Είχε προσφερθεί οικειοθελώς, να φροντίζει η ίδια οτιδήποτε που θα μπορούσαν να χρειαστούν τα δυο διαμερίσματα που ο Περικλής εκμεταλλευόταν σαν airbnb. Να γεμίζει τα ψυγεία με αναψυκτικά και ένα-δυο μπουκάλια φθηνό κρασί. Να μαζεύει τα χρησιμοποιημένα σεντόνια και να τα αλλάζει με καθαρά, να βάζει κάποια καθαρίστρια και εκείνη να επιβλέπει το αποτέλεσμα. Να βάζει στο λουτρό σαμπουάν, σαπούνια. Να ελέγχει αν δουλεύουν τα κλιματιστικά το καλοκαίρι και τα καλοριφέρ το χειμώνα. Να καλωσορίζει και να αποχαιρετά τους ενοικιαστές, άλλωτε προσωπικά όταν μπορούσε και άλλωτε αφήνοντας τα κλειδιά στο στούντιο της Μαρίας στη γωνία ''Ομάδες Πιλάτες και Γιόγκα, ενδυνάμωση πυρήνα και ανάπτυξη σωματικής ενσυναίσθησης". Όλο αυτό στην ταμπέλα έξω από το στούντιο. Πιο μεγάλη η ταμπέλα από το ίδιο το στούντιο που είχε ανοίξει η Μαρία όταν βαρέθηκε να περιμένει άλλο τον διορισμό από τον AΣΕΠ.
Ήταν φίλοι από το Πανεπιστήμιο με τον Περικλή. Εκείνος Μηχανολόγος Μηχανικός, είχε παντρευτεί και δούλευε στη Γερμανία. Εκείνη σπούδασε Τοπογράφος Μηχανικός, αλλά δούλεψε κυρίως στις αποθήκες μεγάλων φαρμακείων. Είχε γίνει ειδικός στις φαρμακαποθήκες. Χαρούμενη όμως δεν την έλεγες, αφού δεν ήταν αυτό που ήθελε στη ζωή να κάνει. Να καταμετρά πόσα νούροφεν και πόσα ογκμεντίν έχει το φαρμακείο στην αποθήκη και ανάλογα να δίνει παραγγελίες για ανατροφοδότηση. Ήρθαν όμως έτσι τα πράγματα στη ζωή που δεν πρόλαβε να βρει κάτι άλλο που να της ταίριαζε καλύτερα. Παντρεύτηκε τον Γιάννη στα 28, ένα καλό παιδί από την γειτονιά της. Δάσκαλος ήταν ο Γιάννης. Μέσα σε ένα χρόνο γέννησε την Μαρίκα και μετά από δύο το Λευτέρη της. Την πήρε φαλάγγι η καθημερινότητα. Τα παιδιά μεγάλωναν και μαζί με αυτά και οι υποχρεώσεις της. Στα δώδεκα χρόνια του γάμου δεν άντεξε τα νεύρα του Γιάννη. Χώρισαν ήρεμα, οριστικά και αμετάκλητα. Όταν της είχε κάποτε πει η μάνα της ''κατσούφη τον βλέπω'', δεν ήθελε να της απαντήσει. Έσκυψε και κοιτούσε τις μύτες των αθλητικών της. Το είχε αυτό. Δεν άνοιγε ούτε στη μάνα της, ούτε στο πατέρα της την καρδιά της. Ο Γιάννης από την ημέρα που παντρεύτηκαν σκυθρώπιασε. Από ένας ευθυτενής άνθρωπος μεσαίου αναστήματος, με χαμογελαστά, μελιά μάτια, καμπούριασε, σκυθρώπιασε και έπιασε τον καναπέ. Μόλις γύρναγε από τη δουλειά, έτρωγε και έπεφτε με τα ρούχα στο καναπέ.
Στις φαρμακαποθήκες το ωράριο είναι απαιτητικό γιατί πρέπει να φτιάξεις τις παραγγελίες, να παραλάβεις μετά τα φάρμακα και να τα τακτοποιήσεις. Γυρνούσε κάποια βράδια εννιά και δέκα, από το πρωί. Δεν άντεξε τις καχυποψίες του Γιάννη. Και πάνω σ΄ αυτές κερασάκι στη τούρτα τα νεύρα του. Όπως είπαμε, οριστικά και αμετάκλητα. Η ημερομηνία του διαζυγίου έπεσε πάνω στα γενέθλια της.
