Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2016

Ξενάκια




    Οι εικόνες επαναλαμβάνονται, πάλι. Απελπισμένα βλέμματα, παλάμες που σφίγγουν γερά να λυγίσουν γερά συρματοπλέγματα, παιδιά εγκλωβισμένα σε ανοίκειες λωρίδες γης, άνθρωποι μεταίωροι.
     Βαριά, δυσκίνητη προσφυγιά προχωρά με δυσκολεμένη αναπνοή. Περνά και ξηλώνει σιωπηλά τα σκηνικά στις πόλεις των ανθρώπων. Υγραίνονται με αγωνία οι μέρες, φθάνει η υγρασία την καθημερινότητα μας. Διασταυρώνονται οι δρόμοι μας. Μουδιασμένοι κοιτάμε. Πολλές φορές σιωπούμε. Κάποτε αποστρέφουμε το βλέμμα μας. Να μην ζήσουμε ξανά το σοκ της ακαριαίας αποτύπωσης της τραγωδίας. 
      Ωστόσο ο πόνος δεν αποφεύγεται. Νομίζουμε με την σιωπή πως γλυτώνουμε, όμως δεν είναι έτσι. Όπως δεν μπορείς να μάθεις να γελάς με τις σφαλιάρες και τα χαστούκια, ούτε να μάθεις να χλευάζεις τον πόνο για τον εξευτελισμό και την υποτίμηση. Όσο και να γυρίσεις το κεφάλι να μην δεις, ο ανθρώπινος πόνος θα τρυπώσει και θα σε βρει.  Γι΄αυτό όταν η Σοφία Πομπόλη περιγράφει στην νοηματική γλώσσα το δράμα των μικρών προσφυγόπουλων και ξεσπά σε λυγμούς, ξεσπάς κι εσύ. 
      Η νοηματική γλώσσα κλείνει έξω τον θόρυβο και τους μικροφωνισμούς. Δεν έχει λόγια. Οι λέξεις χάνουν την δύναμη τους. Οι χειρονομίες, οι κινήσεις του σώματος, οι εκφράσεις του προσώπου μεταφέρουν τις ειδήσεις στα συναισθήματα μέχρι να βρουν διέξοδο και να κατανοηθούν. Το σώμα δεν ψεύδεται ποτέ. Αυτό μιλάει πάντα. Εμείς δεν ακούμε. Αυτή η διαδρομή από τα μέσα προς τα έξω είναι η δική μας προσφυγιά. Όταν βγουν τα μέσα έξω να βρουν πατρίδα. 
     Ξενάκι είσαι κι εσύ μην το ξεχνάς. Ξενάκια λέγανε τους ναυτικούς σε όλο τον κόσμο οι ναυτομάνες. Κι αν ακόμα δεν έχεις πρόσφυγα, μετανάστη στην οικογένεια, κι αν κάποτε δεν έζησες κι εσύ κάπου μακριά, κάποτε θα θέλησες να σπάσεις τα σύνορα. Να κόψεις συρματοπλέγματα, κάπου να περάσεις, να σωθείς, σε μια αγκαλιά να ριζώσεις. Γι΄αυτό όταν κλαίει το σώμα, κλαις κι εσύ. 
      Σ΄αυτά τα δάκρυα τρέχουν οι πόνοι και τα βάρη μας. Πέφτουν οι μάσκες, σπάνε οι βιτρίνες που εμποδίζουν τα αληθινά μας βιώματα να βγουν στην φόρα και να ελευθερωθούν. Η ειρήνη που τόσο πολύ επιθυμούμε, ζητάει να γνωρίζουμε. Ζητάει να αποδεχθούμε πως προχωρούμε κι εμείς οι ίδιοι σε  πανανθρώπινο κομβόι προσφυγικό. 
      Εδώ παρακάτω στην γειτονιά μου, στο δρόμο προς το σουπερ μάρκετ, βρίσκεται ένα χαμηλό, φτωχικό σπιτάκι πάντα ανοιχτό. Ένας άντρας κάθεται απ΄έξω και συνήθως διαβάζει τ΄απογεύματα. Η πόρτα είναι πάντα ανοιχτή. Τα παράθυρα το ίδιο. Μοιάζει σαν να μην χρειάζεται να είναι κάπου μέσα για να βγει έξω, μα ούτε έξω για να μπει μέσα. 
     Πιάνω τον εαυτό μου να αναρρωτιέται ''μα πως ζει αυτός ο άνθρωπος;'' Δεν έχω απάντηση. Θα πρέπει να ζει απ΄αυτά που κάνει, όχι απ΄αυτά που χτίζει και κλείνει. Θα ζει σε φεγγαροβραδιές, σε ανθισμένα δωμάτια Άνοιξης και σε μάλλινες κάμαρες Χειμώνα. Μάλλον όπου βρεθεί θα αφήνει να του πέφτουν κάτω ψιχουλάκια, για να μην χάσει το δρόμο του. Γι αυτό εξακολουθεί και ζει ακόμα. 
   'Ετσι λέω προχωρώντας στην ερημιά του σούπερ μάρκετ. Εκεί που συναντιούνται οι άνθρωποι χωρίς να βλέπονται. Ξεχνώντας να αφήνουν πίσω τους ψιχουλάκια. 

