Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

Ο άνθρωπος καλοριφέρ και η παραμονή Χριστουγέννων



    Έχασε τη δουλειά του, έχασε την Μαρίνα και μετά δεν του έμενε πια τίποτα άλλο να χάσει και σταμάτησε να ενδιαφέρεται: ούτε κρύο, ούτε ζέστη. Σταμάτησε να βλέπει τους φίλους του και μετά σταμάτησε να του λείπουν οι φίλοι του. 
    Σε δυο μέρες ήταν Χριστούγεννα. Εμφανίστηκε κίνηση στους δρόμους, ο κόσμος έτρεχε να αγοράσει δώρα, γλυκά και φαγητά. Τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια στους δρόμους και στις βιτρίνες  έδιναν ζωή στην μισοπεθαμένη πόλη. 
    Εκείνος μην έχοντας τρόπο ν΄αγοράσει δώρα τριγυρνούσε στους δρόμους, κυρίως τους αφώτιστους. Δυο μέρες ήταν για τα Χριστούγεννα κι αυτές οι μέρες δεν περνούσαν με τίποτα. Ώσπου το βράδυ της παραμονής δεν γύρισε στο σπίτι. Τι σπίτι και γιατί; 
    Είχε αρχίσει να ρίχνει χιόνι πυκνό και παχύ. Όσο προχωρούσε ή ώρα οι δρόμοι παραδίνονταν στην σιγαλιά της παραμονής, αφού οι συμπολίτες του έχοντας τελειώσει με τις εκκρεμότητες είχαν πια μπει στο σπίτι τους ή στα σπίτια των φίλων τους, οι συζητήσεις είχαν ανάψει, το φαγητό μύριζε, τα φώτα στο δέντρο αναβόσβηναν, γέλια, μουσικές.
    Εκείνος συνέχισε να περπατάει. Ο αέρας έφερνε παγωμένο χιόνι στο πρόσωπο του. Άρχισε να χαμογελάει. Μοναδική στιγμή συνάντησης του μέσα και του έξω κόσμου του. Δεν είχε κανέναν να μοιραστεί αυτή την αναζωογονητική δροσιά του χιονιού. Όταν κουράστηκε να περπατάει, κάθησε κάτω. Το χιόνι έπεφτε πάνω στο κεφάλι του και σιγά σιγά τον σκέπαζε. Θυμήθηκε τις μουσικές  χιονόμπαλες που του άρεσαν από παιδί. Αυτές που είχαν μέσα σε υγρό μια φιγούρα και όταν τις αναποδογύριζε γέμιζαν χιόνι και η φιγούρα σκεπαζόταν. Αυτός ήταν τώρα εγκλωβισμένος μέσα στην δική του χιονόμπαλα. 
    Ένας παράξενος θόρυβος τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Τίναξε λίγο χιόνι από πάνω του και προσπάθησε να δει από πού ερχόταν. Τι θα μπορούσε να περνάει από εκείνη την ερημιά εκείνη την στγμή. Κάποιος έσπρωχνε ένα καλοριφέρ με ροδάκια. Φαινόταν να το είχε μαζέψει από τα σκουπίδια. Σίγουρα δεν θα δούλευε. Ίσως θα ήθελε να ζεσταθεί.  Θα προσπαθούσε να το επιδιορθώσει, σίγουρα. Έδειχνε πολύ κουρασμένος, ήταν και ανηφορικά. Περνώντας δίπλα του, ο άνθρωπος-καλοριφέρ του έριξε μια ματιά. Όχι μια φευγαλέα ματιά, ούτε μια επίμονη ματιά. 
      Το έχει σκεφθεί πολλές φορές από τότε. Ήταν μια ματιά, ενός ανθρώπου που την ίδια ώρα που αγκομαχάει, την ίδια ώρα αναζητάει, αγωνίζεται, θέλει να βρει κάποιον να πάνε μαζί μια βόλτα, να φάνε μαζί, να γελάσουν μαζί και γιατί όχι να αγαπηθούν. 
Αυτό ήταν. Χωρίς να καταλάβει πώς, σηκώθηκε από το χιόνι, άρχισε να περπατάει πιο γρήγορα και σκέφθηκε να τηλεφωνήσει στο φίλο του τον Γιάννη να δει που είναι. Κι αν είναι να πάει να τον βρει. Να περάσουν μαζί τα Χριστούγεννα σαν τότε παλιά. Να καταφέρει να ζήσει ξανά, να συνεχίσει ν΄αναπνέει και να μην πεθάνει από ασυμφωνία χαρακτήρων με την εποχή, από ερημιά. 

