Παρουσίαση του Τράνζιτ στον Ιανό στις 26/6/2024 με την ευκαιρία της επανέκδοσης του για τέταρτη φορά, δέκα χρόνια μετά την πρώτη έκδοση.
Τα διηγήματα του Τράνζιτ γράφτηκαν μεταξύ 2011-2014. Την εποχή εκείνη η χώρα μας ταλανιζόταν από πρωτόγνωρα θέματα. Ανασφαλείς, αβέβαιοι για την αυριανή ημέρα, κάποιες φορές απογοητευμένοι, θυμωμένοι περνούσαμε τη μια ημέρα ύστερα από την άλλη. Δηλώσαμε και αγανακτισμένοι για όλα όσα πιστεύαμε πως ήταν διαφορετικά χτισμένα γύρω μας και διαψευστήκαμε. Αγανακτισμένοι που αντιλαμβανόμασταν πως δεν είχαμε συμπεριληφθεί σε κάποιο κοινωνικοπολιτικό σχέδιο και πως δεν υπήρχαν τρόποι να μην ξεχαστούμε στα αζήτητα. Μπροστά μας βλέπαμε να συμβαίνει αυτό που δεν θέλαμε να συμβεί. Κάποιες γενιές που τους έτυχε να ζήσουν στα δύσκολα, στην κακή στιγμή της Ιστορίας, να μετατραπούν σε παρενθέσεις. Οι επόμενοι να συνεχίσουνε το δρόμο τους, η Ιστορία να συνεχιστεί και σε εκείνα εκεί τα πέτρινα χρόνια κάποιοι να έχουν φάει το βόλι σαν να ήταν απλώς παράπλευρες απώλειες.
Η πραγματικότητα όμως μας διέψευδε κάθε στιγμή και κάθε λεπτό. Κανένα σχέδιο δεν υπήρχε, ούτε πολιτικό, ούτε κοινωνικό και σίγουρα ούτε ανθρώπινο. Η χθεσινή χρυσή φούσκα μας είχε ξεράσει, και εμείς σημερινοί παραζαλισμένοι και χθεσινοί παντοδύναμοι, ψάχναμε να πιαστούμε από κάπου. Όπως εκείνο που συναντάμε στο διήγημα ''Πέρνα στιγμή μου πέρνα'': "Δεν ξεχνιούνται οι στιγμές που νιώσαμε παντοδύναμοι. Ένα εμείς κι Αυτή! Η μεγάλη ιδέα, η χίμαιρα, η ηδονή. Παντοδύναμοι στον ανεξέλεγκτο έρωτα μας. Πανίσχυροι με το νεογέννητο μωράκι μας στο στήθος. Ζαλισμένοι, με στάχτες μέσα στα μάτια, από τη γλύκα της επιτυχίας, του πλούτου, της εξάρτησης, της ανάδειξης, της επιρροής του πανίσχυρου εαυτού μας. Αυταπάτη! Γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε μέσα σε αυταπάτες!"
Η αυταπάτη διαλυόταν, σχέδιο κρατήματος της απογοήτευσης και επανασύστασης δεν υπήρχε. Οι θεσμοί συνεδρίαζαν κάθε εβδομάδα, οι φόροι αυξάνονταν, οι συντάξεις κοβόντουσαν και κυρίως πολλοί συνάνθρωποι μας δεν κατάφερναν ούτε να επιβιώσουν. Σε κάθε μια γωνιά στον ίδιο δρόμο που είμαστε αυτή την στιγμή, στο κέντρο της Αθήνας μας, είχαν στηθεί αυτοσχέδια σπιτικά. Με υπνόσακους, κουβέρτες και ό,τι άλλο μπορεί να βοηθήσει έναν άνθρωπο να αντισταθεί στο χειμώνα που τον έβρισκε αναπάντεχα άνεργο, αναπάντεχα άστεγο. Αλήθεια, μορφή βίας δεν είναι και η ανεργία; Τα νέα παιδιά στην καλή περίπτωση θα έπρεπε να ψάξουν μια δουλειά στο εξωτερικό. Τι κι αν θέλαμε να τους φωνάξουμε ''Μείνε να το παλέψουμε''. Κανείς δεν θα μας άκουγε. Πάντα προέχει η επιβίωση. Και φυσικά πιστοί στην Ιστορία, όπου πάντα το σκοτάδι γεννάει σκοτάδι, είδαμε και τον φασισμό να εμφανίζεται μεγαλοπρεπώς και τρανταχτά. Όλα αυτά τα είδαμε, τα ζήσαμε, τα ξέρουμε. Τώρα αρχίζουμε σιγά σιγά να μην θέλουμε και να τα πολυσυζητάμε.
