Τετάρτη 20 Αυγούστου 2025

Μέχρι τον επόμενο Αύγουστο

 



                    Τέτοιες μέρες κάθε χρόνο κλείνει το σπίτι στο χωριό. Βάζει τα πιάτα, τα ποτήρια και τα φλιτζάνια καλά τακτοποιημένα μέσα στα ντουλάπια. Τις πετσέτες και τα σεντόνια πλυμένα και σιδερωμένα στην ντουλάπα του υπνοδωματίου. Βάζει την απλώστρα και τις καρέκλες της βεράντας μέσα στο διάδρομο πίσω ακριβώς από την μπαλκονόπορτα για να μην τις χαλάσει ο αέρας και το νερό της θάλασσας. Ανεβάζει τις τέντες και τυλίγει με χαρτί ένα ένα τα πάνινα, χρωματιστά ψαράκια που τις είχε ράψει η Μαρία, δώρο μιας φιλίας που κρατούσε από όταν ήταν παιδιά. Το τραπέζι της τραπεζαρίας το σκεπάζει με ένα λινό ριχτάρι και στις καρέκλες βάζει τα καλύμματα τους. Τις χρωματιστές πέτρες των παιδιών, τα κοχύλια και τη μπουρού τα συγκεντρώνει ευλαβικά σε ένα καλάθι, ενθύμιο μιας εποχής ανεμελιάς που δεν ξεχνά ποτέ. Και πως θα μπορούσε άλλωστε; 

            Στο χωριό τα δικά της παιδικά χρόνια μπλέκονται με τα παιδικά χρόνια των παιδιών της σε ένα μείγμα που μυρίζει θάλασσα, αλάτι, άμμο, βότσαλα, αστερίες, κοχύλια, κρυφτό, πατάτες τηγανιτές, σύκα, αγαλματάκια ακούνητα αγέλαστα μέρα ή νύχτα και τα πρώτα πρώτα φιλιά και τις πρώτες πρώτες αγκαλιές. Τα κόκκινα φεγγάρια του Αυγούστου που έσκαγαν αργά πάνω από το βουνό και αντανακλούσαν στη θάλασσα φωτίζοντας τα σπιτάκια στο λιμάνι. Οι δρόμοι που μύριζαν την νύχτα γιασεμί. Σπίτια με αυλές, με περιβόλια, με μπαλκόνια που κοιτούν στα σπίτια του πάνω δρόμου. Παιδιά που παίζουν άφοβα στο δρόμο. Άνθρωποι που λένε καλημέρα και καληνύχτα. Αλήθεια υπάρχει πιο αληθινή ζωή απ΄αυτή; Στην άκρη του χωριού, στην είσοδο ακριβώς του λιμανιού υπήρχε ένας Μύλος. 

        Αν καθόσουν στην μάντρα του Μύλου και κοίταζες την θάλασσα ένιωθες σαν να ταξίδευες με μεγάλο πλοίο φορτηγό, σαν να στεκόσουν δίπλα στα ρέλια και να περνούσες το πέλαγο. Άλλοτε το φορτηγό θα έπιανε ένα κοντινό λιμάνι ενός μικρού νησιού, εκεί που σε περίμεναν φίλοι καλοί για να σμίξετε, και άλλοτε σε έπαιρνε να πάτε σε λιμάνι μακρινό μακριά απ΄όλους και όλα που σε θύμωναν.  

                Τα ριχτάρια στο καναπέ και στις πολυθρόνες τα αφήνει για το τέλος. Ποτέ δεν της άρεσε το σπίτι έτσι σαβανωμένο. Έτσι όμως είχε δει την μάνα της να κάνει, έτσι θα κάνει κι αυτή. Τις γλάστρες θα τις αφήσει να τις ποτίζει ο Κώστας που της έκανε πάντα αυτή τη δουλειά. Είχαν μιλήσει και τα είχαν κανονίσει. Τους βασιλικούς όμως τους παίρνει μαζί. Αυτό για να μυρίσει η γειτονιά της στην Αθήνα λίγο από το χωριό της. Το βάζο με τα λεμονάκια το βάζει στο ξύλινο κουτί κάτω από τον πίνακα με τους γλάρους. Αδειάζει το ψυγείο που με τόση λαχτάρα είχε γεμίσει με φρούτα, ντοματάκια και μυζήθρα και τακτοποιεί τα βιβλία στη μικρή βιβλιοθήκη μέχρι του χρόνου. Μέχρι τον επόμενο Αύγουστο.  

        Βαθιά μέσα της φοβάται μήπως και μέχρι τον επόμενο Αύγουστο κάτι απρόσμενο συμβεί  και δεν καταφέρει να έρθει ξανά ν' ανοίξει το σπίτι. Πόσο περίεργοι είναι οι φόβοι. Εκεί που σε κατακλύζουν την ίδια στιγμή σου παίζουν κρυφτό και δεν τους βρίσκεις πουθενά. Παρόλο που αντιστέκεται με πείσμα να δει με υπερβολικό συναισθηματισμό το κλείσιμο του σπιτιού στο χωριό και έχοντας την απόλυτη επίγνωση ότι το να αντιμετωπίσεις την θνητότητα των στιγμών αλλά και των ανθρώπων σου είναι απλώς ένας από τους συνηθισμένους τρόμους που καλείσαι να ξεπεράσεις στην μέση ηλικία, δεν τα καταφέρνει καλά. Οι αναμνήσεις που είναι πολλές και που γίνονται κάθε χρόνο ακόμα περισσότερες έκαναν σχεδόν αδύνατη την προσπάθεια να σταθεί λογική σε αυτόν τον καλοκαιρινό αποχωρισμό. Άλλωστε το χωριό δεν είναι μόνο από εκεί που κατάγεσαι, είναι το από που βρίσκεις το φως όταν όλα σκοτεινιάζουν. 

           Αυτούς τους αποχαιρετισμούς τους αναλαμβάνει μόνη της η ίδια η ζωή. Θα κλείσει τα πατζούρια. Θα τραβήξει και θα κλειδώσει την πόρτα. 

          Σε λίγο όλοι θα ακολουθήσουν το καθημερινό τους πρόγραμμα και θα συμπεριφέρονται λες και η ζωή έχει διατηρήσει κάποια ανταύγεια κανονικότητας.  Μέχρι τον επόμενο Αύγουστο.


Φωτογραφία Χρύσανθος Κωνσταντινίδης

1 σχόλιο: