Τυχαία έπεσε πάνω στην είδηση. Καρφώθηκε πάνω στην φωτογραφία και στις τρείς αράδες άρθρο που την πλαισίωναν. Δεν έλεγε να τραβήξει το βλέμμα της. Λες και αν σταματούσε να κοιτάζει την φωτογραφία θα έχανε κάτι. Κάτι που δεν ήξερε τι όνομα να του δώσει. Υποσχέθηκε στον εαυτό της να ψάξει να βρει τον τρόπο που την άλλη φορά θα τα δει όλα από κοντά ζωντανά και όχι έτσι κονσέρβα. Από την επόμενη αμέσως αναζήτησε τηλέφωνα, επαφές και ονόματα. Εντόπισε τους αρμόδιους και τους παρακάλεσε να την ειδοποιήσουν στην ανάλογη στιγμή.
Όταν ήρθε η ειδοποίηση κανείς από τους δικούς της δεν μπορούσε να πάει μαζί της. Τα παιδιά είχαν μαθήματα και ο Θανάσης είχε εκκρεμότητες ανοικτές, ούτε στιγμή δεν είχε για χάσιμο. ''Για τέτοια είμαστε τώρα, δεν βλέπεις τι γίνεται;'' Τίποτα δεν χωρούσε αναβολή. Όπως πάντα δηλαδή. Χάνει ο χρόνος πετροβολημένος την αξία του.
Την πήγανε όλοι μαζί μέχρι το πλοίο. Θα ταξίδευε με ημερήσιο και το απόγευμα θα έφθανε στο νησί εγκαίρως να βρει τους υπόλοιπους. Κάθησε στο πίσω κάθισμα. Πράγμα παράξενο γι΄αυτήν. Το αυτοκίνητο μύριζε τσιγαρίλα. Άνοιξε το τασάκι και το βρήκε γεμάτο. Το κοίταξε καλά καλά. Ένα τραύμα παλιό ξύπνησε, σαν σουβλιά, όπως πονάει μια πληγή στην αλλαγή του καιρού. Δεν μίλησε. Δεν ήταν μέρα για ερωτήσεις.
Στο νησί έφθασε χωρίς καθυστέρηση. Μουντό και παράξενο για αρχή καλοκαιριού εκείνο το απόγευμα. Συνάντησε την υπόλοιπη, άγνωστη σ΄αυτήν ομάδα στην ρίζα του βουνού. Μπήκανε σε αυτοκίνητα και ξεκίνησαν την ανάβαση. Η διαδρομή γλυκιά, ο σκοπός παράξενος, πρωτόγνωρος. Πέρασαν σπίτια όμορφα και σπίτια αυθαίρετα, ελαιώνες, αμπέλια, σκίνα και αρωματικά. Μπροστά πήγαινε το αγροτικό με το κλουβί. Τα κάγκελα του κλουβιού σκουριασμένα. Οξειδωμένοι καιροί, σκέφτηκε.
Η σκέψη της κύλησε σ΄άλλες παλαιότερες εποχές που τα παιδιά ήταν πιο μικρά και πήγαιναν εκδρομές. Τραγουδόυσαν και γελούσαν στο δρόμο. Μετά απροειδοποίητα έχαναν ξαφνικά την αντοχή τους και το ρίχναν στην γκρίνια. Είχε όμως το βουνό πάντα μια ανταμοιβή για όλους. Βρίσκαν θέσεις κατάλληλες και ασφαλείς στις απότομες πλαγιές και ξάπλωναν. Φώναζαν και άκουγαν τον αντίλαλο τους. Είχαν μια γεύση ελευθερίας εκείνες οι στιγμές. Έπαυαν οι πόλεμοι και οι μέσα και οι έξω στην ησυχία της φύσης. Ηρεμούσαν τα παιδιά. Τσίμπησε το χέρι της να σταματήσει τις σκέψεις που αν τολμούσε να τις πει φωναχτά, θα εισέπραττε πάλι την ρετσινιά της ονειροπόλας.
Όταν έφθασαν στο τέλος της διαδρομής η κορφή τους τρόμαξε λίγο. Ιδιαίτερα τους πιο νεοφερμένους. Όσοι είχαν ξαναπάει κάτι ήξεραν. Προχώρησε να βρει την πιο κατάλληλη θέση. Το κλουβί απασφαλίστηκε από τον φύλακα άγγελο των άγριων πουλιών. Του βιολόγου δηλαδή που είχε την ευθύνη για ολόκληρη την επιχείρηση. ''Άνοιξε την πόρτα'' φώναξε στον συνεργάτη του. Η πόρτα αντιστάθηκε. Προσπάθησαν ξανά. Τράβηξε με δύναμη δυο τρεις φορές τα σιδερένια συρταρωτά κάγκελα δεξιά αριστερά. Το απογευματινό καλοκαιρινό βοριαδάκι έδωσε το σινιάλο. Ο Ασπροπάρης στάθηκε μουδιασμένος στην πόρτα του κλουβιού για δευτερόλεπτα. Ο σπάνιος αυτός γύπας με το νούμερο 46 και τον δορυφορικό πομπό στην πλάτη προχώρησε προς το χείλος του γκρεμού. Στάθηκε για δευτερόλεπτα σαν απόλυτος άρχων στην σκηνή, στράφηκε στο φιλοθεάμον κοινό, έδωσε μια και άπλωσε τα φτερά του. Δυόμισι μέτρα άνοιγμα φτερών, στερεωμένα, δυνατά, γιατρεμένα από την αγάπη που του δόθηκε. Τέντωσε το κορμί του δυνατά και χάθηκε σαν βολίδα. Ξέσπασε ένα δυνατό, παρατεταμένο χειροκρότημα.
Για μια στιγμή νόμισε πως την κοίταξε κατάματα. Τον είδε άλλη μια φορά να πετά κοντά τους και μετά χάθηκε αμετάκλητα στα μέρη του Ψηλορείτη. Κάτι σάλεψε μέσα της. Κάτι που δεν ήξερε τι όνομα να του δώσει.
'Ωρες μετά στο πλοίο της επιστροφής της τηλεφώνησαν από το σπίτι για να της πουν πως ο φίλος τους ο Παναγιώτης μπήκε εκτάκτως στο νοσοκομείο και είναι σοβαρά. Η σκέψη της πήγε στην τελευταία φορά που τον είχε δει. Γύρναγαν με το αυτοκίνητο απο την θάλασσα. Τον κοιτούσε από το καθρεφτάκι να μιλάει για την δουλειά του και γι΄αυτά που περίμενε να συμβούν. Όταν σταματούσε να μιλάει έστριβε το κεφάλι του και κοιτούσε τις ίδιες βουνοκορφές που λίγες ώρες πριν το απελευθερωμένο πουλί σεργιανούσε.
Πέρασαν μήνες και διάβασε πως ο Ασπροπάρης Νο 46 εντοπίσθηκε να πετάει πάνω από την Σιέρα Μορένα προς τις πηγές του Γουαδαλκιβίρ. Ίσως για να μάθει τα παιδιά του να πετούν ψηλά. Ίσως και ψηλότερα. Θα μπορούσε να είναι και έτσι.
Φωτογραφία Nicholas Scarpinato
Φωτογραφία Nicholas Scarpinato