Τρίτη 25 Μαρτίου 2025

Adolescence

 




          Γιατί συγκίνησε το  Adolescence; Ένας δεκατριάχρονος έφηβος, ο Jamie μεγαλώνει στα περίχωρα του Λονδίνου. Η οικογένεια του, μια οικογένεια εργατικής τάξης αποτελείται από τους γονείς του και την αδερφή του. Όλα δείχνουν σχετικά καλά.  Οι γονείς εργάζονται σκληρά, τα παιδιά έχουν τουλάχιστον τα στοιχειώδη αγαθά. Ο Jamie κλείνεται στο εφηβικό του δωμάτιο και ασχολείται πολλές ώρες με το διαδίκτυο. Παίζει παιχνίδια; Μιλάει με τους φίλους του; Kαταστρέφεται από το διαδύκτιο; Άλλοι συγκινήθηκαν, άλλοι ταυτίστηκαν και άλλοι τρομοκρατήθηκαν παρακολουθώντας την σειρά. Θα ήταν τα ίδια συναισθήματα αν ο Jamie δεν δολοφονούσε την συνομίληκη συμμαθήτρια του με 7 μαχαριές; Aν έστρεφε το μαχαίρι στον εαυτό του, αν αυτοκτονούσε πηδώντας από το μπαλκόνι. Αν χανόταν από οποιαδήποτε εξάρτηση άδοξα και πρόωρα; Θα ήταν τα ίδια συναισθήματα αν ο Jamie εισέβαλε οπλισμένος στο σχολείο του και σκότωνε συμμαθητές του; 

        Τι είναι αυτό άραγε που συγκίνησε σ' αυτή τη σειρά; Το ότι δεν δίνονται εύκολες απαντήσεις; Το ότι όλα δείχνουν απλά,  καθημερινά και σίγουρα για τον εαυτό τους; Mήπως η μέγιστη απώλεια; Δυο ανήλικα θύματα.Πως όμως μπορεί κάποιος να μετρήσει μια τραγωδία;   

        Καθ' όλη την διάρκεια της σειρά παρακολουθούμε πότε ένα τρομοκρατημένο, πότε ένα τρομοκρατούντα έφηβο που αδυνατεί να ονοματίσει τα συναισθήματα του. Την ίδια στιγμή που η οικογένεια του δεν του παρέχει ούτε την στοιχειώδη συναιθηματική στήριξη. Ο πατέρας διεκπαιρεώνει. Θα ακολουθήσει το περιπολικό, θα καθήσει δίπλα στον Jamie κατά την διάρκεια της ανάκρισης, θα παρακολουθήσει με μια βαθειά σύσπαση στο πρόσωπο του τον σωματικό έλεγχο του γιού του, θα σταθεί όρθιος αλλά δεν θα τον αγκαλιάσει. Δεν θα τον αγκαλιάσει ποτέ σε κανένα από τα τέσσερα επισόδεια. Πόσα μυστικά άραγε κρύβονται στο δέρμα; ''Το Εγώ-δέρμα είναι η αρχική περγαμηνή, η οποία διατηρεί, τις προχειρογραμμένες διαγραμμένες, σβησμένες, υπερφορτωμένες σημειώσεις μιας αρχέγονης προλεκτικής γραφής'',  θα γράψει ο Ανζιέ στο εμβληματικό έργο του '' Το Εγώ-δέρμα''. Πόσα μυστικά κρύβονται στο δέρμα ενός πατέρα που αδυνατεί να αγκαλιάσει τον γιό του; Πόσα μυστικά στο δέρμα ενός γιου που δεν αγκαλιάζεται από τον πατέρα του; Σύντομα το σενάριο θα μας φέρει σε γνώση μας πως ο παππούς του Jamie κτυπούσε με την ζώνη τον πατέρα του. Το τραύμα, αυτό που ποτέ δεν συζητάμε, αυτό που χωρίς να το καταλάβουμε μας κυβερνά. Και εμείς που αφελώς νομίζουμε πως ελέγχουμε και διαχειριζόμαστε τη ζωή μας. Ενώ στην πραγματικότητα ταξιδεύουμε όπου το ασυνείδητο μας ορίζει. 

        Μια οικογένεια με έλλειψη συναισθηματικής νοημοσύνης. Αυτό είναι που λείπει από την οικογένεια του Jamie. Όπου συναισθηματική νοημοσύνη είναι η ικανότητα των ανθρώπων να τα δικά τους συναισθήματα αλλά και των άλλων ανθρώπων. Μια οικογένεια που έχει κρύψει  πολλά κάτω από το χαλάκι. 

        Τι σημαίνει αυτό ; Σημαίνει πως οι γονείς του τον αγαπούν όμως αδυνατούν να το εκφράσουν. Δεν μπορούν να δουν τον γιό τους με ενσυναίσθηση. Αφημένοι στα δικά τους καθημερινά προβλήματα, δεν μπορούν να αναγνωρίσουν τις συναισθηματικές δυσκολίες του έφηβου γιού τους. Δεν γνωρίζουν πως να τον ακούσουν, πως να τον αγκαλιάσουν, πως να τον δουν. Στην πραγματικότητα δεν τον βλέπουν. Στην πραγματικότητα μεγαλώνει μέσα στο σπίτι αλλά σαν ''αόρατος''. Γιατί δεν μπορούν να τον δουν; Αφού ούτε οι ίδιοι έχουν συνειδητοποιήσει τις δικές τους προσωπικές συναισθηματικές δυσκολίες. Ο Jamie θα επιλέξει τον πατέρα του να σταθεί στο πλευρό του κατά την σύλληψη του γιατί όπως ο ίδιος είπε '' ο πατέρας μου δεν θα με επικρίνει''. Ο πατέρας του μια απείρως βελτιωμένη εικόνα του δικού του πατέρα, ένας βιοπαλαιστής διπλασμένος με το παραδοσιακό αντρικό πρότυπο , με περιορισμένη συναισθηματική νοημοσύνη αποστρέφει το βλέμμα του όταν ο Jamie δεν σκοράρει στα ποδοσφαιρικά παιχνίδια. Αποστρέφει το βλέμμα του από ντροπή όταν ο Jamie δεν αποδεικνύει τις δυνάμεις του. Όταν η παιδοψυχολόγος ρωτάει το αγοράκι αν ο πατέρας του είναι στοργικός , ο Jamie σαστισμένος αποκρίνεται '' όχι τι βλακείες λες!'' . Ο πατέρας του δεν προβλέπεται από το αντρικό προφίλ μέσα στο οποίο έχει εγκλωβιστεί να είναι στοργικός. 

        Πολλοί αναρρωτηθήκαν γιατί όχι την μητέρα του; Στο τελευταίο επεισόδιο θα δούμε την μητέρα του ξανά συντετριμένη , να αποτυγχάνει να κρατήσει το φόβο του γιού της. Στο τηλέφωνο του λέει πως ειδοποίησε την φυλακή για τις δυσανεξείες του. Λες και ο Jamie  να είχε πάει εκδρομή, κατασκήνωση ή σε κάποιο φίλο του να διανυκτερεύσει. Ο ίδιος θα πει στη παιδοψυχολόγο του '' η μητέρα μου ήταν πάντα αδύναμη''.  

          Ποια είναι για τον καθένα μας η εικόνα ενός εφήβου ; Ο έφηβος και η έξαρση του, ο έφηβος και το βάθος της απελπισίας του, ο έφηβος με τους ξαφνικούς ενθουσιασμούς του και την απόλυτη σύγχυση του, την αμείλικτη αίσθηση μοναξιάς, τις φλογερές αναζητήσεις της ταυτότητας του. Ο έφηβος με τις απότομες αλλαγές στην διάθεση του και τα ερωτικά πάθη. Η εφηβεία παρά την δυσκολία της είναι μια μεταβατική περίοδος ψυχικής αναδιοργάνωσης που λίγο πολύ προσδιορίζεται απ΄αυτά που την έχουν προετοιμάσει. Και τώρα που οι γονείς παύουν να είναι εξιδανικευμένοι τι κάνουμε; Η εγκατάλειψη της αυταπάτης είναι ένα ναρκισσιστικό πλήγμα που φέρνει πένθος στον έφηβο. Χρειάζεται νέα ινδάλματα. Τραγουδιστές, influencers, αθλητές, πολιτικούς. Χρειάζεται νεα ομάδα να ενταχθεί και εκεί να αποκτήσει κύρος. Περισσότερο για να αποκαταστήσει την ναρκισσιστική ισορροπία του παρά για να βρεθεί διέξοδος στις ενορμήσεις του. Εντάσσεται σε ομάδες φιλάθλων, σε ομάδες στο σχολείο, σε ομάδες στη γειτονιά, σε ομάδες που παίζουν ηλεκτονικά παιχνίδια και  γίνεται οπαδός, follower ή αρχηγός.

        Ο έφηβος αιφνιδιάζεται. Ο έφηβος πενθεί. Από την μια η μέχρι τώρα εικόνα του, οι μέχρι τώρα αναπαραστάσεις του εαυτού του είναι εδώ νωπές και ζεστές ακόμα. Από την άλλη όλα αρχίζουν να υποχωρούν από τις σεξουαλικές και επιθετικές ενορμήσεις της ήβης. Η εφηβεία βάζει το αγωνιώδες ερώτημα '' τελικά ποιος είμαι; ''. Η προσδοκία,  λίγο πολύ συνειδητά σχέδια αλλά πάνω απ΄όλα οι φαντασιώσεις του έρχονται αντιμέτωπα με μια πραγματικότητα που δεν περιλαμβάνει την αλλαγή που είχε πλάσει στη φαντασία του. ''Είμαι άσχημος'' θα πει ο Jamie στην παιδοψυχολόγο του. Γιατί ο έφηβος θα συμπεριφερθεί όχι σε συνάρτηση με αυτό που ήταν ή με αυτό που είναι σήμερα. Ούτε με αυτό που ήταν ή δεν ήταν οι γονείς του. Ούτε με αυτό που του παρέχει ή δεν του παρέχει η κοινωνία, που συνήθως δεν του παρέχει, αλλά κυρίως σε συνάρτηση με αυτό που φαντασιακά και ασυνείδητα περίμενε από την νέα του ζωή. Σε συνάρτηση με αυτό που περίμενε να είναι η νέα του εικόνα. Η νέα του ταυτότητα, Και θα καθρεφτιστεί στα βλέμματα των άλλων εφήβων. Στα like, στα emoji, τις καρδούλες. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί πως ο έφηβος είναι τόσο εύθραυστος μπροστά σε ένα emoji ;

            Και εμείς που είμαστε σε όλα αυτά; Εμείς οι γονείς, οι εκπαιδευτικοί, η κοινωνία;  ''Κανείς δεν με βλέπει, κανείς δεν με ακούει, κανείς δεν ξέρει αν υπάρχω'' θα πει ξανά ο Jamie στην παιδοψυχολόγο.  Οι γονείς πίσω από την κλειστή πόρτα του εφηβικού του δωματίου συνεχίζουν τυφλοί και εγκιβωτισμένοι στις συναισθηματικές τους αγκιλώσεις την ζωή τους, την καθημερινότητα τους, αντιμετωπίζοντας όλες τις πρακτικές δυσκολίες τους. Συζητούν για όλα αλλά όχι για αυτά που πραγματικά τους απασχολούν. Δεν ανοίγουν τα θέματα που πραγματικά τους καθορίζουν. Οι σχέσεις τους, οι φόβοι τους, οι ανάγκες τους, τα απωθημένα τους. 

         Νιώθουν ασφαλείς που το παιδί τους είναι μέσα κλεισμένο αντί να αλητεύει στην γειτονιά. Ο πατέρας του μια απείρως βελτιωμένη εικόνα του δικού του πατέρα, ένας βιοπαλαιστής διπλασμένος με το παραδοσιακό αντρικό πρότυπο , με περιορισμένη συναισθηματική νοημοσύνη αποστρέφει το βλέμμα του όταν ο Jamie δεν σκοράρει στα ποδοσφαιρικά παιχνίδια. Αποστρέφει το βλέμμα του από ντροπή όταν ο Jamie δεν αποδεικνύει τις δυνάμεις του. Όταν η παιδοψυχολόγος ρωτάει το αγοράκι αν ο πατέρας του είναι στοργικός , ο Jamie σαστισμένος αποκρίνεται '' όχι τι βλακείες λες!'' . Ο πατέρας του δεν προβλέπεται από το αντρικό προφίλ μέσα στο οποίο έχει εγκλωβιστεί να είναι στοργικός. 

  O Jamie στα γενέθλια του πατέρα του έστειλε μια προσωπογραφία του πατέρα του. Αφού αππο μικρός ζωγράφιζε τρυφερές εικόνες. Ο πατέρας του όμως τον πήγαινε σε ποδοσφαιρικούς αγώνες, σε ριγκ πυγμαχίας για να σκληραγωγηθεί. Γιατί τι άλλο θα πρέπει να είναι ένα αγόρι εκτός από σκληρό ;  Μια έμφυλη ανατροφή που ξεκινάει στο  σπίτι αλλά δεν περιορίζεται σε αυτό. Το πως οι πατεράδες και οι μανάδες συνδιαλέγονται και φέρονται μεταξύ τους χτίζει την πρώτη και ουσιαστικότερη βάση για το πως τα παιδιά τους θα χτίσουν τον έμφυλο εαυτό τους. Πολλοί γονείς έχουν ομολογήσει πως παρακολουθούν έντρομοι το αγόρι τους να εκτροχιάζεται όταν πάει  στο σχολείο και εκτίθεται στην διαδικασία της αρρενοποίησης λόγω της πίεσης από τα συνομήλικα αγόρια. Αν όμως η βάση του έμφυλου εαυτού του εφήβου είναι γερή οι επιρροές δεν θα είναι καταστροφικές. Πρέπει όμως να συζητάμε ανοικτά τα θέματα. Η βία κατά των γυναικών, η ομοφοβία, ο σεξισμός δεν ενφανίστηκαν ούτε χειροτέρεψαν με το διαδίκτυο, απλώς τώρα όλα τρέχουν πολύ πιο γρήγορα και όλα τα μαθαίνουμε ενώ οι γονείς μας δεν γνώριαζαν τι ζούσαμε στο σχολείο, στο δρόμο ή στην γειτονιά. 

                Ο Jamie δεν έπαθε ό,τι έπαθε από το διαδίκτυο, ούτε από τον Andrew Tate, ούτε από τον εκφοβισμό των  άλλων κοριτσιών ή τα αγοριών. Όλα αυτά έγιναν γιατί ο Jamie μεγάλωνε παρασυτικά πίσω από την κλειστή πόρτα του εφηβικού του δωματίου με τους γονείς του να μην τον βλέπουν, να μην τον ακούν, να μην τον εκπαιδεύουν στην ρύθμιση του συναισθήματος του, στη ματαίωση ακι σε όλα αυτές τις συναισθηματικές αρετές που θα αποτελούσαν για τον Jamie το πιο αποτελεσματικό εμβόλιο επι παντός βλαβερού. Οι γονείς τους σιωπηλοί και απόμακροι τον άφηναν μόνο του σε μια τόσο επώδυνη στιγμή της ζωής του. Συζήτηση, διάδραση είναι αυτό που αναζητούν και επιθυμούν οι έφηβοι για να γνωρίσουν τον εαυτό τους και ας δείχνουν πως το βαριούνται. 

                Η εφηβεία μοιάζει με ένα ορμητικό ποτάμι που τρέχει προς την θάλασσα. Θα πέσει πάνω σε φράγματα και θα τα συμπαρασύρει, θα ελιχθεί παρασέρνοντας αυτό που το περιβάλλει προκειμένου να καταμετρήσει την δική του ισχύ. Θα χαράξει τον δικό του υδάτινο δρόμο. Κάποιες φορές επώδυνα αλλά αναγκαία το ποτάμι θα εμπλουτισθεί με νέες ικανότητες, νέα ταυτότητα, νέα αντικείμενα αγάπης. Αν το φράγμα απλά παρακαμφθεί γιατί οι γονείς δεν είναι ουσιαστικά παρόντες αλλά στέκονται απλά αμήχανοι και σιωπηλοί πίσω από την κλειστή εφηβική πόρτα , η ροή των υδάτων θα αδυνατίσει, θα αποδυναμωθεί, θα στερέψει ή θα χαθεί προκαλώντας  χειρότερο πάταγο. 


                      

             


Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025

Ο κολυμβητής

 



            Όταν φτάσαμε εκείνο το απόγευμα στη θάλασσα, είδαμε να έρχεται καταπάνω μας η παρέα με τους συνομήλικούς μου.  Σαν δικό μας καθρέφτισμα, μια ομάδα οκτάχρονων αγοριών που συνοδεύονταν από τους πατεράδες τους, διαγράφονταν μέσα στο πορτοκαλί χρώμα του σούρουπου.  Ο πατέρας μου άνοιξε το βήμα του για να τους συναντήσει νωρίτερα. Ακολούθησα και εγώ πλάι του σχεδόν τρέχοντας. 

           Στο ένα μέτρο σταματήσαμε όλοι και καθίσαμε στην αμμουδιά. Μικροί και μεγάλοι φορούσαν όλοι τα μαγιώ τους. Οι πατεράδες ήταν φίλοι, είχαν μεγαλώσει μαζί και τώρα συναντιόντουσαν μόνο τα καλοκαίρια όταν συμπίπταν οι διακοπές τους. Ήταν οι Αθηναίοι που επισκέπτονταν πάλι την περιοχή που παραθέριζαν μικροί. Το λες και προσκύνημα στις παιδικές τους αναμνήσεις. Τότε είχαν την ίδια ηλικία με τους πιτσιρικάδες που συνόδευαν τώρα. Ίσως τότε να τους πήγαιναν στη θάλασσα οι δικοί τους πατεράδες, ίσως να μιλούσαν για τα κορίτσια που τους άρεσαν, ίσως κάποιος απ΄όλους να ήταν ο πιο δυνατός, ο πιο ξεχωριστός, ο πιο δημοφιλής ή ο αρχηγός της παρέας. Ίσως κάποιος να ήταν πιο αδύναμος, να έμενε πίσω, να μην άρεσε στα κορίτσια, να μην έπαιζε καλά μπάλα. Σίγουρα ο πιο αδύναμος θα ένιωθε άσχημα. Ίσως να μην ήταν καν τώρα εδώ ανάμεσα τους. Ίσως και να είχε καταφέρει να το ξεπεράσει και να έχει έρθει τώρα εδώ με τον γιό του. Όπως και να είναι, αυτά δεν τα γνωρίζαμε.                                                                           

- Amigos! Παίξτε, τρέξτε, κάντε ό,τι θέλετε. Ένας φίλος του πατέρα μου έδωσε το σύνθημα. 

            Για λίγο μείναμε άπραγοι να κοιτάμε τη θάλασσα. Όμως μέσα σε λίγα λεπτά αρχίσαμε να ξεφαντώνουμε. Με φωνές που χωρίς να το καταλαβαίνουμε μετατρεπόντουσαν σε στριγκλιές, τρέχαμε και μπαίναμε στη θάλασσα, κάναμε βουτιές, παίξαμε μπάλα. Οι φωνές μας σίγουρα θα έφταναν μέχρι το πολυτελές ξενοδοχείο στην άκρη της παραλίας. 

            Κάποια στιγμή ο πατέρας μου μας έβαλε να κολυμπήσουμε μια απόσταση για να δούμε ποιος θα βγει πρώτος. Εγώ ήμουν σίγουρα καλύτερος στο κολύμπι και βγήκα πρώτος με άνεση. Θυμάμαι την χαρά μου και κυρίως θυμάμαι πόσο περήφανος ένιωθα γιατί έβλεπα και τον πατέρα μου να είναι ικανοποιημένος με την νίκη μου. Θυμάμαι πως ακόμα και όταν γυρίσαμε στο σπίτι ο ενθουσιασμός του ήταν ακόμα ίδιος και απαράλλαχτος. Θυμάμαι σαν τώρα πως είπε στην μητέρα μου πως έπρεπε να έχει έρθει να δει τον γιό της πως τους άφησε όλους πίσω και πως βγήκε πρώτος και πως έχω φοβερό ταλέντο και πως είναι κρίμα να μένει χαμένο. 