Και αφού σχέδιο ανακάμψης δεν υπήρχε, έπρεπε να επινοηθεί. O καθένας να επινοήσει το δικό του, με την ελπίδα κάπου αυτά να συναντηθούν. Το Τράνζιτ ήταν η δική μου προσπάθεια να επινοήσω το σχέδιο διάσωσης. Ένα ανθρώπινο σχέδιο εμπερίεξης. Ήμασταν στην καρδιά μιας Τράνζιτ εποχής. "Εποχές τράνζιτ, σαν να χτυπάς το χέρι σου στο τραπέζι και να σκορπίζονται τα πουλιά. Έχει ένα περίεργο τρόπο να σε ταρακουνάει η ζωή. Σου χαλάει το ρολόι ξαφνικά. Ενώ είναι ξημερώματα, εσύ δεν μπορείς να κοιμηθείς. Σηκώνεσαι και στέκεσαι μπροστά στο πάγκο της κουζίνας και περιμένεις να βράσει το νερό για καφέ. Οι άλλοι κοιμούνται και εσύ ανοίγεις το ψυγείο να πάρεις γάλα. Κοντοστέκεσαι μπροστά στους λογαριασμούς που ανεμίζουν πιασμένοι από το μαγνητάκι πάνω στη πόρτα. Κάπως έτσι γίνεται όταν μετά από χρόνια αναζήτησης βρίσκεις τελικά κάποιο νόημα. Χαλάει πάλι το ρολόι και αρχίζεις να φοβάσαι πως πλησιάζει να σε πλακώσει κάποιο μάρμαρο. Όμως πόσες και πόσες φορές με χαλασμένους δείκτες ρολογιού κάθισες πάνω στην άμμο, και βλέποντας τον ήλιο να ανατέλλει είχες πει στον εαυτό σου "δες το καλά αυτό, πόσες ανατολές θα δεις ακόμα στην ζωή σου; '' Και τελικά είδες πολλές. Ανάμεσα, μέσα και έξω από τράνζιτ εποχές, που ναι μεν δεν τις νοσταλγείς αλλά που από την άλλη, σαν να σε έφτασαν με ένα δικό τους τρόπο σ΄εκείνη την άλλη εποχή που ήσουν πια σπίτι ασφαλής, η θύελλα είχε πέσει και η άγρια πρωινή σου βάρδια είχε πια περάσει."
Πώς μπλέκεται όμως μια ανθρώπινη εικόνα όπως το στιγμιότυπο που σας περιέγραψα μόλις, μ΄ένα ανθρώπινο σχέδιο διάσωσης από τις δύσκολες εποχές; Μα υπάρχει κάποια κρίση που ο άνθρωπος όταν θέλει δεν θα ξεπεράσει; Αυτό που εμένα με βοήθησε ήταν να θυμάμαι, τις μυρωδιές, τις γεύσεις, τις λεπτομέρειες. Οι μνήμες, το καπηλειό της κυρά Γιωργίας στην αγαπημένη μου Πάτρα που πέρασα τα φοιτητικά μου χρόνια. Η μυρωδιά της φρέσκιας ντομάτας στο μπαλκόνι το καλοκαίρι, το μικρό ζακετάκι που θα σου ρίξουν στον ώμο τα βράδια όταν σε πάρει ο ύπνος μέσα στην κουβέντα της παρέας. Από τα ''Τα λόγια θα μείνουνε λόγια'': Όσο θυμάται τον εαυτό της τους χειμώνες αγόραζε ανεμώνες. Ήταν από τα λίγα πράγματα που κράτησε όταν άρχισε η κρίση. Μπορεί να μην είχαν πολλές σιγουριές, ανεμώνες όμως στο πορτοκαλί βάζο είχαν πάντα'' και λίγο παρακάτω '' Τις Κυριακές τα απογεύματα πηγαίναμε βόλτες στο Μοναστηράκι. Ιδιαίτερα στα μαγαζιά με τα παλιά περιοδικά. Ένα χαμόγελο της Κοτοπούλη στα μανταλάκια."
