Δευτέρα 27 Απριλίου 2015

Λαχείο στ΄όνομά του






Πόσοι σώθηκαν θα με ρωτάς.
Κανείς θ΄απαντώ.
Ώρα να κοιμηθεί το παιδί, κοιτάς το ρολόι.
Θα κλείσεις το φως στο δωμάτιο.
Λαχείο στ΄όνομά του.
Θα καθήσεις δίπλα μου.
Όλα πήγαν στον πάτο.
Αφροί μείναν και φύκια.
Αυτά θα μου λες και εγώ θα μεταφράζω.
Κλείσε την φωνή ν΄ακούμε την πόνο δίχως ήχο.
Μέχρι να πέσει το σήμα.
Να τελειώσει το δελτίο.
Να μείνει το λαχείο στ΄όνομα του.
Ένα νούμερο κι αυτό.
Αυτό και το ρολόι.

Κυριακή 12 Απριλίου 2015

Άνθρωποι λουλούδια





       Για μένα ο άνθρωπος είναι γεύση και μυρωδιά. 
Με την γεύση και την μυρωδιά του με μαλακώνει. Κάνει τα χείλη μου να χαμογελάσουν και τα μάτια μου να ελευθερωθούν. Να μπορέσουν να  πλησιάσουν, να  επεξεργαστούν , να τρέξουν πάνω στα μυστικά  χαμόγελα και στα σφραγισμένα ποιήματα του. Να δεις καλά που κρύβεται ένα χαμόγελο στο λωβό του αυτιού . Ιδέα δεν θα είχαμε για όλα αυτά τα κύματα που σκάνε στην ακτή , στην άκρη του ματιού. 
     Μέ την γεύση και την μυρωδιά του κάνει τα χείλη μου να σφίγγουν και το μέτωπο μου να ζαρώνει. Σαν τότε που ήμουν μικρή και με κυνηγούσε ο παππούς μου κάθε πρωί να πιώ το γάλα. Δεν μου άρεσε ποτέ το γάλα. Είναι περίπλοκα τα πράγματα με το γάλα. Όλο κάτι περισσότερο περιμένεις απ΄αυτό . Όλο κάτι λιγότερο σου δίνει αυτό. Σου πέφτει βαρύ από την μια. Είναι ωφέλιμο από την άλλη. Σιγά μην τα καταφέρει η λογική μπροστά στην δύναμη της γεύσης και της μωρωδιάς. Στητός μπροστά στο νεροχύτη της κουζίνας ο παππούς με παρατεταμένο το δυνατό του χέρι να κρατά ένα γυάλιο , ψηλό ποτήρι γάλα και εγώ μπροστά του να μετατρέπομαι σε ζαρωμένο απόκομα εφημερίδας , έτοιμη ακόμα και να εξαφανιστώ προκειμένου να μην πιω το γάλα και με διαπεράσει η γαλατίλα του. Μπορεί και να φταίει που από βυζί ήπια μόνο λίγες μέρες και να χώρισαν οι δρόμοι μας από τότε. 
     Όμως ακόμα και τότε που ήμουν μικρή  , δεν τελείωνα με το γάλα έτσι. Δεν το άφηνα να μείνει απόλυτο και αδιαπραγμάτευτο στο γυάλινο ποτήρι. Του έκανα τα κόλπα μου. Άλλαζα την υφή του, την μυρωδιά του , το χρώμα του. Ξαφνικά το γάλα δεν ήταν πια γάλα . Γινόταν κάτι που λαχταρούσα. Ξεκλείδωνα τότε και το έπινα. Συμβαίνει αυτό και με τους ανθρώπους. Μ΄αυτούς που έχουν γεύση και μυρωδιά κι ας μην είναι του γούστου μου. Να μην μπερδεύουμε όμως την μυρωδιά με την δυσοσμία . Ούτε με την αοσμία. 
