Ένα δυο τρια, γέμισε το δωμάτιο τίποτα. Δεν είναι εύκολο να γεμίσεις το χώρο με τίποτα. Δεν είναι εύκολο να γεμίζεις το χώρο με πολλά τίποτα. Μετά από τόσα χρόνια όμως που παρακαλούσε για κάτι αληθινά ανατρεπτικό, κάτι πρωτότυπα επανασταστικό που θα ένωνε το ανέφικτο με το αδύνατον, τα τίποτα πλημμύρισαν την ζωή του. Μόνος του τα έφερε δηλαδή, να μην ζητάει και τα ρέστα.
Φαντάστηκε τώρα ένα χώρα γεμάτο τίποτα. Έβαλε και στη διάσταση του χώρου τίποτα. Χαμός. Χωρόχρονος τίγκα στο τίποτα. Όμως το τίποτα δεν φαίνεται. Αν ήθελε να δει το τίποτα θα έπρεπε να μεταβεί σε μια άλλη διάσταση. Να φύγει από το υλικό σύμπαν γιατί εδώ ο χώρος και ο χρόνος έχουν όρια. Όχι πως έξω απ΄ αυτό το κόσμο ο χρόνος ή ο χώρος είναι περισσότεροι ή μεγαλύτεροι ή ακόμα και άπειροι. Απλά δεν υπάρχουν. Ό,τι έβλεπε λοιπόν σ'αυτό το κόσμο δεν μπορεί να ήταν τίποτα.
Αφού όμως το τίποτα δεν φαίνεται, γιατί δεν βλέπει; Είναι μάλλον αυτό. Είχε γεμίσει τη ζωή του με τίποτα. Όμως ήξερε πως το τίποτα δεν φαίνεται. Ο χωρόχρονος του λοιπόν είχε γεμίσει με τίποτα και ούτε που το είχε πάρει χαμπάρι. Προφανώς θα ήταν και άλλοι σαν κι αυτόν και δεν θα είχαν ούτε κι αυτοί καταλάβει τίποτα. Κανείς δεν μπορεί να δει το τίποτα. Γι΄αυτό και κανείς πια δεν βλέπει.