Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015
Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2015
Προσωρινά
H πόλη είναι υπερήφανη που έχει μπαρ, γραφείο τελετών, φυλακή, κάδους σκουπιδιών, παγκάκια, σουβλατζίδικο (με σουβλατζή τον απόλυτο τοπικό ημίθεο), περίπτερο το κέντρο του κόσμου, κουρείο με κουρέα που βλέπει στα μακριά μαλλιά σου την κοινωνική προσβολή και την εξουσιοδιοτημένη εκδίκηση, δύο σε ένα, φροντιστήριο αγγλικών, αυτοκίνητα και προσωρινά σπίτια.
Απ΄αυτά τα προσωρινά, τα μεγάλα ή μικρά, τα μια σταλιά που τα διασχίζεις σε μια στιγμή ή από τα άλλα τα όμορφα ταιριασμένα με τα περίτεχνα ξύλινα δάπεδα. Στα μικρά το τραπέζι κολλάει στο τοίχο της κουζίνας για να εξοικoνομηθεί χώρος, δυο καρέκλες, λάδι, ξύδι. Το κεφάλι βρίσκει στον απορροφητήρα. Και φοβάσαι μήπως καμιά φορά πιάσεις το σαμπουάν αντί για το λάδι και το ρίξεις στην κατσαρόλα. Έτσι δίπλα δίπλα που είναι όλα. Στα μεγαλύτερα χάνεσαι. Φωνάζεις να ακουστείς κάτω από ακουστικά. Σ΄αυτά η πραγματικότητα είναι απλά ντεκόρ του απόλυτου της ύπαρξης. Προσωρινά σπίτια για ανθρώπους που ζουν προσωρινά, χωρίς ούτε με τους χώρους αλλά ούτε και με τους ανθρώπους μέσα σ΄αυτά να καταφέρνουν να σχετισθούν σωστά. Προσωρινά κρεβάτια. Φοιτητές, πρόσφυγες, μετανάστες, εποχιακά εργαζόμενοι, άνεργοι ή από τους ακόμα μ΄εργασία. Και έρχεται μια στιγμή που ανακαλύπτεις ότι έχεις περάσει μια ολόκληρη ζωή προσωρινά. Μικροαστικός κοσμοπολιτισμός.
Κι αυτός που νόμιζε πως ήταν πειρατής. Πως έφτιαχνε πανιά που όταν τα έβλεπαν οι άλλοι πειρατές πάθαιναν ζαλάδα.
Κι όλο να προσπαθεί να κάνει το προσωρινό μόνιμο, κι αυτό να μην γίνεται. Σπίτι όμως δεν είναι απλά ντουβάρια. Ο πολιτισμός εξαπλώνεται με τον κρυφό ρατσισμό του να τα τρώει όλα, κυκλοφοριακές υποδομές προσμετρώνται ως ανάπτυξη, τα τρένα υψηλής ταχύτητας προσπαθούν να δώσουν ένα κάποιο ύφος στα φτωχομπινέδικα μεγαλοστελέχη. Η γνώση να αποδεικνύεται ολίγην για να τον παρηγορήσει. Τα μήντια ξερνάνε σκουπίδια.
Και θέλει να μαζέψει τα σκουπίδια, να τα βάλει στην σακκούλα, να τα πάει στον κάδο μαζί με τα μισοφαγωμένα κρύα φαγητά. Μύρισε ολόκληρο το σπίτι και δεν αντέχει. Σαν μια απλή καθημερινή πράξη. Μετά με μια γενναία πράξη να περάσει το δρόμο απέναντι, να πάει στην στάση να περιμένει το λεωφορείο, χωρίς να κοιτάξει πίσω. Τα σκουπίδια είναι σκουπίδια πολλών χρόνων. Τον κυνηγά η μυρωδιά που ξεχειλίζει από το καπάκι όταν ανοίγει. Έτσι όπως είναι και ένας λεκές. Προσπαθείς να τον βγάλεις από τα ρούχα κι αυτός αντιστέκεται. Είναι λίγες οι φορές που οι λεκέδες σε κάνουν να νιώθεις βρώμικος. Τις περισσότερες φορές σε μετατρέπουν σε φταίχτη.
Να φτάσει το λεωφορείο, ν΄ανέβει, να αφήσει πίσω του την στάση και την εκκκρεμότητα. Νοσοκομείο ''η Σωτηρία'', Σωτηρία Μπέλλου να γεμίσει τον αέρα.
''Μ΄αεροπλάνα και βαπόρια και με τους φίλους τους παλιούς
τριγυρνάμε στα σκοτάδια
κι όμως εσύ δεν μας ακούς.''
ώσπου οι φωνές μας συναντάνε
τις βασικές σου τις αρχές''
Ν' αφήσει επιτέλους την ζωή του να διαρρέει, ν΄αναλωθεί και να εκφραστεί χωρίς απολύτως καμιά πολιτισμική θεωρία και αναζήτηση του οποιουδήποτε νοήματος. Αφού σπίτι δεν είναι απλά τα ντουβάρια.
Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2015
Νοέμβρης
Στις επτά παρά τέταρτο σηκώνεται, γραβατώνεται, δένει τα παπούτσια του, πίνει τρεις γουλιές καφέ και ξεκινά για την δουλειά. Τεσσεράμιση λεπτά μέχρι το μετρό με χαλαρό περπάτημα, έξι στάσεις μετά και δυόμιση λεπτά μέχρι το γραφείο. Συγκεκριμένο και στενό το καθημερινό δρομολόγιο.
Στις έξι και μισή κλείνει τον υπολογιστή, σβήνει τα φώτα, τραβάει την πόρτα και παίρνει το δρόμο της επιστροφής μονολογώντας και ''πάλι καλά''. Δυόμιση λεπτά, έξι στάσεις στο μετρό και τεσσεράμιση λεπτά χαλαρό περπάτημα, η επιστροφή. Εννέα σκαλιά εισόδου στην πολυκατοικία, ανέλκυση με μικρό ασανσέρ, τρίτος όροφος, άνοιγμα της πόρτας με τα δικά του κλειδιά.
Λίγες κουβέντες, δαγκωμένα χαμόγελα. Γειά, πώς πήγε; Tα ίδια, τα γνωστά.
Πετάει τα κλειδιά στο τραπεζάκι μπροστά στον καθρέφτη στην είσοδο. Μια φευγαλέα ματιά στον καθρέφτη. Αντανακλαστικό σχεδόν κατέβασμα του κεφαλιού στην θέα ενός αφυδατωμένου αγνώστου. Ξεγραβατώνεται, κρεμάει γραβάτα και σακάκι στη κρεμάστρα με τα μπλε ψαράκια πίσω από την πόρτα. Ενθύμιο από έναν Αύγουστο στην Καρδαμύλη η κρεμάστρα ξέβαψε με τον καιρό. Πάνε τα μπλε ψαράκια, έμεινε μόνο ο γάτζος.
