Παρακολούθησε ένα παιδί να ζωγραφίζει. Το παιδί έξυσε το μπλε μολύβι και ύστερα με τα δάκτυλα του το άπλωσε μαλακά μαλακά στο χαρτί. Είναι ωραίο να πιάνεις στα χέρια σου πέλαγος, να χαιδεύεις πέλαγος. Προσπαθούσε να φανεί η θάλασσα όσο το δυνατόν πιο γαλάζια, μα κυρίως όσο το δυνατόν πιο ήσυχη. Ίσως ν΄άρχιζε να ζωγραφίζει την Άνοιξη, ίσως να νοσταλγούσε τα καλοκαίρια. Ίσως να ήθελε να ημερέψει μια μέσα του τρικυμία.
- Εσύ αν ήσουνα παιδί, πώς θ΄άρχιζες;
-Εγώ, εγώ αν ήμουνα παιδί ... Δεν θα ξερα πώς ν΄αρχίσω.
Λοιπόν αν ήταν παιδί θ΄άρχιζε από τα μεσημέρια. Εκείνα εκεί τα μεσημέρια που σκαρφάλωνε στην φαντασία της. Αυτά που βρίσκονται τώρα κλειδωμένα μέσα στην αποθηκούλα μαζί με το εφηβικό γραφείο της, ένα ξύλινο κουτί που το είχε για κομοδίνο και το πορτατίφ με τα αποξηραμένα λουλούδια στην βάση. Αυτό που το έχει φυλάξει για να της θυμίζουν τα αποξηραμένα βήματα της μάνας της στο διάδρομο, το άνοιγμα της πόρτας και την άδοξη διακοπή του σκαρφαλώματος. Να προσπαθεί να βάλει τρεις σκέψεις στη σειρά, πριν τις στείλει στον αγύριστο και το θέμα να καταλήγει στην ακαταστασία της.
Μετά θα συνέχιζε στα βράδια στην ταράτσα, στο ησυχαστήριο της. Μια σιδερένια, στριφογυριστή σκάλα να την στέλνει σε πλήρη απόσπαση από την παιδικότητα της. Μια φθαρμένη, χαμηλή, βελούδινη πολυθρόνα απ΄αυτές που γλύτωσαν τελευταία στιγμή τη σαβούρα του παλιατζή, να γίνεται σπίτι της. Από κει να ρεμβάζει σε απευθείας μετάδοση το δάσος των κεραιών της πόλης. Να είναι ο κόσμος της πιο κοντά στον ουρανό παρά στην γη. Να είναι έναστρο το σαλόνι της και οι φίλοι που το επισκέφθηκαν δορυφόροι πλανήτες.
Μόνο που αυτά τα μεσημέρια χάθηκαν. Η πλάκα είναι που καλά καλά δεν πρόλαβε να το καταλάβει. Έτσι που τρέχει η ζωή, τι να καταλάβεις. Τώρα περπατά αυτή σ΄ένα παρόμοιο διάδρομο. Αρχίζουν τα δικά της βήματα να γίνονται αποξηραμένα. Τρομάζει που κάνουν κύκλο όλα. Είναι ακόμα σαν να την ακούει να λέει, ''δεν περνάει και κανένας παλιατζής να πετάξω όλη κείνη την σαβούρα από την αποθήκη και την ταράτσα''. Σαβούρα είναι όλα τ΄ανοιξιάτικα μεσημέρια ενός παιδιού μαμά; Και εγώ που νόμιζα πως γινόμαστε ό,τι χάσαμε.
Φωτογραφία Σοφία Καρούμπα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου