Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2021

Επ΄αφορμή

 


O συγγραφή είναι μια από τις ανθρώπινες δραστηριότητες που κινητοποιούνται από την έλλειψη , από την απώλεια, από την απουσία. Δεν θα γράφαμε αν δεν υποφέραμε απο τα πένθη μας για την απώλεια. Όπως και δεν θα ζωγραφίζαμε, δεν θα σμιλεύαμε την πέτρα και το μάρμαρο.

Απώλεια χρόνου, απώλεια αγαπημένων οικείων προσώπων, απώλεια πατρίδας, υγείας. Ο άνθρωπος μπαίνει στο πένθος για την απώλεια,  από την αρχή της ζωής του. Από την στιγμή που μετά από εννέα μήνες που ζει και μεγαλώνει στη μήτρα της μητέρας του , ξαφνικά μέσα σε μια στιγμή πρέπει να χάσει τη γαλήνη, τον ενδομήτριο παράδεισο, το ‘’είμαι εδώ εγώ για σένα μωρό μου και τίποτα και κανείς δεν μπορεί να σε βλάψει ‘’ και να βγει έξω από την μήτρα , στο μέχρι τότε ανίκειο και ξένο κόσμο.

Kαι όπως με τη μήτρα  αργότερα στη ζωή μας, θα μπορούμε να επαναλάβουμε την σφοδρότητα της ματαίωσης, της απώλειας χάνοντας μια πατρίδα, χάνοντας έναν αγαπημένο τόπο σπουδών , χάνοντας έναν άνθρωπο, χάνοντας μια συνθήκη υγείας, ειρήνης, εργασίας, μέχρι την τελική απώλεια της ίδιας της ζωής μας.

Τρία βασικά πένθη έχει ο άνθρωπος. Το πένθος της θνητότητας του. Ο άνθρωπος είναι το μόνο πλάσμα της φύσης που κάθε μέρα ξέρει πως είναι θνητός, κάποια στιγμή θα πεθάνει. Το πένθος που του φέρνει η συνειδητοποίηση πως δεν είναι παντοδύναμος.Πως υπάρχουν πολλά στη ζωή που δεν μπορεί να τα κερδίσει όσο κι αν αγωνιστεί. Το πένθος της διαφορετικότητας του. Πολύ θα θέλαμε να είναι όλοι ίδιοι με μας. Όμως δεν είναι . Ο καθένας είναι διαφορετικός . Στο μητρικό όμως τόπο είμαστε αθάνατοι, παντοδύναμοι και μοναδικοί. Γι΄αυτό και η απώλεια του μητρικού τόπου είναι η μέγιστη απώλεια.

Αποτελεί η απώλεια ένα τραύμα; Ένα ψυχικό τραύμα; Κάθε βίαιη αλλαγή στην ζωή μας αναζωπυρώνει ασυνείδητα την νοσταλγία της πρώτης πρώτης απώλειας που είναι ο εξωρισμός μας από τον μητρικό τόπο. Ο κόσμος μεταμορφώνεται για κάποιο διάστημε σε ένα κόσμο άγνωστο, ξένο και επικύνδινο. Αρχίζουμε τότε να νοσταλγούμε αυτό που χάσαμε. Και όπως η ίδια λέξη νοσταγία προστάζει από τα συνθετικά της νόστος-άλγος ( πόνος) αρχίζουμε να πονάμε ψυχικά.

Τα διηγήματα μου περιγράφουν απώλειες. Όχι μόνο σ΄αυτή τη τελευταία συλλογή αλλά και στο Τράνζιτ και στην νουβέλλα Ιώδιο. Η απώλεια πάντα με κινητοποιούσε. Με έκανε να μπορώ να  γράψω όσα δεν θα μπορούσα αν δεν ήταν ορατές γύρω μου και μέσα μου οι ματαιώσεις και οι απουσίες. . Η νοσταλγία, η ένταση που τα συναισθήματα φέρνουν είναι μια συνθήκη που σε πλουτίζει , σε κάνει δημιουργικό. Η τέχνη σε κάθε της μορφή είναι μια υγιειής  αντίδραση στα πένθη.

 Πράγματα που δυστυχώς αγνοούμε αφού δεν μαθαίνουμε να αναγνωρίζουμε τα συναισθήματα μας ,τα αγνούμε και άρα δεν μαθαίνουμε απ΄αυτά. Αντίθετα από μικρά παιδιά, μας μαθαίνουμε να δαμάζουμε τα συναισθήματα, να τα θάβουμε,να τα κρύβουμε κάτω από το χαλάκι, να σιωπούμε. Μετατρεπόμαστε τότε σε σιωπηλούς μάρτυρες ενός δράματος που μας αφορά και μας συμπεριλαμβάνει. Όμως δαμάζονται τα κύματα; Δεν δαμάζονται. Μόνο να μάθεις να ταξιδεύεις με τα κύματα μπορείς , όχι όμως να τα δαμάσεις. Αν προσπαθήσεις να τα δαμάσεις και μάταιο θα αποδειχθεί και ανθυιγεινό.