Ανοιγοκλείνει δυο τρεις φορές την πόρτα του ψυγείου. Γάλα, γιαούρτι, ένα σκεπασμένο πιάτο με τα χθεσινά μακαρόνια. Στην πόρτα του ψυγείου ανεμίζουν λογαριασμοί και χρέη.
Η τηλεόραση παίζει την επικαιρότητα. Τα νέα της ημέρας. Αποτρόπαια φονικά, μαζικές σφαγές, εκατόμβες. Τίποτα δεν δείχνει ικανό να ταρακουνήσει τους ανθρώπους εδώ που έφθασαν. Χαμηλώνει τον ήχο της τηλεόρασης. Την ακούει να μιλάει στο τηλέφωνο του υπνοδωματίου.
Βουλιάζει στην πολυθρόνα, ρίχνει πίσω το κεφάλι, κλείνει τα μάτια. Δεν θ' αλλάξει τίποτα πια σκέφτεται. Ένα ξεπερασμένο, παλιό εξάρτημα είμαι που ζω και λίγο από τύχη. Μια ιδρωμένη ελληνική ταινία που πέρασαν οι ώρες της. Και δεν μπορεί ούτε μια στιγμή να χαρεί την ελάχιστη ψευδαίσθηση πως σε κάτι είναι χρήσιμος. Να, να φτιάχνει καταπληκτικό μωσαϊκό, να βγάζει τον σκύλο βόλτα, να ρίχνει ένα ποτήρι νερό σ΄ένα γλαστράκι με πανσέδες που μόνος του φύτεψε Νοέμβρη μήνα. Κυρίως να θυμάται τις περισσότερες λεπτομέρειες, όταν το ήθελε. Που ούτως ή άλλως δεν το κάνει πια. Απλώς ξυπνάει, κοιμάται και ξεχνάει. Ανοίγει τα μάτια του το πρωί και τα κλείνει το βράδυ σαν να είναι η πόρτα ενός μαγαζιού που βαράει μύγες.
Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015
Αdagio II 31/10/2015
Όταν μπαίνεις στο βιβλιοκαφέ Adagio II στην Ναύπακτο, ο κόσμος αρχίζει ν' αλλάζει, να μυρίζει πιο όμορφα. Τακτοποιημένα και φροντισμένα τα βιβλία στις προθήκες και στα ράφια. Καδραρισμένα εξώφυλλα βιβλίων στον τοίχο. Φέρνουν κοντά τις μνήμες παλιών και νέων χρόνων. Ένας διαθέσιμος χώρος για τον περαστικό να ψάξει. Ο Σπύρος, η Σοφία και ο Γιάννης κινούνται μέσα στο χώρο με μεράκι και αρχίζουν όλα να γίνονται περισσότερο ανθρώπινα. Είναι εκεί που λες πως αν βγεις λίγο έξω από το κάδρο, η καρδιά κτυπά ακόμα πιο δυνατά και η αρτηρία πάλλεται.
Έvα από τα σπουδαία δώρα που μου έκαναν και τα δυό μου βιβλία είναι η γνωριμία μου με ανθρώπους άγνωστους σε μένα μέχρι χθες. Ανθρώπους που αγαπούν και δουλεύουν αθόρυβα, ακούραστα και ταπεινά για το βιβλίο και όχι μόνο. Μετά μένουμε φίλοι και γίνεται ο κόσμος πιο μεγάλος.
Μια τέτοια βραδιά ήταν το Σάββατο 31/10/2015 στο Adagio II. Η παρουσίαση του βιβλίου αφορμή και αιτία να μιλήσουμε πολύ, ν ΄αναρρωτηθούμε, να κοιταχτούμε, να γίνουμε μια μεγάλη παρέα. Η Μαρία και η Βάλια για πρώτη φορά σε τραπέζι παρουσίασης. Μια υπέρβαση αδερφοσύνης. Λόγια ουσίας.
Μια μοναδική βραδιά.
Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015
Σπουδαίες ιστορίες
Γνωρίζω έναν άνθρωπο. Είναι εδώ και αρκετό καιρό θλιμμένος. Στην αρχή, όταν τον συνάντησα φαινόταν κοινωνικός, γελούσε δυνατά και εγκάρδια. Ήταν πάντα με το δικό του προσωπικό τρόπο περιποιημένος, χτενισμένος και δοτικός. Πρότεινε χωρίς περιστροφές να σε βοηθήσει αν περνούσε από το χέρι του, να σου προσφέρει, να σου δώσει. Μιλούσε δυνατά, γρήγορα, αψεγάδιαστα. Διάβαζε, παρακολουθούσε παραστάσεις, αγαπούσε την μουσική, αγαπούσε ανθρώπους και πάνω απ' όλα σκεφτόταν.
Είχε φτιάξει ένα δικό του κόσμο και ένιωθε ασφαλής μέσα σ΄αυτόν. Σιγά σιγά γίναμε φίλοι και άρχισα να βλέπω από κοντά την μοναξιά του. Ήταν ένας πραγματικά μοναχικός άνθρωπος. Πήγα σπίτι του, γνώρισα φίλους του, ξενυχτήσαμε, είπαμε πολλά, μοιραστήκαμε σκέψεις και προβληματισμούς, γελάσαμε πολύ όλoι μαζί. Βλέπεις οι θλιμμένοι ξέρουν και να γελούν πολύ και να έχουν φίλους.
Το θέμα είναι πως όσο γινόταν όλα αυτά γύρω έπεφτε ξεραϊλα. Σιγά σιγά, το χυδαίο, η κακογουστιά και όλα αυτά που δεν είχαν καμιά απολύτως αξία, ποιότητα και αισθητική άρχιζαν να επικρατούν. Όχι πως δεν το είχε καταλάβει. Κατάφερνε όμως να το ξεπερνάει, να το νικάει. Φυσικά αυτές οι νίκες ούτε μόνιμες ήταν, ούτε σίγουρες πως θα επικρατήσουν. Η ξεραϊλα έφερε και σιωπή. Αόρατα σχοινιά άρχισαν να ακινητοποιούν τους ανθρώπους στην θέση τους, αφήνοντας τους να κάνουν μόνο τις απoλύτως απαραίτητες καθημερινές κινήσεις και τίποτα παραπάνω. Όλο και λιγότερες διαμαρτυρίες και απόψεις ακούγονταν. Αυτό συνεχιζόταν με γρήγορους ρυθμούς και ορατό ένα κακό τέλος.
