Τετάρτη 10 Μαΐου 2017

Την νύχτα που τρεμόσβηνε το λ



        Παλιά έβγαινε στο δρόμο και μάζευε στιγμές. Οποιαδήποτε μέρα, με χειμώνα, με  σκοτεινή καταχνιά ή καυτό ήλιο ντάλα μεσημέρι, αυτός έβγαινε να μαζέψει στιγμές. Είχε στη κατοχή του πολλές. Μερικές απ' αυτές δεν τις θυμόταν καθόλου και άλλες πάλευε να τις ξεχάσει και αυτές δεν ξεκολούσαν από την μνήμη του όπως δεν ξεκολλάει η πεταλίδα από το βράχο ούτε με μαχαίρι όταν το αποφασίσει. Μερικές τις αγαπούσε περισσότερο, για άλλες ντρεπόταν γιατί στάθηκε κατώτερος τους. Ήταν όμως όλες δικές του, μια προς μια. 
      Στιγμές που ξενύχτησε να περπατάει τύφλα ερωτευμένος στην κοιμισμένη πόλη κι αυτή να μην ξέρει ούτε τ΄όνομα του. Στιγμές με τον Γιώργο στο Low Profile να ψάχνουν την άκρη. Στιγμές που χόρεψε ζεμπέκικο ξημερώματα σ΄ένα μαγαζί στην Λάρισα και του παίζανε παλαμάκια δυο συνάφελφοι, καλά φιλαράκια. Στιγμές που άφησε την δουλειά για να κάνει θεραπεία. Στιγμές στην Αστυπάλαια να προχωράει πάνω στις άσπρες κροκάλες με τα στρατιωτικά του άρβυλα και το μακρύ του μαύρο παλτό γιατί είχε χάσει το στοίχημα. Στιγμές που ξεχάστηκε για ώρα να κοιτάει τον ώμο της.  Στιγμές που μάλωναν από τη στιγμή της συνάντησης, συνέχιζαν στο αυτοκίνητο και σταματούσαν στο πρώτο ξεκλείδωμα της κλειδαριάς του διαμερίσματος. Στιγμές με πόλεμο. Στιγμές που το πλοίο άδειασε και η γιορτή σταμάτησε μέσα του.
     Δεν θυμόταν πότε άρχισε να μαζεύει στιγμές. Μπερδευόταν η μνήμη του όπως μπερδεύται με τα μηνύματα στο τηλεφωνητή. Ποτέ δεν κατάφερε να διακρίνει με την πρώτη ποιά είναι τα πρώτα, τα παλαιότερα. Για να είναι ειλικρινής θα πρέπει να παραδεχθεί πως δεν ενδιαφερόταν να μάθει την παλαιότητα τους. Τώρα τελευταία ούτε να τα ακούσει ήθελε. Έμπαινε στο σπίτι και δεν πάταγε το κουμπί του τηλεφωνητή. Αφού και ο τηλεφωνητής είναι κάτι ξεγραμμένο πλέον. Γιατί να αφήσει κάποιος μήνυμα στο τηλεφωνητή αφού αν θέλει σε βρίσκει στο κινητό. Εκείνος όμως έβαζε τηλεφωνητή κάθε μέρα πριν φύγει.  Άκουγε μια τη φωνή του όπως την είχαν ηχογραφήσει πριν από χρόνια ''Αυτή την στιγμή λείπουμε που σημαίνει ανατέλλουμε, παρακαλούμε αφήστε το μήνυμα σας'' Μπιπ και έφευγε.
    Ούτε το κινητό του άκουγε. Ήταν μονίμως χαμηλωμένο. Παρόλα αυτά το κουβαλούσε πάντα μαζί του. Το τέλος της μέρας, λίγο πριν κοιμηθεί πάντα το μοιραζόταν με το κινητό. Είχε διαφημιστικά μηνύματα από αλυσίδα καταστημάτων, από τον ουρολόγο του καμιά φορά όταν είχε ξεπεράσει το όριο για τον επανέλεγχο του προστάτη. Κάποιες φορές είχε εισερχόμενη κλίση από κανένα συνάδερφο για τις βάρδιες και από την ξαδέρφη του την Έφη για χρόνια πολλά και το κάλεσμα της Πρωτοχρονιάς.
    Είναι πολύ έξυπνο το κινητό του. Τον φροντίζει και είναι διαθέσιμο.  Κάνει υπολογισμούς, μετράει χρόνους, κόβει εισητήρια, διατηρεί τις γνωριμίες του, κατεβάζει ωραίες συνταγές για την βραδινή του μακαρονάδα. Δείχνει τα χιλιόμετρα που περπάτησε και πόσο χρόνο χρειάζεται για να διανύσει την συνηθισμένη του διαδρομή. Του λείπει η φωνή προς το παρόν. 
      Είχε πανσέληνο εκείνη τη νύχτα. Ανέβηκε στην ταράτσα. Κάθησε στη ξεχαρβαλωμένη του πολυθρόνα με τον ίδιο ηλίθιο φόβο. Ο ουρανός άχρονος και αόρατος κρεμόταν από πάνω του. Ο μύθος του ανίκητου ερχόταν να τον συντρίψει. Απλώς, περνούν τα χρόνια σκέφθηκε. Και όταν πας προς τα κάτω είναι σαν τσουλήθρα. Κάτι έλειπε. Κοίταξε την φωτεινή επιγραφή  του απέναντι καφενείου.  ''Η Ελπίς'' αναβόσβηνε έτοιμο να σβήσει το λ. 

Αυτά θυμόταν από εκείνη την νύχτα που τρεμόσβηνε το λ. 
Μέρες μετά ξαναανέβηκε. Η λάμπα στο λ είχε αλλάξει. Εκείνος είχε συλλέξει μια ακόμα στιγμή και η ελπίδα φώτιζε ξανά πάνω από το καφενείο.