Η συγγραφή είναι για μένα τρόπος απελευθέρωσης. Ένας τρόπος να ενωθώ με όλους τους άλλους ανθρώπους που και αυτοί όπως κι εγώ πενθούν τις δικές τους απώλειες, τις δικές τους μαατιώσεις, ελλείψεις. Μέσα από την λογοτεχνία, τη ποίηση, δεν μένει κανείς μόνος του σ΄αυτή την ιστορία. Μια πανανθρώπινη πατρίδα όπου το πένθος του ενός ενώνεται με το πένθος του άλλου έτσι που να διευκολυνθεί η επεξεργασία του και να επιτευχθεί η διαχείρηση του.

Η ποίηση , η πεζογραφία όπως έλεγε και ο Paul Celan είναι πάνω απ΄ολα μια υπόθεση κοινωνική.

 

Τρίτη 31 Αυγούστου 2021

Αύγουστος

 



       Γυρνώντας χθες βράδυ στο σπίτι, είδα μια παρέα απο δεκαπεντάχρονα παιδιά αγόρια και κορίτσια. Περπατούσαν και είχαν πιάσει σχεδόν όλο το δρόμο απ΄άκρη σ΄άκρη. Δεν ξέρω που πήγαιναν. Μάλλον ούτε κι αυτά ήξεραν ακριβώς που πήγαιναν. Ίσως στην παραλία να ξαπλώσουν. Να βλέπουν τ΄άστρα και να τα μετρούν. Μιλούσαν δυνατά άλλοτε συμφωνούσαν και άλλοτε διαφωνούσαν και γέλαγαν και ξεκαρδίζονταν. Τα μαλλιά του ανέμιζαν ελεύθερα στον αέρα, τα χέρια του κουνιόντουσαν δεξιά κι αριστερά σαν να ήταν πολλοί μαέστροι μαζί και σήκωναν αόρατες μπαγκέτες διευθύνοντας  μια ιδιότυπη συμφωνική ορχήστρα. Όταν διασταυρωθήκαμε, έκαναν ένα ευγενικό άνοιγμα για να περάσω ανάμεσα τους. Γύρισα και τους κοίταξα. Χαμογελούσα ασυναίσθητα , λουσμένη σε όλη αυτή τη χαρούμενη φλυαρία τους. 

Για μένα αυτός είναι ο Αύγουστος. Παιδιά με χέραρια ελεύθερα να γελούν, να φλυαρούν. Παιδιά ερωτευμένα με την ζωή, με βλέμματα ελεύθερα. Παιδιά μακριά από τάμπλετ και πισιά. Παιδιά σαν την ανατολή του ήλιου. 



Φωτογραφία από το λιμάνι των Καραδμύλων

Πέμπτη 19 Αυγούστου 2021

Βάστα καρδιά μου

 

     



Την προηγούμενη μέρα ίσως να είχε ποτίσει τα λουλούδια και τους βασιλικούς της. Ίσως να περίμενε τα εγγόνια της να επιστρέψουν από τη θάλασσα για να φάνε το μεσημεριανό. 'Ισως τα μαύρα τα φορούσε γιατί πρόσφατα είχε χάσει κάποιον δικό της από κάτι ανίατο ή ξαφνικό και ακόμα δεν ήθελε να τα βγάλει, αναζητώντας να βρει την παρουσία , μέσα στην απουσία.  Ίσως ποτέ να μην θελήσει να τα βγάλει. Οι άνθρωποι είχαν εδώ και καιρό αρχίσει να αραιώνουν στην ζωή της. Τα παιδιά μεγάλωσαν και έφυγαν το καθένα για όπου έπρεπε. Οι συνομίληκοι της είχαν αρχίσει να φεύγουν λίγο λίγο κι αυτοί. Ο κόσμος της γινόταν όλο και πιο μικρός. Το σπίτι όμως ήταν εκεί. Ίδιο ήταν το σπίτι. Ίδιο αλλά της φαινόταν πιο μεγάλο. Σαν οι δυο τοίχοι του να είχαν μεγαλώσει στην φαντασία της, για να χωρούν τα παιδιά που μπαινόβγαιναν άλλοτε σαν επισκέπτες και άλλοτε σαν ένοικοι,  για να της αφήσουν τα εγγόνια της για τις καλικαιρινές βδομάδες Το είχε αποφασίσει. Θα ζούσε αυτά τα μικρά , τ' απλά που γέμιζαν όμως την ζωή της ελπίδα. Μέσα σ΄ένα κόσμο που γινόταν κάθε μέρα όλο και περισσότερο διαφορετικός απ΄αυτόν που ήξερε. 

Θα της πουν πως θα πάρει λίγο χρόνο και θα γίνει ξανά. Όμως θα δυσκολευτεί να το πιστέψει. Καίγονται άραγε οι αναμνήσεις ; Καίγεται η ελπίδα; 

Βάστα καρδιά μου. 