Η Virginia Satir είχε πει: "Έχεις κρίση; Γιόρτασέ το!" Όταν την επεξεργαστείς, όταν καταλάβεις, όταν συνειδητοποιήσεις τι έγινε, θα είσαι πιο ώριμος και πιο δυνατός.
"Σε πείσμα των καιρών, αγαπώ τους ανθρώπους που δε φοβούνται να λυπηθούν. Που μεγαλώνουν και ωριμάζουν για να χωρέσουν καλύτερα τη θλίψη τους. Υπάρχει άραγε καλύτερος τρόπος να τιμήσεις στη ζωή αυτό που έφυγε και αυτό που έρχεται; Που παραδέχονται πως δεν τα ξέρουν όλα και δεν παραχώνουν την άγνοια τους σε μια ''ολέθρια καλή διάθεση΄΄ επί παντός. Τους ανθρώπους που προτιμούν μια βαθειά ζωή από μια ανούσια και επιφανειακή. Αυτούς που οραματίζονται στόχους, ιδανικά, ακόμα και όταν δεν υπάρχουν στην καθημερινότητα τους. Τους δημιουργικούς. Αυτούς που σε όλα αυτά που ζουν προσθέτουν και αυτά που μπορεί η έμπνευση να τους αποκαλύψει. Γιατί η ζωή χωρίς φαντασία είναι στενή και δεν κυλάει. ( Μακροβούτι)
Το πετύχαμε; Μάθαμε κάτι απ΄όλα αυτά; Συνειδητοποιήσαμε; Δέκα χρόνια μετά. Όχι δεν θα ηθικοποιήσουμε τη κρίση. Όχι δα! Τι επικρατεί δίπλα μας, γύρω, μέσα και έξω μας; Ο καθένας σίγουρα θα δώσει την δική του απάντηση. Παρατηρώ να αντικαθιστούμε το ρήμα ''μιλάω'' με το ρήμα ''γράφω''. Λέμε μιλάω μαζί του και εννοούμε πως ανταλλάσσουμε μηνύματα. Όσο περισσότερες φωτογραφίες, τόσο λιγότερες αληθινές ανθρώπινες ιστορίες, έρωτα, φιλίας, φροντίδας. Αν κάποιος λίγα χρόνια πριν μας έλεγε πως το πραγματικό φιλί θα αντικατασταθεί με ιδρωμένους ηλεκτρονικούς διαλόγους πληκτρολογίων και πως η παρουσία μας σ΄ένα ηλιοβασίλεμα θα δημοσιοποιείται οικειοθελώς, ίσως και να τον λέγαμε τρελό. Όμως αυτή είναι μια πραγματικότητα. Πολύ θα ήθελα να μετρηθεί κάποτε το ποσοστό των προσπαθειών να δημιουργηθεί μια σχέση με μια γνωριμία του instagram, tik tok, facebook. Είναι πιο ασφαλές αφού φαντάζεσαι τον άλλο όπως εσύ θέλεις και όχι όπως πραγματικά είναι. Να πάλι μπροστά μας η αυταπάτη.
Η κατανόηση της δικής μας αισθήσεως του χρόνου βοηθά σίγουρα να σκεφθούμε το ερώτημα. Με τον καθένα από εμάς και με όλους μαζί τι έγινε αυτά τα δέκα χρόνια; Μιλώ όχι για τον φυσικό χρόνο που αυτός τρέχει και δεν μας ρωτάει και δεν μας υπολογίζει. Αλλά τον άλλο χρόνο, τον υποκειμενικό, τον βιωμένο. Τι ζήσαμε; Τι δημιουργήσαμε; Εκείνο το χρόνο όπου εγγράφεται η σχέση με τους σκοπούς της ζωής μας και προβάλεται η εικόνα μας θετικά ή αρνητικά κατά το μέτρο της επιτυχίας ή της αποτυχίας μας. Η απάντηση δεν είναι απλή.