Μέσα σ΄όλα αυτά έψαχνε απεγνωσμένα ένα νόημα. Κάπως όπως έψαχνε ένα νόημα και στις ταινίες που με τόση αγάπη έβλεπε. Η ζωή όμως δεν είναι κινηματογράφος για να την κατανοήσεις και να την νοηματοδοτήσεις. Ούτε τις περισσότερες φορές είναι γεμάτη φαντασμαγορικά χρώματα και ακροβατικά. Άσε που έχει και μια μεγάλη δόση ματαιότητας. Λοιπόν;
Λοιπόν σκέφτηκε όλες εκείνες τις πανέμορφες, μικρές, και αθόρυβες στιγμές. Τις στιγμές που είναι γεμάτες με σπουδαίες ιστορίες. Ιστορίες που στην πραγματικότητα ξεκινούν πριν αρχίσεις καν να τις ζεις και τελειώνουν σε άδειες αίθουσες την ώρα που οι επόμενοι θεατές μπαίνουν για να ζήσουν την δική τους σπουδαία ιστορία.
Όλες αυτές τις σπουδαίες ιστορίες που εκτυλίσσονται πάντα ενδιάμεσα της προσοχής μας. Αυτές που ποτέ δεν συγκράτησε ακριβώς την αρχή τους. Ούτε προέβλεψε με ακρίβεια το τέλος τους. Αυτές τις ιστορίες που ξεκινούν, διαρκούν και τελειώνουν αθόρυβα. Αφού ακόμα και κατά την διάρκεια της εξέλιξης τους δεν συνειδητοποιείς πόσο μεγάλο και σπουδαίο είναι αυτό που ζεις. Κι ίσως κι έτσι διασφαλίζουν την επιβίωση τους σε όποιο χρόνο τους αντιστοιχεί. Αφού στην πραγματικότητα το αληθινό τους μέγεθος κρίνεται στις μελλοντικές αποτιμήσεις και στην αναπόφευκτη σύγκριση τους με τις επόμενες.
Αυτά σκέφθηκε κι άνοιξε την πόρτα και τα παράθυρα να βγει στο δρόμο, να έρθουν κατά πάνω του οι καινούργιες σπουδαίες ιστορίες του. Να μην τις προσπεράσει άθελα του.
Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015
Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2015
Παρών απών
Τις πιο καθαρές σκέψεις της μέρας της έκανε στην στάση το πρωί. Πολύ της άρεσε που φεύγοντας το καλοκαίρι, ήρθε κι εμφανίστηκε πάλι η πρωινή δροσιά. Ήρθε ξανά η ώρα του τζην μπουφάν. Βούλιαζε τα χέρια της στις τσέπες, ρουφούσε την μύτη της, έπινε γουλιά γουλιά τον καφέ που κουβάλαγε μαζί της. Αποκτούσαν οι σκέψεις της μια γεύση δροσερή.
Όταν έφθανε στην δουλειά και προχωρούσαν οι ώρες, άρχιζε σιγά σιγά να σπάει σε κομμάτια. Κάποιο αόρατο, άγνωστο χέρι την άρπαγε χωρίς προειδοποίηση, την πέταγε στον τοίχο και αυτή έσπαγε. Άρχιζαν μετά αυτόκλητοι σωτήρες να της μιλούν μέσα από μεγάφωνα. Δεν μπέρδευαν τα λόγια τους ποτέ. Ντυμένοι το μανδύα του σοφού, φώναζαν να ακούσει την μοναδική αλήθεια που κατοικούσε στα μυαλά τους. Το ενδεχόμενο να υπάρχουν και άλλες αλήθειες ούτε σαν φαντασία δεν περνούσε. Ούτε σε κανένα τραπέζι έπεφτε προς συζήτηση. Στην τελική αυτά εναντιώνονται στο ένα και μοναδικό Μέγα Συμφέρον. Σήκωνε το βλέμμα της τότε ψηλά να εντοπίσει από πού έρχεται η φωνή. Καθόταν αγκαλιά με το ψέμα τους, θαλασσόδερνε μέσα στο σάλιο τους, ανεβοκατέβαινε στις καταστροφές και στα βρώμικα δόντια τους. Μόνο λάθη, απώλειες και θανάτους μέτραγε τότε.
Όταν πια γύρναγε το βράδυ στο σπίτι εξαντλημένη από το μονόλογο μιας ολόκληρης μέρας, στους ώμους της είχε ρίξει την κουβέρτα του παρών απών. Του δεν υπάρχει λόγος να νοιάζεται κανείς για κανένα. Πρόσφυγας της ζωής της. Συνέβαιναν όμως κάτι μικρά που της άλλαζαν μυαλά. Χθες γυρνώντας είδε στο μπαλκόνι του δεύτερου δεμένο ένα ροζ μπαλόνι. Οι γείτονες γεννήσανε ένα κοριτσάκι. Γεννήθηκε κι αυτό τις μέρες που άλλα παιδάκια πνίγονται στις θάλασσες σκέφθηκε. Προχθές πάλι γυρνώντας άκουσε σειρήνες ασθενοφόρου. Τρέχανε μέσα στη νύχτα κουβαλώντας τραυματίες. Ίσως και να μην ήταν τραυματίες. Ίσως να ήταν ανθρωπάκια που κουβαλούσαν τα πτώματα των εαυτών τους και είχαν βάλει τις σειρήνες για να προλάβουν να φθάσουν στην ώρα τους.
Τέτοιες αλλόκοτες σκέψεις έκανε. Ήταν τότε που πέταγε την κουβέρτα από πάνω της. Θυμόταν πως είχε ξεχάσει την μυρωδιά του χώματος, της ντομάτας, του θυμαριού και της ελπίδας. Σκεφτόταν πως καιρό τώρα ήθελε να φυτέψει πιπεριές, λεβάντες, φρασκόμηλο, μελισσόχορτο και ρίγανη σε γλάστρες στην βεράντα και πως όσο ζούσε ο παππούς της εκείνη ήθελε να γίνει κηπουρός. Να αφοσιώνεται στα λουλούδια, στα βότανα και στα μυρωδικά.
Μετά ο παππούς της πέθανε και εκείνη μεγάλωσε. Ξέχασε να θυμάται αυτά που ήθελε και έχασε τις αφοσιώσεις. Καιρός ήταν να γίνει τώρα κηπουρός. Μια απόφαση είναι. Να φτιάξει ένα κήπο ακόμα και με λέξεις. Να φυτεύει λέξεις, ν΄ανθίζουν συναισθήματα. Να έρθουν πίσω οι αφοσιώσεις. Ν' ακουστούν φυσαρμόνικες. Άνεμοι να φυσήξουν. Να ξηλωθεί η κουβέρτα παρών-απών. Ν΄ανοίγει μια χαμομηλένια ομπρέλα στη βροχή. Να παραμένει παρούσα.