Κυριακή 20 Ιουνίου 2021

Το συνεργείο

 




         Σύννεφα καταιγίδας μαζεύονταν στον ορίζοντα όταν ο πατέρας της μπήκε στο συνεργείο. Ένα συνεργείο επισκευής βαρέων οχημάτων, απ΄αυτά που επισκευάζουν τις ζημιές στα λεωφορεία, στις μπουλντόζες, στα σκαπτικά μηχανήματα ακόμα και στα στρατιωτικά. Της το είχε δώσει ο πατέρας της. Όλα ίσα τους τα είχε μοιράσει ανάμεσα σ΄αυτή και στον αδερφό της. Το συνεργείο η Κάλια, το σπίτι στο Λουτράκι ο Αργύρης. Το χωράφι στην Αιδηψό η Κάλια, την αποθήκη στην Καλλιθέα ο Αργύρης. Δίκαιη μοιρασιά. Για να μην έχουν να λένε πως αδίκησε κανέναν από τους δυο. Σκληρή δουλειά για κορίτσι, αλλά η Κάλια είχε τιμήσει την επιλογή του πατέρα της. Με σειρά μπήκε στους Μηχανολόγους Μηχανικούς στο ΕΜΠ. Το συνεργείο το αγαπούσε, την δουλειά της την έτρεχε με μεράκι. Είχαν να το λένε οι οδηγοί. Πάνω στην δουλειά της ήταν η Κάλια. Έβγαζε τα προς το ζην και μάζευε και κάτι στην άκρη για τα παιδιά. Μόνο που κουραζόταν. Δεν είναι λίγο πράγμα να είσαι μητέρα, εργαζόμενη και νοικοκυρά. Έφευγαν οι ώρες της μέρας και δεν τις ένιωθε. 

          Κανένας άλλος δεν ήταν εκείνη την ώρα στο συνεργείο. Τα ήξερε αυτά ο πατέρας της και πρόσεχε. Ιδιαίτερα όταν είχε κάτι να της ζητήσει. Κάτι απ΄αυτά τα δύσκολα που θα την αναστάτωναν και μπορεί να της έφερναν σκέψεις και να του αρνιόταν. Ενώ εκείνος ήθελε μόνο να έχει δίκαιη την μοιρασιά, και όλα ίσα και τακτοποιημένα. Κανείς να μην μείνει μετέωρος και μόνος και δυσκολευτεί. Η Κάλια το έπιασε στον αέρα όταν τον είδε να μπαίνει. Για μια στιγμή σκέφτηκε να κάνει αμέσως αναστροφή και να προσποιηθεί πως εκείνη την ώρα έφευγε. Όμως κάτι πανίσχυρο την κράτησε και να την έκανε να μείνει και να τον ακούσει. Μια παράλογη συμπεριφορά που σκοπό είχε να γεμίσει ένα κενό από πολύ παλιά φτιαγμένο. Όταν όμως κάτι γίνεται για να καλυφθεί ένα κενό από παλιά φτιαγμένο, δεν μπορείς να περιμένεις και πολλά παραπάνω. Πόσα να δώσεις για να νικήσεις τη μοναξιά;

           Λίγες εβδομάδες νωρίτερα η Κάλια είχε ζητήσει στην Μαρία τη γυναίκα του αδερφού της να σταματήσει τη μερική απασχόληση που είχε στο συνεργείο. Ήθελε να βρει κάποια για πλήρη απασχόληση, έτσι που να  έμενε και σ΄αυτή χρόνο να ξεκινήσει εκείνα τα μαθήματα Βιομηχανικού Σχεδίου στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο. Να κρατάει το συνεργείο όταν έλειπε, να κλίνει τα ραντεβού, να προγραμματίζει τη σειρά των επισκευών για να μην χρειάζεται να είναι από το πρωί μέχρι το βράδυ εκείνη. Το πράγμα δουλεύει και με λίγες λιγότερες ώρες εργασίας από την ίδια.

              Ο πατέρας της όμως είχε αντιρρήσεις. Που ήθελε να βάλει ξένο άνθρωπο στο βιός της, αλλά κυρίως που έβγαλε τη Μαρία και που τώρα το εισόδημα της οικογένειας του αδερφού της θα μειωθεί και που αυτό θα φέρει ανατροπές. "Κάλια με καταλαβαίνεις; Τι θέλω να σου πω με καταλαβαίνεις; Η Μαρία μπορεί να βρει αλλού δουλειά, γιατί δεν τους φθάνουν τα λεφτά. Και αν βρει άλλη δουλειά και δουλεύει πιο πολλές ώρες, ποιος θα προσέχει τα παιδιά, ποιος θα μαγειρεύει, πάει το σπίτι του αδερφού σου, καταστράφηκε. Μετά, αυτός δικηγόρος στην καπνοβιομηχανία του Σακέλλη, δεν ξέρεις πόσες ώρες απαιτεί η δουλειά του να είναι εκεί; Ποιος θα είναι με τα παιδιά στο σπίτι ρε Κάλια; Και αν μετά βρει εραστή η Μαρία στην άλλη δουλειά, πάει η οικογένεια του αδερφού σου, τελείωσε. Και αφού ξέρεις πως ο αδερφός σου έχει τις ιδιοτροπίες του και είναι οξύθυμος και νευρικός και σηκώνει και το χέρι του καμιά φορά και χάνει τα λογικά του, τι θέλεις να γίνει κανένα κακό, να τρέχουμε και ναι μην φθάνουμε; Ή να τον παρατήσει σύξυλο η Μαρία και να του πάρει και να παιδιά, τα έχεις σκεφθεί όλα αυτά ρε Κάλια;''

   Όχι ρε πατέρα είπε μέσα της η Κάλια, δεν τα έχω σκεφθεί όλα αυτά. Δεν είχα σκεφθεί πως όταν μιλούσες για δίκαιη μοιρασιά αυτό που εννοούσες ήταν πως θα είμαι αναγκασμένη να σκάβω στις λάσπες να βρίσκω το φαί μου. Πως θα είμαι οριστικά αναγκασμένη να πάψω να ονειρεύομαι πως πετάω αετούς και πως αυτή η σιγουριά, ίσως και όπως κάθε σιγουριά τελικά είναι η παρηγοριά των αδυνάτων. Και πως όπως τα φθινοπωρινά απογεύματα θυμίζουν πολλές φορές στον άνθρωπο τον θάνατο, έτσι και η καλοστημένη σιγουριά και σταδιοδρομία ανεβάζει τον ανθρώπινο νου στο μεγαλεπίβολο άρμα της επίγειας θεότητας, θάνατος και παρηγοριά και άλλα συναφή που όμως εγώ δεν είμαι. 

     Αυτά ήθελε να πει η Κάλια. Όμως δεν τα είπε, τουλάχιστον όχι εκείνη τη φορά. Μπορεί να μην ήταν η ώρα της ακόμα. Μπορεί να ήταν λόγια που έπρεπε να ειπωθούν όταν θα είχε φυσήξει ο σφοδρός άνεμος της Εαρινής Ισημερίας, που πάει να πει πως ο ήλιος σύντομα θα έλαμπε στον ορίζοντα. 'Όπως κι αν ήταν, το μετέωρο είχε πια εξαφανιστεί.

                            


 Ζωγραφική Liz Gribin





Κυριακή 13 Ιουνίου 2021

Το σπίτι που ονειρεύεται

 


       Μόνο που πριν φύγει για την εκδρομή δεν ενημέρωσε τη Σοφία. Έξι χρονών η Σοφία και της έπεσε βαρύ όταν γύρισε από το σχολείο την Παρασκευή να μην βρει την μάνα της στο σπίτι. Ήταν τα δυο μεγαλύτερα αδέρφια, θα γυρνούσε και ο πατέρας της το απόγευμα, όμως αυτό δεν την παρηγορούσε. Τα αδέρφια της ήταν πολύ μεγάλα και ο πατέρας της είχε πάντα πολλές δουλειές. Την προηγούμενη μέρα είχαν κοιμηθεί με την μάνα μαζί στο ίδιο κρεβάτι. Έτσι έκαναν από τότε που ο πατέρας πήγε να κοιμηθεί στον καναπέ. Αδιάφορο της ήταν το γιατί της δικής του μετατόπισης. Το σπίτι ήταν μικρό και η Σοφία δεν είχε δικό της δωμάτιο. Αυτά είναι πράγματα των μεγάλων. Γιατί δεν της είπε πως θα έφευγε; Κι αφού έφυγε χωρίς να της πει κάτι, θα γύρναγε ξανά; 

        Όχι, δεν παρηγορήθηκε όταν γύρισε ο πατέρας της και της πρότεινε να πάνε για σουβλάκια στην πλατεία. Ούτε όταν της είπε να πάρουν κάποιο τηλέφωνο τη μαμά. Όχι, δεν ήθελε να της τηλεφωνήσει. Και όταν ήρθε το βράδυ και έπεσε να κοιμηθεί, τράβηξε το σεντόνι μέχρι πάνω από το κεφάλι της. Κλείστηκε μέσα σε μια δική της φωλιά και έμεινε εκεί ακούνητη μέσα σ΄ένα σκοτάδι αδιαπέραστο. Τα πάντα να έχουν αλλάξει θέση, μορφή και απόχρωση και αυτή να μην έχει να μιλήσει ούτε το λίγο που συνήθιζε. 