      Από τότε άρχισε το μαρτύριό μου. Ο πατέρας μου επέμενε πως ήμουν γεννημένος πρωταθλητής και εγώ ένιωθα υποχρεωμένος να τον δικαιώσω. Προπονήσεις από τα χαράματα πριν πάω στο σχολείο και εγώ να σκέφτομαι πως ο πατέρας μου θυσιάζει για μένα όλα τα πρωινά του για να με πηγαίνει. Τα απογεύματα, συζητήσεις για τους αγώνες μεγάλων αθλητών που τους βλέπαμε μαζί. Είχε αναλάβει τη διατροφή μου, τη γυμναστική μου, με ζύγιζε, μετρούσε το ύψος μου. O πατέρας μου ασχολειόταν αποκλειστικά με την κολύμβηση. 

               Όμως εγώ δεν ήμουν γεννημένος πρωταθλητής. Αυτή η  κολύμβηση δεν με ενδιέφερε. Η ζωή μου αυτή δεν με ενδιέφερε. Πώς θα μπορούσα όμως να του το πω; Πώς θα μπορούσα να τον απογοητεύσω τόσο πολύ; Οι αγώνες ήταν μια τραγωδία. Σπάνια πήγαινα καλά. Τουλάχιστον τόσο καλά όσο θα ήθελε ο πατέρας μου. Είχε τότε ένα παράπονο που με έκανε κομμάτια. Καλύτερα θα ήταν να μου φώναζε ή ακόμα να με πλάκωνε στο ξύλο. Θα έβγαινα πιο εύκολα απ΄όλα αυτά. 

               Δεν θα το πιστέψετε, αλλά αυτή η ιστορία κράτησε μέχρι τα δεκαεννιά μου. Μετά από δυο αποτυχημένες προσπάθειες στις Πανελλήνιες, δεν δέχθηκα την πρόταση του πατέρα μου να πάρω αναβολή από το στρατό και σηκώθηκα και πήγα φαντάρος. Τώρα είμαι 25 χρονών και δεν ξέρω ακόμα τι θέλω να κάνω στη ζωή μου. Είναι στιγμές που λέω να παίξω κορώνα-γράμματα αφού δεν μπορώ να αποφασίσω. Να πετάξω ένα κέρμα στον αέρα, να πέσει μακριά, μέσα στο ποτάμι της ζωής, να βυθιστεί, να βγει στην επιφάνεια ξανά και να αρχίσει να στρίβει και να απομακρύνεται μέσα στη ροή του νερού. Μαζί του κι εγώ. 


Φωτογραφία Paul Cupido


                

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2025

Η άχρηστη

 





           Εκείνο το πρωί η Αφροδίτη θα συναντούσε ένα συνεργάτη της σ΄ένα καφέ στο κέντρο της πόλης. Εδώ και χρόνια εργαζόταν σε ένα δικηγορικό γραφείο. Όταν είχε πρωινό ραντεβού τοποθετούσε από το βράδυ στην καρέκλα τα ρούχα που θα φορούσε προκειμένου να αποφύγει την παραμικρή καθυστέρηση. Με μαθηματικές κινήσεις φύλαγε το πρωινό γάλα των παιδιών σερβιρισμένο στα φλυτζάνια τους μέσα στο ψυγείο και άφηνε τα ταπεράκια με το φαγητό που τους ετοίμαζε για το σχολείο πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Πάνω σε μια χαρτοπετσέτα θα τους ζωγράφιζε έναν ήλιο με χαμόγελο, και θα ήταν αυτό το φιλί που εκείνο το πρωί δεν θα προλάβαινε να τους δώσει. Ο ήλιος είχε πάντα χαμόγελο είτε έβρεχε, είτε χιόνιζε, είτε έβραζε ο τόπος. Όπως και το φιλί στα κεφαλάκια τους ήταν πάντα χαμογελαστό, είτε ήταν εξουθενωμένη, είτε ήταν θυμωμένη, είτε χαρούμενη. Η αποβραδίς ιεροτελεστία της περιελάμβανε και την τοποθέτηση νερού και δυο κουταλιών καφέ μέσα στην καφετιέρα. Να έχει το πρωί να πατήσει μόνο το κουμπί. Όση ώρα αυτή θα ντύνεται, να ετοιμαστούν δυο φλυτζάνια μοσχομυριστού καφέ. Ένα για την ίδια και ένα άλλο για τον Μιχάλη. Θα έπαιρνε και εκείνος το εναρκτήριο της ημέρας φιλί στα μαλλιά του, ενώ θα ξυπνούσε για να πάει τα παιδιά στο σχολείο. Η Αφροδίτη θα έφευγε κατεβαίνοντας τρεχάλα τα σκαλιά της πολυκατοικίας.      

