκολη θέση με την ανικανότητα της. Ίσως απλά να κλαίει ή να προσπαθεί να συγκρατήσει την αναπνοή της. Εντελώς άχρηστα τα δάκρυα, αφού το σώμα της αρκεί. Ένα ζαρωμένο, στεγνό κόμμα για να συνεχίζει ακάθεκτος τη βαρβαρότητα του, αυτό ήταν όλο κι όλο. Ίσως πάλι να μην μιλάει σ΄αυτόν, ίσως να παραμιλάει στον άλλο της εαυτό. Αυτόν που δεν την έχει αφήσει να κάνει ποτέ αυτό που θέλει ή τουλάχιστον δεν της έχει επιτρέψει να είναι ικανή να αλλάζει μόνη της λάστιχα. Τον γνωρίζει πολλά χρόνια τον άλλο της εαυτό. Δεν αναγνωρίζει πια πολύ καλά αυτά που της απαντάει στα συνεχόμενα παράπονα της. Σχεδόν δεν αναγνωρίζει ούτε τις αναμνήσεις της. Είχε συμβεί σιγά σιγά, στην αρχή σχεδόν δεν είχε επίγνωση πως κάθε φορά που ένα πράγμα δεν λεγόταν την στιγμή που έπρεπε να ειπωθεί, αυτό εξαφανιζόταν χωρίς δυνατότητα επιστροφής. Η πραγματικότητα απομακρυνόταν, διέφευγε από εκείνη τη στιγμή και για πάντα. Για εκείνη ο μόνος τρόπος να θυμάται είναι να ξεχνάει. Και αν κάποτε κάποιος την πίεζε να θυμηθεί, τότε ήταν που θα προτιμούσε να ξεχάσει τα πάντα. Αφού δεν ήταν ελεύθερη ν' αλλάξει τον κόσμο της, να φτιάξει κάτι νέο μέσα σ΄αυτόν, καλύτερα να ξεχνάει.

    Όλα αυτά γίνονται έξω από το Δημοτικό γήπεδο της γειτονιάς και ενώ άνθρωποι περπατούν, τρέχουν, αθλούνται προσπαθώντας να ζήσουν μια καλύτερη, πιο ανθρώπινη ζωή. Κάποιοι ακούν τις φωνές αλλά δεν πλησιάζουν. Δεν αναμειγνύονται. Συνεχίζουν αλλά στην πραγματικότητα όχι σαν να μην υπήρξαν μάρτυρες άλλης μιας ιστορίας βίας. Σε λίγο ο χρόνος θα σβήσει απ΄όλους, όπως ο αέρας το σημάδι στην άμμο, απ΄όλους αυτό που μόλις είχε συμβεί. Όλα θα απωθηθούν στα βαθειά, σκοτεινά νερά της λησμονιάς. Και ενώ το ημερολόγιο θα γράφει Μεγάλη Τρίτη, ο πραγματικός χρόνος θα έχει σταματήσει σε μια ζωή που έχει γίνει ώρες που απλά διαδέχονται η μια την άλλη. Ώρες που βίαια αδειάζουν μόλις τελειώσουν οι υποχρεώσεις και τα καθήκοντα, αφήνοντας μόνη δυνατότητα τη σιωπή. 

   

Ζωγραφική joseph Lorusso

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2022

Αυτή που γιορτάζει κάθε μέρα

 

                                               

       Είδα αυτήν που γιόρταζε χθες, πρωί πρωί στο σούπερ μάρκετ. Φορούσε μπότες φθαρμένες αλλά καλογυαλισμένες και ψώνιζε βιαστικά. Είχε δεμμένα τα μαλλιά αλογοουρά μ' 'ενα καφέ λαστιχάκι.  Έβαζε μέσα στο καλάθι της όσα της χρειαζόντουσαν για το βραδινό αλλά και για το αυριανό μεσημεριανό . Αυτά που θα τα μαγειρέψει ταυτόχρονα , όταν γυρίσει το απόγευμα από την δουλειά.

     Την συνάντησα και στο μετρό. Κουβαλούσε μια θηριώδη τσάντα. Είχε μέσα διάφορα χαρτιά για τη δουλειά, κλειδιά, ένα παραφουσκωμένο πορτοφόλι , γεμάτο χαρτάκια, αποδείξεις, κάρτες και δυο φωτογραφίες με τα παιδιά. Ο συρμός έτρεχε γρήγορα εκείνη όρθια, κρατιόταν σφιχτά από τα χερούλια. Παρόλα αυτά κατάφερνε να διατηρεί μια τέλεια ιρορροπία. Κατέβηκε στην στάση Πανεπιστήμιο . Την είδα να τρέχει στην αποβάθρα, να σκύβει μια δεξιά και μια αριστερά προσπαθώντας να μην χτυπήσει άθελα της κάποιον άλλο επιβάτη. Την είδα να τρέχει στις κυλιόμενες σκάλες. Ν' ανεβαίνει δυό δυό τα σκαλιά, σχεδόν σαν να καλπάζει,  από την αριστερή πλευρά τα σκαλιά για να μην αργήσει αλλά και για να αποφύγει τον προιστάμενο της που δεν χάνει ποτέ την ευκαιρία να της χωθεί με τα ηλίθια , δήθεν αστεία του. 

     Την είδα και στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς , να αγοράζει το μπλοκ ζωγραφικής και τις νερομπογιές της μικρής και το μοιρογνωμόνιο του μεγάλου. Να ψάχνει τα γομάκια , να διαλλέγει τρια χρωματιστά και δυο αυτοκόλλητα έτσι για την παραπανίσια , την αναπάντεχη χαρά. 