         Γιατί είναι αλήθεια πως στο σπίτι μιλούσαν λίγο και μόνο για τα απαραίτητα. Ο καθένας βυθισμένος στις ασχολίες και στα θέματα που τον απασχολούσαν. Τα βερνίκια στα νύχια της μάνας της να αλλάζουν αποχρώσεις ανάλογα με τις ορέξεις και την εποχή του χρόνου. Πολλές ήταν οι φορές που η Σοφία καταλάβαινε την διάθεση της μάνας από τα βερνίκια των νυχιών. Αν ήταν κόκκινο θα έβγαινε πάλι βράδυ και ίσως να αργούσε να γυρίσει. Αν ήταν ροζ έγραφε πολλά μηνύματα στο κινητό και βιντεοκλίσεις. Για όσο χρόνο η Σοφία θα έμενε μόνη, είχε την οθόνη και το πληκτρολόγιο της να της κάνουν παρέα. Τα χεράκια της έπεφταν πάνω στα πλήκτρα όμορφα και θλιμμένα, να σβήσουν το κενό της μοναξιάς σε μια σειρά, σε ένα παιχνίδι, σε ένα επεισόδιο.  Θα έκλεινε το φως στις δώδεκα, καμιά φορά ακόμα αργότερα, όταν τα μάτια της είχαν πια πονέσει.Ένα παιδί που έμοιαζε περισσότερο με πρόωρη γυναίκα, ένας ολόλευκος κύκνος, να πνίγεται στο γαλαζοπράσινο χρώμα μιας οθόνης υπολογιστή. Έμενε έτσι ώρες πολλές.

        Την άλλη μέρα ο πατέρας της απροσδόκητα της πρότεινε πολλά. Να πάνε στο ζωολογικό κήπο, να πάνε στο κέντρο να περπατήσουν, να πάνε στην Ακρόπολη. Σε όλα έλεγε όχι, δεν ήθελε, δεν είχε όρεξη. Ο υπολογιστής της, αυτός έφθανε. Όταν όμως άκουσε την πρόταση να πάνε να κάνουν ποδήλατο μαζί, τα πράγματα άλλαξαν. Ναι, ήθελε. Δεν του το είχε του πατέρα της. Ο πατέρας για την Σοφία ήταν ένας σχεδόν απόμακρος άνθρωπος, πάντα λίγο πολύ δυσαρεστημένος με όλα και όλους, και κυρίως με τον εαυτό του. Ταγμένος στην διαδρομή σπίτι-δουλειά δουλειά- σπίτι, με εξαίρεση οτιδήποτε άλλο που θα μπορούσε να αυξήσει τα πενιχρά τους έσοδα. Ένας νευρικός άνθρωπος που ανέκαθεν περισσότερο φώναζε παρά μίλαγε. 

         Μήπως δεν ήταν όμως μόνο αυτά ο πατέρας της; Πήγανε και για πίτσα. Την άλλη μέρα πήγανε και στον Εθνικό κήπο, ταΐσανε τις πάπιες, μείνανε ώρες στις κούνιες. Η βόλτα τους τελείωσε στην Πινακοθήκη. Ένας πίνακας του Μιχάλη Οικονόμου ''Το σπίτι που ονειρεύεται'' της έκανε μεγάλη εντύπωση. Ένα σπίτι χαμηλό στο πουθενά, μια πόρτα δυο παράθυρα και μια κατακόκκινη κουρελού να ανεμίζει στον αέρα. Στην επιστροφή, μέσα στο μετρό, σχολιάζανε τον πίνακα. 

- Το βράδυ πριν κοιμηθώ κάθησε λίγο μαζί μου. 

- Ναι, βέβαια. 

- Όταν με πάρει ο ύπνος να φύγεις. Δεν είμαι μωρό. 

- Ναι παιδί μου, θα φύγω. 

Την επόμενη μέρα η μητέρα της γύρισε. Η Σοφία της ζήτησε να μην κοιμούνται μαζί. Ας της βάζανε ένα ντιβάνι στο σαλόνι. Ας κοιμόταν στο χωλ. Όταν γύρισε ο πατέρας της από την δουλειά του έδωσε μια ζωγραφιά. Τι είναι, τον ρώτησε; Καταλαβαίνεις; Εκείνος μπερδεμένος ξανά από τα καθημερινά, της είπε χαμηλόφωνα, πως δεν καταλάβαινε τι ήταν. 

-Το σπίτι που ονειρεύεται. 

Από εκείνη την ημέρα η Σοφία έκανε τα μαθήματα της στο τραπεζάκι του μικρού σαλονιού τους, δίπλα στον πατέρα της. Έκρυψε το τεράστιο πληκτρολόγιο στο πατάρι. Μια αντάρτισσα λυσσαλέα, της οικογενειακής θλίψης μέγιστη εχθρός. 



Ζωγραφική Μιχάλης Οικονόμου 

Σάββατο 20 Μαρτίου 2021

Αγρίμια

 



       Yπάρχουν άνθρωποι που θέλεις να τους ρωτήσεις από ποιόν πόλεμο έρχονται. Στο βλέμμα τους έχουν σπασμένα κρύσταλλα, στα μαλλιά τους σκόνη. Περπατούν βιαστικά τις συνηθισμένες καθημερινές διαδρομές τους ενώ δίπλα τους πέφτουν καρφιά. Κάποια τους πετυχαίνουν, τους τραυματίζουν, κάποια τα γλυτώνουν την τελευταία στιγμή. Εκείνοι συνεχίζουν, προχωρούν, δεν χάνουν λεπτό. 