         Έτσι και εκείνη την ημέρα ξεκίνησε ακριβώς στην ώρα της από το σπίτι της. Στο δρόμο συνάντησε ασυνήθιστα λιγότερη κίνηση για πρωινό καθημερινής. Έφθασε στο καφέ ένα τέταρτο νωρίτερα και άρχισε να συμβαίνει αυτό που πάντα την δυσκόλευε. Κάθησε μόνη της σ΄ένα τραπεζάκι, παρήγγειλε ένα καφέ και περίμενε. Ένιωθε φοβερή αμηχανία. Είχε την εντύπωση πως όσοι ήταν μέσα στο καφέ και όλοι οι περαστκοί την παρατηρούσαν και αναρρωτιόντουσαν "Κοίτα μια γυναίκα που κάθεται μόνη της και πίνει τον καφέ της. Τι κάνει άραγε μόνη της; Δεν έχει κάτι καλύτερο από το να κάθεται έτσι μόνη και άπραγη;" Μέσα στην αμηχανία της ψαχούλευε την τσάντα της. Βρήκε ένα χαρτί και ένα στυλό και άρχισε να προσποιείται πως σημειώνει. Παίρνει ένα ύφος περισπούδαστο, ζωγραφίζει ομόκεντρους κύκλους και αρχίζει να νιώθει καλύτερα. Τώρα δικαιούται να πιεί το καφεδάκι της με την ησυχία της. 

        Όπως είναι σκυμμένη πάνω στο χαρτί και επειδή πρέπει να κάνει πως γράφει κάτι,  ασυναίσθητα γράφει "άχρηστη". Εκείνη την στιγμή φθάνει ο συνεργάτης της, βιαστικά ρίχνει το χαρτί στη τσάντα της. Σηκώνεται να τον υποδεχθεί. 

        Η Αφροδίτη πέρασε όλες τις υπόλοιπες ώρες με τα επαγγελματικά της και τις δουλειές στο σπίτι. Είχε μια στιφή γεύση στο στόμα. Όλα τα έκανε μηχανικά, και όταν το μικράκι της της έδειξε μια ζωγραφιά που έκανε για εκείνη στο σχολείο, σκούπισε βιαστικά ένα δάκρυ που πήγε να κυλήσει. 

       Εκείνο το βράδυ είδε στο όνειρό της τη μάνα της. Ήταν λέει η ημέρα που είχε πιάσει πρώτη φορά δουλειά και είχε πάει χαρούμενη να της το ανακοινώσει. Η μάνα της καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας, ήταν νευριασμένη. Την πλησίασε και την είδε δακρυσμένη. 

- Τι έχεις μαμά; τη ρώτησε φοβισμένα.

- Είμαι πολύ στεναχωρημένη, απάντησε. 

- Γιατί μαμά; 

- Γιατί είσαι τόσο μόνη. 

- Μα δεν είμαι μόνη μαμά. Έχω τον Μιχάλη, τα παιδιά, που με αγαπούν, έχω φίλους καλούς, συνεργάτες που με εμπιστεύονται. 

  Πάνε είκοσι χρόνια που την έχασε. Έφερνε πολύ βαρέως πως την έχασε την χρονιά των Πανελληνίων. Εκείνη να δίνει εξετάσεις και η μάνα της να πεθαίνει. Οι πολλές θεραπείες και επεμβάσεις να μην καταφέρνουν να αποτρέψουν τον θάνατό της. Εκείνη να έχει την έξαψη των καλών αποτελεσμάτων που την έστελναν σούμπιτη στην σχολή της πρώτης της επιλογής, και η μάνα της να αποχαιρετά τον κόσμο. Λίγο πριν ξεσπάσει η ασθένειά της ήταν η εποχή των άγριων συγκρούσεων ανάμεσα τους. Ήταν η εφηβεία της, ήταν η ορμή της νιότης που την έκανε να θέλει να ανοίξει την πόρτα του σπιτιού για να δει τι υπάρχει εκεί έξω. Η μάνα της και οι φόβοι της, λες και δεν την έβλεπε. Λες και δεν έβλεπε πως η Αφροδίτη ήταν πουλί και είχε έρθει η ώρα να πετάξει. 

