Τετάρτη 29 Οκτωβρίου 2014

Το κουτάκι




    Έτσι απροειδοποίητα και ξαφνικά βρήκε μέσα σε μια στιγμή ένα μικρό κουτάκι ευτυχίας. Το άνοιξε και μπήκε μέσα. Για να παραμείνει ευτυχισμένος τo έκρυψε καλά. Αγώνα έδινε μονάχα για να το βρίσκει εκείνος ο ίδιος. Αν το έχανε ήξερε πως θα ήταν όπως παλιά, τότε που ζούσε σ΄ένα κουτάκι άδειο. Τότε που σηκωνόταν στις μύτες των ποδιών του και έδειχνε την ευτυχία από μακριά. Έτσι όμως όποιος κάνει, ξεχνάει την ευτυχία του. Τα ήξερε αυτά καλά. Όπως και πως ζήλεια προκαλεί μονάχα στους ομοίους του, γιατί οι ξεχωριστοί έχουν το δικό τους κουτάκι πάνω από το ύψος των ματιών του και δεν τους βλέπει όσο κι αν τεντώνεται.
    Είχε καταλάβει πια πως όσο κι αν τους προκαλέσει να δουν το άδειο κουτάκι του, εκείνοι έχουν κλείσει το δικό τους και δεν ακούν τίποτα. Και ας γύρναγε φωνάζοντας με ντουντούκα στις γειτονιές ''έχω ένα μεγάλο κουτάκι ευτυχίας''. Και ας έγραφε με μεγάλα γράμματα την λέξη ευτυχία. Το κουτάκι μίκραινε και αυτός μαζί. Και όσο πιο πολύ κόσμο μάζευε να δει την ευτυχία του, τόσο πιο μόνος ένιωθε και όλο περισσότερο έμοιαζε σαν δολοφόνος μιας πιθανά μεγάλης ευτυχίας. 
   Το κουτάκι της αληθινής ευτυχίας το βρήκε μέσα στον ίδιο καιρό. Στα καλοπλυμένα και καλοχτενισμένα καθημερινά. Με το ούτε τους περισσότερο, ούτε τους λιγότερο. Με το τόσο τους. Σαν μια στάλα ήταν το κουτάκι. Και αλήθεια μια στάλα είναι τα χρόνια που ζούμε μπροστά σ΄κείνο το επ΄άπειρον που θα θέλαμε να ζούμε. Αυτό που περιμένουμε σαν καθυστερημένη ποθητή είδηση ακόμα και την τελευταία μας στιγμή. 
   Άρχισε να κάνει ησυχία, ν΄αποκτά ισορροπία. Ακόμα και όταν έχανε το δρόμο για την κρυψώνα έκανε πάλι ησυχία. Έψαχνε τότε στους χάρτες που αφήνουν τ΄αλάτια της θάλασσας στα πουκάμισα. Περπατούσε σε μονοπάτια μουσικών λέξεων μέχρι να μπορέσει ξανά να συννενοηθεί με τους άλλους αλλά κυρίως με τον εαυτό του  χωρίς φασαρία. ΄Ηξερε πως οι ευτυχισμένοι άνθρωποι δεν κάνουν φασαρία. Δεν γράφουν με μεγάλα γράμματα, δεν κουνούν χέρια και πόδια για να τους προσέξουν. Έχουν συνείδηση της κατάστασης στην οποία βρίσκονται και απλά την σέβονται.
   Η ευτυχία κάνει ησυχία.

Ζωγραφική Kate Pugsley

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Τα στρείδια




Οι καιροί το θέλουν ν΄ανασύρουμε από μέσα μας όσο απόθεμα ομορφιάς διαθέτουμε γιατί απ΄έξω δεν υπάρχει στάλα. Μια δική μας Ανατολή σαν ακριβοδωρεάν δώρο. Να μας μάθει να ενοχλούμε τα στρείδια. Τη λίγη ώρα που τα πετυχαίνεις ανοιχτά είναι πολύ κοινωνικά. Μετά ξανακλείνουν στα μούτρα μας. 

