Προαυλισμός Ψυχών Παρατηρούσα τις λεπτομέρειες ενός πίνακα, παγκοσμίως επώνυμου και πολύ αμφιλεγόμενης προσωπικότητας, ζωγράφου. Τόσος πόνος, στα μουντά χρώματα του ιμπρεσσιονιστικού στιλ του, πρόσωπα ανθρώπων γεμάτα θλίψη, με κλεμμένα τα όνειρα τους, ίσως και οι ίδιοι διαρρήκτες της εποχής τους, ίσως πάλι αδίκως στο πίνακα φιλοξενούμενοι. Σκυφτές, κουρασμένες μορφές, εγκλωβισμένοι στη τρισδιάστατη προοπτική του καμβά. Κλειστά στόματα, με ρυθμικό βήμα στη σειρά για να μην μπερδέψουν τους υπόλοιπους στην ολιγόλεπτη όαση τους, ανήλια “παράθυρα” που κοιτούνε μέσα, ομοιόμορφα ρούχα στα αδειανά σώματα και καπέλα με γείσο για τον καταδικασμένο ερήμην ήλιο τους. Αν μπορούσα να ψηλαφήσω τα στόματα τους, θα διάβαζα στη γλώσσα των τυφλών με κεφαλαία γράμματα ένα “γιατί εγώ;”. Γνώριμο το σφίξιμο στο στομάχι μου, με τις αράδες που γράφω πάλι και το μολύβι χαράζει βαθιά το χαρτί μου. Η επιθυμία μου όμως, ας μπορούσα να μεταφερόμουνα, να αποδράσω έστω για λίγο, στο νησί των Λωτοφάγων και μετά, να συνέχιζα μαζί με τους συντρόφους του Οδυσσέα το αέναο ταξίδι “για να μάθω και να μάθω από τους σπουδασμένους” του Καβάφη. Αυτοσαρκαστικό υπομειδίαμα στα χείλη μου όμως η ανάμνηση πενιχρών στίχων μου “Λησμόνησα την απάντηση, συγχώρεσε τον λωτοφάγο εαυτό μου” όταν μπλέκεσαι με τα ιερά τέρατα του αφαιρετικού λόγου, καψερέ μου. Έτσι κι αλλιώς το δισάκι μου δεν είναι τόσο βαρύ, δεν πιάνει τόπο στο εξομολογητήριο μου, στη θυρίδα σκέψεων μου και, κείνος ο Άνθρωπος του, ξέρει να σ’ αφουγκράζεται, λιγάκι λιγομίλητος, λες δεν πειράζει, αν θέλει να κάτι να πει, θα μου χαμογελάσει. Σκέφτομαι, ίσως και αυτός κάπου έγκλειστος θα είναι σε ένα καμβά, αλλά η χροιά της φωνής του απαλή σαν το Λευκό του Χιονιού που με ταξιδεύει στις νιφάδες του. Όταν δεν τον βρίσκω εκεί ρίχνω ένα σημείωμα στη χαραμάδα της βαριάς πόρτα του, κάποιες φορές με προλαβαίνει ενόψει επίσκεψής μου και κρεμάει ένα κομμάτι χαρτί “χαμογέλα και επιστρέφω σε λίγο”. Άλλοτε πάλι, στριμώχνομαι, λιγοστός ο αέρας στο Δωματιάκι του, κόσμος πάει, κόσμος έρχεται, ο καθένας με τον πόνο στο γείσο του καπέλου του σα κορδέλα ή στο πέτο του σαν σκουρόχρωμο μαντιλάκι. Κάνουν ένα κύκλο και περπατάνε, ο ένας πίσω από τον άλλο, κάνω ένα βήμα πίσω και τους παρατηρώ στο σύνολο τους, δεν είναι λίγες οι φορές που το ψυχογράφημα τους με θλίβει κι ας νιώθουν οι ίδιοι λίγο καλύτερα για κάποια λεπτά της ώρας μόλις πάρουν την συνταγή στα χέρια τους, συχνά μη αποδεκτή όμως στο φαρμακείο της γειτονιάς τους. Ο πίνακας ανήκει στον Van Gogh,(“the prison exercise yard”) και τα πινέλα μου με μαλώνουν στην μικρή μου παρέμβαση…
Προαυλισμός Ψυχών