   Την είδα να περπατάει και να μιλάει στο τηλέφωνο. Η ζώνη από το παλτό της να γλύφει τα βρώμικα πλακάκια του πεζοδρομίου,  αλλά εκείνη να μην το έχει καταλάβει. Να της φωνάζει , να της λέει να προσέξει λίγο παραπάνω τι της λέει γιατί άλλο δεν την αντέχει έτσι απόμακρη που στέκει στο κόσμο της , απορροφημένη συνεχώς από τα θέματα των παιδιών και τα δικά της και πως να τον λάβει πολύ στα σοβαρά γιατί θα πάρει τα μέτρα του . Τα μέτρα του. Τα μέτρα του. Τα μέτρα του. Και θυμάται πως ήταν την τελευταία φορά όταν είχε πάρει τα μέτρα του. 

           Την είδα και σήμερα αυτήν που γιόρταζε χθες . Θα την δω και αύριο , αυτήν που γιορτάζει κάθε μέρα.









 Ζωγραφική Alejandra Cabarello

  https://www.artsper.com/us/contemporary-artists/spain/5584/alejandra-caballero

Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2022

Καλός υπάλληλος

 


      


      Είναι πια μεγάλος. Ύστερα από τριανταπέντε χρόνια υπηρεσίας έχει διατρέξει όλους τους βαθμούς που θα μπορούσε. Γραμματέας στο πρωτόκολλο. Πάντα έκανε τη δουλειά του ευσυνείδητα, σχεδόν με κέφι. Σκυμμένος στην αρχή στο παρθενικό βιβλίο του και κάποια χρόνια  αργότερα στον υπολογιστή του, περνούσε τις εγγραφές, τα εισερχόμενα, τα εξερχόμενα, τους αριθμούς. Αντέγραφε τις περιλήψεις των υποθέσεων σχεδόν με ευλάβεια. Όπως θα έκανε αν οι υποθέσεις αυτές ήταν τα παιδιά του και ήθελε να τα προστατέψει, να τα υποστηρίξει. Να κάνει γι΄ αυτά ό,τι περνά από το χέρι του. Μόνο που δεν είχε παιδιά. Ούτε γυναίκα είχε. Στα νιάτα του είχε αγαπήσει πολύ μια Μαρία. Όμως η Μαρία δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και τελικά παντρεύτηκε έναν φίλο της γιατρό. Αν παρατηρούσε κάποιος το πρόσωπο του την ώρα που δούλευε, θα διάβαζε την ιστορία του καλού υπαλλήλου. 

   Ανεξίτηλη είναι χαραγμένη στην μνήμη του η πρώτη μέρα που μπήκε στην υπηρεσία. Χαμογέλασε αμήχανα στους συναδέλφους του. Θυμάται πως κάθησε στην καρέκλα του από τύχη και έμεινε εκεί. Άλλοι έφυγαν, άλλοι ήρθαν. Κάποιοι πέθαναν. Εκείνος έμεινε αμετακίνητος. Είχε αποκτήσει μεγάλη εμπειρία, εξειδίκευση σ΄ένα τομέα με υποθέσεις ευαίσθητες που φέρνουν τις περισσότερες φορές φασαρίες και προβλήματα στην Υπηρεσία. Οι προϊστάμενοι, είτε έρχονταν είτε παρέρχονταν, τον θεωρούσαν απαραίτητο. Τίμιος άνθρωπος, ευσυνείδητος και ιδεολόγος. Παρόλο το περιορισμένο του εισόδημα, φροντίζει την εμφάνιση του. Είναι  πάντα καλοντυμένος. Τα τελευταία χρόνια, κάποιο πρόβλημα στην μέση του τον ανάγκασε να κρατάει μπαστούνι. Διάλεξε ένα ξεχωριστό που είχε για λαβή το πρόσωπο ενός πιστού σκύλου φτιαγμένο από κόκκαλο. 

       Ένα πρωί ο προϊστάμενός του του μίλησε κάπως φιλικότερα. Xάρηκε τότε, πήρε θάρρος, του απάντησε στον ενικό, γέλασε μάλιστα ανοιχτόκαρδα και τον χτύπησε στον ώμο. Ο προϊστάμενος μ΄ένα παγωμένο βλέμμα τον κάρφωσε πάλι στην θέση του. Και έμεινε εκεί. 

          Τώρα, βγαίνοντας κάθε μέρα από την Υπηρεσία, περπατάει μέχρι το μετρό πολύ βιαστικά. Σηκώνει ψηλά το μπαστούνι του γράφοντας κύκλους μέσα στο άπειρο σαν μια απόπειρα λυτρωμού και μετά το χτυπάει αλύπητα στα βρώμικα πλακάκια του πεζοδρομίου. Τρώει μόνος του σε μια ταβέρνα της γειτονιάς του πριν γυρίσει σπίτι. Πίνει σταθερά δυο μικρά ποτηράκια κόκκινο κρασί από τα βαρέλια της ταβέρνας. Κοιτάζει εκστατικός μπροστά του. Το δεύτερο ποτηράκι γίνεται κρουαζιερόπλοιο, με το οποίο ταξιδεύει σε θαυμαστούς, άγνωστους τόπους με χρωματιστά σπίτια, με περιποιημένες πλατείες με ψηλά δέντρα και γεφυράκια που διευκολύνουν τους περαστικούς. Από τα ψηλά δέντρα, πουλιά τον χαιρετάνε. Είναι ευτυχισμένος.