Εκείνος ήταν ένας Πάκμαν. Έτρωγε δηλαδή τελίτσες μέχρι να πάρει τα χάπια του. Τα χάπια δεν ήταν επιλογή αφού μονάχα μετά την κατανάλωση τους μπορεί να νικήσει τα φαντάσματα του. Εκείνη ήταν και αυτή Πάκμαν αλλά θηλυκό, Πακμίνα δηλαδή. Αυτή αντί για τελίτσες έτρωγε τρελλίτσες και της άρεσαν πολύ και οι μακαρονάδες. Αν την ρωτούσες τι του βρήκε θα σου απαντούσε το χιούμορ του και την κοινή επιθυμία να ταξιδέψουν στο βυθό του Μπικίνι.
Πέρα απ΄αυτά δεν είχαν τίποτα άλλο κοινό. Αυτός ήταν εντελώς αδιάφορος για ό,τι συνέβαινε γύρω του. Δεν τον ένοιαζε τίποτα. Οι άλλοι δεν τον ένοιαζαν. Τα προβλήματα τους δεν τον ένοιαζαν. Οι απώλειες τους δεν τον ένοιαζαν. Τα πένθη τους δεν τον ένοιαζαν. Οι ελπίδες τους δεν τον ένοιαζαν. Τα συναισθήματα τους δεν τον ένοιαζαν και φυσικά οι ανάγκες τους δεν τον ένοιαζαν. Αυτό που τον ένοιαζε ήταν μόνο ο εαυτός του. Να είναι καλά να φάει τις τελίτσες, και να πάρει τα χάπια του. Φρόντιζε τον εαυτό του με τρελλή όρεξη και φαντασία χωρίς αναστολές και ντροπές, γι΄αυτό και ήταν πάντα ένας καλογυαλισμένος και ατσαλάκωτος Πάκμαν πλήρως κατειλλημένος από τον εαυτό του .
Εκείνη φυσικά δεν τον άντεξε. Τον σιχάθηκε σχετικά σύντομα, αν και η αλήθεια είναι πως θα μπορούσε να τον έχει σιχαθεί και νωρίτερα. Στα τραπεζάκια έξω από το Γκρι Καφέ του ζήτησε κλαίγοντας και ρουφώντας την μύτη της να χωρίσουν. Δεν άντεχε άλλο την αδιαφορία του, και δυστυχώς δεν θα μπορούσαν έτσι να φθάσουν ποτέ στο Βυθό του Μπικίνι. Εκείνος αν και αρχικά ξαφνιάστηκε και πήγε να δακρύσει, γρήγορα έβαλε σε λειτουργία τους άριστους μηχανισμούς αυτοσυγκράτησης που διέθετε και λίπαινε με τα ακριβότερα λιπαντικά της αγοράς. Είπε ''Ουδόλως με ενδιαφέρει'' και σηκώθηκε να πάει να φάει ένα σουβλάκι τυλιχτό παρακάτω στον Κάβουρα.
Εκείνη γύρισε με τα πόδια στο σπίτι ελπίζοντας πως το περπάτημα θα της κάνει λίγο καλό. Έστρεφε με ενδιαφέρον το βλέμμα της σε κάθε περαστικό διαβάτη, περιπατητή ή συνεπιβάτη. Αν διαπίστωνε πως κάτι τον βασάνιζε επέμενε περισσότερο να τον παρατηρεί με ενδιαφέρον. Το βλέμμα της διαδεχόταν χαμόγελα τα οποία οι περαστικοί της ανταπόδιδαν. Έστειλε χιλιάδες χαμόγελα, έσφιξε εκατοντάδες χέρια και απηύθυνε αμέτρητα βλέμματα γεμάτα ειλικρινή έγνοια, παρόλη την αμηχανία τους.
Οι περισσότεροι περαστικοί την έπαιρναν τουλάχιστον για παράξενη, αφού δεν είναι και τόσο συνηθισμένο να συναντάς άνθρωπο που ενδιαφέρεται ειλικρινά όχι μονάχα για τον φίλο και τον συγγενή του αλλά ακόμα και για τον περαστικό διαβάτη. Παρόλη την αμηχανία και την δυσπιστία τους, το συμπτωματικό της συνάντησης τους μαζί της καθώς και η θέρμη της έγνοιας της τους ξυπνούσε κάτι σχεδόν ξεχασμένο και καλά βυθισμένο στα αχανή της μνήμης. Υπήρχαν πάντα και αυτοί που δεν είχαν ξαναδεί ποτέ μια τέτοια συμπεριφορά και παρόλα αυτά την καλοδεχόντουσαν. Αργότερα κατάλαβε πως ήταν είτε άνθρωποι που ήξεραν την τέχνη της εμπιστοσύνης είτε άνθρωποι που ήθελαν να μάθουν την τέχνη της εμπιστοσύνης.
Αργά το βράδυ γύρισε στο σπίτι της. Ήταν τόσο κουρασμένη που ξάπλωσε με τα ρούχα και τα παπούτσια στο κρεβάτι. Πεινούσε και στο σπίτι δεν είχε τίποτα να φάει. Άνοιξε το παράθυρο και φώναξε ''Πεινάω''. Τρέξανε οι περαστικοί να της προσφέρουν την αυτοσχέδια μακαρονάδα τους. Έφαγε, χόρτασε και ένιωσε απίστευτα τυχερή.
Κάπου εδώ τελειώνει αυτή η ιστορία. Δεν έχω πολλά νέα της. Κάποιος την είδε τελευταία πάνω σε έναν ιππόκαμπο να ταξιδεύει στα αχανή βάθη του Βυθού του Μπικίνι.
