Mόνο που έλεγες πως ζεις για τους άλλους. Ψέματα έλεγες. Ζεις για να ονειρεύεσαι πως οι άλλοι υπάρχουν. Το ανακάλυψες μια μέρα κοιτώντας τα παλιά σου κουστούμια να κρέμονται στις κρεμάστρες από το ταβάνι των δωματίων. Εκείνοι μέσα στα δωμάτια διαβάζουν εφημερίδα, ανελλιπώς τις κηδείες και τα κοινωνικά, βηματίζουν γύρω από τα τραπέζια, βήχουν και μιλούν στα τηλέφωνα. H αλήθεια είναι πως δεν θέλανε να κρεμάσουν τα κουστούμια στο ταβάνι. Αλλά η απουσία σου στάθηκε ευκαιρία να αεριστούν.
Ρίχνεις μια ματιά στα δωμάτια, στο αγαπημένο σου παράθυρο με την λευκή κουρτίνα. Το κίτρινο φως μπαίνει από το ημιδιάφανο πανί και φθάνει μέχρι την μπλε πολυθρόνα. Κόκκοι σκόνη από τα κρεμασμένα κουστούμια, σαν μικρά πολύχρωμα μπαλόνια αιωρούνται τριγύρω. Για δευτερόλεπετα θυμάσαι τα θαλασσινά μπάνια όταν ήσουν παιδί. Στην φρουτιέρα δύο πορτοκάλια, ένα μήλο και ένα αχλάδι, ακριβώς όσα χωράει. Ανταλλάσσεις τις κουβέντες σου περί ανέμων και υδάτων.
Ανοίγεις την πόρτα και βγαίνεις. Άλλαξε απότομα ο καιρός, το είχαν πει και δεν τους πίστευες. Δεν το περίμενες. Ούτε πως δεν θα σε χωράνε τα κουστούμια σου,περίμενες. Ανυπόφορα, λεηλετημένα από τις επελάσεις των καταχραστών. Σηκώνεις το γιακά, βουλιάζεις τα χέρια στις τσέπες , ανοίγεις το βήμα. Σφυρίζοντας προχωράς . Στην πλατεία σε περιμένει το παρόν.
Φωτογραφία Karrah Kobus