Η δική μου απάντηση είναι πως τραβάμε προς τη φούσκα, την αυταπάτη ξανά με μνήμη κοντή που εμποδίζει την ενεργή της διάσταση. Μια καθήλωση στο παρόν. Την ονομάζουμε και άρνηση. Η παντοδυναμία της εικόνας. Το εύκολο, το γρήγορο και το γυαλιστερό επικρατεί ξανά. Η διαφήμιση του τι έχω, τι είμαι, πού είμαι, πώς είμαι. Πέρα και μακριά από τις φαντασιώσεις μας, τι έμεινε να ζούμε, αφού με το μέλλον έχουμε κακή σχέση; Στην ομάδα λέμε πως το όνειρο που θα δει ένα μέλος είναι όνειρο της ομάδας. Ποια είναι τα ζωντανά μας σύμβολα, αυτά που μας κάνουν να ονειρευόμαστε; Τι μπορούμε άραγε να ονειρευόμαστε; Οραματίζομαι αυτό που περιγράφει το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου που τραγούδησε με ανεπανάληπτο τρόπο ο Νίκος Ξυλούρης. ''Και να αδερφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα, ήσυχα κι απλά.''
Προσωπικά ονειρεύομαι τη συννενόηση με όρους εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης στην ευθύνη του ενός στον άλλον. Να μην φταίνε πάντα οι άλλοι, να έχουμε και εμείς το μερίδιο της ευθύνης μας. Είναι ένα μεγάλο όραμα που χτίζεται μέσα στα σχολεία. Που μεταδίδεται μέσα από την ουσιαστική Παιδεία και την γνώση του ανθρώπου για τον εαυτό του. Να χτίσουμε ένα μεγάλο μεγάλο σχολείο που στόχο να έχει την γνώση και την εξερεύνηση του ανθρώπου, των δυνατοτήτων του, και όχι την μεταφορά στείρων γνώσεων που θα τις ξεχάσουμε μόλις αποφοιτήσουμε. Στο σχολείο ωριμάζουν οι αυριανοί πολίτες, αυτοί που θα χτίσουν τις αυριανές Πολιτείες. Εκεί εκπαιδεύονται στην ικανότητα της επικοινωνίας, της συμπερίληψης, της αποδοχής της διαφορετικότητας. Εκεί μαθαίνουν οι άνθρωποι να κάθονται σε ένα κύκλο και να συζητάνε σαν ομάδα και όχι σαν αντίπαλοι. Μια συναισθηματική χαρτογράφηση των ασυνείδητων συναισθημάτων, αχαρτογράφητων ενδοψυχικών κινήτρων που κατοικοεδρεύουν εντός μας. Και εμείς αφελείς νομίζουμε πως η λογική μας κυβερνά, ενώ μας κυβερνούν πέρα και πάνω από οποιοδήποτε οικονομοκοινωνικοπολιτικό σύστημα και σχέδιο τα ασυνείδητά μας κίνητρα. Αυτά που σήμερα σας έφεραν εδώ, αυτά που σήμερα με έφεραν εδώ, αυτά που ίσως μας οδηγήσουν κάποτε να κάνουμε μια προσπάθεια, μια Απόπειρα ανθρώπινης, συνεννόησης.
Πιο καλά από τον Γιάννη Ρίτσο δεν θα μπορούσε κάποιος να τα περιγράψει αυτά που ονειρεύομαι.
Και να αδερφέ μου που μάθαμε να κουβεντιάζουμε ήσυχα, ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα δε χρειάζονται περισσότερα.
Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί.
Θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουνε το ίδιο βάρος σ' όλες τις καρδιές, σ' όλα τα χείλη, έτσι να λέμε πια τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη.
Κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε:
"Τέτοια ποιήματα σου φτιάχνω εκατό την ώρα".
Αυτό θέλουμε κι εμείς.
Γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου, απ' τον κόσμο. Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.
Θέλω από καρδιάς να ευχαριστήσω την Όλια Νικολαϊδου και τον Θύμιο Κούκιο που βρέθηκαν κοντά μου στην παρουσίαση της επανέκδοσης του Τράνζιτ. Τα λόγια τους και οι σκέψεις τους έφεραν στο Πατάρι του Ιανουαρίου, ένα καλοκαιρινό θαλασσινό αεράκι. Οι βελούδινες, μελωδικές φωνές και το βλέμμα τους στα διηγήματα. Στις λέξεις τις μέσα και τις έξω. Ένα '' φτου ξελεφτερία για όλους'' . Όπως αυτό που λέγαμε παιδιά και ορθώναμε άμυνες ιδανικές στην επίθεση του χρόνου.