Τρίτη 14 Οκτωβρίου 2014

Στην ταράτσα



     Παρακολούθησε ένα παιδί να ζωγραφίζει. Το παιδί έξυσε το μπλε μολύβι και ύστερα με τα δάκτυλα του το άπλωσε μαλακά μαλακά στο χαρτί. Είναι ωραίο να πιάνεις στα χέρια σου πέλαγος, να χαιδεύεις πέλαγος. Προσπαθούσε να φανεί η θάλασσα όσο το δυνατόν πιο γαλάζια, μα κυρίως όσο το δυνατόν πιο ήσυχη. Ίσως ν΄άρχιζε να ζωγραφίζει την Άνοιξη, ίσως να νοσταλγούσε τα καλοκαίρια. Ίσως να ήθελε να ημερέψει μια μέσα του τρικυμία. 
- Εσύ αν ήσουνα παιδί, πώς θ΄άρχιζες;
-Εγώ, εγώ αν ήμουνα παιδί ... Δεν θα ξερα πώς ν΄αρχίσω.
    Λοιπόν αν ήταν παιδί θ΄άρχιζε από τα μεσημέρια. Εκείνα εκεί τα μεσημέρια που  σκαρφάλωνε στην φαντασία της. Αυτά που βρίσκονται τώρα κλειδωμένα μέσα στην αποθηκούλα μαζί με το εφηβικό γραφείο της, ένα ξύλινο κουτί που το είχε για κομοδίνο και το πορτατίφ με τα αποξηραμένα λουλούδια στην βάση. Αυτό που το έχει φυλάξει για να της θυμίζουν τα αποξηραμένα βήματα της μάνας της στο διάδρομο, το άνοιγμα της πόρτας και την άδοξη διακοπή του σκαρφαλώματος. Να προσπαθεί να βάλει τρεις σκέψεις στη σειρά, πριν τις στείλει στον αγύριστο και το θέμα να καταλήγει στην ακαταστασία της.
     Μετά θα συνέχιζε στα βράδια στην ταράτσα, στο ησυχαστήριο της. Μια σιδερένια, στριφογυριστή σκάλα να την στέλνει σε πλήρη απόσπαση από την παιδικότητα της. Μια φθαρμένη, χαμηλή, βελούδινη πολυθρόνα απ΄αυτές που γλύτωσαν τελευταία στιγμή τη σαβούρα του παλιατζή, να γίνεται σπίτι της. Από κει να ρεμβάζει σε απευθείας μετάδοση  το δάσος των κεραιών της πόλης. Να είναι ο κόσμος της πιο κοντά στον ουρανό παρά στην γη. Να είναι έναστρο το σαλόνι της και οι φίλοι που το επισκέφθηκαν δορυφόροι πλανήτες. 
    Μόνο που αυτά τα μεσημέρια χάθηκαν. Η πλάκα είναι που καλά καλά δεν πρόλαβε να το καταλάβει. Έτσι που τρέχει η ζωή, τι να καταλάβεις. Τώρα περπατά αυτή σ΄ένα παρόμοιο διάδρομο. Αρχίζουν τα δικά της βήματα να γίνονται αποξηραμένα. Τρομάζει που κάνουν κύκλο όλα. Είναι ακόμα σαν να την ακούει να λέει, ''δεν περνάει και κανένας παλιατζής να πετάξω όλη κείνη την σαβούρα από την αποθήκη και την ταράτσα''. Σαβούρα είναι όλα τ΄ανοιξιάτικα μεσημέρια ενός παιδιού μαμά; Και εγώ που νόμιζα πως γινόμαστε ό,τι χάσαμε. 