Φωτογραφία Alison Juliah
Φωτογραφία Alison Juliah
Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2015
Υπόγειες διαδρομές
Μόνο που δεν είχε καμιά επιθυμία να επωφεληθεί από τη θέση της. Κι ακόμα λιγότερο να αποδείξει την αξία της. Κάποτε ίσως. Στην αρχή μπορεί να ήταν κι αυτό ανάμεσα στα άλλα κίνητρα. Μετά αυτό της τελείωσε. Περιφερόταν στους δρόμους σαν αμνησιακή και δάμαζε λέξεις. Τελειόφοιτη πια του καλού της τμήματος με ελάχιςτες ακαδημαϊκές ευκαιρίες ν΄απλώνονται μπροστά της αν τις κυνηγούσε. Αντί να παρακολουθεί τα σεμινάρια, τις διαλέξεις και τις παρουσιάσεις που της είχαν απευθύνει πρόσκληση ταξίδευε με το μετρό σε απομακρυσμένες, ξεχασμένες από το Θεό γειτονιές και περιφερόταν μόνη ανάμεσα σε μυρωδιές κάρυ, καφενεία βαμμένα με πράσινη λαδομπογιά και κομμωτήρια με εξειδίκευση στα εξτένσιονς και ψεύτικα μαλλιά. Εκατοντάδες χιλιόμετρα σιδηροδρομικών γραμμών την απομόνωναν από το σαματά της πόλης.
Καμιά φορά την κούραζε το ενδιαφέρον της για την νεοαποκτηθείσα κινητικότητα της και το έριχνε στην χαμαλοδουλειά. Έπιασε δουλειά σ΄ένα συνοικιακό, υπόγειο παλαιοπωλείο όπου πάλευε να μάθει τα μεγάλα μυστικά της αληθινής φθοράς του χρόνου. Βυθιζόμενη στη σιωπή όπως βουλιάζει μια πέτρα αθόρυβα σε βαθειά νερά, μια ευπρόσδεκτη νάρκη κάτω από το επίπεδο του δρόμου. Κάπου που ήταν εντελώς ευτυχής γυαλίζοντας τραπέζια και ακούγοντας μουσική, κλασσική κατά προτίμηση από τα ακουστικά για ατελείωτες ώρες. Σχολούσε τα μεσημέρια την ίδια πάντα ώρα. Πολλές φορές έτρωγε σ΄ένα υπόγειο μικρό εστιατόριο εκεί κοντά, που έκανε ωραίες πατάτες τηγανητές με τριμμένο τυρί. Άλλες φορές έτρωγε στο διάλειμμα μαζί με τους άλλους, φορώντας τη μαύρη σκονισμένη ποδιά και έχοντας σηκωμένα τα μανίκια, καθισμένη σε σκαμνί.
Στο κάτω κάτω της γραφής τι το παράξενο να θέλει να εξακολουθεί να κοιμάται μέχρι αργά με τα σκεπάσματα τραβηγμένα πάνω από το κεφάλι της, και μετά να περιφέρεται σ΄ένα βυθισμένο στην ησυχία σπίτι με συρτάρια γεμάτα κοχύλια, εισητήρια από περασμένες συναυλίες, περιοδικά και φωτογραφίες. Το φως του δειλινού να μπαίνει από τις γρύλιες και να σχηματίζει κοραλλένιες αιχμές στο πάτωμα.
Κινούμενη ανάμεσα στην σχολή και το παλαιοπωλείο γρήγορα βυθίστηκε σε ένα είδος ονειρικής ζωής όπου έπαψε να κυκλοφορεί σε οικείους δρόμους ενώ ζούσε σε ανοίκειες συνθήκες. Όλο και περισσότερο σκεφτόταν την παλιά, την προς το παρόν χαμένη ζωή, την χαρούμενη φτωχογειτονιά των παιδικών της χρόνων με τις φυτεμένες βεράντες και τις αλάνες γεμάτες παιδιά. Έπαψε να ζει καταμεσής του τίποτα.
Στο παλαιοπωλείο μελέτησε από κοντά τα σημάδια φθοράς, τις περήφανες ουλές, τα γδαρσίματα. Κοντά στους μαστόρους έμαθε να λιώνει μελισσοκέρι, να φτιάχνει ρητίνη, να περνάει σωστά το βερνικόχρωμα. Να φτιάχνει καλή πατίνα σ΄ένα παλιό κομμάτι. Έμαθε πως η κανονική φθορά του χρόνου, όπως αντιλήφθηκε σταδιακά παρατηρώντας τα γνήσια κομμάτια που περνούσαν από τα χέρια της, είναι απρόβλεπτη, ακανόνιστη, ιδιότροπη και αφήνει άθικτα κάποια σημεία ενώ πλήττει σοβαρά κάποια άλλα. Η υπερβολικά ομοιόμορφη φθορά στην ουσία δεν λέει απολύτως τίποτα για το αντικείμενο.
Έπαψε σιγά σιγά να ασχολείται με το τι ακριβώς θα κάνει όταν τελειώσει τις σπουδές. Παλαιότερα ασχολιόταν μ΄αυτό σχεδόν εμμονοληπτικά. Το κόλπο ήταν να μην πιστέψει τίποτα που να δείχνει υπερβολικά καλό. Είχε μάθει πως όταν λέμε καλό δεν εννοούμε ποτέ κανονικό.
Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2015
Λίγα Λόγια για το Ιώδιο
Είχα την τύχη το Ιώδιο να διαβαστεί από την συγγραφέα Αγγελική Πλουμά.
Αυτά είναι τα λόγια της:
Iώδιο: Ένα ρευστό ανάγνωσμα
Αγγελική Πλουμά
Το ιώδιο καίει, όπως κάθε γιατρικό πάνω σε ανοιχτή πληγή… Θυμάστε όταν ήμασταν παιδιά; όσο κι αν μας προετοίμαζαν, όσο κι αν οι στοργικοί «μεγάλοι» το φυσούσαν, εμείς «ξέραμε». Πέσαμε, χτυπήσαμε; Θα ακολουθούσε το κάψιμο του. Η μυρωδιά του ήταν ήδη στη μύτη μας… Στεκόμασταν γεμάτοι φόβο μπροστά στον επερχόμενο πόνο… και μάθαμε με τον καιρό πως η επίπονη επίδραση κάποιων γιατρικών είναι αναπόφευκτη. Είναι, όμως, κι ανακουφιστική αφού ο πόνος που δημιουργούν τελικά «θεραπεύει»…
Έτσι είναι και «Το ιώδιο» της Αννίτας Λουδάρου (Ανν Λου). Ένα γιατρικό που σε πονάει πριν σου στείλει τα μηνύματα της διεξόδου προς τη ζωή! Κοφτό, απέριττο, στέκεται για λίγο διστακτικό πριν ακουμπήσει, τα μεγάλα ανοικτά παγκόσμια ζητήματα. Μητρότητα, ψυχική ασθένεια, έρωτας, φιλία, γάμος. Και μετά …στοχεύει ακριβώς στο κέντρο, εκεί που βρίσκεται η ανοιχτή πληγή και προκαλεί το εσωτερικό σου ουρλιαχτό. «Το Ιώδιο» είναι τρυφερό και σκληρά ειλικρινές μαζί, όπως οφείλει να είναι και κάθε καλός σύμβουλος, θεραπευτής ή και συνοδοιπόρος.