Όταν της μίλησε ο Περικλής για τα διαμερίσματα, αυθόρμητα του είπε πως θα τα φροντίζει εκείνη. Πες πως το έκανε για τα κρασιά που είχαν πιει στο ''Σχολαρχείο'' με την κοινή παρέα τους, τότε που η ζωή είχε χρώμα και άρωμα και γεύση. Πες πως το έκανε γιατί ο Περικλής είχε κρατήσει το ίδιο χαμογελαστό βλέμμα και της έγραφε και μια Χριστουγεννιάτικη κάρτα με ευχές κάθε χρόνο, ή για το σταθερό τηλέφωνο πάντα την ημέρα της γιορτή της.
- Χρόνια πολλά Ναταλία! Με υγεία!
- Σ' ευχαριστώ πολύ για τις ευχές ρε Περικλή! Που θυμάσαι τη γιορτή μου!
Είχε ανάγκη ο Περικλής να νοικιάσει τα διαμερίσματά του. Έπρεπε να αυξήσει τα εισοδήματά του τώρα που είχε να κάνει τις θεραπείες. Το είχε ψάξει και το airbnb τον σύμφερε καλύτερα. Χρειαζόταν όμως κάποιον άνθρωπο να τα φροντίζει. Εκείνος από μακριά δεν θα μπορούσε. Οικειοθελώς τα ανέλαβε η Ναταλία. Οικειοθελώς και αφιλοκερδώς.
Τον τελευταίο καιρό είχε πέσει πολύ. Έξι μήνες τώρα αισθανόταν βαριά. Όταν ξυπνούσε το πρωί δεν είχε όρεξη να σηκωθεί. Και τα βράδια στριφογύριζε στο κρεβάτι ώρες μέχρι να μπορέσει να αποκοιμηθεί. Σκέτη μαυρίλα. Τα παιδιά πια είχαν μεγαλώσει. Ο Λευτέρης είχε αποφοιτήσει από το Λύκειο το περασμένο καλοκαίρι. Ο Γιάννης εδώ και δυο χρόνια έβγαινε με μια άλλη γυναίκα και ήταν όπως έμαθε καλά μαζί. Κρατούσαν καλή σχέση μεταξύ τους. Είχαν συνννενόηση για τα παιδιά. Οι γονείς της μεγάλωσαν αλλά είχαν ακόμα την υγεία τους σε καλή κατάσταση. Συνέχιζε να δουλεύει στις φαρμακαποθήκες. Τα φαρμακεία τώρα είχαν βάλει και τα καλλυντικά στην αγορά, και αυτό δυσκόλευε πολύ τη δουλειά της. Γύρναγε αργά αλλά τι να κάνει; Το Μαρικάκι ήθελε να ακόμα δυο χρόνια να τελειώσει το Πολυτεχνείο. Και ο Λευτέρης τώρα μόλις ξεκινούσε.
Η Ναταλία έσπρωξε λίγο τον εαυτό της να πάρει μπρος. Άρχισε να πηγαίνει στο στούντιο για πιλάτες και γιόγκα. Έτσι για μια αλλαγή. Να βγαίνει και λίγο παραπάνω με τις φίλες της. Σκεφτόταν να ξεκινήσει να μαθαίνει Τούρκικα, μήπως και αξιωνόταν να πάει εκείνο το ταξίδι που ονειρευόταν πάντα στην Κωνσταντινούπολη. Να χαθεί μέσα στα παζάρια με τα αρώματα και τα μπαχάρια.
Δεν θυμάται πως έγινε. Αυτό όμως που θυμάται είναι πως μια μέρα εκεί που έστρωνε τα καθαρά σεντόνια στο ένα διαμέρισμα, τρύπωσε στα ρουθούνια της ένα άρωμα. Ήταν η λεβάντα του μαλακτικού. Η μυρωδιά την κύλησε μονομιάς σε εκείνη την εποχή που την πλάκωνε η μαυρίλα. Στο μυαλό της ήρθε μόνο μια εικόνα. Ο Λευτέρης της να κρατάει στα χέρια του το απολυτήριου Λυκείου, να φοράει το καλό του πουκάμισο και το καλό του παντελόνι και να χαμογελάει στο φωτογράφο. Ο Λευτέρης της, το στερνοπούλι της, αυτός που είχε γίνει ένας λεβέντης που ορμούσε τώρα καλπάζοντας στα κύματα της ζωής και σίγουρα θα νίκαγε. Ο Λευτέρης της. Και ο κύκλος που έκλεισε.
Φωτογραφία: Street artist JR