     Άνθρωποι που τα ρούχα τους έχουν κολλημένα πάνω τους ξεραμένα αίματα, τις περισσότερες φορές δικά τους. Επιζούν σε πολύ δύσκολες συνθήκες γιατί το έχουν συνηθίσει από την πρώτη μέρα της ζωής τους. Άνθρωποι αγρίμια. 

            

Κυριακή 14 Μαρτίου 2021

Δεν

 



        Σκέφτομαι πως χλευάστηκε ο μικρομεσαίος επιχειρηματίας, έμπορος, όταν του προτάθηκε να παραδώσει τα κλειδιά της επιχείρησης του, αφού δεν τα κατάφερε με τα επιδόματα των αναστολών να βγεί. Σκέφτομαι πως για να μπορείς να χλευάσεις αυτόν τον άνθρωπο σημαίνει πως ΔΕΝ καταλαβαίνεις τι σημαίνει η αγωνία να κρατήσει την δουλειά του όπως την έφτιαξε, και μαζί μ΄αυτή και τους εργαζόμενους. 

       Σκέφτομαι πως χλευάσθηκε και λοιδωρήθηκε ο νέος που δεν ήθελε την αστυνομία στο Πανεπιστήμιό του, όταν τον ειρωνεύθηκαν απεικονίζοντας τον σε εικόνες βανδαλισμών, σε φωτογραφίες που τον έδειχαν τρεις κι ο κούκος, όταν τον αποκαλούσαν ειρωνικά "για καμαρώστε ένα ρωμαλέο φοιτητικό κίνημα''. Ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν πέντε, ούτε δέκα, ήταν εκατοντάδες μέσα και χιλιάδες έξω. Και ενώ στην πραγματικότητα δεν ήταν ούτε οι γνωστοί - άγνωστοι ασύλληπτοι, ούτε οι κομματοκινούμενοι. Σκέφτομαι πως για να μπορείς να χλευάσεις αυτόν τον νέο, τον ένα από τους χιλιάδες που έλιωσαν τα παντελόνια τους για να βρεθούν σε εκείνο εκεί το Πανεπιστήμιο και που δεν θέλουν να το δουν σε παγκόμια πρώτη να φυλάσσεται από την αστυνομία, αυτό σημαίνει πως για σένα η ελευθερία στεριώνει με το ξύλο. Και πως μάλλον ΔΕΝ έχει η σκέψη σου άλλο τρόπο να την υπηρετήσεις, διαφορετικά ΔΕΝ θα τα επέτρεπες όλα αυτά, ΔΕΝ θα τα υποστήριζες. Θα πρότεινες και θα αγωνιζόσουν για άλλους τρόπους. 

      Σκέφτομαι πως στην εποχή που θεριεύει και κυβερνά ο φόβος για την ζωή, αν ήσουν πράγματι με τον Άνθρωπο, αν τον συναισθανόσουν, δεν θα έσπερνες κι άλλο φόβο. Θα ήθελες να καλλιεργήσεις ένα περιβάλλον ασφάλειας και θαλπωρής, ένα περιβάλλον που να ανακουφίσει τον πόνο, ικανό να κρατήσει την αγωνία, να υποστηρίξει τις αντοχές και όχι να τερματίσει τις ανθρώπινες δυνάμεις. Ένα περιβάλλον ικανό να ευδοκιμήσει τις κοινωνικές αλλαγές που ευαγγελίζεσαι. 

        Αν όμως συναισθανόσουν τον δίπλα σου, κι αν επειδή τον συναισθανόσουν, τον συμπονούσες. Αν όμως αν... Γιατί μέχρι τότε ισχύει το ΔΕΝ. 

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2021

Γύρω στις τέσσερις κάθε μεσημέρι

 



    Ο άντρας έχει ήδη μια βδομάδα που ζει στο διαμέρισμα. Μετακόμισε σ΄αυτή την γειτονιά του κέντρου που αγαπούσε από την εφηβική του ηλικία. Από την πρώτη μέρα, ενώ άνοιγε τις κούτες της μετακόμισης, βρήκε την ευκαιρία να παρατηρήσει την πρόσοψη του απέναντι κτιρίου. Δεν εντόπισε τίποτα το πρωτότυπo: γλάστρες με μαραμένα λουλούδια, ένα στρογγυλό  σιδερένιο τραπέζι με τέσσερις καρέκλες, κάποια απροσδιόριστης χρήσης κιτρινισμένα σημαιάκια και  πού και πού κάποιον που έβγαινε να καπνίσει ένα τσιγάρο.  