     Υπάρχουν και κάποιοι άλλοι που όχι μόνο έχουν γεύση και μυρωδιά αλλά γεύση και μυρωδιές γεννούν. Έχω την τύχη να έχω φίλους  μερικούς. Κάθονται απέναντι σου και μιλάτε. Η εικόνα τους μετατρέπεται σε μυρωδιά και τρυπώνει  από τα ρουθούνια και τους πόρους του δέρματος σου προς όλα τα εφτασφράγιστα  ψυχοντουλαπάκια σου. 
     Μερικοί μετατρέπονται σε μυρωδιά σκληρούτσικου ροδάκινου. Απ΄αυτά που όσο τα τρως και αντέχεις την στιφάδα τους , σε κερδίζει η καθαρότητα του λεπτού τους αρώματος. Μετά  γίνονται φέτες από χιώτικο μανταρίνι , κομμένες μια μια ,  έτοιμες σε μπουκιές . Να ξέρεις πως δεν είναι για χόρταση και μπερδευτείς και ξεχάσεις πως οι άνθρωποι θέλουν τον τρόπο τους , τον χώρο και τον χρόνο τους. Να σου δώσουν να φας τόσο όσο να μην βαρυστομαχιάσεις. Ούτε εσύ να μείνεις πεινασμένη , ούτε κι αυτοί να τελειώσουν μέσα στο δικό σου στομάχι.
     Άλλοι μετατρέπονται σε φρέσκα φύλλα βασιλικού. Κομμένα φυλαράκι φυλαράκι από τα χεράκια σου. Κομμένα και ραμμένα να φέρουν την ανατροπή στην επικρατούσα γεύση από την πρώτη ακόμα στιγμή. Άλλοι είναι φρουτένια ελαιόλαδα . Απ΄αυτά που πολύ θα ήθελες να τα έχεις χρώμα στα μάτια σου. Στιβαρή , ατίθασα αξεπέραστη η γεύση τους . Φίλοι που δίνουν στο φαί σου μια γεύση μαγική.
    Φίλοι που μυρίζουν θάλασσα  και ψάθινα καπέλα. Φίλοι  που  είναι ψηλά , δυνατά κυπαρίσσια που φέρνουν αέρα από τις βαθιές τους ρίζες και την ίδια στιγμή είναι  κρινάκια που φυτρώνουν στην άμμο για να συντροφεύψουν αθόρυβα λίγες βδομάδες καλοκαιριού. 
     Και σκέφτομαι πως κουμπώνουν όλα αυτά μαζί ; Ιδέα δεν έχω πως γίνεται αλλά γίνεται.  Άνθρωποι λουλούδια. 'Ανθρωποι φρουτένιοι. 'Ανθρωποι θάλασσες και δέντρα. Η αρχική επιφύλαξη , δίνει την θέση της στις θύμησες. Μυρίζεις, γεύεσαι και θυμάσαι. Νοσταλγείς.Έτσι κι αλλιώς άνθρωπο χωρίς γεύση και μυρωδιά δεν θυμάμαι κανένα. 
     Όλοι οι άλλοι παρόντες και απόντες είναι εκεί. Πάλλονται μέσα στον αέρα. Ένα  λουλουδένιο κτύπημα στην πλάτη που σου δίνει δύναμη ν΄ανοίξεις το παράθυρο και να πετάξεις μέχρι το πιο ψηλό σημείο τ΄ουρανού. 

       

       

Πέμπτη 9 Απριλίου 2015

Τίτλοι πρωινής χλόης


Oatmeal




Για να ανέβεις στον ουρανό χρειάζονται
δυό φτερά
ένα βιολί
και εκατό πράγματα
που δεν μετριούνται, που δεν έχουν όνομα,
πιστοποιητικά ματιού που πάει μακριά και
αργά,
επιγραφή στα νύχια της αμυγδαλιάς,
τίτλοι πρωινής χλόης.


Pablo Neruda


Τετάρτη 1 Απριλίου 2015

Επιστρέφει


      Ο κόσμος ήταν πήχτρα στην προβλήτα. Σαν πανύψηλο, πυκνό δάσος γύρω της, κι αυτή είχε χαθεί. Παιδί της πόλης ήταν. Μεγάλο χωνί η πόλη. Η θάλασσα ξεδιαλύνει.  Μικροκαμωμένη με  κοντά, μαύρα  μαλλιά. Φορούσε ένα πολύχρωμο τραγιασκάκι και μια ξεχειλωμένη άσπρη μακώ μπλούζα με στάμπα ένα κοπάδι γκρίζα ψαράκια με μαύρη γραμμή στην ουρά. Έμοιαζε πορσελάνινη, μια ξεχασμένη Wonder Woman που ξέφυγε από τα υπόλοιπα κόμικ σαν από θαύμα. 
     Άνοιγε διάπλατα το στόμα και ανέπνεε αέρα και νερό θαλασσινό σε σταγόνες. Ασφυξία, όλο τον τελευταίο καιρό.  Βουβό γέλιο, βουβό κλάμα, αμίλητες στιγμές, κοσμήματα της σιωπής. 
     Κοίταξε τον κόσμο γύρω. Ο καθένας βρισκόταν για διαφορετικούς λόγους εκεί. Κάποιοι μοιάζανε με αριθμομηχανές που περπατούν λογαριάζοντας, κάποιοι άλλοι με αρχιτέκτονες που κουβαλούν οράματα, άλλοι σαν υπ΄αριθμόν ένα καταζητούμενοι, επικηρυγμένοι, προδότες,   ζευγάρια  που μοιράζονται το ίδιο ξόρκι, κορίτσια δυνατές βροντές και αγόρια πολύτιμα ερωτηματικά. Όλοι κουβάλαγαν αλλόκοτα και βαριά φορτία. 
     Κουβάλαγαν τις μυρωδιές από το σπίτι τους. Τα μυστικά, τα τραγούδια, τις προδοσίες, τις απουσίες  και τα λεφτά που χρωστάνε στους τοκογλύφους. Κουβάλαγαν την ιστορία, τους ξεχασμένους δρόμους της χαμένης πατρίδας, τους πεθαμένους, την παιδική ηλικία, τους πρώτους έρωτες και την μπερδεμένη Άνοιξη που άργησε και δεν έχει έρθει ακόμα. Τα λαχεία, τα λόττο, τα τζόκερ, τους φόβους και τα άγχη. Τα ένσημα, τα ταμεία, τα ενοικιαστήρια, τις εξώσεις, τις απολύσεις και τις ψευδαισθήσεις. Το βάρος της αδυναμίας, του χρόνου, της αρρώστιας. Το μίσος για τους άλλους και πιο πολύ για τον ίδιο τους τον εαυτό. Τις πλατείες, τα σπασμένα παγκάκια, τους σταθμούς, τα θερινά σινεμά. Κουβάλαγαν πολλά χρόνια δουλειάς στην πλάτη, μυωπίες, πρεσβειωπίες και κινητές τηλεφωνίες. Πληρωμένες, απλήρωτες, παλιά και νέα γραμμάτια. Τσιγάρα, ρετσίνες, κέρματα, λίγα χαρτονομίσματα, εισητήρια. Την λαχτάρα για μια νέα μέρα και πιο πολύ τον σιωπηλό φόβο πως αυτή η νέα μέρα θα τους ξεχάσει και θα τους ξεπεράσει. 
    Δυο πλοία λύνουν να φύγουν. Σκέφτεται πόσα χρόνια είχαν περάσει από το τελευταίο της ταξίδι. Κάθεται σ΄ ένα κάβο και κοιτά τους επιβάτες στην κουβέρτα να χαιρετούν και τα φουλάρια τους να χορεύουν στον αέρα σαν σημαιάκια πανηγυριώτικα. Ακούγεται ένα ακορντεόν. Θυμάται πως το τελευταίο της ταξίδι το έκανε στην Ιπποκράτους με τα πόδια. Περπατούσαν και μιλούσαν. Φώναζε και κουνούσε τα χέρια του πάνω κάτω σαν να κατέβαζε την θερμοκρασία από θερμόμετρα. Δεν κατόρθωσε ποτέ να καταλάβει αν της ρίχνει ευθύνες. Έπιασε το χέρι του. Τα κουνούσαν πέρα δώθε μαζί τώρα. Νόμισε για μια στιγμή πως μαλάκωσε η φωνή του. Μπορεί να ήταν και ιδέα της. Γιατί και πώς θα την βγάλουν τώρα. Τι να κάνουν για να τα καταφέρουν. Δεν υπάρχουν απαντήσεις. Δυο αρχαίοι πολεμιστές που παλεύουν να βγουν ζωντανοί από μια άγρια μάχη. Αν τους έβλεπε κανείς από μακριά θα έλεγε πως ήταν δυό κατάρτια, ένα πιο ψηλό και ένα πιο κοντό ενός καϊκιού που παλεύει στα μεγάλα κύματα. 
      Φέρνει ξανά στο νου της το τελευταίο τους ταξίδι. Και ύστερα δεν θέλει να βλέπει, ούτε να σκέφτεται τίποτα. Ξεγλυστρά από τον κόσμο. Ανοίγει βήμα. Βυθίζεται ανάμεσα στο άσπλαχνο βουητό των αυτοκινήτων στο δρόμο και επιστρέφει.   


Φωτογραφία Tomie Seike