Φωτογραφία Σοφία Καρούμπα



Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 2014

Γεφυρώνοντας




    Ξεθωριασμένες φωτογραφίες από μια εποχή που ο κόσμος θα γινόταν οπωσδήποτε δικός μας. Να βυθίζω τα χέρια μου μέσα στα χρόνια και να βρίσκω Πρωτοχρονιές, κομματάκια πλεϊμομπίλ και μαύρες ξεμαλλιάρες στρουμπουλές κούκλες. Κουβέντες βραδινές στο εφηβικό δωμάτιο, λίγο πριν την μεγάλη αναχώρηση. Μια εφηβεία που έκανε το κάθε τώρα να κοντοστέκεται και ν΄αργοπορεί. Η πρώτη που θα μου έσφιγγε το χέρι στην επιτυχία.  Ήρθε ο καιρός που έφυγα . Θυμάμαι κάτι τάπερ που μου έφερνες στην Πάτρα. Μετά ήρθε ο καιρός που έφυγες εσύ. Ζόρικες φάσεις αλλά ωραίες. Όταν απελπιζόσουν σου έλεγα ''κάνε υπομονή'' μετά διαβάζαμε λογοτεχνία και προτείναμε η μια στην άλλη τίτλους. Αρχίσαμε να χωρίζουμε, τηλέφωνα μέσα στην νύχτα, συζητήσεις η ζωή είναι σκατά, καμιά συναυλία μαζί και καρτ ποστάλ από το Λονδίνο. Μετά η ζωή γινόταν πάλι γαμάτη και σε περίμενα που ερχόσουν για καλοκαίρι. Βέβαια εγώ ήμουν ήδη οκτώ μηνών έγκυος αλλά στα μάτια σου παρέμενα πάντα η ίδια. Νέα και ωραία. Αυτό που μου άρεσε πάντα είναι ο τρόπος που ξεκαρδιζόσουν στα γέλια.
   Σακιά με εικόνες για το δρόμο. Ο φριχτός φόβος για την μοναξιά, την ''μόνωση' όπως καμιά φορά την λέγαμε, ίσως και να ήταν κληρονομικός.  Κι έγραφα ποιήματα. Καμιά φορά σου τα έδινα. Σαν μια πρώτη πρώτη συλλογή πικρών πρωτόλειων ονείρων. Αν περνούσε από το χέρι σου θα τα τύπωνες. Το ξέρω. Εγώ συνέχισα να γράφω. Κι εσύ να εκδικείσαι κάθε κακοτοπιά βάζοντας τα γέλια. Όπως όταν οι κεραυνοί φωτίζουν την νύχτα στην άκρη του ορίζοντα κι ένα ωραίο κόκκινο φεγγάρι σου παίρνει τα μυαλά.  Η διαμαρτυρία μας ένωνε.
    Δεν θα είναι τυχαίο που σε πολλές φωτογραφίες βγαίναμε με το σήμα τις νίκης. Δεν θυμάμαι πια όλους τους λόγους που διαμαρτυρόμασταν. Εμείς πάντα θα φωνάζουμε για το άδικο, σαν να μας δένει μαζί του μια μυστική συμφωνία.  Φάγαμε τα μούτρα μας χιλιάδες φορές και εξακολουθούμε.
   Με μακριά μαλλιά, μετά κοντά, σγουρά ή ίσια με φίλους, περασμένους, νυν και μελλοντικούς. Οι φωτογραφίες κιτρίνισαν λιγάκι. Κιτρινίσαμε και εμείς μέσα στις φωτογραφίες. Αλλά απ΄έξω μένουμε φωτεινές. Όχι νέες και με στυλ, αυτό δεν γίνεται. Πόσο θα ήθελα να στο υποσχεθώ. Οι  υποσχέσεις όμως δύσκολα  κρατιούνται. Αλλά πολύχρωμες.
    Μια μικρή τσάντα είναι μπροστά μου. Μέσα είναι διάφορα αδυνατούλια χαρτιά. Συλλαβίζω τυπωμένο τ΄όνομα μου. Σαν ξένο μου φαίνεται. Ξεφυλλίζω. Διηγήματα. Και μετά κάθομαι  σ΄ένα τραπέζι με μικρόφωνα και ετοιμάζομαι να παρουσιάσω το πρώτο μου βιβλίο. Και ούτε το φουστάνι που φόραγα δεν κράτησα να διαλέξω μόνη μου. Και εσύ από κάτω μιλάς για κάθαρση. Και πάλι υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως δεν θα κλάψω, αλλά πότε τα κατάφερα εγώ καλά με τις υποσχέσεις για να την κρατήσω και τώρα;
     Είναι μια νύχτα κατανυκτική απόψε. Στριμώχνεσαι σε στοές γκρεμισμένων αναμνήσεων. Από τα παράθυρα των σπιτιών που βλέπουν στο δρόμο, αυτά με τα αναμμένα φώτα και τους ξαναχτισμένους σοβάδες, βλέπεις τους ανθρώπους να λιώνουν όπως τα χρόνια. Και θέλεις να ζητήσεις από ένα σκύλο να τους πει πως αν είναι κάτι που καταφέρνει να διακόψει το τέλος είναι οι σχέσεις μας. Αυτές που ζούμε γεφυρώνοντας.

φωτογραφία Walter Schönenbröcher   

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2014

Κάποιες στιγμές





Είναι και κάποιες στιγμές, λίγες αλήθεια αλλά ευκολοαναγνωρίσιμες, που όλα τα συστατικά της στιγμής μοιάζουν να καταλήγουν σε σένα. Η ζέστη του ήλιου, ο ρυθμός του τραγουδιού που ακούς, το χαμόγελο του συνεπιβάτη. Στιγμές ευτυχίας, διαβατάρικα πουλιά που πριν φύγουν γίνονται πρώτα δικά σου.