    Παρ΄όλα αυτά, την ώρα που έβαζε τις κουρτίνες, είδε μια γυναίκα με μάτια κλειστά να τρέμει και να κουνάει τους ώμους με τρόπο ρυθμικό και την ίδια στιγμή δραματικό. Είχε τα μαλλιά της δεμένα αλογοουρά, με μια μωβ κορδέλα. Τρελαίνεται για την μωβ κορδέλα. Όταν ανάβλυσαν τα πρώτα δάκρυα της (ο άντρας χρειάστηκε να τα φανταστεί γιατί η απόσταση ήταν μεγάλη για να τα διακρίνει), η ανάσα της έγινε πιο ταραγμένη και αφού κούνησε τα χέρια της λες και λογομαχούσε με κάποιον ο οποίος στεκόταν σε ένα μέρος του δωματίου που βρισκόταν εκτός του οπτικού του πεδίου, κάθησε για να συνέλθει. 

    Η σκηνή επαναλαμβανόταν κάθε μέρα γύρω στις τέσσερις και κρατούσε γύρω στα εννιά ή δέκα λεπτά. O άντρας κάνει διάφορες υποθέσεις για το ποιές μπορεί να είναι οι αιτίες του κλάμματος. Τίποτα όμως δεν τον ικανοποιεί. Αφού κλαίει πάντα την ίδια ώρα αποκλείεται να πάσχει από κατάθλιψη. Όπως αποκλείεται ο άνθρωπος που είναι εκτός οπτικού του πεδίου να είναι καθισμένος σε αναπηρικό καροτσάκι, προς τον οποίο εκείνη απευθύνεται με οργή και σφοδρότητα κάθε μέρα, γύρω στις τέσσερις.

    Ο άντρας που ζει εκεί ήδη μια βδομάδα αρχίζει να αμφισβητεί την εξυπνάδα του. Ο φιλειρηνικός, εσωστρεφής και κάπως γκρίζος άνθρωπος τα βάζει με τον εαυτό του. Θυμώνει, εκνευρίζεται, έρχεται σε εσωτερική σύγκρουση, η ένταση της οποίας ανεβαίνει. Με νευρικές κινήσεις συνεχίζει τις επόμενες μέρες να βγάζει πράγματα από τις κούτες. Κάνει διαλόγους φωνάζοντας. Ανεβασμένος στη σκάλα για να κρεμάσει το φωτιστικό χειρονομεί με ένταση έναντι του εαυτού του. 

   Όπως κάθε απόγευμα, η γυναίκα έχει σκοπό να αρχίσει να κλαίει στις τέσσερις. Προηγουμένως είχε ζεστάνει τη φωνή της και ετοιμαζόταν να κλείσει τα μάτια για να συγκεντρωθεί στο έργο που κάνει πρόβα. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, σε κάποιο από τα παράθυρα του απέναντι κτιρίου είδε ένα άνδρα ανεβασμένο σε μια σκάλα, να προσπαθεί να κρεμάσει ένα φωτιστικό. Παρατήρησε πως έκανε νευρικές κινήσεις και φώναζε σε κάποιον που δεν ήταν στο οπτικό της πεδίο. Είδε πως κουνούσε τους ώμους του με  τρόπο ρυθμικό και δραματικό. Με το που ανάβλυσαν τα πρώτα δάκρυα του (χρειάζεται να τα φανταστεί γιατί βρίσκεται πολύ μακριά για να τα διακρίνει) νιώθει να θέλει να ξεσπάσει σε λυγμούς. Συνεχίζει να τον κοιτά και τις επόμενες ημέρες.

     Υπάρχει μεταξύ τους μια μυστική συννενόηση. Κι ας μην χρειάστηκε να κοιταχτούν ποτέ. Τέσσερις το απόγευμα είναι η ώρα που αρχίζουν να ερωτεύονται μεταξύ τους. Εισπνέουν και εκπνέουν μαζί, αργά και κρυφά πίσω από τα παράθυρα. Σε λίγο μια μικρή κοινή τρεμούλα. Με την άκρη του ματιού γνωρίζει όλο του το σώμα μέχρι την άκρη από το καφέ, κοτλέ παντελόνι του. Τρελαίνεται με το κοτλέ του ύφασμα και χρειάζεται προσπάθεια να το αποχωριστεί. Με δυσκολία προχωράει να κλείσει το βράδυ τα πατζούρια. Αποστρέφοντας το πρόσωπο της, ασφαλίζει τον μεντεσέ με δύναμη, κάνει την καθημερινή ιεροτελεστεία και πέφτει για ύπνο. 

    Το έργο ανεβαίνει σε τρεις βδομάδες. Η γενική πρόβα γεμίζει όλους με χαρά. Γυρίζει με το λεωφορείο στο σπίτι. Από τη στάση μέχρι το σπίτι περπατάει βιαστικά. Φθάνει λαχανιασμένη και περνάει πρώτα από το απέναντι κτίριο. Ρίχνει στο κουτί μια πρόσκληση. Στο φάκελο έχει γράψει ''Γύρω στις τέσσερις κάθε μεσημέρι''.