Και λίγα λες Αννίτα μου, και λίγα λες… Αν αρχίζω να μιλάω για τον δικό μου Πάκμαν, βιβλία γεμίζω και ανθολόγια με ποιήματα. Πόσες φορές με έχει αγανακτήσει και είπα θα τον στείλω στην ευχή του θεού, η καρδούλα μου το ξέρει. Από το φαγάκι μου στο στόμα να τον ταΐσω μέχρι και χάπια τρέχω να του αγοράζω για τα ζόρια του, στο ΙΚΑ να φανταστείς με ξέρουν με το μικρό μου όνομα από τις φορές που μπαινοβγαίνω εκεί. Δεν λέω, το χιούμορ του είναι άπιαστο, πανέξυπνο, μάλλον έτσι με καταφέρνει και με τουμπάρει. Στις μαλαγανιές και στις τρίπλες έχει αριστείες εξωτερικού. Κι η εμπιστοσύνη, αχ! αυτή, πάμε 2 χρόνια τώρα και τα νεύρα μου γίνονται μακαρόνια λασπωμένα παρακαλώ, κάθε φορά που του ζητάω κάτι, οτιδήποτε. Το ξεψειρίζει, το αναποδογυρίζει και το τινάζει, το δαγκώνει να ελέγξει αν είναι κάλπικο, από σαράντα κόσκινα το περνάει και το ΟΧΙ του που μου έρχεται σαν κεραυνός εν αιθρία, σωστό ηλεκτροσόκ μετά από λοβοτομή. Είμαι σίγουρη, θα γονάτιζε σ’ ένα μελλοντικό παγκόσμιο πόλεμο και το τελευταίας τεχνολογίας δημιούργημα. Λες και έχει έναν εγκληματία δίπλα του τόσο καιρό. Όταν τον πιάνω με το καλό, γίνεται άλλος άνθρωπος, μεταμορφώνεται, δεν λέω, αν και εκεί ακόμη με λοξοκοιτάει, λες και θέλω να τον τυλίξω. Αυτά τα ξεκαθαρίσαμε από την αρχή, στεφάνι δεν θέλω, του απαντώ και του δίνω ένα κόκκινο χαπάκι για να τον ηρεμήσω. Φουρκίζομαι, τα βάζω με τον εαυτό μου και την τύχη μου και άντε πάλι από την αρχή… Έτσι μου ‘ρχεται, μια μέρα να κλέψω τα χάπια του και να χαθώ όντως στο βυθό, να με καταπιεί κάνα κήτος. Ουφ! ίσως κάποτε τύχω χλιαρής αποδοχής και εμπιστοσύνης του, για θερμής ούτε κουβέντα να γίνεται. Αν και λίαν συντόμως με βλέπω να ξεκινώ τα χάπια κι εγώ, ήδη το μάτι μου γυαλίζει, το αριστερό νομίζω!
ΑπάντησηΔιαγραφήΥγ. Πολύστροφο και αληθινό το κείμενο σου, μέσα από τη ζωή μας και αυτό, καλή μου Αννίτα.
Μαρία:-)
Σαν αιωρούμενο λαμπάκι που έσπευσε να μιλήσει στο γιορτινό ολόγιομο, λίγο πιο πέρα από τον Βυθό του Μπικίνι. Πολλές οι ομοιότητες στη τέχνη της εμπιστοσύνης, με άρωμα παιδικών χρόνων, πάρα πολλές! Δεν κρατήθηκα και σου το στέλνω
Διαγραφήhttp://www.youtube.com/watch?v=FDjXeWksP4w
Καλό ξεκίνημα στο tvxs σου εύχομαι με την καλημέρα μου
Όταν κάποια στιγμή είχες πει, "δέχομαι", ο δρόμος της επιστροφής θέλει κότσια, αν δε ανακαλύψεις ότι δεν μπορείς ν' αυτοσαρκαστείς, στα σίγουρα έχεις χάσει το παιχνίδι... αν πάλι βρίσκεσαι κάπου στη μέση, μη κάνεις πίσω, πάρε βαθιά ανάσα και συνέχισε... μόνος!
ΑπάντησηΔιαγραφήΑΦιλιά Άννα, πολλά και χαμογελαστά!
Άνευ χαιρεκακίας το αλογάκι της θάλασσας απαντά στον κύριο Πάκμαν με το ψάθινο καπέλο καβουράκι
ΑπάντησηΔιαγραφήΆνθρωποι που πέρασαν τη ζωή τους ρυθμισμένα και ήρεμα,
ανάμεσα σε ώρες εργασίας και αμίλητα συζυγικά νεκρόδειπνα.
Λίγος καφές στο τέλος του φαγητού για τη χώνεψη,
λίγα όνειρα για το φόβο της καρδιοπάθειας,
λίγη ελεημοσύνη για τη σωτηρία της ψυχής.
Ώσπου μια νύχτα, σηκώνονται στη μέση του δείπνου ξαφνικά
από συνήθεια, μάλιστα, παίρνουν και το καπέλο τους -
και χάνονται. Πού πάνε; Κανείς δεν ξέρει. Μα η δίψα τους καίει
κι η απόγνωση μεγαλώνει τους ορίζοντες.
Έτσι σκέφτηκαν, δηλαδή, να κάνουνε για μια στιγμή.
Ύστερα πέρασε. Σκουπίζουνε το λίγο ιδρώτα πλάι στη μύτη
και μπαίνουν αθόρυβα στην κρεβατοκάμαρα.
Ενώ στο διάδρομο μένει μονάχο, πάνω στην καρέκλα, το καπέλο
σαν το πικρό ανάχωμα ενός τάφου,
που σκέπασε βαριά κι ανέκκλητα όλη τη ζωή τους.
(Το καπέλο, Τ. Λειβαδίτης)
Την καλημέρα μου στο εύστοχο κείμενο σας
Χαρά Μ.