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

Το δέντρο





      Μιλάμε για μια ρίζα. Μια ρίζα ενός αειθαλούς, γερού δέντρου. Ενός δέντρου που φύτρωσε μια στιγμή μόνο του. Χωρίς καμιά ιδιαίτερη προδιάθεση, ούτε καν αυτής της καλής πρόθεσης. Κάποιος αέρας σήκωσε μια στιγμή ένα σπόρο. Ο σπόρος αγκάλιασε την γη μια άλλη στιγμή και έφερε ζωή.  Στην αρχή το δέντρο είχε  πολύ λεπτό κορμό. Ακόμα και ένα μωρό μπορούσε να το κλείσει μέσα στα χέρια του. Κανείς δεν το πρόσεχε. Όλοι το προσπερνούσαν αδιάφορα χωρίς να του ρίχνουν ούτε ματιά. Στους αγέρηδες λύγιζε δεξιά κι αριστερά. Έλεγες θα σπάσει δεν μπορεί. Δεν θ' αντέξει. Οι βροχές το πότιζαν. Κράταγε τότε όσο περισσότερο υγρασία στη ρίζα του μπορούσε, για να τα βγάλει πέρα στις ξηρασίες. Όταν στέγνωνε και η τελευταία σταγόνα υγρασίας, έκοβε ένα κομμάτι από την ρίζα του και ξεδίψαγε. 
     Η ρίζα ακόμα προχωράει. Άλλοτε σε βάθος και άλλοτε σε πλάτος. Όταν τσιμέντα και πέτρες στέκονται μπροστά και της φράζουν τον ορίζοντα, εκείνη βρίσκει άλλους δρόμους ν΄απλωθεί, να βρει νερό και άλατα να θρέψει το δέντρο. Ν΄ανθίσει, να δέσει καρπό. Όταν στο διάβα της συναντήσει άλλες ρίζες, κάνει χώρο κι άλλες φορές κάνει χρόνο για να δώσει τόπο και σ΄αυτές. Ο κορμός του δέντρου τώρα είναι χοντρός και βαρύς.  Άνθρωπος μόνος του δεν μπορεί να τ' αγκαλιάσει. Μονάχα αν σταθούν δέκα, δεκαπέντε άνθρωποι και δώσουν τα χέρια ο ένας στον άλλον, μπορούν να τ' αγκαλιάσουν. Όμως δεν το κάνουν ποτέ αυτό. Οι άνθρωποι δεν αγκαλιάζουν τα δέντρα. Τα πληγώνουν, όσο κι αν τα χρειάζονται, όσο κι αν χωρίς αυτά δεν μπορούν. 
     Μπορεί να αναμετρούν το μπόι τους και να το βρίσκουν χαμηλό. Μπορεί να αναμετρούν τα χρόνια τους και να τα βρίσκουν λίγα. Το δέντρο στέκει εκεί ακόμα κι όταν αυτοί φύγουν.  Γερνάει, μεγαλώνει, ενώνει πολλές ανάκατες μεμονωμένες στιγμές και βρίσκει ορίζοντες. 'Οταν δεν βρίσκει ορίζοντες, φτιάχνει. Αειθαλές, περήφανο, μιλάει με το χρόνο σαν ίσος προς ίσο. Γνωρίζει τον τελικό νικητή. Γι' αυτό, ούτε λόγος. Θα ήταν αφελές αν πίστευε πως θα νικούσε. 
     Γνωρίζοντας το τέλος, ενώνει τις άπειρες στιγμές που έχει στην διάθεσή του και φτιάχνει νίκες. Δεν φτιάχνει γεγονότα, ζει τα γεγονότα. Δεν σχολιάζει το παρελθόν, ζει το παρόν. Και όταν πρέπει να θυμηθεί, δεν προσποιείται πως θυμάται. Θυμάται. Μιλά με το χρόνο στα ίσια. Γι' αυτό το δέντρο ζει νίκες, γιατί ζει στο παρόν. Όπως και ο χρόνος ολόκληρος, μπορεί να είναι γεμάτος με πρόσωπα και επιλογές από το παρελθόν και από το μέλλον, αλλά είναι ολόκληρος εδώ. Όλα τ' άλλα είναι τα όνειρα μας.

Ζωγραφική Chiara Bautista