Ζωγραφικό έργο Βασίλης Σελιμάς

https://biblionet.gr/προσωπο/?personid=115910

      

   

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2021

Κάπου ανάμεσα

   



      Στον πραγματικό κόσμο δεν αγκαλιαζόματε, δεν φιλιόμαστε, δεν πλησιάζουμε ο ένας τον άλλο. Στον πραγματικό κόσμο για να μείνουμε ασφαλείς πρέπει να κρατάμε αποστάσεις μεταξύ μας. Στον πραγματικό κόσμο οι περισσότεροι μιλάνε στο messenger. Κάποιοι λίγοι ξεμείνανε στα sms. Στέλνουμε φωτογραφίες το ποτό που πίνουμε, τα λουλούδια στη βεράντα, την γάτα, τα μαλλιά, τα πόδια μας, τα βαμμένα νύχια μας. Ζορίζουμε το μυαλό μας να γράψει  κάτι καλό. Να πούμε κάτι που είδαμε, κάτι που σκεφθήκαμε. Να παραμείνουμε εδώ γύρω. Να μην εξαφανισθούμε. Γράφουμε ''αχ'' και πατάμε γκλιν να φύγει. Αχ, γκλιν, στάλθηκε, παραδόθηκε, διαβάστηκε. Στον πραγματικό κόσμο οι περισσότεροι προσαρμοζόμαστε. Τα βράδια φευγαλέα κοιτάμε τη πράσινη τελίτσα για να δουμε όσους είναι ακόμα μέσα. Μοιάζει με βόλτα στο κατάστρωμα πλοίου που ταξιδεύει βράδυ. Δεν σε παίρνει ο ύπνος και ρίχνεις μια ματιά να δεις ποιοι άλλοι είναι άγρυπνοι κι αυτοί. Μπορεί ποιος ξέρει να ξέμεινε κανένας φίλος ή κανένας ''τι θέλεις εσύ βραδιάτικα''. Στον πραγματικό κόσμο αυξάνονται ραγδαία τα chat, λιγοστεύουν οι κουβέντες, φτιάχνοντας μια αλληλουχία σχέσεων που δημιουργούνται με την ίδια ευκολία που χαλάνε. Στον πραγματικό κόσμο υπάρχουν άνθρωποι που κοιμούνται σε λίγα τετραγωνικά του δρόμου.

     Στο φανταστικό κόσμο πάμε βόλτες στους δρόμους, τις έναστρες νύχτες. Μαστορεύουμε ξύλινες βάρκες σε χρωματιστά καρνάγια. Μαζεύουμε ναρκισσάκια σε απόκρημνα παραθαλάσσια βράχια. Στο φανταστικό κόσμο καθόμαστε στις αποβάθρες, πάνω στις εφηβικές βαλίτσες μας και περιμένουμε τα πλοία της γραμμής για την Αμοργό. Στρέφουμε περήφανα το βλέμμα στο ένδοξο μέλλον. Στον φανταστικό κόσμο οι σκέψεις στέκουν έξω από τη πόρτα του σπιτιού αδέσποτες, βρεγμένες μέχρι το εσώρουχο. Στον φανταστικό κόσμο τα μάτια γυαλίζουν από ευτυχία. 

     Στον αληθινό κόσμο, η δροσερή μυρωδιά του νερού ανακατεύεται με τη σκόνη του δρόμου και αφήνει το άρωμα που δίνει η ψυχή στο χώμα και το κάνει άνθρωπο.  Στην αληθινή ζωή ο ήλιος όταν προβάλλει μέσα από τα σύννεφα ειναι πιο δυνατός κι απ΄την λιακάδα. Η γλυκιά μελαγχολία αντί να σε σταναχωρεί σε δυναμώνει. 

     Oι κόσμοι αυτοί τρέχουν παράλληλα. Ο καθένας ζει σε όποιο κόσμο διαλέξει. Κάπου ανάμεσα, χωρίς λύση, χωρίς εξήγηση, σωστή απάντηση. Ο καθένας ζει σε όποιο κόσμο αντέχει. 


Street Artist JR 

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2021

Μικρή εικόνα

 



        Σταματημένη στο φανάρι είδα ένα κορίτσι κι ένα αγόρι. Εκείνη μιλούσε κουνώντας τα χέρια της. Έδειχνε συνεπαρμένη απ΄όσα είχε να περιγράψει. Εκείνος δίπλα της άκουγε αμίλητος. Γρήγορα κατάλαβα πως περισσότερο την κοιτούσε παρά την άκουγε. Εκείνη σταματούσε που και που για να δει αν είχε καταλάβει κάτι απ΄αυτά που του έλεγε. Εκείνος χαμογελούσε ζωηρά, όχι γιατί άκουγε αλλά γιατί το κορίτσι ήταν πολύ όμορφο όταν έκανε όνειρα. Στον επόμενο τόνο το φανάρι άναψε κι εγώ έφυγα, τους έχασα από τα μάτια μου. Η ζωή συνεχίστηκε αμέσως. Δεν ήταν όμως ακριβώς η ίδια. Ο αέρας είχε μυρίσει γιασεμί. 


Φωτογραφία 

Audrey Hepburn and Mel Ferer 1956