Όσο προχωράς στις σελίδες, η γροθιά στο στομάχι σφίγγεται και οι λέξεις ανοίγουν μια μια τις μυστικές πόρτες της αυθεντικής αίσθησης που ενεδρεύει στα σύνορα συνειδητού και ασυνείδητου.
Η μάνα που αγαπά «με όρους» αλλά και ταυτόχρονα αναζητά σε όλη της τη ζωή με μια άγρια λαχτάρα, την άλλη αγάπη, αυτή που ημερεύει και δε σου θέτει προυποθέσεις. Η μικρή, ευαίσθητη κόρη που σαν όλα τα νεαρά και ευαίσθητα πλάσματα του κόσμου, αφήνει να ξεσπάσουν σαν κεραυνός πάνω της, τα ανείπωτα, τα ανείδωτα κι τα αβίωτα, τριών θηλυκών γενεών. Ο πατέρας, σαν πολλούς άντρες που ξέρουμε, φαινομενικά «καλός», αλλά άβουλος, απαθής, που αναμενόμενα καταφεύγει στο τέλος σ τη μόνη έξοδο που αντέχει: στη φυγή. Η ψυχική αρρώστια που κληρονομείται όχι μέσα από το κύτταρο αλλά από το βίωμα. Η τραχιά σεξουαλικότητα που ζητά διέξοδο έκφρασης μέσα σε σκοτεινά υπόγεια.
Στο «Ιώδιο» της Ανν Λου, ο πόνος και η αγάπη, η ζωή και ο θάνατος, η καταπίεση και η ελευθερία δεν συμβιώνουν απλά και συμβατικά στήνοντας ανάμεσά τους τα αγκαθωτά συρματοπλέγματα των στερεοτυπικών περιορισμών αλλά αφήνονται, με μεγάλη μάλιστα επιτρεπτικότητα, να λιώσουν, να ρευστοποιηθούν, να συνουσιαστούν, σχηματίζοντας ένα μεγάλο ερωτηματικό που περιέχει το μυστήριο της ζωής και που δεν έχει καθόλου χώρο για βεβαιότητες.
Άνθρωποι, που όταν η ζωή καταιγιστικά αλλάζει, αυτοί παραμένουν ίδιοι και αμετακίνητοι μένοντας στις παλιές πληγές τους και κωφεύοντας στα μηνύματα του καινούργιου. Άνθρωποι, που συγκρούονται με τις επιπτώσεις των πράξεων τους και κάνουν τους ανήξερους. Άνθρωποι που ξαφνικά, εκεί που δεν το περιμένεις …. αλλάζουν…
Μικρές και δυνατές φράσεις σαν αυτή «Στο τελευταίο σκαλί, κλώτσησα την πόρτα του διαμερίσματος. Κανείς δεν βρέθηκε να με πάρει στην αγκαλιά του»…. όλα τα απλά και καθημερινά, όλα όσα όλοι νοιώσαμε και όλα αυτά με τα οποία συναντηθήκαμε. Και στο τέλος σου μένει η χαρμολύπη, εκείνη η γλυκόπικρη γεύση που αφήνουν, τα αριστοτεχνικά μαγειρεμένα φαγητά. Αυτή που κλείνεις τα μάτια κι έχεις για λίγο την ψευδαίσθηση ότι είσαι ο σεφ της δημιουργίας μιας μοναδικής ευωχίας. Υπόκλιση!
Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015
Γεύση θέρους
Πριν φύγει πήγαινε εκεί συχνά. Στην μέση του πουθενά, ανάμεσα στο χωριό και στην πόλη, μετά από μια κρυφή στροφή, άρχιζε ένα μυστικό χωματοδρομάκι. Στο τέλος του κατέληγε σ΄έναν όρμο με καταγάλανα νερά σε σχήμα τέλειου ύψιλον. Πώς ζωγραφίζονται άραγε τα τέλεια σχήματα; Γυαλιστερά, χρωματιστά βότσαλα, βράχια, αρμυρίκια. Ένας τόπος μυστικός, παρέμενε απόρθητος και απαράλλαχτος μακριά από αδέσποτα βλέμματα. Έλεγες πως ο προηγούμενος που θα είχε περάσει από δω θα ήταν πριν από χρόνια. Τίποτα παραπανήσιο. Τίποτα αταίριαστο. Γαλήνη.
Πώς να περιγράφεται αλήθεια η γαλήνη; Η γαλήνη δεν είναι ησυχία. Είναι ένα βρεγμένο, μεγάλο χωριάτικο παξιμάδι με λάδι, ρίγανη, αλάτι, αλειμμένο με μια ολόκληρη ντομάτα κομμένη κομματάκια. Σαν αυτό που τρώγαμε παιδιά όταν το μυαλό μας ήταν πάντα έξω από το σπίτι. Τότε που τρώγαμε όρθιοι και βρεγμένοι ακόμα από την θάλασσα για να προλάβουμε να ξαναβγούμε έξω. Είναι πατάτες τηγανητές στην λαδόκολα. Χωρίς πιάτα, χωρίς πιρούνια, γεύματα με γεύση θέρους. Τότε που τα έξω έφερναν τις νίκες των μέσα και τα καλοκαίρια τα μετρούσαμε με τα σώματα μας.
Βούτηξε στη θάλασσα ξανά όπως τότε. Το νερό γυαλί, διαυγές, τον υποδέχθηκε σαν καλό φίλο παλιό. Άκουσε τα σκουριασμένα του άκρα να τρίζουν. Τις κλειδώσεις του να ξεκλειδώνουν. Βούτηξε το κεφάλι του, κράτησε την αναπνοή του, άνοιξε τα μάτια και είδε κατάματα τον βυθό, τα βότσαλα, τα ψάρια, τις ανεμώνες. Βούτηξε πολλές φορές. Μπαινόβγαινε από τα μέσα στα έξω όπως όταν ήταν παιδί.