    - Είσαι άχρηστη, αποτυχημένη και κανένας δεν θα σε θέλει, της έλεγε η μάνα της κάθε φορά που η Αφροδίτη έκανε κάτι που δεν το ενέκρινε. Κάθε φορά που δε μελετούσε, που δεν ήταν παραγωγική, υπάκουη και εργατική.

        Είκοσι χρόνια τώρα κλαίει κρυφά για τη μάνα της. Που έφυγε τόσο νωρίς. Είκοσι χρόνια τώρα είχε ξεχάσει όλη αυτή την εποχή των αντιπαραθέσεων. Είχε καταφέρει να κρατήσει μακριά από τις σκέψεις της καθετί που την είχε πονέσει στη συμπεριφορά της. Είχε αποφασίσει πως η μητέρα της ήταν ένας άγιος άνθρωπος χωρίς κανένα ψεγάδι. Κάπως έτσι τη περιέγραφε άλλωστε πάντα στον Μιχάλη και στα παιδιά. 

         Για είκοσι ολόκληρα χρόνια πίστευε πως δεν είχε κανένα δικαίωμα να θυμάται τίποτα δυσάρεστο για τη μάνα της. Για είκοσι ολόκληρα χρόνια είχε παγώσει η εικόνα και η σχέση τους. Σαν να τη σκότωνε για δεύτερη φορά. 

        Σηκώθηκε και βγήκε στο μπαλκόνι. Άνοιξε την τσάντα της, βρήκε το χαρτάκι που είχε γράψει τη λέξη άχρηστη. Το έκαψε μέσα στο τασάκι. Έφτασε μια μικρή απειροελάχιστη στιγμή, μια οποιαδήποτε ημέρα, σε ένα όποιο νάναι καφέ που μαζεύτηκε ο χρόνος, πάνω σε ένα χαρτάκι με ομόκεντρους κύκλους, για να αποφασίσει να δει τη μάνα της σε πραγματικούς όρους, να την αγαπήσει για όσα ήταν και για όσα δεν ήταν. Είναι δεν είναι. Υπάρχει δεν υπάρχει, αφού υπάρχει μέσα της. 

        Δεν είμαι μόνη μαμά μονολόγησε. Αποκοιμήθηκε μ΄έναν ύπνο γαλήνιο όπως ο χαμογελαστός ήλιος που ζωγράφιζε στη χαρτοπετσέτα για τα παιδιά. Είτε χιόνιζε, είτε έβρεχε, είτε έβραζε ο τόπος. Χωρίς ενοχές. 

        


Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2025

Με τον τρόπο του Γ.Σ

 



      Γιατί η ποίηση 

        -    ψιτ, μεγάλε-

    δεν είναι αιώρα ρεμβασμών 

    δεν είναι το φτερωτό σου κατοικίδιο

        -    ψιτ, μεγάλε-

    Όταν υποδύεστε το φεγγάρι

    να το υποδύεσαι και στη χάση του

        -    δεν θα στο κάνω πιο λιανά-

     Αν το νοείς αυτό

      έχει καλώς

       αλλιώς

    Ε ρε, Μαγιακόφσκι που σου χρειάζεται.

    Που να' σαι τώρα βρε Βλαδίμηρε, 

    τώρα που και τα δυο μας νόμπελ 

    έγιναν συμπληγάδες

    Κανείς δεν αρμενίζει πια για τ΄άρρενα

    κανείς για το γαλάζιο

    μονάχο του συχνάζει στα μεγάλα υψόμετρα

    και στις παλιές αγάπες.


Γιάννης Στίγκας 

Ο δρόμος μέχρι το περίπτερο