ΑπάντησηΔιαγραφήΠαρατηρούσα τις λεπτομέρειες ενός πίνακα, παγκοσμίως επώνυμου και πολύ αμφιλεγόμενης προσωπικότητας, ζωγράφου. Τόσος πόνος, στα μουντά χρώματα του ιμπρεσσιονιστικού στιλ του, πρόσωπα ανθρώπων γεμάτα θλίψη, με κλεμμένα τα όνειρα τους, ίσως και οι ίδιοι διαρρήκτες της εποχής τους, ίσως πάλι αδίκως στο πίνακα φιλοξενούμενοι. Σκυφτές, κουρασμένες μορφές, εγκλωβισμένοι στη τρισδιάστατη προοπτική του καμβά. Κλειστά στόματα, με ρυθμικό βήμα στη σειρά για να μην μπερδέψουν τους υπόλοιπους στην ολιγόλεπτη όαση τους, ανήλια “παράθυρα” που κοιτούνε μέσα, ομοιόμορφα ρούχα στα αδειανά σώματα και καπέλα με γείσο για τον καταδικασμένο ερήμην ήλιο τους. Αν μπορούσα να ψηλαφήσω τα στόματα τους, θα διάβαζα στη γλώσσα των τυφλών με κεφαλαία γράμματα ένα “γιατί εγώ;”.
Γνώριμο το σφίξιμο στο στομάχι μου, με τις αράδες που γράφω πάλι και το μολύβι χαράζει βαθιά το χαρτί μου. Η επιθυμία μου όμως, ας μπορούσα να μεταφερόμουνα, να αποδράσω έστω για λίγο, στο νησί των Λωτοφάγων και μετά, να συνέχιζα μαζί με τους συντρόφους του Οδυσσέα το αέναο ταξίδι “για να μάθω και να μάθω από τους σπουδασμένους” του Καβάφη. Αυτοσαρκαστικό υπομειδίαμα στα χείλη μου όμως η ανάμνηση πενιχρών στίχων μου “Λησμόνησα την απάντηση, συγχώρεσε τον λωτοφάγο εαυτό μου” όταν μπλέκεσαι με τα ιερά τέρατα του αφαιρετικού λόγου, καψερέ μου.
Έτσι κι αλλιώς το δισάκι μου δεν είναι τόσο βαρύ, δεν πιάνει τόπο στο εξομολογητήριο μου, στη θυρίδα σκέψεων μου και, κείνος ο Άνθρωπος του, ξέρει να σ’ αφουγκράζεται, λιγάκι λιγομίλητος, λες δεν πειράζει, αν θέλει να κάτι να πει, θα μου χαμογελάσει. Σκέφτομαι, ίσως και αυτός κάπου έγκλειστος θα είναι σε ένα καμβά, αλλά η χροιά της φωνής του απαλή σαν το Λευκό του Χιονιού που με ταξιδεύει στις νιφάδες του. Όταν δεν τον βρίσκω εκεί ρίχνω ένα σημείωμα στη χαραμάδα της βαριάς πόρτα του, κάποιες φορές με προλαβαίνει ενόψει επίσκεψής μου και κρεμάει ένα κομμάτι χαρτί “χαμογέλα και επιστρέφω σε λίγο”. Άλλοτε πάλι, στριμώχνομαι, λιγοστός ο αέρας στο Δωματιάκι του, κόσμος πάει, κόσμος έρχεται, ο καθένας με τον πόνο στο γείσο του καπέλου του σα κορδέλα ή στο πέτο του σαν σκουρόχρωμο μαντιλάκι. Κάνουν ένα κύκλο και περπατάνε, ο ένας πίσω από τον άλλο, κάνω ένα βήμα πίσω και τους παρατηρώ στο σύνολο τους, δεν είναι λίγες οι φορές που το ψυχογράφημα τους με θλίβει κι ας νιώθουν οι ίδιοι λίγο καλύτερα για κάποια λεπτά της ώρας μόλις πάρουν την συνταγή στα χέρια τους, συχνά μη αποδεκτή όμως στο φαρμακείο της γειτονιάς τους.
Ο πίνακας ανήκει στον Van Gogh,(“the prison exercise yard”) και τα πινέλα μου με μαλώνουν στην μικρή μου παρέμβαση…
Σπύρος Τ.