Μετά που μεγάλωσε έφυγε. Είδε τα έξω να γίνονται μέσα. Πέρασαν πολλά καλοκαίρια, ήρθαν φθινόπωρα και χειμώνες. Οι ανάγκες άλλαξαν, ωρίμασαν, πήραν σοβαρή όψη. Η επιδερμίδα στους αγκώνες και στις πατούσες σκλήρυνε. Κάποια από τα έξω πατήθηκαν και άλλα ξεχάστηκαν. Βαθειά κρυμμένα στις υγροσπηλιές της μνήμης παρέμεναν τα υπόλοιπα πρόσωπα της γλυκιάς συμμορίας. Όπως οι σαρδέλες μες στην άλμη. Το θέρος άλλαξε γεύση. Έκλεινε δωμάτια με θέα, air condition και wi-fi. Προγραμμάτιζε εισητήρια, συναυλίες και διαδρομές περιπατητικές. Ταξίδευε με αεροπλάνα, οδηγούς, χάρτες και προγραμματισμούς. Πατούσε με τα καλοραμμένα μποτάκια τα έξω. Καμιά φορά έκλαιγε κρυφά. Κλεινόταν όλο και περισσότερο στα μέσα του. Ξεθώριασαν τα χρώματα. Ξέχασε την γεύση της αλειμμένης ντομάτας στο παξιμάδι. Άρχισαν οι ανορεξίες και οι βουλιμίες.
Όταν βγήκε από τη θάλασσα, κάθησε σ΄ένα βραχάκι και ατένιζε τον ορίζοντα. Ο αέρας μύριζε πέλαγος, ιώδιο και αλάτι. Στα πόδια του είχαν κολλήσει φύκια. Παρέα του οι πεταλίδες, οι χοχλιοί και μια σαύρα. Ιδέα δεν είχε πόση ώρα είχε περάσει. Ούτε πού πήγε ο χαμένος χρόνος. Κανείς δεν ήξερε το αύριο, ούτε καν το λίγα λεπτά μετά. Έγλειψε το αλάτι στα χείλη του. Είχε γεύση. Γεύση θέρους αθάνατη.
Δευτέρα 31 Αυγούστου 2015
Τετάρτη 5 Αυγούστου 2015
Ο Φάρος
Τα καλοκαίρια πήγαινε στο νησί. Ήταν απ΄αυτούς που ξεχνιόταν περπατώντας χαράματα με τα χέρια στις τσέπες.Έφθανε μέχρι τον Φάρο, στο πιο απομακρυσμένο άκρο του νησιού. Χρόνια τώρα ο φάρος είχε πάψει να φωτοβολεί. Ένας απόκρημνος, σιωπηλός, ήρεμος μοναχός απέναντι στις διαθέσεις της θάλλασσας. Κάθε φορά που περνούσε από το Φάρο έλπιζε πως θα βρει την πόρτα ξεκλείδωτη και θα μπορούσε να μπει μέσα , να φθάσει στο τελευταίο επίπεδο, στο κλωβό και από εκεί να δει τη θάλασσα. Η κάθε δοκιμή έκρυβε μια ανεξήγητη ελπίδα. Ο φάρος όμως από τότε που μετάθεσαν τον φαροφύλακα στην υπηρεσία μιας αποθήκης υλικών της ΔΕΗ παρέμενε πάντα κλειστός.
Όταν μαζεύονταν οι μέρες και έπρεπε να επιστρέψει στο κλεινόν άστυ , πετούσε τα ρούχα του ανακατεμένα στην βαλίτσα και έφευγε. Ήθελε όταν επέστρεφε και άνοιγε την βαλίτσα, η αταξία της να πιάσει όλο το σπίτι, να βγει στην βεράντα, να ξεφύγει σε όλη την γειτονιά, στους ανθρώπους, στα περίπτερα, στις συνειδήσεις τους. Μαζί να ελευθερωθεί και η μυρωδιά του νησιού, τα πρωινά κελαϊδίσματα των πουλιών, ο παφλασμός των κυμάτων, τα χρώματα της ανατολής , της έναστρης νύχτας. Να μυρίσει η γειτονιά ντομάτα , βασιλικό , γιασεμί και γάβρο με κρεμμυδάκι τηγανιτό. Να συμπαρασυρθούν μέσα στην αταξία όλες οι διαφορές, να μηδενιστούν οι αποστάσεις, να γίνουν τ΄αδύναμα δυνατά . Να μάθουν όλοι οι γείτονες τα πάντα για το νησί , για το φάρο και τη θάλασσα . Να τα μάθουν όλα από την αρχή έτσι που να βρίσκουν ελεύθερη είσοδο οι μυρωδιές , οι γεύσεις και τ΄αερικά να εισχωρούν στο βάθος τους. Να έχει ο κάθε χειμώνας το καλοκαίρι του.
Λίγες μέρες πριν φύγει το αποφάσισε. Μάζεψε τα εργαλεία που του χρειαζόταν, και ένα βράδυ με μεγάλο φεγγάρι άνοιξετην πόρτα του φλαρου με κατσαβίδι .Ήταν πολύ πιο έυκολο απ΄όσο είχε φαντασθεί. Η πόρτα άνοιγε μέσα σ΄ένα μικρό , απλό δωμάτιο με άσπρους σοβαντιμσένους τοίχους. Ένα ξύλινο τραπέζι κολλημένο στο τοίχο ακι τριγύρω τρις καρέκλες. Στο απέναντι τοίχο ένα ντιβάνι εκσταρτείας με μια μαύρη μάλλινη κουβέρτα. Πάνω στο τραπέζι , μια κιτρινισμένη εφημερίδα , μια κασσετίνα καρέλια , ένα άδειο σταχτοδοχείο και ένα τρανζιστοράκι. Στην άκρη του δωματίου κολλημένη στο τοίχο μια ξύλινη , βαμμένη με οινοπνευματί λαδομπογιά σκάλα, χωρίς κουπαστή. Έφθασε στο τελευαταίο επίπεδο του Φάρου , στο κλωβό. Εδώ ανάμεσα στα κάτοπτρα, τους φακούς και τους λαμπτήρες κτυπούσε η καρδιά του φάρου.
Τι έφταιγε και ο φάρος είχε πάψει να φωτοβολείς; Έριξε μια ματιά τριγύρω . Δεν έβλεπε τίποτα. Όλα ήταν στην θέση τους. Άνθρωπος όμως δεν υπήρχε ν΄ανάψει τον φάρο. Τα καινούργια συστήματα των ηλιακών φάρων ανάβουν μόνα τους, δεν χρειάζονται ανθρώπινο άγγιγμα. Ρύθμισε το συρματόσχοινο με το βαρίδι , που αποτελούσε το βασικό μηχανισμό περιστροφής και ο φάρος άναψε. Ρυθμικοί , Ρυθμικές αναλαμπές ξεχύθηκαν ξανά στο λιμάνι. Βγήκε έξω στο μικρό εξώστη , ακούμπησε στα κιγκλιδώματα κι ανάσανε βαθιά. Έφθασε το ιώδιο μέχρι το συκώτι του .