Φωτογαρφία Μάριος Λώλος

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

Το κουτί





     Ήταν βράδυ αργά. Δεν τον έπαιρνε ο ύπνος. Περπάτησε στα σκοτεινά μέχρι το παράθυρο του καθιστικού. Σκόνταψε σ΄ένα κουτί τυλιγμένο σε γυαλιστερό χαρτί, δεμένο με κορδέλα και φιόγκο. Το κοίταξε καλά καλά αλλά δεν το αναγνώριζε.  Το πλησίασε, το κοίταξε από κοντά. Στο χαρτί έγραφε με κεφαλαία γράμματα ''το παρελθόν σου''. Ίσως μια άλλη φορά να το άνοιγε αμέσως. Όχι όμως σήμερα που ένιωθε τόσο χαμένος μέσα στην σύγχυση.
    Πήγε στο δωμάτιο να κοιμηθεί. Άντε να κοιμηθείς όμως με το παρελθόν σου τόσο παρόν δίπλα σου, τυλιγμένο με φιόγκο. Γύρισε και το άνοιξε. 
    Σκέφθηκε για μια στιγμή πως το κουτί ίσως να ήταν άδειο και να τον ρούφαγε μέσα του. Σαν την Αλίκη στην Χώρα των Θαυμάτων, πάλι αυτός θα έμπαινε στο κήπο των θαυμάτων. Όμως όχι, το κουτί δεν ήταν άδειο. Είχε ένα μικρό μπουκαλάκι που πάνω έγραφε ''μνήμες''. Το άνοιξε και αμέσως απλώθηκε σε όλο το δωμάτιο μια πολύ οικεία μυρωδιά. Πώς χώρεσε ολόκληρη ζωή σ΄ένα τόσο δα μπουκαλάκι, αναρρωτήθηκε. 
     Τίποτα άλλο δεν βγήκε από το μπουκαλάκι. Το άρωμα δεν έγινε άνθρωπος, ούτε μίκρυνε, ούτε μεγάλωσε, ούτε άλλαξε, Κανένα μαγικό δεν έγινε. Κανένα τζίνι δεν παρουσιάσθηκε. Μονάχα η καρδιά μαλάκωσε στην θύμηση της ζωής που άφησε πίσω του. Αυτής της ζωής που κάποτε έμοιαζε και ίσως να ήταν αληθινή. 
   Όχι δεν ήταν αληθινή εκείνη η ζωή. Το ήξερε. Τι ήθελε ο αποστολέας αυτού του κουτιού; Το μόνο που είχε μείνει όρθιο ήταν η εκκρεμότητα, αυτή που είχε αφήσει πίσω του. Αυτή μονάχα είχε μείνει ζωντανή. Αυτή που ήρθε να του θυμήσει πως είναι ακόμα ζωντανός και πως έπρεπε να ζήσει πριν γίνει και εκείνος ανάμνηση. Έτσι ξαφνικά τα κατάλαβε όλα. Το παρελθόν χαμπάρι δεν παίρνει από αστεία. Καμιά φορά μετακομίζει από το χθες σ΄αυτούς που ζουν σήμερα και τους κάνει κουβάρια. Ορκίσθηκε όλα αυτά να μην τα επιτρέψει. Κι ας ήξερε πως δεν θα ήταν εύκολο.
     

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2016

Φάρσα



Να μας θυμίζεις ζωή κάθε στιγμή πόσο μεγάλη φάρσα είσαι. Εμείς να μην σε πιστεύουμε. Να σε ψάχνουμε στα ευτελή και τ΄ασήμαντα. Να σε χάνουμε για τα καλά. Να μας βρίσκεις πάλι εσύ. Θυμάσαι; Να μας ρωτάς. Σαν το κρυφτό που παίζαμε παιδιά. Ο νικητής ήταν αυτός που έφτυνε τους άλλους, στους τοίχους που τα φύλαγε. Τοίχους έφτυνε και κέρδιζε το γέλιο του. 

Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Ξένος σε ξένη πόλη


 


          Ο αέρας κοντά στα λιμάνια μυρίζει ψαρίλα, μυρίζει φύκια ξεβρασμένα από το κύμα στο μώλο. Στα λιμάνια τις νύχτες επικρατεί μια αλλόκοτη σιωπή. Όταν έρχεται το μπουρίνι, το λιμάνι ξαναπαίρνει  την ανάσα του. Η σιωπή τότε μεταφέρει με ορμή την ανάσα των κοντινών κυμάτων στους ανθρώπους. Τα δρομάκια στις κοντινές γειτονιές διαφέρουν το ένα από το άλλο. Το ένα παραδομένο στην ησυχία, το άλλο πιο πολύ στο κέφι και στον φθηνό έρωτα. Οι φωνές εδώ μοιάζουν να βγαίνουν από το Αόρατο μέσα από υπόγεια μυστικά και στοές κρυφές που κανείς δεν μπορεί να μαντέψει. 
      Είναι ωραία τα δρομάκια κοντά στα λιμάνια σε όλες τις πόλεις. Αυτή η βρώμικη αγορά των παθών, οι στιβαγμένοι μισοκρυμμένοι πειρασμοί για όλους αυτούς που γυρίζοντας από ατέλειωτες νύχτες μοναξιάς σε θάλασσες μακρινές και επικίνδυνες, πάνε εκεί και λαχταρούν να ζήσουν μέσα σε μια ώρα τ΄ αμέτρητα, φιλήδονα όνειρα τους. 
    Θα έπρεπε να μένουν κρυμμένα αυτά τα δρομάκια των λιμανιών στις απόμερες γειτονιές των μεγάλων πόλεων, επειδή ξεδιάντροπα κι απροκάλυπτα λένε αυτό που τα κατάφωτα σπίτια με τα γυαλιστερά τζάμια και τους αξιοπρεπείς ενοίκους τους κρύβουν κάτω από πολλές μάσκες. 
    Στα λιμάνια η μουσική ακούγεται από μικρά μαγαζάκια, οι κινηματογράφοι υπόσχονται με χτυπητές αφίσες μεγαλεία αφάνταστα, φώτα χρωματιστά στριμώχνονται κάτω από υπόστεγα χωρίς να κρύβονται. Οι άνθρωποι χαμογελούν όταν βρεθούν σ΄αυτά τα δρομάκια. Τα σκοτεινά μάτια τους ζωηρεύουν από τις τόσες υποσχέσεις που βλέπουν τριγύρω, γιατί εκεί υπάρχουν τα πάντα, έρωτας, ποτό, θέαμα, περιπέτεια. Η πιο μεγάλη και η πιο ντροπαλή περιπέτεια. Είναι διπλή η γοητεία τους, διπλά ερεθιστική και προκλητική, έτσι που καμώνεται πως κρύβεται την ίδια στιγμή που τα προσφέρει όλα. Ξεχνά κανείς το δρόμο, την πόλη, τον εαυτό του τον ίδιο. Ξένος σε ξένη πόλη, χαμένος, υπέροχα ελεύθερος μέσα στο άγνωστο. 
    Τα δρομάκια αυτά είναι ολόιδια στο Αμβούργο, στην Μασσαλία, στην Λισαβώνα, στην Αβάνα. Όπως ίδιες είναι και οι μεγάλες λεωφόροι της πολυτέλειας. Γιατί τα πάνω και τα κάτω της ζωής παντού μοιάζουν. Τα τελευταία φανταχτερά απομεινάρια ενός εκφυλισμένου κόσμου, που ξεσπάει άγρια και αχαλίνωτα τα ένστικτα του. Είναι τόσο υπέροχα, τόσο απερίγραπτα καλό να νιώθει κανείς καλύτερος, όταν καταβάθος ξέρει πως είναι χειρότερος. Προκλητικοί με όσα δείχνουν, ακαταμάχητοι με όσα κρύβουν. Δρόμοι ανθρώπινοι. 
    Αλλά τα αλλόκοτα αυτά δρομάκια ζούνε μονάχα την νύχτα, τη μέρα φορούν γκρίζες, κρύες μάσκες και μόνο όσοι ξέρουν μπορούν να τα ξαναβρούν. Αυτοί είναι οι ανώνυμοι ποιητές. Θα μπορούσαν να τους λένε παρηγορητές. Αυτοί μπορούν να βρουν τα χαμένα δρομάκια και να τους δώσουν μορφή και σχήμα. Μέσα από την ποίηση οι στιγμές ξαναγεννιούνται και ζουν για πάντα. Δρόμοι και στιγμές που ακριβώς έτσι ουδέποτε υπήρξαν. Μορφές πλασμένες από την ποίηση. Δρόμοι ονειρεμένοι. 


Φωτογραφία 
Lola Alvarez Bravo, 1950    
    

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2016

Για να είσαι μεγάλος


Για να είσαι μεγάλος, να είσαι ολόκληρος: τίποτα
Από τον εαυτό σου μην υπερβάλλεις ή αποκλείεις.
Να είσαι ολόκληρος εσύ σε κάθε πράγμα. Βάλε τον εαυτό σου
στο μικρότερο πράγμα που κάνεις.
Έτσι και η σελήνη σε κάθε λίμνη λάμπει
Και λάμπει γιατί ζει ψηλά.

14-2-1923
Φερνάντο Πεσσόα