Όταν οι κάτοικοι του νησιού είδαν τον Φάρο να δουλεύει , δεν πίστευαν αυτό που έβλεπαν. Ο φαροφύλακας έλειπε χρόνια, θαύματα δεν γίνονται κι αν γίνονται αυτοί δεν τα πιστεύουν. 'Οπως δεν πιστεύουν τα καράβια την υπόσχεση που τους δίνει ένα λιμάνι. Πως όταν επιστρέψουν από τα μακρινά ταξίδια τους, η καρδιά του θα κτυπάει ακόμα γι αυτά με ρυθμικές αναλαμπές από το πιο ψηλό σημείο του φάρου. Και πως θα μπορέσουν να αγκυροβολήσουν στο λιμάνι με ασφάλεια. Όχι σαν σύμβουλος, ούτε σαν καθοδηγητής, αλλά σαν πατρίδα. Η θύελλα να έρχεται , να σκεπάζει τα παράθυρα αφρός , τα πουλιά να χιμούν στο φανάρι , όλος ο τόπος να σείεται και ο φάρος να στέκεται εκεί ακούραστος φρουρός.
Τι έφταιγε και ο φάρος είχε πάψει να φωτοβολείς; Έριξε μια ματιά τριγύρω . Δεν έβλεπε τίποτα. Όλα ήταν στην θέση τους. Άνθρωπος όμως δεν υπήρχε ν΄ανάψει τον φάρο. Τα καινούργια συστήματα των ηλιακών φάρων ανάβουν μόνα τους, δεν χρειάζονται ανθρώπινο άγγιγμα. Ρύθμισε το συρματόσχοινο με το βαρίδι , που αποτελούσε το βασικό μηχανισμό περιστροφής και ο φάρος άναψε. Ρυθμικοί , Ρυθμικές αναλαμπές ξεχύθηκαν ξανά στο λιμάνι. Βγήκε έξω στο μικρό εξώστη , ακούμπησε στα κιγκλιδώματα κι ανάσανε βαθιά. Έφθασε το ιώδιο μέχρι το συκώτι του .
Όταν οι κάτοικοι του νησιού είδαν τον Φάρο να δουλεύει , δεν πίστευαν αυτό που έβλεπαν. Ο φαροφύλακας έλειπε χρόνια, θαύματα δεν γίνονται κι αν γίνονται αυτοί δεν τα πιστεύουν. 'Οπως δεν πιστεύουν τα καράβια την υπόσχεση που τους δίνει ένα λιμάνι. Πως όταν επιστρέψουν από τα μακρινά ταξίδια τους, η καρδιά του θα κτυπάει ακόμα γι αυτά με ρυθμικές αναλαμπές από το πιο ψηλό σημείο του φάρου. Και πως θα μπορέσουν να αγκυροβολήσουν στο λιμάνι με ασφάλεια. Όχι σαν σύμβουλος, ούτε σαν καθοδηγητής, αλλά σαν πατρίδα. Η θύελλα να έρχεται , να σκεπάζει τα παράθυρα αφρός , τα πουλιά να χιμούν στο φανάρι , όλος ο τόπος να σείεται και ο φάρος να στέκεται εκεί ακούραστος φρουρός.
Αυτό ήθελε. Με την ακατάστατη βαλίτσα στο χέρι του ξεκίνησε για τον επόμενο χειμώνα του.
Τρίτη 4 Αυγούστου 2015
Σάββατο 25 Ιουλίου 2015
Υπόγειο ρεύμα
Βήματα παλιά, περήφανα, κουρασμένα και λίγο στραβά , δεν μπορούσες να τα ξεχάσεις. Όταν τον είδα ήταν βράδυ και περπατούσε στην άδεια πόλη. Εγώ ήμουν σταματημένη στο φανάρι και αυτός περπατούσε με τους ώμους σκυφτούς στο πεζοδρόμιο. Σκούρο μπλε το πουκάμισο του ανοικτό στα πάνω δυό κουμπιά , φαινόταν η φανέλα του από μέσα. Αναμαλλιασμένος και ιδρωμένος έπαιζε στα χέρια του μια χάρτινη σακούλα. Κοίταξα προσεκτικότερα την σακούλα. Κόλυβα. Είχε στα χέρια του κόλυβα . Λίγο πιο πίσω του μια γυναίκα σιωπηλή τον ακολουθούσε. Ένας άγνωστος ήταν ο άνθρωπος και εγώ από κάπου τον ήξερα.
Ένας άνθρωπος ολόκληρο βιβλίο που δεν άντεξε κανείς να το δαβάσει. Ένας απ΄όλους εμας. Τους ανθρώπους με τις χίλιες δικαιολογίες που ξύνουν πληγές. Τους ανθρώπους κύκλους που τέμνονται . Τους ανθρώπους που νομίζουν, που εκφεδονίζονται από το μηδέν στο εκατό και πάλι πίσω. Τους ανθρώπους δρόμους με φωτιές και τους άλλους με την απόλυτη ησυχία .Τους ανασφαλείς που αρκούνται στην ασφάλεια . Τους μπερδεμένους , τους γρίφους, τους ανθρώπους που σου σφίγγουν το χέρι και μετά δεν στο επιστρέφουν ολόκληρο. Τους ανθρώπους δυνατές φωνές και τους άλλους που δεν ακούγονται. Τους αμήχανους, τους μηχανικούς, αυτούς που αναπνέουν και τους άλλους που εκπνέουν. Απ΄αυτούς που ο ιδρώτας τους μυρίζει παραδοχή ή από τους άλλους που σου αλλώνουν την παραδοχή. Απ΄αυτούς που δεν αντέχουν τον πόνο ή από τους άλλους που τον προκαλούν.
Δεν ξέρω ποιος ήταν ακριβώς. Τα βήματα του αναγνώριζα. Δεν ξέρω ποιον έχασε και μέσα στην νύχτα έτρωγε κόλυβα σκυφτός. Δεν ξέρω ποιο βάρος έκανε τους ώμους του σκυφτούς . Μέσα στην σιωπή της πόλης άκουσα για μια στιγμή κάτι σαν σκαρπέλο . Μπορεί να ήταν η πατημασιά του στο πεζοδρόμιο ή το μασούλημα του κριθαριού. Λαξευτής στιγμών είναι ο άνθρωπος . Ψάχνει να ανακαλύψει την ευτυχία. Κανείς δεν μπορεί να του διδάξει τον τρόπο. Μονάχος ψάχνει .
Σε λεπτά άναψε πράσινο και ετοιμάστηκα να περάσω. Γύρισα να τον κοιτάξω . Διασταυρώθηκαν τα βλέμματα μας. Κάτι σαν υπόγειο ρεύμα μας έφερε τον έναν μπροστά στο άλλο. Τον είδα να αδειάζει τον χρόνο. Τίποτα απολύτως δεν είχε άλλαξει τριγύρω. Ούτε νομίζω πως θα είχε τίποτα σπουδαίο να πει ή να προτείνει για όλα αυτά που συμβαίνουν . Η πόλη στην καλοκαιρινή της βραδιά αργόσερνε τα δικά της βαριά βήματα. Αν έκλεινες την ένταση από τους καβγάδες στις τηλεοράσεις όπως έβγαινε από τις ανοικτές μπαλκονόπορτες , θα έπεφτες σε μια εκκωφαντική σιωπή. Αυτός περίμενε ν΄ανάψει πράσινο για τους πεζούς , να πάρει την ελπίδα αγκαλιά και να περάσει απέναντι. Μου φάνηκε ένας απ΄αυτούς που στο γύρισμα ενός κλειδιού στην πόρτα το βράδυ αναγνωρίζουν όλη τους την πληρότητα. Τους ερωτευμένους που αναποδογυρίζουν το είναι και δεν είναι τους για μια μονάχα στιγμή. Αυτους αγαπώ πιο πολύ. Αυτούς που έχουν το βήμα.
Η ιστορία με τα χρόνια αποκτά την δικούς της θρύλους . Κάθε θρύλος και εκδοχή. Το λησμονούν όσοι αμφισβητούν το δικαίωμα στην αλήθεια του απέναντι και νομίζουν πως κρατούν το τρόπαιο. Πολλές τέτοιες ιστορίες είναι καλά κρυμμένες σε φυλαχτά, σε ποιήματα, σε κόκκινες σημαίες. Ιστορίες που σε μαθαίνουν , αν προσεκτικά τις διαβάσεις να συγχωρέσεις όσους από δειλία εκπέσανε. Το άλφα στον άνθρωπο δεν είναι κυκλωμένο. Στερητικό είναι.
Σάββατο 4 Ιουλίου 2015
Αρόδου
Προσπαθώ καθημερινά να κατανοήσω και βασανίζομαι. Πέφτουν πάνω μου οι απόλυτες βεβαιότητες και θυμώνω. Θυμώνω με τους απόλυτα σίγουρους. Mοιάζουν πως κάτι κρύβουν. Τους υποψιάζομαι για φανατισμό και κρυφό συμφέρον. Δεν ξέρω αν έχω δώσει λανθασμένη εντύπωση γράφοντας όλα αυτά τα χρόνια. Όμως έτσι είμαι. Δεν τα πάω καλά με τα σίγουρα. Επίσης δεν μου αρέσουν καθόλου οι μονολεκτικές αποφάσεις. Ιδιαίτερα όταν γνωρίζω πως οι λόγοι που οδήγησαν σ΄αυτές είναι κυρίως που μετράνε. Θα ήθελα πολύ ένας από τους αρμόδιους, ξέρεις απ΄αυτούς που βλέπουμε τουλάχιστον τρεις, τέσσερις φορές την μέρα, να μου εξηγήσει απλά και καθαρά, αν βγουν τι έχουν σκοπό να κάνουν. Στην ουσία δεν έχω σε κανέναν εμπιστοσύνη πως θα διαχειριστεί δίκαια την δυστυχία που έτσι κι αλλιώς θα συνεχίσει να υπάρχει.
Απλά και καθαρά. Και φυσικά τρέμω μην τα φέρει η τύχη και ξανά βρω μπροστά μου κάτι παλαιοκομματικές φάτσες ή τίποτα απ΄αυτούς που δεν προλαβαίνω ποτέ να καταλάβω πώς αφού είναι στην φυλακή είναι την κατάλληλη στιγμή πάντα έξω. Αυτά σου λέω εδώ καταμεσίς στις μέρες που γραπώθηκαν στην μέγγενη των ΑΤΜ. Σ΄ένα τοπίο εξώκοσμο, ακατέργαστο, παρατημένο στην μοίρα του. Δεν σου γράφω με ηρεμία. Ο κόσμος το έριξε στα βαριά αντικαταθλιπτικά και παίζει ποδόσφαιρο μπροστά στις τηλεοράσεις με τις θλίψεις. Γιατί βλέπεις της χαράς μπορείς να της κρυφτείς, της λύπης ποτέ. Αλλά κάτω τα χέρια από τα ποδόσφαιρα. Αριστεροί, δεξιοί και άμπαλοι ενώνονται σε μια ενιαία άμορφη μάζα γκολτζήδων.
Τα λόγια μας, τα επιχειρήματα, σκάνε σαν αναβράζοντα δισκία για εκτόνωση. Για όλα τα φανερά, τα από καιρό γνωστά, τα άλυτα, τα εμπλεκόμενα, τα διαιωνίζοντα. Για όλα αυτά που δεν κάναμε και τίποτα για να τα σβήσουμε και να προχωρήσουμε. Στο τέλος έρχεται πάντα η διάλυση. Ρίχνουμε την κουβέντα στο νερό και τελειώνουμε. Για ένα άλλοθι, δικό τους και δικό μας. Οι τηλεοράσεις δεν κλείσαν ποτέ, δεν τις σπάσαμε. Θυμάμαι πως το βράδυ που σκοτώσαν τον Παύλο Φύσσα τα κανάλια είπαν πως κάποιοι τσακωθήκαν για την μπάλα.
Νεκρά κουφάρια αδερφών που δεν βγήκαμε από την ίδια μήτρα αλλά θα πεθάνουμε στον ίδιο πλανήτη. Ενω το πλοίο θα μένει αρόδου. Η μεγαλύτερη φτώχεια είναι που έγιναν οι άνθρωποι αόρατοι ο ένας για τον άλλον. Κοιταζόμαστε σαν ενοχλητική παρεμβολή. Παίρνουμε το βλέμμα μας βιαστικά και ενοχλημένα. Το να βλέπεις κοιτώντας είναι μια μάλλον σύγχρονη προσευχή των πόλεων.
Χρειάζομαι αέρα. Πόσο αφελείς καταντήσαμε. Πόσο γρήγορα θα ξανακλειστούμε στην σιωπή μας. Γι ΄αυτό την άλλη φορά λέω τα κουτάκια να είναι πιο μεγάλα. Το ένα για να χωράρει τα άλλοθι του καθενός μας, έτσι που να μην διχαστούμε ποτέ. Τουλάχιστον όχι παραπάνω από όσο είμαστε διαχασμένοι από κούνια. Ταξική διαφορά το λένε αυτό. Και το άλλο κουτάκι να χωράει μια λέξη μόνο. Ευτυχία. Ευτυχία φίλε μου και ενώ οι οθόνες θα ψάχνουν την ευημερία. Σαν εκείνο το πλοίο που στέκει πάντα αρόδου.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)